Σελίδες

27/6/18

Τέχνη και συναισθηματική μετατόπιση




  

Πολλές φορές, πάρα πολλές φορές τελειώνοντας την ανάγνωση ενός ποιήματος μένω σκεφτική. «Αυτό δεν είναι ένα ποίημα», αποφαίνομαι μετά.

Οι στίχοι είναι άρτιοι, το ίδιο και η γλώσσα, η σκέψη του δημιουργού ώριμη, τα λεγόμενα καλολογικά στοιχεία είναι παρόντα, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι σαφές (ενίοτε) και (δείχνει) ευαίσθητο. Όμως δεν είναι ένα ποίημα. Είναι ωραίες, καλογραμμένες σκέψεις στην καλύτερη περίπτωση και θολές, μπερδεμένες σκέψεις στη χειρότερη.

Μολονότι κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι, άρα αγνοώ πολλά περί το θέμα αυτό, ωστόσο διαθέτω αυτό που διαθέτουν όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά την τέχνη: συναισθηματική αντίδραση.

Αυτό σημαίνει ότι, όταν ένα καλλιτεχνικό έργο καταφέρει να αλλάξει την τρέχουσα συναισθηματική μας κατάσταση, αν νιώσουμε κάτι νέο να μας δονεί εσωτερικά, αν μετά τη θεώρηση του καλλιτεχνικού έργου έχουμε υποστεί μια συναισθηματική μετατόπιση, έστω μικρή (« έκσταση» κατά τον Αριστοτέλη), αν έχουμε νιώσει έστω για λίγα δευτερόλεπτα κάτι που μοιάζει με θάμπος, μια ελάχιστη συγκίνηση, μια έστω αδιόρατη γοητεία, τότε το καλλιτεχνικό έργο έχει πετύχει το στόχο του.

Αν αντίθετα παραμείνουμε όπως είμαστε, στην ίδια δηλαδή συναισθηματική κατάσταση, χωρίς καμιά αλλαγή, τότε απέτυχε η σύνδεσή μας με το καλλιτεχνικό έργο και αυτό μπορεί να οφείλεται σε δική μας ανεπάρκεια, αλλά, αν είμαστε ευαίσθητοι δέκτες και εξοικειωμένοι με την τέχνη, αυτό τότε μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουμε μπροστά μας ένα γνήσιο καλλιτεχνικό έργο.

Πάει πολύς καιρός που έπαψα να εμπιστεύομαι τους κριτικούς, όταν ανακάλυψα ότι με είχαν πολλές φορές εξαπατήσει, μολονότι ποτέ δεν έμαθα για ποιο λόγο το είχαν κάνει. Ίσως να μην ήταν κατάλληλοι γι’ αυτή την αποστολή, ίσως και για άλλους πιο προσωπικούς λόγους.

Τώρα, στα χρόνια της ωριμότητας δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Ούτε κριτικούς ούτε φιλότεχνους ούτε σοφούς και μορφωμένους. Εμπιστεύομαι το δικό μου κριτήριο που μέσα στις δεκαετίες είναι πια σταθερό και σίγουρο και δεν ζαλίζεται από διθυράμβους και επαίνους ή από απορρίψεις και αποδοκιμασίες.

Ακούω ένα μουσικό κομμάτι και δεν περιμένω να μου το πει κανείς, ξέρω, αν είναι καλό ή αδιάφορο. Αν η ψυχή μου αναστατωθεί, αν ξεπηδήσουν ξαφνικά απρόσμενα συναισθήματα, αν υπάρξει ψυχική μετατόπιση, τότε ξέρω: αυτό το μουσικό κομμάτι είναι τέχνη, γιατί μπόρεσε να με μετακινήσει από τη συναισθηματική κατάσταση που βρισκόμουν σε μια άλλη, συνήθως πιο σφοδρή. Με απλά λόγια, γιατί με συγκίνησε. Αν δεν συμβεί αυτό, αν το ακούω ψύχραιμη χωρίς αλλαγή του ψυχισμού μου, τότε το μουσικό κομμάτι αυτό, όσο άρτιο κι αν είναι, παραμένει ψυχρό κατασκεύασμα, δεν είναι τέχνη.

Διαβάζω ένα μυθιστόρημα και η τύχη του εξαρτάται ήδη από τις πρώτες σελίδες. Αν δεν με μαγέψουν, αν δεν με παρασύρουν στον κόσμο του, αν το διαβάζω και την ίδια στιγμή σκέφτομαι ότι δεν έχω πχ μαγειρέψει, τότε το αφήνω στην άκρη. Ο συγγραφέας του, όσες ευνοϊκές κριτικές κι αν έχει πάρει, όσο καλογραμμένο κι αν είναι το κείμενο του, δεν κάνει τέχνη. Γράφει, απλώς γράφει. Αραδιάζει γραμμές γραφής. Το ίδιο ισχύει και για ένα διήγημα.

Παρακολουθώ ένα θεατρικό έργο. Πρέπει να με υποβάλει, πρέπει να με κάνει να ξεχάσω ότι είμαι ένας θεατής που κάθεται σε μια θεατρική σάλα και παρακολουθεί χαλαρά την παράσταση. Πρέπει να με βάλει μέσα του, μέσα στον υποθετικό του χώρο, μέσα στους διαλόγους του, να με κάνει μέτοχό του. Πρέπει να με καθηλώσει. Όταν θα βγω από την αίθουσα, θα πρέπει να κάνω προσπάθεια για να επανέλθω στον εαυτό μου. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, αν βγαίνοντας σχολιάσω ότι ναι, εντάξει, καλούτσικο ήταν και μετά κοιτάξω το ρολόι μου και προτείνω στην παρέα μου να πάμε για μπίρες, τότε δεν είδα τέχνη, είδα μια παράσταση και πέρασα ευχάριστα μια δυο ώρες, πάμε γι’ άλλα τώρα.

Το ίδιο ισχύει και με την ποίηση. Πρέπει το ποίημα να προκαλέσει στον αναγνώστη εσωτερικές δονήσεις. Να βγει από μέσα του ένα «Ω!»  (που μπορεί να σημαίνει: τι όμορφο, τι υποβλητικό, τι συγκινητικό, τι γλυκό, τι τρυφερό), να νιώσει κάτι που θα μοιάζει με έκσταση. Έστω στιγμιαία. Αν αντί γι’ αυτό, με το τέλος της ανάγνωσης έχει παραμείνει ψυχρός και ψύχραιμος, τότε διάβασε μια σειρά από στίχους που περιέχουν σκέψεις. Από αυτές που ανταλλάσσουμε καθημερινά με τους άλλους. Ωραίες, καλογραμμένες σκέψεις, όχι όμως ποίηση. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να διάβασε ασύνδετες σκέψεις ανακατεμένες με σουρεαλιστικές εικόνες. Ούτε αυτό είναι ποίηση, αν με το τέλος της ανάγνωσης δεν έχει βγει από μέσα του αυτό το «Ω!», αν δεν έχουν προκληθεί εσωτερικές δονήσεις και συναισθηματική μετατόπιση. 

Αυτό μόνο η πραγματική τέχνη μπορεί να το κάνει. Όλα τα άλλα είναι απομιμήσεις της, συχνά πολύ επιτυχημένες και άρτιες, αλλά άψυχες. Δεν εκπορεύονται από πραγματικό καλλιτέχνη και δεν απευθύνονται σε ευαίσθητους δέκτες. Είναι για εφήμερη κατανάλωση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου