Σελίδες

17/11/23

Κόκκινος ήλιος

 





Κόκκινος ήλιος.


Οι σκιές που πέφτουν

είναι μακριές σαν κυπαρίσσια,

κόκκινες σαν τη φωτιά,

περνούν από πάνω μου,

με χαϊδεύουν,

νιώθω την καυτή ανάσα τους

στο κορμί μου,

οι σκιές που πέφτουν

είναι κάτι σαν παρηγοριά

μέσα στην απέραντη σιωπή του τοπίου.

Περπατώ αργά, με κόπο,

χωρίς να σταματώ.

 

Κόκκινος ήλιος.

 

Οι πέτρες που με προσπερνούν

είναι ξερές και κόκκινες,

αφήνουν χαμηλόφωνες ανταύγειες

σαν εξαερωμένες γλώσσες φωτιάς,

γλείφουν τις άκρες του κορμιού μου,

είναι ήσυχες,

στέκονται κάτω από τον ήλιο

και περιμένουν,

δεν τις φοβάμαι,

με προσπερνούν μία-μία

κοιτάζοντάς με με ήσυχο μάτι

κι εγώ προχωρώ μέσα στο έρημο τοπίο,

σέρνω με δυσκολία τα βήματά μου.

 

Είναι πολύς καιρός

που έχασα τους χυμούς μου,

ξεραίνομαι σιγά-σιγά,

ζαρώνει το πετσί μου, κιτρινίζει,

αλλάζω χρώμα.

Το μέρος τούτο με απορροφά

και με εξατμίζει.

Είμαι ξερός από νερό,

ξερός από αίμα.

 

Κόκκινος ήλιος.

 

Οι γραμμές του ορίζοντα μπερδεύονται,

παίζουν με τα μάτια μου,

ανεβαίνουν πιο ψηλά,

ύστερα χαμηλώνουν,

σμίγουν, χωρίζουν,

οι γραμμές του ορίζοντα είναι τρεις,

τραβηγμένες από μια τεράστια πένα

βουτηγμένη στο αίμα,

 περπατώ προς τα κει

πιστεύοντας πως θα τις πλησιάσω κάποτε,

κοιτάζω,

είναι τρεις,

ξανακοιτάζω,

είναι μία,

ξανακοιτάζω,

χάθηκαν.

Ο ουρανός έμεινε κόκκινος

χωρίς ορίζοντα,

αλλά πρέπει να είναι εκεί,

προς τα εκεί,

κοιτάζω,

ξαναφάνηκαν,

είναι δύο, είναι τρεις, είναι μία,

ξαναχάθηκαν.

 

Τα μάτια μου θέλουν να δακρύσουν,

αλλά τα δάκρυα έχουν από ώρα εξαερωθεί,

με ξερά μάτια κοιτάζω κατά τον ορίζοντα.

 

Κόκκινος ήλιος.

 

Τι είμαι εγώ

μέσα στο κόκκινο τοπίο,

μια παράφορη αντίθεση είμαι

και το τοπίο το ξέρει,

μια χλωμή κουκίδα είμαι

που ακόμα διώχνει από πάνω της

κάθε κόκκινο,

η άρνηση είμαι του τοπίου,

όπου κλήθηκα να περπατήσω

και το τοπίο το ξέρει,

με άγρυπνο μάτι με παρακολουθεί,

ένα βήμα

κι ακόμα ένα,

μια χλωμή κουκίδα είμαι

που γέννησε το έκπληκτο τοπίο

κι εγώ από ένστικτο ξέρω

πως πρέπει τώρα να πορευτώ

ανάμεσα σε κόκκινες πέτρες,

μέσα από κόκκινους ίσκιους,

κάτω απ’ τον κόκκινο ήλιο,

να βαδίσω προς τον κόκκινο ορίζοντα.

Ξέρω πως πρέπει να καταπιώ το τοπίο,

αργά και με υπομονή,

χωρίς αγωνία,

με αγάπη.

Πρέπει να ρουφήξω όλο του το χρώμα,

όλη του τη θέρμη,

να το ενσωματώσω

για να λάβω υπόσταση.

 

Να γίνω κι εγώ

μια κόκκινη λεπτομέρεια

φτάνοντας στις κόκκινες γραμμές του ορίζοντα,

μια πέτρα σκληρή και πυρωμένη

που θα ρίχνει τον ίσκιο της

σαν καυτή ανάσα

στο άδειο τοπίο

και θα συντροφεύει με υπομονή

την άλλη χλωμή κουκίδα

που θα ξεκινήσει μετά από μένα

το βουβό και άνυδρο,

το μοναχικό της ταξίδι.

 

 

Οκτ. 1985

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου