Σελίδες

6/4/21

Αυτό ΔΕΝ είναι ένα ποίημα

 



 

Τραντάζεται ο ήλιος

Απέξω διατρέχουν τους αμπελώνες

Κύκλοι ατελείωτοι

Μυστικές φλόγες δονούν τις αρτηρίες μου

Και  ο κόσμος αναδιπλώνεται

Σαν κάμπια όταν την αγγίζει

Ανθρώπου χέρι

Πέφτω από ανείπωτα ύψη

Γίνομαι σύννεφο

Ανθοφορώ

Κάθε καινούργια ύπαρξη

 

Αυτό δεν είναι ένα ποίημα. Αυτό προσπαθεί να μιμηθεί ένα ποίημα. Αυτά που λέει είναι ασυναρτησίες σε μορφή ποιήματος.


Δεν είναι ποίημα, γιατί δεν προέκυψε από το κόχλασμα της ψυχής και δεν έβγαλε προς τα έξω καμιά λαχτάρα της. Είναι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που μου χρειάστηκε ένα λεπτό για να το φτιάξω.

 

Αν τώρα κάποιος αθώος άνθρωπος εγκύψει με επιμέλεια και το μελετήσει, μπορεί να βρει ωραίες μεταφορές και εικόνες και νοήματα μυστικά και παρομοιώσεις και στο τέλος να καταλήξει ότι πρόκειται για ένα όμορφο ποίημα και μάλιστα με νόημα βαθύ. Θα τον συγχωρήσουμε, επειδή είναι ένας αθώος άνθρωπος.

 

Τώρα, αυτή τη στιγμή, θα σας κατεβάσω ακόμα μερικούς στίχους:

 

Το βλέμμα σου απλανές

Όμως πόσο γλυκά τα χείλη σου

Περιπλανιέμαι στη μορφή σου

Αναζητώ το νόημα που μου διαφεύγει

Θέλω ν’ αλλάξω το βλέμμα σου

Θέλω να με κοιτάξεις

Όπως κοιτάς τις παπαρούνες

 

Ένα λεπτό μού πήρε.

 

Βέβαια κάποιο νόημα υπάρχει εδώ, εφόσον εκείνη θέλει να αλλάξει το απλανές βλέμμα του εραστή της και να τον κάνει να τη δει σαν παπαρούνα.

 

Να μην τα πολυλογούμε, από τέτοια ποιήματα είναι γεμάτος ο κόσμος, μπουχτίσαμε πια.

 

Είναι όμως και κάτι άλλα που ομολογώ δυσκολεύομαι να τα μιμηθώ. Θα κάνω μια προσπάθεια:

 

Στα λιγνιτωρυχεία επικρέμαται η στάχτη

Ασφαλτοστρώνονται τα αισθήματα

Με κάλυκες από ωχρές παρθένες

Βραχώδεις κατοικίες

Αριστοτεχνικά επιτελούν

Τα καθήκοντά τους

Τα φωνήεντα επιμένουν

 

Δύο λεπτά μού πήρε. Όχι κι άσχημα.

 

Θέλετε και το νόημα τώρα; Μα είναι απλό! Η φύση έχει υποχωρήσει και ο κόσμος έχει γίνει ένα λιγνιτωρυχείο, έσβησε κάθε συναίσθημα, τα σπίτια από νοικοκυριά μετατράπηκαν σε απρόσωπα, παγερά καταφύγια, χλωμά κορίτσια γίνονται θυσία μιας ανεξέλεγκτης προόδου, ωστόσο τα φωνήεντα επιμένουν (δεν ξέρω γιατί, αυτά ξέρουν όμως).

 

Άμα θέλει κανείς να βρει νόημα στις ασυναρτησίες, θα το βρει οπωσδήποτε. Άμα θέλει να γοητευτεί με τέτοιες κατασκευές, θα γοητευτεί. Γιατί εμείς να τον απογοητεύσουμε;

 

Όμως, για να μη σας αφήσω με αυτή τη στυφή γεύση μιας κατασκευασμένης ποίησης, θα κλείσω αυτό το κείμενο με ένα παραδοσιακό μας τραγούδι, όπου ένα φιλί από την αγαπημένη είναι ικανό να αλλάξει όλο τον κόσμο, να τον θαμπώσει και να τον γεμίσει ευτυχία:

 

 

Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα

κι έβαψε το δικό μου

 

και στο μαντίλι το `συρα

κι έβαψε το μαντίλι

 

και στο ποτάμι το `πλυνα

κι έβαψε το ποτάμι

 

κι έβαψε η άκρη του γιαλού

κι η μέση του πελάγου

 

κατέβη αϊτός να πιει νερό

κι έβαψαν τα φτερά του

 

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός

τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

 

Δεν είναι μαγεία;

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου