Σελίδες

9/4/18

Η τελευταία της νύχτα








Βασικά δεν σκέφτομαι πολλά πράγματα. Η ζωή μου είναι απλή, επομένως και η σκέψη μου είναι απλή.

Από υγεία είμαι καλά και επίσης δεν έχω λόγο να ανησυχώ για την τροφή μου, καθώς εκείνος ο άνθρωπος έρχεται μια φορά τη μέρα και μου αφήνει φαγητό. Μου αφήνει και νερό. Είναι αμίλητος και μουτρωμένος, αλλά δε δίνω σημασία. Τι με νοιάζει; Σημασία έχει ότι δεν μ’ αφήνει νηστική.

Πολλά πράγματα για τον κόσμο δεν γνωρίζω, όμως ξέρω ότι ο κόσμος έχει μέρες και νύχτες που εναλλάσσονται διαδοχικά και μάλιστα από το παράθυρο βλέπω τον ήλιο λίγες ώρες κάθε μέρα. Έχω δει και το φεγγάρι και τα άστρα κάποιες νύχτες που ξύπνησα απότομα από φωνές ανθρώπων απέξω.

Ξέρω κι άλλα πράγματα. Ο άνθρωπος που με ταΐζει με βγάζει βόλτα πότε πότε και τότε βλέπω το χωματόδρομο και τα σπίτια από τη μια μεριά κι από την άλλη. Βλέπω και ανθρώπους που περπατούν ή κάθονται έξω από το σπίτι τους και χαζεύουν. Ο δικός μου άνθρωπος τούς μιλά κι εκείνοι του απαντούν. Δεν καταλαβαίνω τι λένε, αλλά και δεν με ενδιαφέρει.

Εμείς συνεχίζουμε τη βόλτα μας και πάμε σε ένα μέρος με άφθονο χορτάρι που μου αρέσει πολύ. Καθόμαστε εκεί κάμποσο, ο άνθρωπος καπνίζει κι εγώ μασουλώ το χορτάρι που είναι φρέσκο και νόστιμο. Μετά γυρίζουμε πίσω.

Αυτός είναι ο κόσμος μου. Δεν μου φαίνεται άσχημος ούτε πληκτικός και ο λόγος είναι ότι δεν σκέφτομαι πολύ. Μου φτάνει που είμαι χορτάτη κι έχω και το καθαρό νερό μου να πίνω, όποτε διψώ.

Προχθές όμως, δεν ξέρω πώς μού ήρθε αυτό στο μυαλό, σκέφτηκα πως μπορεί ο κόσμος να είναι μεγαλύτερος από αυτόν που βλέπω εγώ. Κι αν είναι μεγαλύτερος, πώς να είναι άραγε; Θα έχει ίσως περισσότερους ανθρώπους, ήλιους και φεγγάρια, περισσότερους δρόμους και σπίτια, θα είναι δηλαδή ένας κόσμος σαν αυτόν που ξέρω, αλλά όλα θα είναι τα ίδια πολλές φορές.

Δε βαριέσαι! Δεν με ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο. Εγώ είμαι ευχαριστημένη εδώ που είμαι.

Σήμερα ήρθε ο άνθρωπος και είχε στο χέρι ένα μαχαίρι. Μ’ έπιανε αποδώ, μ’ έπιανε αποκεί, με πασπάτευε, δεν καταλάβαινα τι ήθελε. Ύστερα έφυγε. Μετά από λίγο ήρθε πάλι μαζί με έναν άλλο άνθρωπο και τώρα αυτός ο άλλος κράταγε το μαχαίρι. Με πασπάτεψε κι αυτός λίγη ώρα και κάτι έλεγε στο δικό μου άνθρωπο και μετά στάθηκαν και με κοίταζαν πολλή ώρα και  κουβέντιαζαν. Κι έπειτα έφυγαν.

Δεν ξέρω τι ήθελαν, πάντως έφυγαν και με άφησαν ήσυχη. Όταν νύχτωσε, έπεσα να κοιμηθώ.

Είναι πολλά εκεί έξω που δεν ξέρω και που δεν πρόκειται να μάθω ποτέ, σκέφτηκα, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Όμως δεν πειράζει, είμαι καλά εδώ. Είμαι ευχαριστημένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου