Σελίδες

27/7/16

Ένα παιδί θυμάται




                Πλανόδιοι έμποροι υφασμάτων. Αφθονούσαν τότε.


Δεκαετία του ’50.
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι το κλουβί. Έτσι το λέγαμε εμείς το φανάρι. Σ’ αυτό φυλάγαμε τα τρόφιμα και τα προστατεύαμε από τις μύγες και τα άλλα ζούδια.

Αργότερα η μητέρα μου εφηύρε ένα περίεργο ψυγείο πάγου, ένα ξύλινο κιβώτιο, όπου έβαζε ένα κομμάτι πάγου που αγόραζε από τον περιφερόμενο παγοπώλη, το τύλιγε με κάτι λινάτσες και δίπλα τοποθετούσε τα φαγητά. Ο πάγος έλιωνε σιγά-σιγά και τα νερά χύνονταν από κάτω σε ένα ταψί. Το πρωτόγονο αυτό εφεύρημα το είχαμε στο υπόγειο του σπιτιού. Μετά αγοράσαμε ένα κανονικό ψυγείο πάγου.

Θυμάμαι επίσης την γκαζιέρα. Η σχέση της μητέρας μου μαζί της ήταν από τις χειρότερες. Δεν ξέρω γιατί μάς προέκυψε μια  τόσο δύστροπη γκαζιέρα που αρνιόταν μερικές φορές να δουλέψει. Μια μέρα που πάλι δεν έπαιρνε μπροστά,  η μητέρα μου την άρπαξε και σε έξαλλη κατάσταση την πέταξε στον κήπο. Μετά από λίγο βέβαια πήγε και την ξαναμάζεψε, αλλιώς θα μέναμε νηστικοί εκείνο το μεσημέρι.

Είχαμε και μια φουφού που άναβε με κάρβουνα και η μητέρα μαγείρευε συχνά εκεί το φαγητό. Σε τι διέφερε από την γκαζιέρα δεν αναρωτήθηκα ποτέ και ακόμα δεν το ξέρω.

Σιγά-σιγά όλη η γειτονιά απέχτησε πετρογκάζ και πήραμε κι εμείς. Επιτέλους, πολιτισμός. Άναβες ένα σπίρτο, γύριζες το κουμπί και τσαφ! Άναβε η φωτιά. Και είχε και τρεις εστίες, μια μικρή, μια μεγαλύτερη και μια ακόμα πιο μεγάλη.


                             Χαλέπα, οδός Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκεί μεγάλωσα.

Η μπουγάδα ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε καθόλου, καθότι παιδί. Εγώ φρόντιζα να λερώνομαι, η μητέρα φρόντιζε να με μαλώνει και μετά να πλένει τα ρούχα μου. Στη σκάφη εννοείται. Κάθε σκάφη διέθετε το απαραίτητο αξεσουάρ της, ένα ξύλινο τρίφτη που προσαρμοζόταν στη σκάφη και εκεί πλένονταν τα ρούχα. Όταν δεν είχα τι να κάνω, στεκόμουν και έβλεπα τη μητέρα μου να πλένει. Είχε το γούστο του όλο αυτό. Καθόλου δεν περνούσε από το μυαλό μου πόσο κουραστικό ήταν.

Μερικές φορές η μητέρα μου έφερνε μια πλύστρα να τη βοηθήσει στο πλύσιμο των ρούχων . Υπήρχαν στη γειτονιά κάποιες γυναίκες που έκαναν αυτή τη δουλειά για να ζήσουν. Η μπουγάδα αποχτούσε τότε σχεδόν δραματικές διαστάσεις, όλο το σπίτι βρισκόταν σε αναταραχή. Εγώ πάντα σιωπηλός θεατής.

Θυμάμαι από κείνες τις τραυματικές για την καθημερινότητά μας μέρες την αλουσιά, στάχτη δηλαδή που χρησιμοποιούσε η πλύστρα για την μπουγάδα, και επίσης το λουλάκι, μια γαλάζια σκόνη για το ξέβγαλμα των ρούχων.

Το σιδέρωμα γινόταν με εκείνα τα σίδερα που έπαιρναν κάρβουνα. Τα κουνούσαν πέρα δώθε να ανάψουν καλά τα κάρβουνα και σιδέρωναν.

Η σκάφη είχε και άλλες χρήσεις εκτός από το πλύσιμο των ρούχων. Ήταν και η μπανιέρα του σπιτιού. Μ’ έχωνε η μητέρα μου μέσα και με περιέλουζε με νερό που είχε ζεστάνει στη δύστροπη γκαζιέρα μας. Καμιά φορά δεν πρόσεχε και το νερό παραήταν ζεστό, μάλλον καυτό θα το έλεγα. Φώναζα εγώ, αλλά δε βαριέσαι. Το θέμα ήταν να φύγει η λέρα που είχα μαζέψει όλη τη βδομάδα παίζοντας στα χώματα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.

Η τουαλέτα ως λέξη σήμαινε κομψό, ακριβό, βραδινό φόρεμα και δεν είχε καμιά σχέση με τον καμπινέ, ένα δωματιάκι εκτός σπιτιού, όπου κάναμε την ανάγκη μας. Εννοείται ότι δεν διέθετε λεκάνη, ήταν οθωμανικού τύπου, και στον τοίχο κρέμονταν κομμένες σε συμμετρικά τετράγωνα οι παλιές εφημερίδες που χρησίμευαν αντί ρολού υγείας. Και δίπλα ο κουβάς με το νερό.

Στο επόμενο σπίτι που μετακομίσαμε αναβαθμιστήκαμε όμως. Το σχετικό δωματιάκι ήταν μέσα στο σπίτι και διέθετε λεκάνη. Αλλά οι εφημερίδες και ο κουβάς με το νερό συνέχισαν να μας συντροφεύουν.

Τον χειμώνα μάς ζέσταινε το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Ευτυχώς το σπίτι ήταν γεμάτο χαραμάδες και μπαινόβγαινε ανενόχλητος ο αέρας, έτσι γλιτώναμε τη δηλητηρίαση. Μια φορά όμως παραλίγο να τα τινάξω, άπνοια είχε φαίνεται, και με έπιασε ένας τρομερός πονοκέφαλος, έπεσα στο κρεβάτι και δεν μπορούσα να κουνηθώ από τον πόνο. Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα. Ούτε ασπιρίνες ούτε γιατροί και νοσοκομεία -  σιγά, για ένα πονοκέφαλο;  Την άλλη μέρα ήμουν καλά.

Στο σπίτι που μετακομίσαμε μετά, είχαμε αντί για μαγκάλι μια ξυλόσομπα. Ωραία ζέστη και όχι επικίνδυνη. Εννοείται ότι μόνο η κουζίνα ήταν ζεστή, τα υπόλοιπα δωμάτια παρέμεναν κρύα. Αλλά δεν μας ένοιαζε αυτό, γιατί στα Χανιά  ποτέ ο χειμώνας δεν ήταν βαρύς. Μια χαρά ζούσαμε και χωρίς θέρμανση.

Το καλοκαίρι είχαμε τα κουνούπια. Οικόσιτα ζώα, συμβιώναμε αγαστά. Αλείφαμε με ξύδι χέρια και πόδια και πέφταμε για ύπνο. Το επόμενο πρωί είχαμε μερικές κοκκινίλες και τη σχετική φαγούρα, αλλά αυτά ήταν φυσικά πράγματα, δεν τους δίναμε σημασία.

Και μπάνιο στην καφετιά θάλασσα κάτω από το σπίτι κάναμε. Ήταν και μπλε η θάλασσα μερικές μέρες, τότε ήταν πιο καλά. Αλλά οι ταμπάκηδες στα βυρσοδεψεία τους έπρεπε οι άνθρωποι να επεξεργαστούν τα δέρματα και γέμιζαν με καφετιά λύματα τη θάλασσα κάθε τόσο. Έβλεπες πού και πού να επιπλέει και καμιά προβιά. Κανένα πρόβλημα. Εμείς κάναμε το μπάνιο μας κανονικά, κάναμε και βουτιές, μόνο το νερό προσέχαμε να μην πιούμε.


                            Τα Ταμπακαριά (βυρσοδεψεία) όπως είναι σήμερα.

Λίγο πιο πέρα χύνονταν στη θάλασσα και τα λύματα του παρακείμενου στρατιωτικού νοσοκομείου, αλλά αυτά δεν μας απασχολούσαν καθόλου. Δεν τα βλέπαμε εξάλλου. Και απέναντι ήταν τα σφαγεία. Εντάξει, αυτά δεν ήταν πολύ κοντά.

Καμιά φορά γύριζα στο σπίτι με κάτι παράξενες κοκκινίλες στις γάμπες μου. «Φύκια είναι», έλεγαν οι μεγάλοι και δεν έδιναν σημασία. Καλά έκαναν. Σε μια δυο μέρες οι κοκκινίλες έφευγαν. Μόνο μια φορά δεν έφυγαν, έβγαλαν και κάτι φουσκάλες που κράτησαν καιρό. Μου έβαζαν πάνω κάτι ξύδια, λάδια, δεν θυμάμαι τώρα. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή οι φουσκάλες έφυγαν.

Κάθε τρεις και λίγο πατούσα κανένα αχινό και χοροπηδούσα από τον πόνο. Για μερικές μέρες κούτσαινα, αλλά το γιατρικό που ξέραμε ήταν αποτελεσματικό: Ούρα στο σημείο που είχαν καρφωθεί τα αγκάθια του αχινού και ο πόνος έφευγε.


                                 Περιοχή Μπάνια. Όπου κάναμε τα μπάνια μας.

Το τηλέφωνο το έβλεπα στα διάφορα μαγαζιά στο κέντρο της πόλης, μια πολυτέλεια εντελώς αχρείαστη για τα σπίτια. Το έβλεπα και στο γραφείο του μπαμπά, όταν πήγαινα. Έπαιζα μαζί του κι έκανα πως μιλούσα σε κάποιον. Ως παιχνίδι είχε κάποιο γούστο. Πιο πολύ μου άρεσε να παίζω με τη γραφομηχανή πάντως, ωραίο μηχάνημα, πατ, πατ τα πλήκτρα και βγαίνανε ωραία γράμματα στην κόλλα.

Το ραδιόφωνο κατέφθασε μια μέρα στο σπίτι μας και αυτή η μέρα ήταν πολύ ξεχωριστή. Είχαμε επιτέλους κάτι από τη σύγχρονη τεχνολογία, διότι μέχρι τότε ο ηλεκτρισμός χρησίμευε μόνο για να ανάβουμε το φως, όταν νύχτωνε.

Το ραδιόφωνο μάς ένωσε με την Αθήνα. Ακούγαμε ειδήσεις που εγώ βαριόμουν αφόρητα, αλλά που με φόρτωσαν τελικά με ονόματα που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη μου: ΕΟΚΑ, Καραολής, Δημητρίου, Γρίβας, Μακάριος, Άντονι Ήντεν, Μακ Μίλαν, Τζον Χάρντινγκ, Σεϋχέλες και μια παράξενη λέξη που επαναλάμβανε συνέχεια ο εκφωνητής: βασιβουζούκοι. Εννοούσε τους Τούρκους, όπως καταλάβαινα.

Εγώ άκουγα τραγούδια. Τα ήξερα όλα και τα τραγουδούσα οποιαδήποτε στιγμή. Ο εκπολιτισμός μου μόλις άρχιζε.

Αν νομίζετε ωστόσο ότι ζούσαμε στη μιζέρια, επειδή δεν είχαμε τις σημερινές ανέσεις, κάνετε λάθος.

Θυμάμαι τη μητέρα μου και τις φίλες της με πολύ κομψά φορέματα, με τα κοσμήματά τους, τα καλλυντικά τους, τις πούδρες και τα κραγιόν τους. Μαζεύονταν τα απογεύματα και έπιναν καφέ καπνίζοντας και κανένα τσιγαράκι.

Τα βράδια οι οικογένειες αντάλλασσαν βεγγέρες, οι μεγάλοι έπαιζαν το χαρτάκι τους και οι μικροί φλυαρούσαμε και λέγαμε κουταμάρες.

Οι μεγάλοι διασκέδαζαν σε κάθε ευκαιρία. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά  απαραιτήτως ρεβεγιόν σε κέντρο, το ίδιο και τις Απόκριες. Καθαρή Δευτέρα απαραιτήτως σε ταβέρνα έξω από την πόλη. Ονομαστικές γιορτές απαραιτήτως γλέντι στο σπίτι.


                        Χανιά, λιμάνι. Όπως ήταν τότε.

Σάββατα και Κυριακές βόλτα στην πόλη, γλυκό σε ζαχαροπλαστείο ή ταβέρνα. Ενδιάμεσα της εβδομάδας κινηματογράφος. Αν είχε έρθει και κανένας θίασος από την Αθήνα, τότε και θέατρο.

Δεν διασκέδαζαν οι άνθρωποι, επειδή τότε ήταν πιο αγνοί, πιο αθώοι και δεν ξέρω τι άλλο. Απλά έκαναν αυτό που κάνουμε κι εμείς σήμερα.

Όλα αυτά που έβλεπαν στις αμερικάνικες ταινίες σινεμασκόπ, ιδιωτικά αυτοκίνητα, ηλεκτρικά ψυγεία, πλυντήρια, τηλέφωνα, τηλεοράσεις και λοιπά ήταν έξω από την καθημερινή ζωή τους. Είχαν μάθει να ζουν με τη σκάφη, τη φουφού και το μαγκάλι, τον καμπινέ, το φανάρι και την γκαζιέρα. Δεν κλαίγονταν για την απουσία ανέσεων, γιατί δεν ήξεραν ότι δεν είχαν ανέσεις.

Και μάλλον πίστευαν ότι ζούσαν με ανέσεις, εφόσον υπήρχαν μέσα συγκοινωνίας και ταξί που έπαιρναν καμιά φορά, αν ήταν απόλυτη ανάγκη, υπήρχαν κινηματογράφοι, κέντρα διασκέδασης, συχνά με ζωντανή μουσική, ζαχαροπλαστεία και ταβέρνες, σόμπες, πετρογκάζ, ψυγεία πάγου και ραδιόφωνα.



       Χανιά, Αγορά. Όπως ήταν τότε. Στην πλατεία η πιάτσα των ταξί.

Έτσι ήταν τότε για όλους η ζωή και όλα τούς φαίνονταν πολύ φυσικά.

Μπάνιο στη σκάφη λοιπόν και μετά στο κομμωτήριο για να βάψει και να χτενίσει τα μαλλιά της η μαμά.

Ξύρισμα στο νεροχύτη της κουζίνας ο μπαμπάς και μετά κοστούμι και γραβάτα για την απογευματινή έξοδο.

Μαγείρεμα στη φουφού και την γκαζιέρα η μαμά και δεξίωση των φίλων στην ταράτσα του σπιτιού. Θυμάμαι κάτι τούρτες που έφτιαχνε με τρελά σχέδια με σαντιγύ από πάνω.

Μαγκάλι για το κρύο και γούνα για τη βραδινή έξοδο.

Φανάρι για τα τρόφιμα και ψαροταβέρνα με εκλεκτό ψάρι.

Καμπινές για τις φυσικές μας ανάγκες και γλέντι σε νυχτερινό κέντρο μέχρι πρωίας.

Και δεν σας είπα και το καλύτερο: αστακός μαγειρεμένος στη φουφού. Διότι οι ψαράδες της γειτονιάς περνούσαν κάθε μέρα από τα σπίτια για να πουλήσουν την ψαριά τους, ολόφρεσκα ψάρια, καραβίδες και αστακούς. Που ακόμα τότε ήταν φτηνοί, δεν ήταν φαγητό πολυτελείας.

                                   Χανιά, Σαντριβάνι (λιμάνι). Όπως ήταν τότε.

Δεν ήταν ξιπασμένοι οι άνθρωποι εκείνου του καιρού, δεν υπέφεραν από το σύνδρομο της μαντάμ Σουσούς. Έτσι ζούσαν τότε.

Η μητέρα μου μάλιστα, επειδή έβλεπε να έχω κάποιες τάσεις μεγαλομανίας, μου κανοναρχούσε συνέχεια: «Είμαστε απλοί άνθρωποι, παιδί μου, ούτε πλούσιοι είμαστε ούτε φτωχοί και πρέπει να φερόμαστε με μέτρο και ανάλογα με τη θέση μας».

Και ενώ εμείς οι απλοί άνθρωποι ζούσαμε με τον τρόπο που μας επέτρεπε η εποχή, στις εφημερίδες βλέπαμε τις φωτογραφίες των μεγάλων εκείνου του καιρού που αποφάσιζαν για τις τύχες των λαών τους:

Στην Ελλάδα:





Θυμάμαι και το επεισόδιο με την Αμπατιέλου:



Στην Κύπρο (πρώτο θέμα στις ειδήσεις τότε):




                                                   Σερ Άντονι Ήντεν


Στον κόσμο:

                                      Σαρλ ντε Γκολ




                                   Κόνραντ Αντενάουερ




                                  Νικήτα Χρουστσόφ




                                      Σερ Ουίνστον   Τσώρτσιλ




                                          Ντουάιτ  Αϊζενχάουερ




                                       Χάρολντ  Μακ Μίλαν




                                      Παντίτ Νεχρού




                                  Γκαμάλ Άμπντελ  Νάσερ



                                               Σάχης και Σοράγια



Μερικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων:
 1950




1952



1955



1955


Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα:



 Έρχεται από πολύ παλιά το κόλλημα με τους Παρθενώνες:




Και κάποιοι του διεθνούς τζετ σετ:


                        Φαρούκ, έκπτωτος βασιλιάς της Αιγύπτου





                                     Αριστοτέλης Ωνάσης




                         Πορφύριο Ρουμπιρόζα και Ζα Ζα Γκαμπόρ




                                                          Μαρία Κάλλας



Το κείμενο αυτό δεν έχει πάντως καμιά νοσταλγία. Σήμερα η ζωή είναι καλύτερη από όλες τις απόψεις. Αλλά η διαδρομή από το μαγκάλι ως το κλιματιστικό είχε το ενδιαφέρον της.



                             Τα δυο σπίτια, όπου έζησα. Αφημένα πια στην τύχη τους.


2 σχόλια: