Σελίδες

2/12/20

Λίγη μαυρίλα ακόμα: πότε θα αυτοκτονήσω

 

 


 

Μ’ αρέσει που είμαι ζωντανή, αυτό το θεωρώ φυσιολογικό, το να μ’ αρέσει δηλαδή που ζω.

 

Δεν ξέρω, αν θα μου αρέσει πάντα. Μακάρι να συμβεί έτσι. Μακάρι μέχρι την τελευταία μου πνοή να λέω: μ’ αρέσει που είμαι ακόμα ζωντανή.


Το θέμα είναι ότι δεν είναι στο χέρι μας να τελειώσουμε τη ζωή μας ειρηνικά και ανώδυνα. Και, από όσο ξέρω, αυτό δεν είναι ο κανόνας. Η ζωή μας τελειώνει δύσκολα και άσχημα.

 

Αν επέλθει ένας ξαφνικός θάνατος, πριν προλάβουμε να τον καταλάβουμε, τότε μάλλον είχαμε την τύχη με το μέρος μας. Αλλά ούτε κι αυτό συμβαίνει συχνά.

 

Το πιο συνηθισμένο είναι να γεράσουμε και να καταπέσουμε. Αυτό γίνεται κατά κανόνα αργά και ανεπαίσθητα, σαν κάπως η φύση να μας πετά ένα ψίχουλο συμπόνιας, ώστε να εξοικειωνόμαστε σιγά σιγά με αυτό που έρχεται αναπόδραστα.

 

Φτάνει λοιπόν κάποια στιγμή, αν καταφέρουμε βέβαια και γεράσουμε και δεν εξέλθουμε προώρως εκ του κόσμου τούτου, που έχουμε γίνει χούφταλα. Ζούμε με χάπια που μας κρατούν στη ζωή, αλλά η ζωή μας έχει χάσει το νόημά της. Ζούμε με πόνους, με ανημποριά, εξαρτημένοι από άλλους που δεν είναι σίγουρο, αν έχουν την υπομονή να μας φροντίσουν. Και κάθε μέρα γέρνουμε και γερνούμε πιο πολύ.

 

Ας πούμε ότι είναι κάπως τυχεροί εκείνοι που έχουν κοντά τους ανθρώπους που νοιάζονται. Άλλοι όμως δεν έχουν τέτοια τύχη. Γερνούν μόνοι ή με κάποιους κληρονόμους που ζουν αλλού και έχουν τον νου τους μην τους πεθάνει ο θείος και δεν το πάρουν είδηση.

 

Το έχω δει αυτό να συμβαίνει. Μια βδομάδα πεθαμένη η γερόντισσα στο απέναντι διαμέρισμα και κανείς μας δεν κατάλαβε τίποτα. Τη βρήκαν τελικά πεσμένη στο μπάνιο. Δεν έμαθα ποτέ την αιτία του θανάτου της, αν είχε την τύχη να πάθει ανακοπή και να πεθάνει επί τόπου ή αν βασανιζόταν επί μέρες ολομόναχη, μέχρι να βγει η ψυχή της.

 

Αυτά τα κλισέ «η ζωή είναι ωραία» δεν με έπεισαν ποτέ. Η ζωή κατά κανόνα είναι μετρίως ανεκτή, εφόσον δεν έχουμε σοβαρά προβλήματα. Ζούμε σχετικά καλά και θέλουμε να ζούμε, επειδή είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε κι όχι για να θέλουμε να πεθάνουμε. Αν συνέβαινε το δεύτερο, η ζωή θα είχε προ πολλού εκλείψει από τη Γη.

 

Αν λοιπόν το γραμμένο μας είναι να ζήσουμε ως τα βαθιά γεράματα χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, τότε, ας συνεχίσουμε να ζούμε. Στα πολύ γερασμένα σώματα ο θάνατος έρχεται γρήγορα συνήθως και με λίγη ταλαιπωρία.

 

Μπορεί όμως να μην πάει έτσι το πράγμα. Μπορεί να βρεθούμε κατάκοιτοι και να μείνουμε έτσι για χρόνια, γιατί το σώμα μας έχει αντοχές και ανταγωνίζεται τον θάνατο. Η ζωή δεν είναι τότε ωραία. Είναι τυραννική.

 

Δεν είναι ωραία η ζωή, όταν κανείς γερνά και έχει ανάγκη από φροντίδα, αλλά κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτόν.

 

Δεν ξέρω – κανείς δεν ξέρει – ποια θα είναι τα τέλη μου. Αν γεράσω με το μυαλό μου στη θέση του χωρίς άνοια και άλλα παρατράγουδα, με το σώμα μου ικανό να ανταπεξέρχεται στις καθημερινές ανάγκες ή αν αντίθετα βρεθώ σ’ ένα κρεβάτι να λιώνω ζωντανή.

 

Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μου αρέσει καθόλου, μα καθόλου να ζω. Και για μια τέτοια περίπτωση πρέπει να είμαι προετοιμασμένη. Όταν στον ορίζοντα φανούν τα πρώτα απειλητικά σύννεφα, πρέπει να είμαι έτοιμη για το ταξίδι. Θα φύγω με τη δική μου θέληση.

Αν προλάβω φυσικά.


Προς το παρόν, όλα καλά. Μ' αρέσει που ζω.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου