και είναι σαστισμένη,
δεν ξέρει πού να πάει,
κάθεται δίπλα εκεί
στο σώμα που την έδιωξε
και ούτε επιθυμεί
ούτε σκέφτεται.
Σαλτάρει
ύστερα
και
ανεβαίνει πιο ψηλά,
στα
κεραμίδια,
απλώνεται
από κάτω η πολιτεία
και
η βουή της,
οι
άνθρωποί της,
όλα
μέσα σε μιαν αξεδιάκριτη αχλύ
και
η ψυχή
σαν
νεογέννητο μωρό
στη
στέγη έχει κουρνιάσει,
κοιτάζει
μα δε βλέπει
κι
έχει μια παγωνιά εδώ πάνω
απέραντα
μοναχική.
Δίνει
ξανά ένα σάλτο
και
χάνεται στ’ αστέρια.
Πάει
να βρει
τα
αρχέγονα ρεύματα,
πηγές
ενέργειας χωρίς συνείδηση,
ξεκούρδιστους
μηχανισμούς,
προγόνους
που η Φύση
αλλοίωσε
δραματικά.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή