Σελίδες

5/1/13

Γιατί τόσο μονότονη απαγγελία σήμερα;


Είναι χρόνια τώρα που ακούω τους ποιητές αλλά και τους ηθοποιούς μας να απαγγέλλουν σύγχρονη ποίηση με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο, λες και απαγγέλλουν πάντα το ίδιο ποίημα.

Το πράγμα έχει αρχίσει να με προβληματίζει. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;
Για ποιο λόγο οι ποιητές μας αλλά και οι ηθοποιοί  που καλούνται να διαβάσουν ένα ποίημα ενώπιον του κοινού παίρνουν όλοι τους το ίδιο περίφροντι ύφος και συντονίζουν τη φωνή τους στην ίδια πάντα συχνότητα;


Η μόνη απάντηση που βρήκα είναι ότι αυτό συμβαίνει, επειδή όλα (σχεδόν) τα ποιήματα που γράφονται σήμερα έχουν την ίδια συναισθηματική αφετηρία: την ελαφρά μελαγχολία.

Η σύγχρονη ποίησή μας είναι κατά βάσιν μελαγχολική. Η μελαγχολία της μπορεί να πηγάζει από χίλιους δυο λόγους, από τον έρωτα, τη νοσταλγία, την υπαρξιακή ανησυχία, από τα προσωπικά βιώματα, την πολιτική, την κοινωνία, δεν έχει σημασία από τι. Είναι πάντως μια μελαγχολία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν έχει εξάρσεις, είναι υποτονική, μοιάζει συχνά με ψίθυρο, έχει εμφανή παραίτηση από κάθε προσπάθεια αλλαγής, είναι υποταγμένη στη μοίρα και αποδέχεται καρτερικά τις μικρές της τραγωδίες, τις διαψεύσεις της, τη γενικότερη ματαιότητά της.


Πώς αλλιώς λοιπόν να απαγγείλει κανείς μια τέτοια ποίηση; Αναγκαστικά η φωνή θα δρομολογηθεί πάνω στον ίδιο δρόμο, δεν θα ανέβει ποτέ έναν τόνο παραπάνω ούτε θα κατέβει έναν τόνο παρακάτω, θα βαδίζει υπομονετικά στο ίδιο μονοπάτι και μόνο οι παύσεις θα σπάνε λίγο τη μονοτονία της. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε την αίσθηση κάθε φορά πως ακούμε το ίδιο ποίημα σε μια νέα παραλλαγή.

Στο παρελθόν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τότε που η ποίηση διακρινόταν σε ηρωική, επική, εθνική, για να αναφέρω μερικές παραλλαγές της, αναγκαστικά η απαγγελία της προσαρμοζόταν στο πνεύμα των στίχων.

Παράδειγμα: «Η Φυγή» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη.
Το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ακούς σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν..΄

Ή «Οι Λύκοι» του Κωστή Παλαμά:

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί....

Ή «Οι Πόνοι της Παναγίας» του Κώστα Βάρναλη:

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θα’ χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
Που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις...

Ή «Ο Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου:

Να χα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να χα,
να σού δινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα...

Αλλά ήδη η ποίησή μας έχει μπει στο δρόμο που θα την οδηγήσει στη σημερινή της μορφή:

«Το τραγούδι της αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου:

Τώρα η σιωπή σου εθραύσθη
Και στο μικρό κοχύλι πού κρυβες
Άκουσα τις κραυγές του ωκεανού...

Πώς να απαγγείλει κανείς αυτούς του στίχους αν όχι με φωνή κουρασμένη, μελαγχολική και με έντονο το στοιχείο της παραίτησης;


Αυτό το μοντέλο απαγγελίας έχει επικρατήσει τόσο πολύ, ώστε ακόμα και όταν πρόκειται για ποίημα άλλης υφής, εμείς από κεκτημένη ταχύτητα συνεχίζουμε να απαγγέλλουμε με τον ίδιο μελαγχολικό και μονότονο τρόπο.

Όμως, ας πάρουμε το ποίημα του Καρυωτάκη «Μικρή Ασυμφωνία σε Α Μείζον»:

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;

Αν δοκιμάσουμε να απαγγείλουμε το ποίημα με τον τρόπο που συνηθίζουμε σήμερα, θα τρίζουν στον τάφο του τα κόκαλα του ποιητή. Ειδικά αυτό το ποίημα έχει τέτοιες δυνατότητες εναλλαγής που θα ήταν καταστροφή, αν τις αγνοούσαμε. Ξεκινά με ειρωνεία και έτσι προχωρεί μέχρι τον 14ο στίχο. Στο σημείο αυτό η απαγγελία πρέπει να δείξει όλο το θυμό, όλη την οργή και την απελπισία του ποιητή:

Πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
Μισητό σκήνωμα, θανάτου
Άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
Εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.

Και τελειώνει πικρόχολα και σαρκαστικά:

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
Ποιος τελευταίος θα γελάσει;

Το ίδιο και στο ποίημα «Αποστροφή», όπου ο ποιητής εκφράζει ανήμπορο θυμό:

Μισώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές...

Και ειρωνεία:

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές...

Και περιφρόνηση:

Γλοιώδη στόματα, υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα...

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ποίημα «Φιλέλλην» του Καβάφη. Εδώ η απαγγελία πρέπει να είναι σχεδόν κωμική, να προκαλεί μια ελαφρά θυμηδία στον ακροατή, εφόσον υποτίθεται ότι μιλά ένας αστοιχείωτος βάρβαρος που θέλει να περνά για σπουδαίος:

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφραση σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό,
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν...

Γιατί άραγε η ποίησή μας αποστεώθηκε τόσο στις μέρες μας, γιατί έχασε όλο το συναισθηματικό της πλούτο και περιορίστηκε σε ένα μελαγχολικό (και άλλες φορές απαθές) μουρμούρισμα που υποχρεώνει και την απαγγελία της να γίνεται ομοιόμορφα;




Φταίει ασφαλώς η εποχή, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το «Εγώ» που γιγαντώθηκε εις βάρος του «Εσύ», του «Εμείς», του «Εκείνοι». Φταίει ίσως και η στενότητα των οριζόντων – μια παραδοξότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι μπορεί να φταίει και ο αείμνηστος Μάνος Κατράκης που με την έξοχη απαγγελία του στο «Άξιον Εστί» που μελοποίησε ο Θεοδωράκης, έδωσε άθελά του γραμμή για το πώς πρέπει να απαγγέλλονται τα πάσης φύσεως ποιήματα. Αλλά στο «Άξιον Εστί» καλύτερη απαγγελία πράγματι δεν μπορούσε να γίνει. Μόνο που από τότε μονάχα μιμήσεις και δευτεροκλασάτες απομιμήσεις αυτής της απαγγελίας ακούμε.

Ο ποιητής είναι ασφαλώς ο ευαίσθητος δέκτης του περιβάλλοντός του και, αν η μελαγχολία, η παραίτηση ή η απάθεια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα της κοινωνίας, τη μελαγχολία, την παραίτηση και την απάθεια θα αποτυπώσει κι εκείνος στο έργο του. Αλλά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, υπάρχουν και άλλες δυνατές πλευρές της σύγχρονης ζωής που αξίζουν να περάσουν στην ποίηση.

Καλό θα ήταν λοιπόν να μπορέσει η ποίηση του καιρού μας να ξεφύγει από τη φυλακή της, μέσα στην οποία αυτοβούλως κλείστηκε, και να μας δώσει έργα με ποικιλία συναισθημάτων, ώστε και η απαγγελία στη συνέχεια να αποδεσμευτεί και να μας δώσει την ευκαιρία ποικιλότροπης αισθητικής απόλαυσης.


 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην http://bibliotheque.gr/?p=13547

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου