Σελίδες

13/9/18

Το Παρίσι του 18ου αιώνα: μια άσχημη πόλη







Το 1731 ο Ζαν Ζακ Ρουσό έρχεται για πρώτη φορά στο Παρίσι και απογοητεύεται:
 « Περίμενα να δω μια όμορφη και επιβλητική πόλη με μεγαλοπρεπείς λεωφόρους και παλάτια από μάρμαρο και χρυσάφι. Είδα αντιθέτως στενούς, ακάθαρτους και βρωμερούς δρόμους και άθλια, μαύρα σπίτια ανθυγιεινά, ζητιάνους, φτώχεια, καραγωγείς και μαγαζιά που πουλάνε παλιά ρούχα και παλιά καπέλα».

Δέκα οχτώ χρόνια αργότερα, το 1749, ο Βολταίρος γράφει: «Κοκκινίζουμε από ντροπή βλέποντας τις δημόσιες αγορές μέσα σε στενά δρομάκια, μέσα στη βρωμιά, τη μόλυνση και τα συνεχή προβλήματα.  Το κέντρο της πόλης είναι σκοτεινό, ασφυκτικά συνωστισμένο, ακάθαρτο, θυμίζει την εποχή της πιο εξευτελισμένης βαρβαρότητας».

Δεν είχαν άδικο αυτοί οι δύο σπουδαίοι Γάλλοι λόγιοι του 18ου αιώνα να γκρινιάζουν. Το Παρίσι της εποχής τους ήταν ακόμα μια άσχημη πόλη που δεν είχε καμιά σχέση με τη λαμπερή πρωτεύουσα της Γαλλίας, όπως την βλέπουμε σήμερα.


Στις αρχές του αιώνα ο πληθυσμός της πόλης ήταν 500.000. Λίγο πριν από την Επανάσταση του 1789 είχε φτάσει τις 650.000. Στο κέντρο του Παρισιού επικρατούσε ασφυκτικός συνωστισμός και τα κτίρια ανέβαιναν όλο και ψηλότερα φτάνοντας τους τέσσερις και πέντε και τελικά μέχρι και τους έξι ορόφους. Με τόσο ψηλά κτίρια τα στενά δρομάκια του Παρισιού παρέμεναν υγρά και ανήλιαγα.  


 Το πόσιμο νερό ήταν δύσκολο να το προμηθευθούν οι Παρισινοί. Οι πλούσιοι είχαν πηγάδια στα σπίτια τους, συνήθως στα υπόγεια, αλλά οι υπόλοιποι είχαν πρόβλημα. Το νερό του Σηκουάνα ήταν μολυσμένο ήδη από τον Μεσαίωνα με απόρριψη ανθρώπινων και ζωικών αποβλήτων, με τα λύματα των βυρσοδεψείων και την αποσύνθεση πτωμάτων από τα γειτονικά νεκροταφεία. Πόσιμο νερό μπορούσαν να προμηθευθούν από τις κρήνες της πόλης που όμως δεν ήταν πολλές και τις νύχτες έκλειναν. Την ημέρα επικρατούσε εκεί μεγάλος συνωστισμός, οι καβγάδες ήταν συχνοί και επί πλέον έπρεπε να πληρώνουν το νερό που έπαιρναν. Υπήρχαν βέβαια και οι νερουλάδες που πουλούσαν νερό στα σπίτια.


Κατά μήκος του Σηκουάνα επέπλεαν τα Bateaux-Lavoires, φορτηγίδες που χρησίμευαν ως πλυντήρια για την πλύση ρούχων επ’ αμοιβή. Στον Σηκουάνα επίσης πλένονταν και οι φτωχοί Παρισινοί. Οι πλούσιοι είχαν μπανιέρες στα σπίτια τους. Υπολογίζεται ότι κατά το δεύτερο μισό του αιώνα μόνο το 6,5% των σπιτιών είχε τουαλέτα και λουτρό. Οι φτωχοί  ή δεν πλένονταν καθόλου ή πλένονταν με κουβάδες ή - και αυτό ήταν πολύ δημοφιλής τακτική ειδικά το καλοκαίρι - έρχονταν να πλυθούν στον ποταμό. Πλήρωναν εισιτήριο σε αγκυροβολημένες φορτηγίδες και αποκεί βουτούσαν στα νερά του Σηκουάνα. Το 1770 υπήρχαν 20 φορτηγίδες για το σκοπό αυτό κατά μήκος του ποταμού. Τα μπάνια δεν ήταν μικτά, αλλού κολυμπούσαν οι άνδρες και αλλού οι γυναίκες.


Δημόσια μέσα μεταφοράς δεν υπήρχαν. Οι Παρισινοί πήγαιναν παντού με τα πόδια διασχίζοντας στενά δρομάκια γεμάτα κόσμο. Τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο τη νύχτα ή όταν έβρεχε. Οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι μετακινούνταν ή με τα άλογά τους ή με φορεία. Αργότερα εμφανίστηκαν οι άμαξες, οι ιδιωτικές και οι μισθωμένες. Το 1750 υπήρχαν στο Παρίσι 10.000 άμαξες, τα πρώτα ταξί της πόλης. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν. Το πρώτο πεζοδρόμιο φτιάχτηκε το 1781 και το δεύτερο το 1788.


Τη νύχτα η πόλη φωτιζόταν με 3.000 περίπου φανάρια που κρέμονταν στη μέση του δρόμου και έστελναν γύρω ένα αδύναμο φως. Δεν ήταν όμως φωτισμένοι όλοι οι δρόμοι και όσοι έβγαιναν τη νύχτα έπρεπε να έχουν μαζί τους το δικό τους φανάρι. Σταδιακά τα παλιά αυτά φανάρια των δρόμων αντικαταστάθηκαν από 5.694 νέα που φώτιζαν καλύτερα. Το πολύ δημοφιλές τραγούδι της Επανάστασης του 1789 «Ça ira!» παρότρυνε τους Παρισινούς να κρεμάσουν τους αριστοκράτες από αυτά τα καινούρια φανάρια.


 Οι περισσότεροι κάτοικοι του Παρισιού ανήκαν στην εργατική τάξη ή στους φτωχούς. 40.000 περίπου εργάζονταν ως υπηρέτες στα σπίτια των πλουσίων συμπολιτών τους. Από αυτούς οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει από την επαρχία. Για τους τεχνίτες και τους εργάτες η εργάσιμη μέρα είχε διάρκεια 12 ωρών με ένα διάλειμμα 2 ωρών το μεσημέρι.



Μεταξύ των ετών 1730 και 1789 το κόστος ζωής στη Γαλλία και επομένως και στο Παρίσι αυξήθηκε κατά 62%. Οι άποροι ήταν πολυάριθμοι και εξαρτώνταν από την ελεημοσύνη της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Ο ιστορικός Ντανιέλ Ροκ υπολογίζει ότι το 1700 οι άποροι του Παρισιού ήταν 150-200.000, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού. Το 1789 οι άποροι αυτοί και οι άνεργοι έγιναν οι στρατιώτες της Επανάστασης.



Τα της Επανάστασης του 1789 και ό,τι επακολούθησε λίγο πολύ τα γνωρίζουμε. Αξίζει όμως εδώ να δώσουμε μια εικόνα του Παρισιού μετά το τέλος της Τρομοκρατίας.

Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με παλιές αφίσες και διακηρύξεις. Οι βρύσες χωρίς νερό. Ζώα εγκαταλειμμένα στους δρόμους. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, αφού πρώτα τις είχαν αδειάσει από τα έργα ζωγραφικής και τα αντικείμενα τέχνης που βρίσκονταν μέσα. Οι σταυροί είχαν αντικατασταθεί από κοντάρια πάνω στα οποία κρέμαγαν ένα φρυγικό σκουφί (σύμβολο της Επανάστασης) και οι λέξεις «Εθνική Περιουσία προς Πώληση» ήταν ζωγραφισμένες στον τοίχο.


Χιλιάδες φτωχοί από την επαρχία συνέρρευσαν στο Παρίσι για να προμηθευτούν φτηνό ψωμί. Χιλιάδες πωλητές κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών εγκατέστησαν τα μαγαζιά τους πάνω στους δρόμους της πόλης. Οι αποβάθρες του Σηκουάνα μετατράπηκαν σε τεράστιες υπαίθριες αγορές, όπου ο κόσμος πουλούσε μπιχλιμπίδια αλλά και αντικείμενα αξίας που κατείχε. Πολλές εκκλησίες και άλλα ιστορικά κτίρια εθνικοποιήθηκαν ή κατεδαφίστηκαν και τα υλικά τους πουλήθηκαν.

Ο Henri Gregoire, ιερέας και εκλεγμένο μέλος της Συνέλευσης, εφηύρε μια νέα λέξη για την περιγραφή της καταστροφής των εκκλησιών: βανδαλισμός.


Βέβαια δεν ήταν μόνο το Παρίσι σε τέτοια χάλια τον 18ο αιώνα. Όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις (και όχι μόνο) υπέφεραν από παρόμοια αθλιότητα που συνεχίστηκε και τον επόμενο αιώνα. Οι μεγαλόπρεπες, καθαρές, όμορφες πόλεις που βλέπουμε σήμερα προέκυψαν σταδιακά, καθώς βελτιωνόταν βαθμιαία το βιοτικό επίπεδο και αναπτυσσόταν η τεχνολογία.


Ακούστε εδώ τους ήχους που άκουγε ένας περιπατητής στο κέντρο του Παρισιού τον 18ο αιώνα. Έχουν πολύ ενδιαφέρον.


2 σχόλια: