Σελίδες

6/2/16

"Το πουλί και τα βατράχια"







Μια φορά σε κάποιο δάσος  μακρινό, σ’ ένα βάλτο δυσώδη και παχύρρευστο, όπου ζούσαν δεκάδες, μπορεί κι εκατοντάδες, βατράχια, ήρθε ένα πουλί και κάθισε στο κλαδί ενός δέντρου, από αυτά που είχαν φυτρώσει εκεί κοντά.

Άρχισε να κελαηδάει το πουλί με τον τρόπο που ήξερε, άλλον τρόπο δεν ήξερε, έτσι μόνο έβγαινε ο κελαηδισμός από το μικρό του λαρύγγι, και είπε ένα δυο τραγουδάκια καμαρωτό-καμαρωτό.

Τα βατράχια του βάλτου που το άκουσαν πρόβαλαν το κεφάλι από το νερό.

-Τι είναι πάλι τούτο εδώ; Αναρωτήθηκαν μεταξύ τους και κοίταξαν το πουλί καχύποπτα.

Το πουλί άλλαξε κλαδί και ετοιμάστηκε να κελαηδήσει ένα ακόμα τραγουδάκι από αυτά που ήξερε, όταν ένας βάτραχος χοντρός με μάτια γουρλωτά έδωσε μια, ανέβηκε σε μια πέτρα πρασινισμένη από τη γλίτσα και του φώναξε:

-Έι, εσύ! Τι γρατσουνίσματα είναι αυτά που βγαίνουν από το λαιμό σου;

Το πουλί έσκυψε το κεφαλάκι του προς τα κάτω και είδε τον βάτραχο.

-Παρακαλώ, τι είπατε; Ρώτησε τινάζοντας ελαφρά τις φτερούγες του και χοροπηδώντας πάνω στο κλαδί.

-Λέω, τι γρατσουνίσματα είναι αυτά που βγάζεις από το λαιμό σου!

-Δεν είναι γρατσουνίσματα, είναι κελάηδημα, είπε το πουλί. Με άλλα λόγια τραγουδώ με τον τρόπο που ξέρω.

-Μπα; Έτσι τραγουδάς εσύ;

Και ο χοντρός βάτραχος ξέσπασε σε γέλια. Μαζί του άρχισαν να γελούν και τα άλλα βατράχια και να χοροπηδούν, άλλα στο νερό και άλλα στη λασπωμένη όχθη του έλους.

-Τραγούδι το λες εσύ αυτό; Είπε ξεκαρδισμένη από τα γέλια μια βατραχίνα και έδωσε ένα σάλτο από το νερό κι ανέβηκε σε μια μικρή πέτρα.

Το πουλί σάστισε και δεν ήξερε τι να πει. Πήγε πάνω κάτω στο κλαράκι του και μετά άλλαξε κλαρί και ήρθε σε ένα πιο χαμηλό για να βλέπει καλύτερα τα βατράχια.

-Για δες εδώ ένα χαζοπούλι! Είπε περιφρονητικά ένας γέρος βάτραχος και σύρθηκε με δυσκολία στις λάσπες της όχθης. Ώστε νομίζεις ότι τραγουδάς, ε;

-Μα... ναι, τραγουδώ, είπε  το πουλί αμήχανα.

Νέα βροντερά γέλια ξέσπασαν στο βάλτο. Κάτι μικρά βατράχια εμφανίστηκαν από διάφορες γωνιές, κοίταζαν το πουλί και το κορόιδευαν μεταξύ τους.  Μια βατραχίνα κομψή με μεγάλα μάτια και γλώσσα ακόμα μεγαλύτερη έριξε στο πουλί ένα περιφρονητικό βλέμμα.

-Για δείξε μας τη γλώσσα σου, πουλάκι, είπε τινάζοντας τη δική της στον αέρα.

-Τι σχέση έχει η γλώσσα μου με το τραγούδι μου; Ρώτησε το πουλί.

-Πώς, πώς! Είναι απαραίτητο να έχεις μακριά και ευέλικτη γλώσσα για να τραγουδήσεις όμορφα! Είναι ο πρώτος κανόνας για ένα σωστό τραγούδι. Θα έπρεπε να το ήξερες αυτό, πουλάκι.

Το πουλί έμεινε για λίγο διστακτικό, μετά άνοιξε το στόμα του και έβγαλε έξω τη γλώσσα του. Ήταν μια μικρή γλωσσίτσα, ροζ, ίσα που μπορούσε να τη δει κανείς.

Νέα κοροϊδευτικά  χάχανα ξέσπασαν στο βάλτο. Κάποια βατράχια μάλιστα ξεκαρδισμένα από τα γέλια έπεσαν κάτω κρατώντας την κοιλιά τους, ενώ η κομψή βατραχίνα στεκόταν αγέρωχη  κοιτάζοντας αφ’ υψηλού το πουλί.

Όταν τέλος πάντων κατασίγασαν τα γέλια, του είπε:

-Η τέχνη σου είναι ανάλογη της γλώσσας σου, πουλάκι. Δηλαδή χωρίς αξία. Σε συμβουλεύω να μην ξανανοίξεις το στόμα σου, εκτός κι αν πεινάς και θέλεις να φας τίποτα ψίχουλα.

Και άνοιξε το τεράστιο στόμα της, από όπου ξεπετάχτηκε η μακριά της γλώσσα και κυμάτισε για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα βατράχια. Πέταξαν έξω τη γλώσσα τους και την έδειξαν στο πουλί για να πάρει μια ιδέα των προσόντων τους.

-Όντως είναι τεράστιες οι γλώσσες σας, είπε το πουλί αποθαρρυμένο. Φαντάζομαι πόσο ωραίο θα είναι το τραγούδι σας.

-Είναι εξαιρετικό! Είπε ο χοντρός βάτραχος με τα γουρλωτά μάτια. Όταν τραγουδάμε, όλη η φύση μένει σιωπηλή και μας ακούει.

-Γι’ αυτό, μικρέ, πάψε να ταλαιπωρείς τα αυτιά μας με αυτά τα σφυρίγματα που θυμίζουν τρυπάνι,  είπε ο γέρο βάτραχος. Πήγαινε να κακαρίσεις αλλού και άσε μας εμάς εδώ να τραγουδάμε και να δίνουμε χαρά στα πλάσματα του δάσους.

-Συγγνώμη, είπε το πουλί ντροπιασμένο. Δεν ήξερα πως ζείτε εδώ στο βάλτο τέτοιοι μεγάλοι καλλιτέχνες.

-Η ταπεινοφροσύνη είναι αρετή, είπε ο γέρο βάτραχος. Αυτό σου το αναγνωρίζουμε. Και τώρα άδειασέ μας τη γωνιά.

-Θα φύγω, βεβαίως, δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήσω. Όμως, μια και βρέθηκα στο βάλτο σας, θα ήθελα να σας ακούσω μια φορά να τραγουδάτε. Παρακαλώ πολύ, μη μου στερήσετε αυτή την ευκαιρία.

Και χοροπήδησε στο κλαδί γεμάτο  αδημονία.

-Χμ, είπε ο χοντρός βάτραχος. Ποτέ δεν αρνούμαστε να τραγουδήσουμε, όταν το κοινό μας το απαιτεί. Είναι καθήκον μας αυτό, να δίνουμε αισθητική απόλαυση στον κόσμο.

Γύρισε στα άλλα βατράχια που στέκονταν τριγύρω:

-Τι λέτε να τραγουδήσουμε σ’ αυτόν εδώ το νέο μας θαυμαστή;

-Προτείνω, είπε η κομψή βατραχίνα, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί το «Έλα κοντά, μικρό, αγαπημένο μου μυγάκι» και μετά όποιος θέλει μπορεί να τραγουδήσει σόλο.

-Πολύ ωραία! Είπε ο χοντρός βάτραχος.

Ανέβηκε σε μια πέτρα πιο ψηλή για να έχει καλύτερη εποπτεία, κοίταξε με σοβαρότητα τα άλλα βατράχια, άφησε ένα σιγανό γουργουρητό και πέταξε έξω τη γλώσσα του.

Αμέσως τα βατράχια του βάλτου ξεκίνησαν το τραγούδι. Όλος ο τόπος τριγύρω γέμισε από κοάσματα και περίεργους ρόγχους και τα πλάσματα που ζούσαν εκεί κοντά εξαφανίστηκαν. Οι σαύρες κρύφτηκαν στις σχισμές των βράχων, τα σκουλήκια άνοιξαν τρύπες στο χώμα και χάθηκαν μέσα στη γη, ένας μπούμπουρας πετάχτηκε απότομα από κάτι φύλλα και πέταξε μακριά και όλη η Φύση γενικά βουβάθηκε.

Το πουλί κοκάλωσε αποσβολωμένο στο κλαρί.

Όταν τέλειωσε το πρώτο χορωδιακό τραγούδι,  ο γέρο βάτραχος ανέβηκε κι αυτός σε μια πέτρα, καθάρισε το λαιμό του μ’ ένα σιγανό γουργούρισμα, πέταξε έξω δυο φορές τη μακριά του γλώσσα και ξεκίνησε να κοάζει αργά και μεγαλόπρεπα. Όλα τα βατράχια στάθηκαν ακίνητα και άκουγαν με κατάνυξη, μερικά μάλιστα δάκρυσαν. Όταν τέλειωσε ο ρόγχος, ξέσπασαν σε επευφημίες, ενώ ο τραγουδιστής υποκλίθηκε σεμνά στο κοινό του.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Επαναλάμβανε συγκινημένος και χωρίς διάθεση να εγκαταλείψει τη θέση του.

Η κομψή βατραχίνα έδωσε τότε ένα σάλτο και στάθηκε δίπλα του. Τον έσπρωξε με τρόπο στην άκρη και χοροπήδησε μια δυο φορές πάνω στην πέτρα.

-Εγώ θα σας τραγουδήσω ένα από τα τελευταία μου τραγούδια, είπε στο κοινό των βατράχων από κάτω. Το συνέθεσα πριν λίγες μέρες και είναι η πρώτη φορά που το παρουσιάζω δημόσια.

Έκανε μερικά σάλτα δεξιά κι αριστερά με χάρη, έκλεισε τα  μάτια και πέταξε κι αυτή έξω μερικές φορές την τεράστια γλώσσα της. Μετά άφησε το πρώτο της κόασμα. Έκανε  ύστερα μια στροφή περί τον εαυτό της και άφησε το δεύτερο κόασμα. Έπειτα ακολούθησαν αμέτρητα κοάσματα και ρεκασμοί, ενώ τα βατράχια άκουγαν μαγεμένα. Στο τέλος πέταξε πάλι έξω τη γλώσσα της, άρπαξε ένα απρόσεχτο μυγάκι που περνούσε αποκεί, το κατάπιε και άφησε το τελευταίο της λιγωμένο κόασμα.

Με το που τέλειωσε, έγινε χαμός στο βάλτο.

-Μπράβο, μπράβο! Φώναζαν τα βατράχια χοροπηδώντας εδώ κι εκεί κατενθουσιασμένα. Υπέροχο, εξαίσιο τραγούδι, καταπληκτικό!

Ο χοντρός βάτραχος γούρλωσε ακόμα περισσότερο τα μάτια του και πλησίασε τη ντίβα.

-Δεν έχω λόγια, είπε συγκινημένος και την ασπάστηκε τρεις φορές.

Ύστερα στράφηκε στα άλλα βατράχια που συνέχιζαν τις επευφημίες:

-Μετά από αυτή την ιεροτελεστία πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί για λίγο. Να αφήσουμε τη συγκίνηση να διαπεράσει το σώμα μας και να εντυπωθεί στην ψυχή μας.

Όλοι συμφώνησαν και μια ξαφνική σιωπή έπεσε στο βάλτο.

Το πουλί στο κλαδάκι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πώς ήταν δυνατόν, σκεφτόταν, αυτά τα απαίσια γουργουρητά, αυτά τα άναρχα και αλλόκοτα κοάσματα να θεωρούνται τραγούδι; Πάλι όμως, μήπως έκανε λάθος; Μήπως αυτή είναι η πραγματική μουσική κι αυτό απλώς κελαηδά ανόητα και άτεχνα;

Πήγε πάνω κάτω στο κλαδί του μερικές φορές και άφησε μια σιγανή τρίλια για να ακούσει πάλι τη φωνή του και να κάνει τη σύγκριση.

-Σιωπή, ανόητε! Φώναξε από κάτω ο γέρο βάτραχος. Δεν βλέπεις ότι κρατάμε ολίγων λεπτών σιγή; Δεν μπορείς να σεβαστείς τίποτα;

Το πουλί κατάπιε τη γλώσσα του.

Όταν η ολίγων λεπτών σιγή ολοκληρώθηκε, τα βατράχια άρχισαν να χοροπηδούν στο βάλτο, να δίνουν βουτιές στο λιμνασμένο νερό και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους φιλοφρονητικά κοάσματα . Έδειχναν όλα πολύ ευχαριστημένα.

-Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα, πουλάκι; Ρώτησε η κομψή βατραχίνα. Κατάλαβες επιτέλους ποια είναι η αληθινή τέχνη;

-Πώς, βέβαια, απάντησε αυτό αμήχανα.

-Ποτέ δεν θα μπορέσεις να τραγουδήσεις εσύ όπως εμείς, είπε ο χοντρός βάτραχος. Επειδή είσαι πουλί.

-Ναι, καταλαβαίνω, είπε το πουλί και πέταξε στον αέρα ξεδιπλώνοντας τα φτεράκια του.

Έκανε δυο βόλτες πάνω από το βάλτο που έβγαζε μια βαριά, άσχημη μυρωδιά και πρόσθεσε:

-Λοιπόν, εγώ θα σας αφήσω τώρα. Θα πάω να πω τα τραγούδια μου σε κάποιο μέρος ερημικό, να μη με ακούει κανείς και να μην ενοχλώ.

-Και πολύ καλά θα κάνεις, είπε ο χοντρός βάτραχος.

Το πουλί πέταξε μακριά, ενώ από το βάλτο ερχόταν τώρα μια νέα συγχορδία ρόγχων.

Μετά από ταξίδι μερικών ημερών βρήκε επιτέλους ένα τόπο ερημικό,  γεμάτο βράχια, με θάμνους και αραιά δέντρα και κουρασμένο κούρνιασε σε ένα κλαδί για να βγάλει τη νύχτα. Κατά τα ξημερώματα ξύπνησε και θυμήθηκε την περιπέτειά του. Άφησε μερικά μελαγχολικά τιτιβίσματα και σκέφτηκε πόσο στραβό δρόμο είχε πάρει, να νομίζει πως τραγουδούσε όμορφα, ενώ δεν ήταν παρά ένας άτεχνος κελαηδιστής.

Όμως, σκέφτηκε μετά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είμαι ένα πουλί και κρώζω, όπως με έχει φτιάξει η φύση να κρώζω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο από αυτό. Ευτυχώς εδώ θα κρώζω ελεύθερα, κανείς δεν πρόκειται να με ακούσει.

Και άρχισε να τραγουδά με τον τρόπο που ήξερε αφήνοντας τρίλιες, σφυρίγματα και τερετίσματα. Ένιωθε μάλιστα πολύ ευτυχισμένο με το τραγούδι του κι ας ήταν κακόηχο, όπως έλεγαν οι βάτραχοι. Στο κάτω-κάτω ήταν το δικό του τραγούδι αυτό.

Ξαφνικά ένα γκρίζο πουλί ξετρύπωσε από κάτι χαμόκλαδα, πέταξε κοντά του και κάθισε στο διπλανό κλαρί. Ο τραγουδιστής ντράπηκε και σταμάτησε αμέσως το τραγούδι.

-Γιατί σταμάτησες; Ρώτησε το άλλο πουλί. Τραγουδάς πολύ όμορφα.

-Μπα, είπε αυτό, χάλια τραγουδάω, αλλά δεν το καταλαβαίνεις, γιατί είσαι κι εσύ πουλί.

-Πώς σου πέρασε η ιδέα ότι τραγουδάς χάλια; Ρώτησε το γκρίζο πουλί και ήρθε και κάθισε δίπλα του.

-Μου το είπαν τα βατράχια.

-Τα βατράχια; Και τι ιδέα έχουν αυτά από τραγούδι;

-Πώς, πώς... τραγουδάνε πολύ όμορφα αυτά.

Το άλλο πουλί έβαλε τα γέλια:

-Τα βατράχια κοάζουν, δεν τραγουδάνε!

-Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα και πολύ καλά το τραγούδι τους, όμως αυτά...

-Τι να καταλάβεις; Άμουσα βατράχια είναι, μήπως έχουν ιδέα από τέχνη; Άκου τώρα εδώ εμένα που θα σου τραγουδήσω, να δεις τι σημαίνει τραγούδι, είπε το άλλο πουλί και άρχισε να τραγουδά.

Και ο έρημος τόπος πλημμύρισε ξαφνικά από μια γλυκιά μελωδία γεμάτη  μελίσματα, φλαουτάτα, λαρυγγισμούς, ψιθύρους, κροταλίσματα, τιτιβίσματα, τερετίσματα και σφυρίγματα . Οι σαύρες ξεπρόβαλαν από τις τρύπες τους και έστησαν αυτί, τα σκουληκάκια έβγαλαν τα κεφαλάκια τους από το χώμα και κάτι μπούμπουρες σκαρφάλωσαν σε κάτι φυλλαράκια και έμειναν ακίνητοι για να ακούσουν.

-Αχ, τι όμορφα που τραγουδάς! Είπε το πουλί στο νέο του φίλο, όταν τέλειωσε.

-Φυσικά και τραγουδάω όμορφα. Είμαι ένα αηδόνι.

-Αηδόνι;

-Ναι. Τα αηδόνια τραγουδούν πιο όμορφα από κάθε άλλο πλάσμα στη γη. Είμαστε οι πρώτοι τραγουδιστές εμείς.

-Πόσο θα’ θελα να σου μοιάσω! Να τραγουδώ κι εγώ σαν και σένα!

-Κοίτα, αηδόνι εσύ δεν είσαι, αλλά είσαι καρδερίνα και τραγουδάς  πολύ όμορφα. Άκου που σου λέω. Έχω μουσικό αυτί εγώ.

-Μα τα βατράχια...

-Ξέχνα επιτέλους αυτούς τους βαθρακούς! Αυτοί όλη μέρα βουτάνε στα λασπόνερα, ρεκάζουν και γρούζουν και με τις γλωσσάρες τους γλείφουν ο ένας τον άλλον. Άκουσαν το κελάηδισμά σου και δεν κατάλαβαν τίποτα.  Μόνο τα γρυλλίσματά τους καταλαβαίνουν αυτοί. Να πας να βρεις τους ομοίους σου, τις άλλες καρδερίνες, και να τραγουδάς μαζί τους. Αυτό να κάνεις. Και μην πλησιάσεις ποτέ ξανά στο βάλτο με τα βατράχια, γιατί θα ξεχάσεις στο τέλος να τραγουδάς.

-Ευχαριστώ, αηδόνι. Μου έδωσες πολύ κουράγιο, είπε το πουλί που έμαθε πως ήταν καρδερίνα. Θα πάω να βρω τους ομοίους μου και θα τραγουδώ μαζί τους όλη μέρα, όπως μας έμαθε η φύση να κάνουμε.

Άφησε ένα ζωηρό τιτίβισμα και πέταξε μακριά.

Δεν ξέρουμε τι έγινε αποκεί και πέρα. Βρήκε τελικά τις άλλες καρδερίνες; Δεν τις βρήκε; Άγνωστο.

Ένα είναι πάντως σίγουρο: Στο βάλτο με τα βατράχια δεν ξαναπήγε ποτέ.

1 σχόλιο: