Σελίδες

12/1/16

"Το πάρτι"









Χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξα και παραλίγο να πάθω αποπληξία.
Μπροστά μου στεκόταν ο εαυτός μου και μου χαμογελούσε καθησυχαστικά.

-Προ παντός ψυχραιμία, είπε, θα σου τα εξηγήσω όλα.

Προχώρησε στο καθιστικό κι εγώ ακολούθησα μηχανικά.

-Λοιπόν, είπε βουλιάζοντας σε μια πολυθρόνα, τίποτα το παράξενο δεν υπάρχει σ’ αυτό που βλέπεις.

Άναψε ένα τσιγάρο και μου έκανε νόημα να καθίσω.

-Είμαστε σωσίες; Ρώτησα.

-Είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Εγώ είμαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη.

Κάποια απ’ τις δυο μας είναι τρελή, σκέφτηκα.

-Δεν γνωρίζεις φυσικά τον Βαν ντερ Μάντεν

-Όχι.

-Θα τον γνωρίσεις μερικά χρόνια αργότερα. Είναι ένας εξαίρετος επιστήμονας του περιθωρίου που ασχολείται με το πρόβλημα του χρόνου. Δέχτηκα να γίνω το πειραματόζωό του.

-Λοιπόν;

-Λοιπόν, δεν κατάλαβες; Μ’ έστειλε δέκα χρόνια πίσω στο παρελθόν μου. Είμαι σαράντα χρονών, ενώ εσύ είσαι τριάντα. Αλλά είμαστε το ίδιο πρόσωπο.

Κοιταχτήκαμε για λίγο σιωπηλές.

-Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, μου είπε μετά.

Δεν φοβόμουν. Σχεδόν το έβρισκα φυσικό. Οπωσδήποτε ήταν ενδιαφέρον.

-Τι θα μου συμβεί στα επόμενα δέκα χρόνια; Ρώτησα.

-Τίποτα.

-Πώς τίποτα;

-Τίποτα. Θα συνεχίσεις να ζεις με τον ίδιο τρόπο και θα θέλεις κάθε τόσο να πεθάνεις.

-Ώστε άδικα περιμένω να μου συμβεί κάτι συνταραχτικό.

-Θα σου συμβεί. Θα γνωρίσεις τον Βαν ντερ Μάντεν. Θάχεις τόσο πολύ βαρεθεί τη ζωή σου που θα τον παρακαλέσεις να σε κάνει πειραματόζωο.

-Μήπως θα ερωτευθώ τον Βαν ντερ Μάντεν;

Έβαλε τα γέλια.

-Είναι ένα αστείο ανθρωπάκι που δεν ασχολείται παρά μόνο με τις απόκρυφες επιστήμες του. Όχι.

-Τι άλλο θα συμβεί στα επόμενα δέκα χρόνια;

-Προσωπικά ή σε διεθνές επίπεδο;

-Γενικά.

-Δεν θ’ αλλάξουν και πολλά πράγματα. Μερικοί διάσημοι θα πεθάνουν, μερικοί άλλοι θα γίνουν διάσημοι, αρκετές τραγωδίες ενδιαμέσως, παχιά λόγια και συγκινητικά από παντού. Αυτά.

Εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε το κουδούνι.
Κοιταχτήκαμε με αμηχανία.

-Καλύτερα να μη μας δουν μαζί, είπα.

Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ήταν πάλι ο εαυτός μου. Με προσπέρασε με άνεση κι έκλεισε την πόρτα.

-Φώναξε και την άλλη,  ξέρω πως είναι εδώ.

Έτσι γίναμε τρεις.

-Από ποια εποχή έρχεσαι; Ρώτησα ψύχραιμα τη νεοφερμένη.

-Είμαι σαρανταπέντε χρονών.

Μείναμε σιωπηλές παρατηρώντας η μια την άλλη. Είχαμε διαφορετικό χτένισμα και φορούσαμε διαφορετικά ρούχα. Επίσης η φθορά του χρόνου ήταν ορατή στα πρόσωπά τους. Ιδίως της σαρανταπεντάρας. Ωστόσο είχαμε τα ίδια χαρακτηριστικά και το ίδιο σουλούπι. Εγώ ήμουν λίγο πιο αδύνατη.

-Πάω να φτιάξω καφέ, είπα.

Στην κουζίνα προσπάθησα να ταχτοποιήσω κάπως τα συναισθήματά μου. Βρισκόμουν σε μια ακατανόητη κατάσταση. Αλλά τελικά όλα τα συνηθίζει κανείς. Πάντως δεν φοβόμουν. Αν ο κύριος Βαν ντερ Μάντεν ήθελε να κάνει τα πειράματά του κι αν οι βαριεστημένοι εαυτοί μου ζητούσαν ισχυρές συγκινήσεις, μέσα ήμουν κι εγώ.

Έφερα τους καφέδες στο καθιστικό. Οι εαυτοί μου συζητούσαν για τους εαυτούς τους. Ανάψαμε τσιγάρα και μπήκα κι εγώ στη συζήτηση.

-Έγινε τίποτα σπουδαίο στα χρόνια σου; Ρώτησα την πιο μεγάλη.

-Δεν βαριέσαι, παραλλαγές στο ίδιο θέμα.

-Απορώ που δεν έχω αυτοκτονήσει ακόμα, είπα.

-Ευτυχώς υπάρχει ο Βαν ντερ Μάντεν, είπε ο αριθμός σαράντα.

-Υποπτεύομαι ότι θα έχουμε εκπλήξεις, είπε ο αριθμός σαρανταπέντε.

Εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε το κουδούνι. Μείναμε ακίνητες και σιωπηλές.

-Πήγαινε ν’ ανοίξεις, είπε  ο αριθμός σαρανταπέντε.

-Θα έρθουν κι άλλες ηλικίες;

Αυτή κούνησε το κεφάλι με σημασία.
 Είχε δίκιο. Στην πόρτα στεκόταν πάλι ο εαυτός μου. Μπήκε μέσα χωρίς να χαιρετήσει και προχώρησε στο καθιστικό.

-Πόσο είσαι εσύ; Ρώτησα.

-Σαράντα επτά.

-Τόσο λίγη διαφορά; Γιατί;

-Πλήξη.

Έριξε στις άλλες μια ματιά και μετά είπε:

-Πάω να φτιάξω καφέ.

Την ακολούθησα στην κουζίνα.

-Θυμάσαι τα κατατόπια;

-Βεβαίως, μένω ακόμα εδώ.

-Τι κάνει ο Βαν ντερ Μάντεν;

-Είναι πολύ καλά.

Το κουδούνι ξαναχτύπησε. Πήγα να νιώσω πανικό, αλλά συνήλθα αμέσως. Ο εαυτός μου, λίγο πιο βαρύς αυτή τη φορά, μπήκε μέσα. Είχε τα μαλλιά πολύ κοντά κομμένα και διπλοσάγονο. Από λεπτότητα δεν έκανα κανένα σχόλιο.

-Πενήντα πέντε, απάντησε αυτή στη βουβή ερώτησή μου. Έχω μπει στην εμμηνόπαυση.

-Καφέ;

-Βεβαίως.

Πήγα στην κουζίνα όπου βρήκα τον αριθμό σαράντα επτά να έχει μόλις φτιάξει τον καφέ της.

-Δεν φτιάχνεις άλλον έναν; Μόλις ήρθε ο αριθμός πενήντα πέντε.

Το κουδούνι ξαναχτύπησε.

-Άκου, της είπα, φτιάξε καμιά δεκαριά καφέδες ακόμα. Θα μας χρειαστούν σίγουρα.

Έπειτα πήγα ν’ ανοίξω την πόρτα.

Μέσα σε τρεις ώρες είχαμε γίνει δεκαπέντε. Το σπίτι έβραζε στον καπνό. Τελευταία ήρθε ο αριθμός ενενήντα έξι.  Ένα χούφταλο. Την οδήγησα προσεχτικά, μη μου σπάσει, μέχρι την κρεβατοκάμαρα και την έβαλα στο κρεβάτι.

Κοιταχτήκαμε με περιέργεια.

-Ομορφούλα είσαι, σχολίασε η γερόντισσα.

-Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη.

Κούνησε με σοφία το κεφάλι:

-Τα νιάτα είναι αχάριστα.

-Τι κάνει ο Βαν ντερ Μάντεν, ζει ακόμα;

-Μόλις πέθανε.

-Ω, λυπάμαι.

-Να μη λυπάσαι καθόλου. Έζησε εκατόν τέσσερα χρόνια. Δώσε μου σε παρακαλώ ένα τσιγάρο.

-Ακόμα καπνίζεις;

Εκείνη δεν μου έδωσε σημασία.

-Θα πιεις ένα καφεδάκι; Τη ρώτησα δυνατά.

-Φυσικά. Και μη φωνάζεις. Δεν είμαι κουφή.

Εν τω μεταξύ οι άλλες ήρθαν στην κρεβατοκάμαρα και συνωστίζονταν να δουν τη γιαγιά.

Στην κουζίνα βρήκα μία να ψάχνει το ψυγείο.

-Τίποτα δεν υπάρχει εδώ μέσα, μουρμούρισε εκνευρισμένη.

-Κάνω δίαιτα.

-Πάντα έκανα δίαιτα και ποτέ δεν αδυνάτιζα.

Έκλεισε το ψυγείο και γύρισε προς το μέρος μου:

-Λοιπόν, είμαστε δεκαπέντε και ως γνωστόν  τρώμε και καπνίζουμε μανιακά. Λέγε τι θα γίνει.

-Πήγαινε μέσα και πες τους το, ας κανονίσουν αυτές. Εγώ θα φτιάξω καφέ στη γιαγιά.

Την ώρα που έβραζα το νερό, τις άκουσα που προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Όπως το περίμενα, καμιά δεν ήθελε να αναλάβει την πρωτοβουλία. Τεμπέλες. Τελικά ρίξανε κλήρο. Στην κουζίνα ήρθε μια εξηντάρα.

 -Χρειαζόμαστε πολύ φαγητό και πολλά πακέτα τσιγάρα. Πώς πας από χρήματα;

-Τσιγάρα έχει δυο κούτες στο μεσαίο συρτάρι του γραφείου. Όσο για φαγητό, να παραγγείλετε. Τα τηλέφωνα είναι στην ατζέντα μου.

-Χρήματα πού έχεις;

-Ψάξτε στο πορτοφόλι μου.

Ετοίμασα τον καφέ και τον πήγα στον αριθμό ενενήντα έξι. Η γερόντισσα κάπνιζε και κουβέντιαζε με μερικές άλλες της τρίτης και της τέταρτης ηλικίας.

 Πήγα κι άνοιξα διάπλατα τη μπαλκονόπορτα.

-Ντουμάνι το κάναμε εδώ μέσα!. Δεν μπόρεσες τέλος πάντων να το κόψεις; Ρώτησα τη γιαγιά.

Εκείνη χαμογέλασε με τη μασέλα της.

-Πρώτα θα πεθάνω και μετά θα το κόψω, είπε με κακία.

Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι.

-Πώς πάνε τα κέφια σ’ αυτή τη μυθική ηλικία;

Η γρια κούνησε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά καφέ.

-Ανοησίες.

Γύρω οι άλλες ηλικιωμένες κούνησαν κι αυτές το κεφάλι συμφωνώντας.

-Η ζωή εξακολουθεί να είναι άδεια;

-Πολύ, είπε μία που μου θύμιζε κάπως τον εαυτό μου.

-Γιατί τότε δεν αυτοκτονείτε;

Καμιά απάντηση.

Γύρισα στο καθιστικό. Οι αριθμοί σαράντα και σαράντα πέντε είχαν βγει στη βεράντα και συζητούσαν. Έτρεξα στην πόρτα κι άρχισα να τους κάνω νοήματα. Αυτές με κοίταξαν ενοχλημένες.

-Μέσα γρήγορα, τους είπα, πριν σας δει κανένας γείτονας και τρελαθεί.

Μπήκαν μέσα σαν βρεγμένες γάτες.

-Τουλάχιστον άσε ανοιχτές τις πόρτες, είπε μία. Νιώθω να πνίγομαι.

Η αλήθεια ήταν ότι μια αίσθηση ασφυξίας με κύκλωνε και μένα από ώρα. Άνοιξα όλες τις πόρτες διάπλατα. Κάθισα μαζί τους κι άναψα τσιγάρο.

Μια παράξενη σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Μόνο ο καπνός από τα τσιγάρα φαινόταν να έχει ζωή. Στα μάτια τους είδα αυτό που ήξερα από τον καθρέφτη μου.

-Πότε θα φέρουν τα φαγητά; Ρώτησα.

-Σε μια ώρα, απάντησε μία.

-Πεινάω, είπε μια άλλη.

Καμιά μας δεν ήταν αδύνατη. Μερικές μάλιστα ήταν χοντρές.
Αρχίσαμε να μιλάμε για δίαιτα, τρόπους αδυνατίσματος, γυμναστική. Λέγαμε γνωστά πράγματα. Η κουβέντα εκφυλίστηκε γρήγορα και ξαναπέσαμε στη σιωπή.

Όλα άλλαξαν, όταν ήρθαν τα φαγητά.

 Έγινε μεγάλη ταραχή, τα πακέτα σκίστηκαν βιαστικά, βγήκαν τα μπουκάλια, μπίρες και κόκα κόλες, τυρόπιτες, πίτσες, σουβλάκια, γλυκά, όλα ανακατεμένα, σπρωχτήκαμε, ένα σουβλάκι έπεσε κάτω, κάποια το κλώτσησε νευριασμένη στη γωνία, ποτήρια, πιρούνια, πιάτα, πετσέτες, χαμός μέσα σε λίγα λεπτά.

Ήρθαν κι οι γερόντισσες από την κρεβατοκάμαρα και φώναζαν πως πεινάνε κι αυτές και τι θα γίνει με τον αριθμό ενενήντα έξι που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τις πήρα κατά μέρος και προσπάθησα να τις ηρεμήσω. Ήμασταν όλες πολύ εκνευρισμένες. Υπομονή. Μόλις άδειαζε η κουζίνα, θα τις φρόντιζα εγώ ιδιαιτέρως.

-Εν τω μεταξύ δεν θάχει μείνει τίποτα, είπε μία, ο αριθμός εβδομήντα πέντε νομίζω.

-Ανοίξτε δρόμο, φώναξε από πίσω μου μια άλλη.

Μάζεψα τις γερόντισσες σε μια γωνιά και περιμέναμε.
Σιγά σιγά η κουζίνα άδειασε. Στο τέλος μείναμε οι γερόντισσες κι εγώ.

-Θα φτιάξω το πιάτο της γιαγιάς, είπα επίσημα.

Τι να τρώει άραγε στην ηλικία της; Έκοψα μια τυρόπιτα σε μικρά κομμάτια και της την πήγα.

-Μπίρα δεν έχει;

-Πίνεις μπίρα στην ηλικία σου;

-Τι σημασία έχει η ηλικία μου;

Της έφερα ένα ποτήρι μπίρα.

Στο σπίτι εξακολουθούσε να κυριαρχεί η νευρικότητα. Φώναζαν κι έτρωγαν όλες μαζί συγχρόνως, έπιναν, κάπνιζαν, πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα, στο μπάνιο, στο διάδρομο, έμπαιναν στην κρεβατοκάμαρα και ρωτούσαν διάφορα τις γερόντισσες, άνοιγαν τις βρύσες, τα ντουλάπια, έψαχναν ποιος ξέρει τι, είδα μερικές με τα χειρόγραφά μου στα χέρια να κάνουν κριτική.

Σιγά- σιγά όμως ο τόνος έπεφτε. Οι φωνές χαμήλωσαν. Όσες πρόλαβαν, είχαν ξαπλώσει στους καναπέδες και χώνευαν. Καμιά δεν κοιμόταν. Δυο τρεις είχαν πάρει πάλι εκείνο το βλέμμα που ήξερα από τον καθρέφτη μου. Μία είχε τραβηχτεί στην άκρη και κάτι διάβαζε. Οι γερόντισσες στην κρεβατοκάμαρα έμεναν σιωπηλές με μισόκλειστα μάτια. Η γρια αριθμός ενενήντα έξι κάπνιζε και κοίταζε τον τοίχο απέναντι.

Γύρισα στο καθιστικό. Κάποια είχε ανοίξει την τηλεόραση και χάζευε.

Σιωπή.

Τώρα είχαν απομονωθεί η καθεμιά στον κόσμο της.

Το αίσθημα της ασφυξίας έγινε μέσα μου πιο έντονο. Μπήκα βγήκα στα δωμάτια μήπως γίνει κάτι. Δεν έγινε τίποτα. Στάθηκα μετέωρη στο διάδρομο. Πήγα κάτι να πω, δεν ήξερα τι, σταμάτησα. Αυτή που έβλεπε τηλεόραση, την έκλεισε. Γύρισε και με κοίταξε με το βλέμμα που ήξερα. Ύστερα κοίταξε τη μπαλκονόπορτα.

-Όχι, είπα.

Δεν μπορούσα άλλο να αναπνέω με τη μύτη. Άνοιξα το στόμα. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλες.

Πήζαμε.

Οι γερόντισσες ήρθαν στο καθιστικό σέρνοντας τον αριθμό ενενήντα έξι. Της έκαναν τόπο στον καναπέ και την κάθισαν. Η γρια έγειρε ελαφρά στο πλάι. Είχε ένα γυάλινο βλέμμα.

Πέθανε, σκέφτηκα.

Τώρα με κοίταζαν όλες εχθρικά.
 Αναρωτήθηκα γιατί.
 Ένιωσα ένοχη και δεν ήξερα γιατί.
 Κάθισα στο χαλί κι ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο.
Σιωπή.

-Βαν ντερ Μάντεν, είπα.

Καμιά δεν απάντησε.

-Ίσως θάπρεπε να γυρίσετε στον καιρό σας.

Αυτές έμειναν ακίνητες με το βλέμμα πάντα εχθρικό.

-Τι έκανα; Ρώτησα.

Μου έδειξαν τη γρια.

-Επί τέλους πέθανε, είπε μία.

Κούνησα τους ώμους ψύχραιμα:

-Ήταν ενενήντα έξι χρονών.

-Γιατί μας καταδικάζεις; Είπε μια άλλη.

-Εγώ; 

-Τώρα ξέρεις το μέλλον. Από σένα εξαρτάται.

Γύρισα αλλού το κεφάλι να μην τις βλέπω.

-Όχι, είπα. Δεν είναι η ώρα ακόμα.

-Έτσι θα λες πάντα, είναι η δικαιολογία σου.

Δεν απάντησα.

-Σκέψου, μου είπαν, είμαστε ακόμα στο πουθενά.

-Από σένα εξαρτάται να μην υλοποιηθούμε ποτέ.

Ήρθαν από πάνω μου και με περικύκλωσαν. Βαριές, σκοτεινές φιγούρες που είχαν αρχίσει ήδη να χάνουν τα χαρακτηριστικά τους.

-Όλα έτσι θα κυλήσουν

-όλα

-τίποτα δεν θ’αλλάξει

-μέσα στο τίποτα θα περάσει η ζωή σου

-θα σε στραγγαλίζει το τίποτα

-θα σαπίζεις λίγο λίγο

-μέσα σε ασφυκτικούς κύκλους θα περιφέρεσαι χρόνια ατελείωτα

-θα τρέφεσαι από τα πλαστά οράματά σου

-τις νύχτες με τα μάτια ανοιχτά θα ονειρεύεσαι τις ουτοπίες σου

-και κάθε πρωί θα σε γονατίζει η πραγματικότητα

-θα μετράς το χρόνο κλεισμένη μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.

-Τι ελπίζεις;

-Δεν υπάρχει χειρότερο

-δεν υπάρχει καλύτερο.

-Τι ελπίζεις;

-Απάλλαξέ μας.

-Απάλλαξέ μας.

-Απάλλαξέ μας.

Σαν αρπακτικά όρνεα φτερούγιζαν από πάνω μου οι σκιές τους.
 Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και το σκέπασα με τα χέρια μου. Ήθελα να ξεφύγω, αλλά δεν ήξερα πώς.

-Όχι ακόμα, είπα.

-Τώρα! Μου φώναζαν αυτές με αλλοιωμένες, βραχνές φωνές.

-Τώρα!

-Τώρα!

-Τώρα!

-Τώρα!

Σήκωσα τα μάτια και τις κοίταξα. Είχαν γίνει όλες μαζί μια τεράστια σκιά που αναδευόταν από πάνω μου σαν εφιάλτης.

-Όχι ακόμα! Φώναξα και με το χέρι μου τις έκανα πέρα.

Σκόρπισαν όπως ο καπνός.
 Είχαν κιόλας χάσει τα σώματά τους.

Πετάχτηκα πάνω κι έτρεξα κατά την εξώπορτα. Σύρθηκαν από πίσω μου. Η φωνή τους είχε ξεπέσει σ’ έναν αδύναμο ψίθυρο.

-Μη φεύγεις, θρόισαν, άκουσέ μας.

- Δεν μας λυπάσαι; Μη μας αφήσεις να υπάρξουμε.


Αλλά εγώ είχα κιόλας ανοίξει την πόρτα και είχα βρεθεί έξω. Πρόλαβα να τις δω που ζάρωσαν κι έγιναν ένα κουβάρι που στάθηκε στον αέρα και μετά ρουφήχτηκε μέσα στον άσπρο τοίχο.

Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας.

 Έξω ήταν νύχτα και τα δέντρα σάλευαν αργά και ευχαριστημένα. Ο δρόμος ήταν άδειος. Περπάτησα βιαστικά, βγήκα στη λεωφόρο. Αυτοκίνητα έτρεχαν με θόρυβο πάνω κάτω και οι άνθρωποι προσπερνούσαν ανύποπτοι.

-Όχι ακόμα, σκέφτηκα κοιτάζοντας τον κόσμο.

Και ήξερα με τι τίμημα θα το πλήρωνα αυτό.


 Από τη συλλογή διηγημάτων «Οι πόρτες», εκδ. Ιωλκός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου