Κυλούν
οι μέρες μακριά μου,
το
φως τους αγνοώ,
τον
ήλιο που μεσουρανεί
κρατώ
σε απόσταση,
τον
κόσμο που ξεχύνεται στους δρόμους
ποτέ
δεν βλέπω,
όλη
αυτή την όμορφη βουή,
τρεχάματα
ανθρώπων,
λεωφορεία
στοιβαγμένα,
κορναρίσματα
και
μικροπωλητές,
νεανικές
παρέες
που
θορυβούν χαρούμενα,
λιακάδες
στις πλατείες,
ζητιάνοι
στις γωνιές,
γυφτάκια
ζωηρά,
κυρίες
που χαζεύουν στις βιτρίνες,
συνωστισμός
στις λαϊκές,
άνθρωποι
κάθε σχήματος
με
τσάντες φορτωμένες ψώνια
και
μεροκαματιάρηδες
και
εργάτες
και
τεχνίτες πάνω στα μηχανάκια τους,
μες
στις δημόσιες υπηρεσίες
υπάλληλοι
ανόρεχτοι
και
ουρές γερόντων και μεσόκοπων,
τηλέφωνα
χτυπούν αδιάκοπα,
στα
φαρμακεία οι συνταξιούχοι
προμηθεύονται
τα φάρμακά τους,
στα
πάρκα παίζουν τα παιδιά,
στους
δρόμους μποτιλιάρισμα
και
από πάνω ένας ήλιος μεσογειακός,
ήλιος
ελληνικός,
κυρίαρχος
του παιχνιδιού
και
φως λαμπρό διάχυτο παντού.
Όλα
έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου,
τότε
που ήμουνα κι εγώ ανάμεσά τους,
μέσα
σε ένα κόσμο που φάνταζε
πολυάσχολος,
χαρούμενος
και
μια ιδέα δικός μου.
Τώρα
στο σκοτεινό μου σπίτι
τα
ονειρεύομαι όλα αυτά
και
ίσως πότε πότε να τα νοσταλγώ,
όμως
σαν κάπως να μου έχουν απαγορευθεί,
σαν
κάπως μια αόρατη απειλή
να
με κρατεί δεμένη
και
περιμένω
πότε
η πολιτεία θα βουτηχτεί
σε
κείνο το ημίφως,
καθώς
ο ήλιος μόλις έχει βασιλέψει
και
πάνω απλώνεται ο ουρανός
μες
στο βαθύ του μπλε
και
στον ορίζοντα χορεύουν
ρόδινες,
κόκκινες σκιές φλεγόμενες,
τα
πρώτα φώτα ανάβουν
κι
έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός της μέρας.
Είναι
η ώρα μου αυτή
να
βγω στους δρόμους
και
να σταθώ εκστατική
στο
μεγαλείο που συντελείται
μπρος
στα μάτια μου,
η
μέρα να βυθίζεται αργά
σε
ένα παρελθόν απύθμενο
κι
η νύχτα σαν βασίλισσα να κατεβαίνει
μες
στο βαρύ μαύρο φουστάνι της
το
κεντημένο με αμέτρητα
φώτα
ηλεκτρικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου