Σελίδες

30/1/14

Ο Ορφέας στον Άδη (διήγημα)






Είμαι ο Ορφέας, ο μουσικός.
Όλος ο κόσμος ξέρει την περιπέτειά μου. Πώς κατέβηκα στον Άδη ζωντανός για να φέρω πίσω την αγαπημένη μου Ευρυδίκη και πώς από μια άστοχή μου κίνηση την  έχασα για δεύτερη φορά. Έγινε θρύλος η ιστορία  αυτή, πέρασε στη μνήμη των ανθρώπων και η μια γενιά την αφηγείται στην επόμενη σαν παραμύθι. Αλλά  δεν είναι παραμύθι, είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.

Πρέπει όμως να διευκρινίσω μια λεπτομέρεια: η κίνηση που έκανα, δεν ήταν άστοχη, δεν έγινε  από ανοησία μου. Ούτε παρασύρθηκα από την  ορμή του έρωτά μου. Όταν γύρισα να κοιτάξω την Ευρυδίκη…αλλά καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή.


Είχα κατέβει στο ζοφερό βασίλειο του Πλούτωνα και υπάκουος στην εντολή που είχα λάβει, στεκόμουν με την πλάτη μου στραμμένη προς το Έρεβος.  Περίμενα  σκυφτός ώρα πολλή.  Ρεύματα  παγωμένου αέρα διαπερνούσαν το κορμί μου κι άκουγα γύρω μου παράξενα θροΐσματα και συριγμούς. Ένας άλλος μπορεί και να λιποθυμούσε από τον τρόμο του. Όμως εγώ καμιά ανησυχία δεν είχα. Μόνο αδημονία.  Αδημονία  και απέραντη αγάπη για την Ευρυδίκη.

 Κάποια στιγμή  ένιωσα πίσω μου την παρουσία της.

-Έμαθα πως με ζήτησες, Ορφέα, άκουσα τη φωνή της να μου ψιθυρίζει.

Ρίγησα.

-Θέλεις, μου είπαν, να με πάρεις μαζί σου, να με ανεβάσεις στο φως. Τόσο πολύ με αγαπάς λοιπόν;

Προσπάθησα να απαντήσω, το στόμα μου ανοιγόκλεισε, όμως δεν βγήκε ήχος απ’ τα χείλη μου. Αγαπημένη μου Ευρυδίκη, σκέφτηκα, αλλά δεν μπόρεσα να της το πω.

Για λίγο μείναμε σιωπηλοί μέσα σε κείνον τον κόσμο του θανάτου. Μετά αυτή είπε:

-Πάλι κλαις, Ορφέα;

Έκλαιγα.

-Δεν άλλαξες λοιπόν καθόλου, άντρα μου.

Όμως αλλάζει η αγάπη; Αλλάζει; Δεν αλλάζει. Προσπάθησα να της το πω, τα χείλη μου ανοιγόκλεισαν, αλλά ήχος δεν βγήκε από μέσα μου.

-Ας μην καθυστερούμε , τότε, ψιθύρισε αυτή. Ας ξεκινήσουμε για το αντίστροφο ταξίδι μας.

Σκούπισα τα δάκρυά μου.

-Ναι, καλή μου,  ψέλλισα, ας ξεκινήσουμε.

Και προχώρησα πρώτος για την επώδυνη ανάβαση. Για αρκετή ώρα ανεβαίναμε βουβοί.

-Οι φίλοι μας μάς περιμένουν, Ευρυδίκη,  είπα κάποια στιγμή, όταν πια είχα κυριαρχήσει στη συγκίνησή μου.

Περίμενα να πει κάτι, να δείξει τη χαρά της, εκείνη όμως έμεινε σιωπηλή.

-Οι γυναίκες έχουν στρώσει κιόλας τα τραπέζια, στόλισαν το σπίτι  με γιρλάντες κι έφτιαξαν τις μελόπιτες που  τόσο σου άρεσαν, συνέχισα.  Οι άντρες έσφαξαν μοσχάρια και αρνιά, τα ψήνουν τώρα  έξω στην αυλή μας κι έχουν ανοίξει το πιο παλιό κρασί απ’  τα κελάρια τους. Μεγάλη γιορτή μάς περιμένει, αγαπημένη μου, τώρα που σε φέρνω πίσω στη ζωή.

-Ναι, είπε αυτή και η φωνή της ακούστηκε  παγερή.

Έτσι ήταν πάντα η Ευρυδίκη, λιγομίλητη κι απόμακρη. Κι όταν εγώ την έλουζα με τα γλυκόλογα και τα τραγούδια μου, εκείνη στύλωνε κάπου μακριά το βλέμμα κι έπεφτε σε  σιωπή.

Δεν ξαναμίλησα. Ορκίστηκα όμως από μέσα μου πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που μου είχαν δώσει οι θεοί, θα ήμουν πιο προσεχτικός, δεν θα την κούραζα με την πολυλογία μου.

Η ανάβαση ήταν δύσκολη. Ριπές ψυχρού αέρα με χτυπούσαν στο πρόσωπο και ακατανόητες σκιές με προσπερνούσαν σαν ομίχλη. Κάπου από τα βάθη ερχόταν ένα ασταμάτητο υπόκωφο βουητό, λίγο απειλητικό, λίγο κλαψιάρικο. Λες και υπέφερε ο κόσμος των νεκρών με αυτή την παραβίαση  που του έκανα,  λες και είχε οργιστεί με τη βεβήλωσή μου.

Ανεβαίναμε σιωπηλοί.

Πλησιάζαμε  τώρα στο στόμιο του Άδη. Έβλεπα κιόλας το μακρινό φως του ήλιου, μια δειλή ακτίνα ζωής, όταν εκείνη με φωνή ανεπαίσθητα τρυφερή με ρώτησε:

-Και ο Αρέτας; Είναι κι αυτός ανάμεσα στους φίλους που με περιμένουν;

Εκείνη τη στιγμή κοκάλωσα. Νόμιζα πως εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο του θανάτου, όπου αναστρέφονται τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων, θα τον είχε πια ξεχάσει. Πως η θυσία που έκανα για χάρη της – ποιος άλλος είχε κάνει   κάτι παρόμοιο ποτέ; -  θα τη συγκινούσε επί τέλους. Πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ζωή της, θα ένιωθε για μένα λίγη αγάπη. Αλλά είχα κάνει λάθος.

Αλλάζει η αγάπη; Δεν αλλάζει. Ούτε στον Κάτω Κόσμο δεν μπορεί να ξεχαστεί.

Κοίταξα μπροστά. Στο βάθος διέκρινα αχνό το φως του Πάνω Κόσμου. Νέες ταπεινώσεις λοιπόν με περίμεναν εκεί έξω. Και νέα λυπητερά τραγούδια στις ερημιές, παρέα με τα θηρία. Η θυσία μου είχε πάει στα χαμένα.

Τότε ήταν που γύρισα και την κοίταξα.


Από τη συλλογή διηγημάτων μου  «Ο τέταρτος κλώνος», εκδ. Αίολος.

Αναρτήθηκε στην Βιβλιοθήκη:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου