Σελίδες

12/1/22

Μίμνερμος: "ἡμεῖς δ’, οἷά τε φύλλα ..."

 





 

 

Κι εμείς παρόμοια, όπως τα φύλλα που γεννά


της άνοιξης η ώρα η πολυάνθεμη,


όπου φουντώνουν γρήγορα στο φως του ήλιου,


λίγο καιρό της νιότης μας χαιρόμαστε τα άνθη


κι απ’ τους θεούς δεν ξέρουμε ούτε καλό ούτε κακό.


Όμως οι μαύρες Μοίρες δίπλα παραστέκονται.


Κρατά η μια το τέλος των σκληρών μας γηρατειών


κι η άλλη το τέλος του θανάτου.


Λίγο καιρό διαρκεί της νιότης ο καρπός,


τόσο, όσο απλώνεται πάνω στη γη ο ήλιος.


Αλλά, όταν τελειώσει αυτή η εποχή και προσπεράσει,


καλύτερα αμέσως να πεθάνουμε παρά να ζούμε.


Γιατί πολλές είναι συμφορές που έχει η ψυχή:


άλλοτε καταστρέφεται το σπίτι


κι έρχεται φτώχια οδυνηρή,


άλλος παιδιά δεν έχει και με τούτη τη λαχτάρα στη ζωή


πορεύεται ως τον Άδη,


άλλος θανατερή αρρώστια έχει.


Άνθρωπος δεν υπάρχει


που πολλές να μην του δίνει ο Δίας συμφορές.




ἡμεῖς δ’, οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη


ἔαρος, ὅτ’αἶψ’ αὐγῆις αὔξεται ἠελίου,


τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπί χρόνον ἄνθεσιν ἥβης


τερπόμεθα, πρός θεῶν εἰδότες οὔτε κακόν


οὔτ’ ἀγαθόν· Κῆρες δέ παρεστήκασι μέλαιναι,


ἡ μέν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου


ἡ δ’ ἑτέρη θανάτοιο· μίνυνθα δέ γίνεται ἥβης


καρπός, ὅσον τ’ ἐπί γῆν κίδναται ἠέλιος.


αὐτάρ ἐπήν δή τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης,


αὐτίκα δή τεθνάναι βέλτιον ἤ βίοτος·


πολλά γάρ ἐν θυμῶι κακά γίνεται· ἄλλοτε οἶκος


τρυχοῦται, πενίης δ’ ἔργ” ὀδυνηρά πέλει·


ἄλλος δ’ αὖ παίδων ἐπιδεύεται, ὧν τε μάλιστα


ἱμείρων κατά γῆς ἔρχεται εἰς Ἀ·ΐδην·


ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν


ἀνθρώπων ὧι Ζεύς μή κακά πολλά διδοῖ.



(Η μετάφραση δική μου).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου