Σελίδες

18/2/24

14. Πώς να περάσει η ώρα ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Η μαμά μού λέει πως είμαι πολύ τυχερή που έχω  και τους δυο γονείς μου και με αγαπούν, γιατί υπάρχουν παιδιά που έχει πεθάνει η μαμά τους και ο μπαμπάς τους έχει ξαναπαντρευτεί μια άλλη γυναίκα που γίνεται  μητρυιά τους. Οι μητρυιές δεν τα αγαπούν τα παιδιά, γιατί δεν είναι δικά τους, τα μισούν και τα βασανίζουν.

 

Όταν είναι στις καλές της, πλέκει και τραγουδά και μερικές φορές απαγγέλλει «τη Λίμνη» του Λαμαρτίνου που της αρέσει πολύ. Έχω μάθει κι εγώ μερικούς στίχους από τις πολλές φορές που την ακούω να τους λέει:

 

«Πάντα λοιπόν θα τρέχομε προς άγνωστο ακρογιάλι,

θα καταποντιζόμεθα στου τάφου τη νυχτιά,

χωρίς ποτέ ένα απάνεμο μες την ανεμοζάλη

ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά...»

 

Κι όταν τελειώνει, αναστενάζει μελαγχολικά.

 

Καμιά φορά διαβάζει και βιβλία. Τη «Γκρατσιέλα» του αγαπημένου της Λαμαρτίνου και την «Κασσιανή» που την αγάπησε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, αλλά μετά την άφησε και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα και η Κασσιανή έγινε  καλόγρια. Της άρεσε πολύ η Κασσιανή και τη διηγόταν στις φίλες της κι εγώ την άκουγα. Και το «Καλημέρα, θλίψη» της άρεσε πολύ. Αυτό το έγραψε μια Γαλλίδα, η Φρανσουάζ Σαγκάν.

 

Εγώ τα ξεφυλλίζω αυτά τα βιβλία, αλλά δεν τα διαβάζω, τα βαριέμαι, αυτά είναι βιβλία για μεγάλους.

 

Καμιά φορά δανείζομαι από τα άλλα παιδιά τα κλασικά εικονογραφημένα και τα διαβάζω. Είναι τόσο ωραία και θα ήθελα να τα διαβάσω όλα, αλλά δεν γίνεται. Έχω διαβάσει τον Άνθρωπο που γελά, τον Ρομπέν των δασών, τους τρεις Σωματοφύλακες, τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, το Πρίγκηψ και Φτωχός, τον Ιβανόη, την Παναγία των Παρισίων, την Καλύβα του μπάρμπα Θωμά, τον Μιχαήλ Στρογκώφ. Πόσο όμορφα είναι όλα! Τον Μιχαήλ Στρογκώφ μάλιστα τον είδα και στον κινηματογράφο με τον Κουρτ Γιούργκενς.

 

Δανείζομαι και άλλα παιδικά από τα παιδιά της γειτονιάς, όπως τον Γκαούρ-Ταρζάν και τον Μικρό Ήρωα. Μου αρέσουν κι αυτά πολύ. Αλλά οι γονείς μου δεν μου αγοράζουν τίποτα και πρέπει να παρακαλώ τα άλλα παιδιά να μου τα δανείσουν.

 

Καμιά φορά, όταν δεν έχω τι να κάνω και είμαι μόνη στο σπίτι, ακουμπώ στο τοιχάκι της ταράτσας και κοιτάζω τη θάλασσα. Μια φορά ονειρεύτηκα ότι ήμουν έτσι ακουμπισμένη στο τοιχάκι και ένας τεράστιος δράκος κολυμπούσε στη θάλασσα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όμως καθόλου δεν φοβήθηκα.

 

Άλλοτε παίρνω φόρα από μακριά και φτάνοντας στο τοιχάκι ακουμπώ τα χέρια μου πάνω του, λυγίζω την ίδια στιγμή τα γόνατα κι έτσι βρίσκομαι γονατισμένη πάνω στο τοιχάκι. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι, αλλά μια φορά δεν έκανα καλό υπολογισμό και βρόντηξα τα πόδια μου στο τοιχάκι και με πήραν τα αίματα. Είχα κάτι παλιές πληγές στα γόνατα και άνοιξαν πάλι κι έτρεχε ποτάμι το αίμα. Φοβήθηκα πολύ, αλλά δεν ήθελα να με δει η μαμά, γιατί θα με μάλωνε. Πήρα κάτι πανιά και τύλιξα με αυτά τα γόνατά μου, αλλά το αίμα δεν σταματούσε, έτρεχε συνέχεια και μούσκεψαν τα πανιά. Ύστερα ήρθε η μαμά και με είδε και έβαλε οινόπνευμα στις πληγές μου κι εγώ ούρλιαζα από τον πόνο και κάποια στιγμή σταμάτησε το αίμα. Κι όταν της είπα τι παιχνίδι έπαιζα, έβαλε τις φωνές, γιατί η ταράτσα είναι ψηλά κι αν έπεφτα κάτω από το τοιχάκι, θα σκοτωνόμουν.



***

Στη φωτογραφία: Τρεις κυρίες κάνουν βόλτα. Η μαμά είναι η εξ αριστερών.



(Συνεχίζεται) 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου