Σελίδες

13/5/24

28. Ένατο Δημοτικό σχολείο: ο διευθυντής ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



Το σχολείο μου είναι ψηλά στον κεντρικό δρόμο και εδώ κάνω παρέα με άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές. Η Βαρβάρα κάθεται στο μπροστινό θρανίο και είμαστε φίλες. Στα διαλείμματα κυνηγά η μία την άλλη και, άμα χτυπήσει το κουδούνι, γυρνάμε στην τάξη λαχανιασμένες και κατακόκκινες, αλλά μας αρέσει το κυνηγητό πολύ. Μετά όμως καθόμαστε ήσυχες, γιατί τώρα δεν έχουμε  την παλιά μας δασκάλα, έχουμε τον διευθυντή του σχολείου που είναι αυστηρός και δέρνει με το παραμικρό.

 

Τα κορίτσια δεν τα δέρνει πολύ, μόνο αν κάνουμε κάτι σοβαρό. Όπως μια φορά που έπιασε μερικές από μας να μην έχουμε γράψει τις ασκήσεις και τότε μας σήκωσε στον τοίχο και ετοιμάστηκε να μας δείρει με τη βέργα. Εμείς είχαμε παγώσει όλες και τρέμαμε και πιο πολύ φοβόταν η Αργυρώ που άπλωνε το χέρι της και μόλις ο δάσκαλος έκανε να κατεβάσει τη βέργα, αυτή το τραβούσε πίσω, μέχρι που αυτός της το άρπαξε και το κράτησε ακίνητο και με το άλλο του χέρι της έδωσε τη βιτσιά. Εγώ ήμουν τελευταία και έτρεμα από τον φόβο μου και, όταν ήρθε η σειρά μου, άπλωσα το χέρι μου, αλλά μου είχε κοπεί η αναπνοή, τόσο πολύ φοβόμουν. Την έφαγα τη βιτσιά και πόνεσα πάρα πολύ και μετά για μερικές μέρες φαινόταν το σημάδι στην παλάμη μου.

 

Μια μέρα ξέχασα να φέρω μαζί μου το τετράδιο της αριθμητικής και φοβήθηκα πολύ μη με δείρει πάλι ο δάσκαλος και πήγα και του το είπα. «Να πας να το φέρεις» μου είπε αυτός, γιατί νόμιζε πως του έλεγα ψέματα. Έφυγα τρέχοντας, κατέβηκα στον κεντρικό δρόμο, μπήκα στον κήπο των Παπαδάκηδων, πέρασα δίπλα από την αποθήκη τους και βγήκα στο πίσω χωράφι. Σκαρφάλωσα στο τοιχάκι και κατέβηκα στον δικό μας κήπο, ανέβηκα την ξύλινη σκάλα και έφτασα στο σπίτι μας. Αλλά η μαμά έλειπε και η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Κι αν γύριζα πίσω και έλεγα στον δάσκαλο ότι έλειπε η μαμά μου, αυτός δεν θα με πίστευε και θα μ’ έδερνε.

 

Δεν ήξερα τι να κάνω και αποφάσισα να περιμένω τη μαμά να γυρίσει. Αλλά αυτή αργούσε και άρχισα να φοβάμαι ακόμα πιο πολύ. Και τότε είδα τη Βαρβάρα να σκαρφαλώνει στο τοιχάκι και να κατεβαίνει στον κήπο μας. Την είχε στείλει ο δάσκαλος να δει τι κάνω και γιατί αργούσα. Κρύφτηκα να μη με δει. Αυτή είδε το σπίτι μας κλειστό κι έφυγε. Μετά ήρθε η μαμά και της είπα τι συμβαίνει. Πήρα το τετράδιο της αριθμητικής, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω μόνη μου στο σχολείο, ήθελα να έρθει και η μαμά μου να πει την αλήθεια στον δάσκαλο. Πήγαμε μαζί και η μαμά μου του εξήγησε κι έτσι ο δάσκαλος δεν με έδειρε. «Άμα είναι άταχτη, να την τιμωρείτε όμως», του είπε φεύγοντας.


***

Στη φωτογραφία: το σχολείο μου στα χρόνια που φοιτούσα εκεί.


(Συνεχίζεται)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου