Σελίδες

8/5/24

27. Η αγάπη είναι μια περίεργη υπόθεση ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Η αγάπη είναι κάτι που έχουν οι άνθρωποι, αλλά το κρατούν μέσα τους και δεν πρέπει να το δείχνουν, γιατί άμα το δείχνουν, αυτό φανερώνει αδυναμία. Το σωστό είναι να μη δείχνεις την αγάπη σου, γιατί αυτό είναι κάτι σαν ντροπή. Εγώ έτσι το καταλαβαίνω.

 

Την πρώτη φορά που το κατάλαβα ήταν ένα βράδυ που ήμασταν στην κουζίνα. Ο μπαμπάς διάβαζε την εφημερίδα του και η μαμά με κάτι καταγινόταν στον νεροχύτη. Εγώ δεν είχα τι να κάνω κι έπαιζα με την καρέκλα που καθόμουν. Την έσπρωχνα προς τα πίσω με την πλάτη μου κρατώντας το τραπέζι και την ξανάφερνα μπροστά.

 

Το έκανα συνέχεια, ώσπου κάποια στιγμή δεν υπολόγισα σωστά και έγειρε η καρέκλα πολύ και έχασα την ισορροπία μου. Πήγαινα κατ’ ευθείαν να βροντηχτώ στα πλακάκια της κουζίνας και να σπάσω το κεφάλι μου. Και τότε αστραπιαία η μαμά και ο μπαμπάς πετάχτηκαν κι άρπαξαν την καρέκλα μαζί και οι δύο. Την έφεραν στη θέση της και μετά βουβοί γύρισαν ο καθένας σ’ αυτό που έκανε. Ο μπαμπάς συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του και η μαμά να ασχολείται στον νεροχύτη. Κανείς δεν είπε τίποτα.

 

Εγώ πέρασα την τρομάρα μου κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί αυτή η σιωπή. «Με έσωσαν», σκέφτηκα. « Επομένως με αγαπούν. Αλλά γιατί δεν λένε τίποτα; Γιατί δεν με μάλωσαν; Γιατί δεν με συμβούλεψαν να μην το ξανακάνω;» Αυτή η σιωπή μού φάνηκε πολύ παράξενη. «Μ’ αγαπούν, αλλά δεν θέλουν να το πουν», σκέφτηκα. «Αν το πουν, αυτό θα δείξει αδυναμία. Άρα για την αγάπη δεν πρέπει να μιλάμε. Ούτε να τη δείχνουμε. Είναι κάτι σαν ντροπή να δείχνουμε αγάπη. Την κρατάμε μέσα μας και μένουμε σιωπηλοί». Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα.

 

Το ίδιο έγινε λίγο καιρό αργότερα, όταν το λεωφορείο γλίστρησε σε ένα χαντάκι.

 

Με τη μαμά πηγαίναμε καμιά φορά έξω από την πόλη για μπάνιο, σε ένα μέρος με ωραίες παραλίες, όλο αμμουδιά και η θάλασσα ήταν εκεί πολύ καθαρή σαν το κρύσταλλο. Ένας φίλος των γονιών μου είχε εκεί ένα κτήμα και μας φιλοξενούσε όλη την ημέρα. Λίγο πριν βραδιάσει, παίρναμε το λεωφορείο και γυρίζαμε στην πόλη.

 

Ένα απόγευμα που γυρίζαμε, η μαμά κάθισε στα πίσω καθίσματα. Το λεωφορείο είχε λίγους επιβάτες και μπορούσες να κάτσεις όπου ήθελες. Εγώ πήγα και κάθισα μπροστά για να βλέπω καλύτερα έξω. Λοιπόν, κάτι έγινε κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι, και το λεωφορείο γλίστρησε και οι ρόδες του από τη μια μεριά έπεσαν στο διπλανό χαντάκι που όμως δεν ήταν βαθύ, γιατί οι ρόδες του από την άλλη μεριά έμειναν στον δρόμο. Προχώρησε έτσι για λίγο και μετά σταμάτησε.

 

Ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει, φωνές, κραυγές, τρομάξαμε όλοι. Εγώ κρατήθηκα γερά από το σίδερο του καθίσματος, τρανταζόμουν ολόκληρη, αλλά δεν έπαθα τίποτα. Κανείς μας δεν έπαθε τίποτα, μόνο που όλοι φώναζαν. Και μέσα στην οχλοβοή και τον θόρυβο βλέπω τη μαμά μου όρθια στο πίσω μέρος του λεωφορείου να φωνάζει: «Το παιδί μου! Το παιδί μου! Το παιδί μου!» και να κοιτάζει προς το μέρος μου με αγωνία.

 

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο όλοι, συνήλθαμε από την τρομάρα και μετά πέρασε ένα άλλο λεωφορείο και μας πήρε. Η μαμά τίποτα, αδιάφορη και κρύα.

 

«Κι όμως, μ’ αγαπάει», σκέφτηκα.


***

Στη φωτογραφία: Αφετηρία λεωφορείων για τη Χαλέπα και άλλες γειτονιές. Δίπλα στην Αγορά. (Από Μάρα Μανουρά.)


(Συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου