Σελίδες

30/5/10

Η δικαίωση της Ελεονόρας

Λίγο πριν ξεψυχήσει η Ελεονόρα, χρόνια φαγωμένη από την αρρώστια και σκιά του παλιού εαυτού της, ήρθε ο Άγγελος του Θανάτου και στάθηκε από πάνω της.

-Κουράγιο, Ελεονόρα, της είπε, σε λίγο θα σε πάρω αποδώ.

Οι άλλοι που παράστεκαν γύρω γύρω δεν είδαν φυσικά τίποτα και νόμισαν ότι η άρρωστη παραμιλούσε. Αλλά η Ελεονόρα μιλούσε με τον Άγγελο.

-Πού θα με πας; τον ρώτησε.

-Θα σε πάω στο τίποτα, είπε ο Άγγελος.

Τότε εκείνη άρχισε να κλαίει και να λέει :

-Σ’ όλη μου τη ζωή έζησα τίμια και υπέφερα πολλά. Νόμιζα λοιπόν πως τώρα που ήρθε η ώρα μου, θα πήγαινα στις αγκάλες του Κυρίου.

Ο Άγγελος τής απάντησε :

-Ελεονόρα, μη γίνεσαι αχάριστη. Τόσα χρόνια ήσουν στις αγκάλες του Κυρίου. Δεν μπορείς όμως να μείνεις αιώνια εκεί. Είναι κι άλλοι που περιμένουν τη σειρά τους.

-Και ο Παράδεισος, η Κόλαση; ρώτησε αυτή. Ψέματα ήταν όσα μας έμαθαν οι παλαιότεροι;

Τότε ο Άγγελος χαμογέλασε και είπε:

-Ελεονόρα, σ’ όλη σου τη ζωή υπήρξες τυφλή. Τώρα πεθαίνεις από τη φριχτή αρρώστια σου κι ακόμα δεν κατάλαβες ποιος είναι ο Κύριος, στο βασίλειο του οποίου καταναλώθηκες.

Η Ελεονόρα άνοιξε διάπλατα τα μάτια και κοίταξε με τρόμο τον Άγγελο.

-Ναι, είπε αυτός, σωστά μάντεψες. Αλλά μη φοβάσαι, γιατί έφτασες πια στο τέλος.

Σήκωσε τη ρομφαία του και με μια γρήγορη σπαθιά έκοψε την ψυχή της και την πήρε μαζί του στην ανυπαρξία.

24/5/10

Δημοκρατία και μπούρκα...




ή δημοκρατία και νικάμπ, μικρή η διαφορά.
Το νικάμπ είναι μια μαύρη φορεσιά που κουκουλώνει τη γυναίκα από πάνω ως κάτω και της κάνει τη χάρη να αφήνει ακάλυπτα τα δυο της μάτια. Πάλι καλά. Θα μπορούσε να άφηνε ακάλυπτο μόνο το ένα.

Έρχονται στο δυτικό κόσμο αυτές οι γυναίκες από έναν άλλο πολιτισμό, είναι θεοσεβούμενες με το δικό τους τρόπο ή καταπιεσμένες με τον τρόπο των ανδρών – δεν έχει σημασία για το θέμα μας εδώ.

Αυτό κυρίως που μας χαλάει είναι το θέαμα: περπατάς στους δρόμους της Ευρώπης και ανάμεσα στις ξεστήθωτες, τις μισόγυμνες, τις ξώπλατες βλέπεις ξαφνικά ένα κουκουλωμένο πράγμα να σε προσπερνά.
Τι είναι εκεί μέσα; Είναι άνθρωπος; Αν φορά μπούρκα, μπορείς να υποθέσεις ό,τι θέλεις. Αν φορά νικάμπ, βλέπεις τουλάχιστον δυο μάτια να σε κοιτάζουν.
Πάντως μια ανατριχίλα σε διαπερνά.

Στο Βέλγιο και τη Γαλλία ψάχνουν να βρουν νόμους που να απαγορεύουν αυτή την αμφίεση (ή μεταμφίεση) και δεν τα καταφέρνουν.

Αυτά παθαίνει κανείς, άμα ζει σε μια δημοκρατία.

«Είναι δικαίωμά μου», λένε οι κουκουλωμένες γυναίκες.
«Είναι δικαίωμά τους», λένε κάποιοι πολίτες - δημοκράτες που αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως ξέφραγο αμπέλι.

«Ναι», απαντούν όσοι διαφωνούν, «αλλά είναι και θέμα ασφάλειας αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Πού ξέρουμε ποιος είναι αυτός που βρίσκεται κρυμμένος από κάτω;»

Δεν ξέρουμε.
Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ανώμαλος, σίριαλ κίλλερ, τρομοκράτης ή παλαβός.

Και εν πάση περιπτώσει δεν αρέσει νομίζω σε κανέναν να κυκλοφορεί στο δρόμο και να πέφτει πάνω σε άτομα με κρυμμένο πρόσωπο. Είναι αφύσικο και γι αυτό μας προκαλεί μια αυτόματη ανησυχία.

Καμιά φορά βλέπω κάτι αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια, περνώ από δίπλα τους και αισθάνομαι περίεργα. Ποιοι κάθονται εκεί μέσα; Είναι αδύνατο να δω. Κι αν είναι καμιά συμμορία; Αν κάποιος δίπλα στο συνοδηγό με σημαδεύει αυτή τη στιγμή με κανένα οπλοπολυβόλο; Αν τώρα που εγώ περνώ αμέριμνη, μέσα εκεί έχουν φιμώσει και δέσει κανένα δυστυχή;

Το ίδιο συμβαίνει και με τα καλυμμένα πρόσωπα.
Δεν ξέρεις ποιος είναι από κάτω.

Στη δημοκρατία όμως ο πολίτης δείχνει το πρόσωπό του. Δημοκρατία σημαίνει διαφάνεια. Μόνο σε σκοτεινούς καιρούς οι άνθρωποι κρύβουν τα πρόσωπά τους.

Υπάρχει όμως κι άλλο δημοκρατικό επιχείρημα υπέρ των καλυμμένων γυναικών. Δεν επιτρέπεται, λένε, να παραβιάζουμε τα θρησκευτικά δικαιώματα των πολιτών.

Σωστά.
Αρκεί να μην παραβιάζονται και τα δικαιώματα των υπόλοιπων πολιτών.

Προ καιρού κάποιοι θεοσεβείς αλλόθρησκοι βγήκαν σε μια πλατεία και άρχισαν να αυτομαστιγώνονται, όπως απαιτούσε το θρησκευτικό τους έθιμο. Γέμισαν αίματα οι πλάτες τους, έτρεχε το αίμα πάνω στο κορμί τους κι εκείνοι συνέχιζαν να μαστιγώνονται. Ένα αποτρόπαιο θέαμα.

Οι δυτικοί περαστικοί υποχρεώθηκαν λοιπόν να δουν κάτι πολύ αποκρουστικό για τα δικά τους ήθη, κάτι που τους γύριζε αιώνες πίσω.
Θα είχαν ασφαλώς αρκετοί μαζί και τα παιδιά τους. Τα παιδικά ματάκια θα αποτύπωσαν με μεγάλη ενάργεια, υποθέτω, το θέαμα και θα το τοποθέτησαν σε ένα ράφι του μυαλού τους για μελλοντική χρήση. Τι χρήση; Άγνωστο. Μπορούμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις.

Και για να μη φανεί ότι μεροληπτώ, θα αναφέρω ότι σε κάποια χώρα που τώρα δεν θυμάμαι (Φιλιππίνες; Ινδονησία; Κάπου αλλού;) τη Μεγάλη Εβδομάδα κάποιοι χριστιανοί σταυρώνονται.
Σταυρώνονται κανονικά.
Ξαπλώνουν πάνω στο σταυρό και άλλοι παίρνουν τα καρφιά και τα καρφώνουν με σφυριά στα χέρια και στα πόδια τους.

Τι θα γίνει, αν τέτοιοι θεοσεβείς έρθουν στην Ευρώπη καμιά μέρα;
Θα τους βλέπουμε να σταυρώνονται στις πλατείες και θα λέμε: «Δεν έχουμε δικαίωμα να επέμβουμε, είναι θρησκευτικό δικαίωμά τους;»

Όχι.
Στις δυτικές δημοκρατίες δεν μας αρέσουν τα κρυμμένα πρόσωπα, οι αυτομαστιγώσεις και οι σταυρώσεις.
Τα έχουμε ζήσει όλα αυτά στο παρελθόν, κάναμε αγώνες για να απαλλαχθούμε από τέτοιες ιδεοληψίες, κάναμε αγώνες για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Θα έπρεπε ίσως η δημοκρατία μας να το τονίσει αυτό με περισσότερη έμφαση: οτιδήποτε μειώνει την αξιοπρέπεια του πολίτη, όπως την εννοεί η πλειοψηφία των πολιτών, αυτό απαγορεύεται.

Απαγορεύεται!

19/5/10

Περαστικοί διαδηλωτές


Από μια μοιραία σύμπτωση ή ίσως από κακό συντονισμό βρέθηκαν προ καιρού σε μια κεντρική λεωφόρο της πόλης μερικές άσχετες μεταξύ τους αλλά πολύ φανατισμένες ομάδες πολιτών.

Είχε μόλις τελειώσει το ματς και οι φίλαθλοι ανεμίζοντας σε κατάσταση αλλοφροσύνης τα χρωματιστά κασκόλ τους είχαν ξεχυθεί αλαλάζοντας στο δρόμο, όταν λίγο πιο κάτω, στη συμβολή της λεωφόρου με ένα κεντρικό δρόμο, συναντήθηκαν με μια άλλη ομάδα πολιτών, που διαδήλωνε κρατώντας πανό και σημαίες στα δικά της χαρακτηριστικά χρώματα. Οι δυο ομάδες αγνόησαν αρχικά η μία την άλλη και πήγαν να προσπεράσουν, αλλά τα μέλη τους μπλέχτηκαν και έχασαν όλοι τον προσανατολισμό τους.

Εκείνη την ώρα μια νέα ομάδα πολιτών με ακαθόριστα συνθήματα φάνηκε να έρχεται από το βάθος της λεωφόρου και η σύγχυση επιτάθηκε τα αμέσως επόμενα λεπτά, όταν ενώθηκε κι αυτή μαζί με τις προηγούμενες δύο σ’ ένα πρωτοφανές κομφούζιο αλαλαγμών, σφυριγμάτων και ιαχών.

-Τι ακριβώς συμβαίνει; άρχισαν να ρωτούν οι περαστικοί και πολλοί μαγαζάτορες άφησαν τη δουλειά τους και βγήκαν να χαζέψουν το περίεργο θέαμα.

-Αν δεν κάνω λάθος, αυτοί εκεί με τα κασκόλ είναι φίλαθλοι, είπε ένας περαστικός μετά από προσεχτική παρατήρηση.

-Καλύτερα να εξαφανιστούμε, πριν μας βρει κανένα κακό, είπε ένας άλλος κι έστριψε βιαστικός στο διπλανό σοκάκι.

Στη λεωφόρο η κυκλοφορία είχε διακοπεί.
Από τα δύο άκρα της, από την πάνω μεριά και από την κάτω, έφταναν οι θυμωμένες τσιριξιές των κλάξον και των μπλοκαρισμένων οδηγών. Εν τω μεταξύ οι τρεις ομάδες πολιτών είχαν εντελώς αναλυθεί στα στοιχεία τους και είχαν μεταβληθεί σε ένα μεγάλο και αλλοπρόσαλλο πλήθος που σβούριζε και στριφογύριζε επί τόπου, όπως περίπου κάνουν μερικά έντομα που ζουν κατά σμήνη.

-Αυτοί εκεί οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να διαμαρτύρονται για τις συντάξεις τους, είπε ένας περαστικός στο διπλανό του.

-Έτσι φαίνεται, απάντησε ο άλλος. Αλλά εκείνοι οι νεαροί με τα καδρόνια;

-Μήπως είναι αναρχικοί;

-Ίσως είναι προβοκάτορες.

-Όλα είναι πιθανά, είπε ο πρώτος περαστικός.

-Συμπίπτουν πουθενά οι προβοκάτορες με τους φίλαθλους; ρώτησε μια γυναίκα που κρατούσε από το χέρι ένα αγοράκι.

-Ποιος ξέρει, είπε ένας άλλος περαστικός.

-Τουλάχιστον συμπίπτουν οι συνταξιούχοι με καμιά άλλη ομάδα; Ρώτησε πάλι η γυναίκα.

-Άγνωστο, είπε ο ίδιος περαστικός.

-Τι λένε, μαμά; Ρώτησε το αγοράκι.

Το πλήθος κάτι φώναζε με πολύ πάθος και πείσμα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεδιακρίνει τι. Οι περαστικοί έστησαν αυτί.

-Νομίζω ότι ξεχωρίζω κάτι, αλλά είναι ασυνάρτητο, είπε ένας ηλικιωμένος περαστικός.

-Κι εγώ το ίδιο, είπε μια κομμώτρια που στεκόταν έξω από το μαγαζί της. Τι πάει να πει: «Ζήτω ο κάτω τη δικαιοσύνη»;

Οι περαστικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι.

-Εγώ ακούω άλλο, είπε ο ηλικιωμένος. Νομίζω ότι λένε: «Φασισμαϊκός έξω φυλακή».

-Πώς γίνεται να ακούμε δυο διαφορετικά αλλά το ίδιο παράλογα συνθήματα; ρώτησε η κομμώτρια.

Κανείς δεν απάντησε.

Μια κυρία με ρόλεϊ στα μαλλιά που η κομμώτρια είχε αφήσει στη μέση, πρόβαλε στην πόρτα και ρώτησε:

-Θα πέσει ξύλο;

Κανείς δεν της έδωσε σημασία.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και η τέταρτη ομάδα πολιτών. Αυτή ερχόταν από το πάνω μέρος της λεωφόρου με κάποια μικρή καθυστέρηση λόγω του μποτιλιαρίσματος. Προχώρησε με ρυθμικό βήμα τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι και χώθηκε ανάμεσα στους άλλους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

-Αυτοί πάλι τι είναι; Ρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.

Ο κόσμος συγκέντρωσε την προσοχή του, αλλά δυσκολεύτηκε πολύ να βγάλει συμπέρασμα, γιατί οι καινούργιοι είχαν μέσα σε δευτερόλεπτα διαλυθεί και ανακατευτεί με τους προηγούμενους.
Όλοι εν τω μεταξύ σβούριζαν και φώναζαν και πάνω από τα κεφάλια τους ανέμιζαν πανιά όλων των χρωμάτων.

-Αυτοί, είπε ένας σπυριάρης νεαρός που στεκόταν δίπλα στην κυρία με το αγοράκι, πρέπει να είναι από θρησκευτική οργάνωση.

-Συμπίπτουν πουθενά με τους άλλους; ρώτησε η κομμώτρια.

Κανείς δεν απάντησε.

-Τι λένε τώρα, μαμά; ρώτησε το αγοράκι.

Οι περαστικοί έστησαν πάλι αυτί.
Ξαφνικά ο ηλικιωμένος κύριος έγινε κατακόκκινος κι έβαλε τις φωνές.

-Αίσχος, είπε έξαλλος, αυτό είναι αίσχος!

-Αυτό το σύνθημα φωνάζουν; ρώτησε η μαμά.

-Χάσαμε πλέον κάθε αίσθημα αιδούς, συνέχισε αυτός εξαγριωμένος.

-Αυτό λένε; Ρώτησε η κομμώτρια.

-Τι λένε; Ρώτησε ένας ψηλός ξερακιανός τύπος που μόλις είχε πλησιάσει.

-«Οι χριστιανοί ζητάνε γκολ», είπε αγανακτισμένος ο ηλικιωμένος και απέφυγε να κοιτάξει προς το μέρος της κομμώτριας.

-Εγώ πάλι ακούω άλλο, είπε ο ξερακιανός τύπος. «Οι πολίτες θέλουν γκολ».

Ο ηλικιωμένος ηρέμησε κάπως.

-Μπορεί να κάνω λάθος, είπε απολογητικά προς την κομμώτρια.

-Θα πέσει ξύλο τελικά; Ξαναρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.

Το αγοράκι γύρισε και την κοίταξε.

Ένας καινούργιος περαστικός ήρθε βιαστικός και χώθηκε ανάμεσα στους άλλους.

-Έχει φρακάρει όλη η λεωφόρος και τα στενά, είπε ανήσυχος.

Οι άλλοι τον κοίταξαν καχύποπτα.

-Από πού έρχεσαι; τον ρώτησε ο ψηλός ξερακιανός.

-Οι οδηγοί έχουν βγει από τα αυτοκίνητά τους και φωνάζουν συνθήματα, συνέχισε ο καινούργιος, χωρίς να του δώσει σημασία.

-Μήπως είσαι διαδηλωτής; ρώτησε ο ξερακιανός και τον περιεργάστηκε επίμονα.

-Είμαι ένας απλός περαστικός, απάντησε ο άλλος.

-Περαστικός διαδηλωτής; ρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.

Το αγοράκι γύρισε και την ξανακοίταξε.

-Γιατί δεν διαλύονται επί τέλους; Είπε κάποιος που ως τώρα στεκόταν σιωπηλός έξω από ένα φωτογραφείο.

-Εσείς περαστικός είστε; ρώτησε η μαμά.

-Δεν είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω, είπε ο άλλος εχθρικά.

-Ο φωτογράφος είναι, είπε στη μαμά η κομμώτρια.

Ο φωτογράφος μπήκε στο φωτογραφείο και κατέβασε βιαστικά τα ρολά.

-Γιατί δεν διαλύονται; Ρώτησε η μαμά την κομμώτρια.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι χωρίς νόημα.

-Έρχονται κι άλλοι! φώναξε ξαφνικά με μια περίεργη έξαψη ο σπυριάρης νεαρός, νάτοι, τους βλέπω, τώρα στρίβουν και μπαίνουν στη λεωφόρο, νάτοι, έρχονται από αριστερά!

Έσπρωξε νευρικά τους άλλους και σήκωσε το χέρι να τους δείξει.
Οι περαστικοί γύρισαν αυτόματα τα κεφάλια τους και σπρώχτηκαν να δουν τους νεοφερμένους.

-Θεέ μου! είπε η μαμά.

Το αγοράκι άρχισε να φωνάζει:

-Πού είναι, θέλω να τους δω, μαμά, σήκωσέ με να τους δω.

Η μαμά το σήκωσε με τη βοήθεια της κομμώτριας. Το αγοράκι καβάλησε στους ώμους της μαμάς και κοίταζε.

-Νάτοι, νάτοι! χειρονομούσε ο σπυριάρης νεαρός.

Οι καινούργιοι ντυμένοι παρδαλά και ανεμίζοντας πολύχρωμα λάβαρα προχωρούσαν με δυσκολία ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Τελικά έφτασαν τους άλλους διαδηλωτές και με ξαφνική χαρά, τελείως αψυχολόγητη για τις περιστάσεις, όρμησαν και ανακατεύτηκαν μαζί τους ουρλιάζοντας και ξεφωνίζοντας.
Το πλήθος πήρε τώρα να στριφογυρίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα και οι φωνές, μπερδεμένες, δυνατές και πεισματάρες επέμεναν πάνω στα ίδια μοτίβα συν ένα ακόμα νέο μοτίβο που έδωσε την ευκαιρία για καινούργιες παραλλαγές.

Ο σπυριάρης νεαρός άρχισε να ουρλιάζει και να χειρονομεί με πάθος και οι άλλοι παραμέρισαν ταραγμένοι και τον κοίταζαν σαν να τον έβλεπαν για πρώτη φορά.

Ο ψηλός ξερακιανός τού φώναξε:

-Με μας είσαι ή με τους διαδηλωτές;

Αυτός σταμάτησε τα ουρλιαχτά και στάθηκε μετέωρος, Έπειτα ξαφνικά έκανε στροφή και χύμηξε προς το μέρος των διαδηλωτών. Χάθηκε αλαλάζοντας μέσα στο πλήθος.

-Προβοκάτσια, είπε ο ξερακιανός κι έφτυσε κάτω.

Η κυρία με τα ρόλεϊ έβγαλε ταραγμένη τα ρόλεϊ και είπε:

-Θα πέσει σίγουρα ξύλο. Καλύτερα να του δίνουμε.

Το αγοράκι φώναξε πάνω από τους ώμους της μαμάς:

-Τι λένε τώρα, μαμά;

Η μαμά δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, γινόταν πανδαιμόνιο.

-Τι λένε; είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Δεν ξεχωρίζω τι λένε.

Ο περαστικός που είχε έρθει προ ολίγου είπε:

-Λένε «απόψε τα αιτήματα στη φυλακή».

-Αποκλείεται να θέλουν να πάνε φυλακή, είπε ο ηλικιωμένος.

Ένας κοντός που είχε σκαρφαλώσει στο διπλανό περίπτερο κατέβηκε και πλησίασε.

-Τι λένε; Τον ρώτησε η κομμώτρια.

Το αγοράκι φώναξε από τους ώμους της μαμάς του:

-Λένε «οι συνταξιούχοι στη φυλακή».

-Έχει νόημα κάτι τέτοιο; ρώτησε η κομμώτρια.

Ο κοντός είπε:

-Αυτό το σύνθημα μ’ αρέσει.

Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους περαστικούς και πέρασε από τη μεριά των διαδηλωτών.

-Έχουμε διαρροές, είπε η γυναίκα με τα ρόλεϊ.

Ο ξερακιανός ξανάφτυσε κάτω με σιχασιά.

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και η αστυνομία.
Οι ένστολοι γλίστρησαν σαν αιλουροειδή ανάμεσα στα φρακαρισμένα αυτοκίνητα και κινήθηκαν προς την κατεύθυνση των περαστικών.

Η μαμά κατέβασε το αγοράκι από τους ώμους της και πήγε να το βάλει στα πόδια. Ένας ένστολος τής έκλεισε το δρόμο.

-Πού πάτε εσείς; τη ρώτησε.

Το αγοράκι έβαλε τα κλάματα και η μαμά ψέλλισε δυο τρεις ακατάληπτες φράσεις.

-Είστε διαδηλώτρια ή περαστική; την ξαναρώτησε αυτός.

-Περαστική, απάντησε πρόθυμα η μαμά.

Ο ένστολος την παρατήρησε καχύποπτος:

-Ανένταχτη δηλαδή.

Η μαμά άνοιξε το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε κανένα ήχο.
Οι άλλοι περαστικοί αντάλλαξαν μεταξύ τους χλωμά βλέμματα. Ο ηλικιωμένος κύριος φώναξε στους αστυνομικούς:

-Εγώ είμαι διαδηλωτής, αλλά έχασα την ομάδα μου.

-Ποια είναι η ομάδα σας; τον ρώτησε ένα άλλος ένστολος και πλησίασε.

Ο ηλικιωμένος ταλαντεύτηκε για λίγο.

-Είμαι με τους διαμαρτυρόμενους οικοδόμους, είπε μετά.

-Δεν υπάρχει τέτοιο είδος διαδηλωτών σήμερα.

-Είμαι με τους διαμαρτυρόμενους φίλαθλους , διόρθωσε αυτός.

-Περάστε γρήγορα στη θέση σας και μην ξαναχαθείτε, είπε ο άλλος αυστηρά και του έκανε τόπο να περάσει.

Ο ηλικιωμένος πετάχτηκε σαν ελατήριο και χώθηκε μέσα στο πλήθος.

Η μαμά με το αγοράκι έκλαιγαν εν τω μεταξύ γοερά.

-Λυπάμαι, της είπε ο ένστολος. Αλλά βλέπετε είμαστε υποχρεωμένοι.

Το αγοράκι σταμάτησε απότομα να κλαίει και τον κοίταξε.

-Εσείς τι διαδηλώνετε; τον ρώτησε.

Ο αστυνομικός έγινε άσπρος σαν χαρτί.

-Στην κλούβα! Φώναξε.

Η μαμά και το αγοράκι εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού.

Την ίδια στιγμή άλλοι ένστολοι ζητούσαν τα στοιχεία των υπόλοιπων περαστικών. Μερικοί κατάφεραν ύπουλα να διαφύγουν και να περάσουν λαθραία στους διαδηλωτές. Μερικοί άλλοι που θεωρηθήκαν ύποπτοι μεταφέρθηκαν με συνοδεία στις κλούβες που περίμεναν λίγα στενά πιο πίσω.
Η κομμώτρια και η κυρία με τα ρόλεϊ εξήγησαν ότι δεν ήταν ούτε περαστικές ούτε ανένταχτες, αλλά ότι τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή ήταν αλλού απασχολημένες. Οι αστυνομικοί κράτησαν τα στοιχεία τους και τις διέταξαν να απομακρυνθούν από την ύποπτη περιοχή.
Η κομμώτρια έκλεισε βιαστικά το μαγαζί της κι έφυγε τρέχοντας μαζί με την κυρία προς την κατεύθυνση των διαδηλωτών.

Ο περαστικός που είχε έρθει τελευταίος, είχε τώρα εξαφανιστεί.
Ο μόνος που απέμενε ήταν ο ψηλός ξερακιανός τύπος.

-Τα στοιχεία σου, είπε συνοφρυωμένος ένας ένστολος.

Ο ξερακιανός έβγαλε αργά την ταυτότητα από την τσέπη του και του την έδωσε.

-Ποια είναι η ομάδα σου; ρώτησε ο αστυνομικός.

-Δεν ανήκω σε καμιά ομάδα, απάντησε αυτός.

Πίσω από τα ρολά του φωτογραφείου φάνηκε μια σκιά και ξαναχάθηκε αμέσως.

-Εννοείς ότι δεν ανήκεις πουθενά;

Δυο τρεις ένστολοι πλησίασαν και τον περικύκλωσαν.

-Μάλιστα, αυτό εννοώ.

-Δεν είσαι φίλαθλος, συνταξιούχος, αναρχικός, κάτι τέλος πάντων;

-Όχι, είπε αυτός.

-Δεν ανήκεις σε καμιά ομάδα, έστω μικρή, συνοικιακή, ενοριακή, προστατευτική, επαρχιακή;

-Όχι.

-Πουθενά;

-Πουθενά.

Ο αστυνομικός τον περιεργάστηκε για λίγο.

-Φίλε μου, την έχεις άσχημα, είπε στο τέλος.

Η σκιά πίσω από τα ρολά του φωτογραφείου ήρθε ξανά και ακινητοποιήθηκε σε μιαν άκρη.

-Πολύ άσχημα, επανέλαβε ο αστυνομικός κι έκανε νόημα στους άλλους να τον οδηγήσουν στην κλούβα.

Ο ξερακιανός χωρίς άλλη συζήτηση ακολούθησε το πεπρωμένο του.
Από τους περαστικούς δεν είχε μείνει πια κανείς.

-Τι θα γίνει με τους οδηγούς; ρώτησε ένας ένστολος τον αστυνομικό.

-Τι θες να γίνει, δεν διαδηλώνουν;

-Μάλιστα, είπε ο ένστολος, διαδηλώνουν κατά της διαδήλωσης. Απαιτούν να διαλυθούν οι διαδηλωτές για να μπορέσουν να περάσουν.

-Εν τάξει τότε. Είναι μέσα στα πλαίσια του νόμου.

Έπειτα γύρισε προς το μέρος των διαδηλωτών.

-Τι λένε τώρα;

-Δεν ακούτε;

-Τι να ακούσω με αυτό το χαλασμό.

Ο ένστολος ξερόβηξε.

-Εγώ κάτι ακούω πάντως.

Ο άλλος έστησε αυτί.

-Τρελαθήκαμε τελείως, μου φαίνεται, είπε μετά. Τι πάει να πει «Απόψε πεθαίνει ο λαός»;

4/5/10

Μίνα και Τίνα


Η Μίνα είναι γυναίκα τύπου άλφα και η Τίνα γυναίκα τύπου βήτα και γι αυτό το λόγο δεν μπορούν να συμπέσουν. Αν τύχει καμιά φορά και βρεθούν η μια απέναντι στην άλλη, συμβαίνουν περίεργες διεργασίες στο εσωτερικό τους και αλληλοαπωθούνται βίαια. Ενίοτε ξυπνά και ένα μίσος αβυσσαλέο ανάμεσά τους και τότε έχουμε δράματα που συνήθως τα ΜΜΕ παραλείπουν. Έτσι αγνοούμε πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής τους.


Προ καιρού πάλι είχαμε ένα τέτοιο δράμα, όταν η Μίνα άρχισε κατά τη συνήθειά της να εξιστορεί την τελευταία της επιτυχία γελώντας και σείοντας τα γοφιά της, ενώ το κοινό σιωπηλό παρακολουθούσε την τελετουργία της. Έλεγε η Μίνα για τις άπειρες δυνατότητες της ομορφιάς της και για το παραλήρημα των εκάστοτε αρσενικών που βρίσκονται στο δρόμο της, οπότε πέρασε αποκεί η Τίνα και την άκουσε. Στάθηκε λοιπόν πιο πέρα και περίμενε, συγκεκριμένα καραδοκούσε να βρει κάποια στιγμή ένα μικρό και αδιόρατο στους άλλους άνοιγμα για να ορμήσει μέσα και να κονιορτοποιήσει τα σωθικά της άλλης.

Και είπε σε μια στιγμή η άλφα τύπου Μίνα: «αλίμονο, αν βγω στους δρόμους εκθέτοντας την ομορφιά μου», «αλίμονο», είπε το κοινό και κούνησε με σημασία το κεφάλι. Και η Τίνα ξεκολλώντας από τον τοίχο όπου είχε ενσωματωθεί, «αλίμονο», είπε κι εκείνη, «πόσους νεκρούς θα μαζεύαμε την άλλη μέρα κεραυνοβολημένους από τη θεϊκή σου ομορφιά», και κάγχασε με μίσος.

Αλλά η Μίνα δεν πτοήθηκε. «Εσύ να φύγεις», είπε απευθυνόμενη στην Τίνα, «είναι δικό μου τούτο το πεδίο και πάψε μάταια να με ανταγωνίζεσαι».

Και τότε η βήτα τύπου Τίνα σήκωσε το περίστροφό της και τη σκότωσε.


Τέτοια τραγικά επεισόδια γίνονται τακτικά αλλά παρόλο που συνήθως η σκοτωμένη είναι η Μίνα, εν τούτοις φαίνεται ότι αυτή περνά καλύτερα έχοντας πάντα ένα πρόθυμο ερωτικό κοινό, ενώ η φτωχή Τίνα μένει μοναχή παρέα με το περίστροφο και τις φονικές της σφαίρες.


Θάλεγε λοιπόν κανείς, αν έβλεπε επιπόλαια τα πράγματα, πως οι γυναίκες τύπου άλφα βρίσκονται μόνιμα διαχυμένες μες την ερωτική ηδονή μην προλαβαίνοντας ν΄αλλάζουν ρούχα και τσιμπολογώντας κάτι στα όρθια, ενώ οι άλλες αποστεγνώνονται οι δυστυχείς και αυτοδηλητηριάζονται περιπλανώμενες σε έρημους λαβυρίνθους και σημαδεύοντας κάθε κινούμενο αντικείμενο.


Αλλά καθόλου δεν είναι έτσι και τα φαινόμενα ως γνωστόν εύκολα μας εξαπατούν. Συμβαίνει μάλιστα εδώ ακριβώς το αντίθετο. Γιατί, όταν σε μια στιγμή ανακωχής η Τίνα μίλησε από καρδιάς στη Μίνα κι άκουσε η Μίνα τα όσα τρομερά της είπε η γυναίκα βήτα τύπου, «δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε, «τι εννοείς, όταν μιλάς για πάθος, μήπως χρησιμοποιούμε διαφορετική ορολογία;»

«Πάθος», απάντησε η Τίνα, «είναι να παίρνεις φόρα και να χτυπιέσαι πάνω στα μαχαίρια».

«Θεέ μου», είπε η άλφα τύπου και παραλίγο να λιποθυμήσει, «πάνω στα μαχαίρια; Αυτό εγώ το λέω ψυχοπάθεια».

«Μοιάζει να είναι κάτι τέτοιο», απάντησε η άλλη, «αλλά η ιατρική ορολογία δεν μας αφορά».

Και είπε η Μίνα: «εννοείς πως πας και κομματιάζεσαι κάθε φορά επάνω σε μαχαίρια;»

«Γιατί», ρώτησε η Τίνα, «εσύ τι κάνεις άμα ερωτεύεσαι;»

«Ρίχνω τον άλλον πάνω στα μαχαίρια, είναι πιο βολικό», και χαμογέλασε χαριτωμένα, «η ομορφιά μου είναι τα δίκοπα μαχαίρια». Και ξαναχαμογέλασε.

Και τότε είπε η Τίνα: «πολύ δικαίως αλληλομισούμεθα, εφόσον είμαστε φτιαγμένες από άλλο υλικό» και η ανακωχή έληξε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, καθώς η Τίνα έβγαλε πάλι το περίστροφό της και την ξανασκότωσε.



Ωστόσο μετά από αυτό το άτυχο περιστατικό η Τίνα σταμάτησε να στήνει καρτέρι κολλημένη σαν σκιά στους τοίχους και να ξαπλώνει κάθε τόσο νεκρή την ωραία άλφα τύπου Μίνα, επειδή κατάλαβε ότι κατά βάθος ήταν μια πολύ στερημένη ύπαρξη, εφόσον δεν θα γνώριζε ποτέ της την ηδονή του πάθους –προνόμιο όπως φαίνεται των γυναικών του βήτα τύπου.



Έτσι την αμέσως επόμενη φορά που η βήτα τύπου Τίνα ένιωσε την άκρη του μαχαιριού να τη χαράζει ελαφρά και κατάλαβε τι έμελλε να επακολουθήσει, φύλαξε ήρεμα το πιστόλι της σ’ ένα βαθύ συρτάρι κι έκανε τις αναγκαίες προετοιμασίες χαμογελώντας και βλέποντας απ’ το παράθυρο τη Μίνα που την ίδια εκείνη στιγμή έκανε τις τελετουργίες της μπροστά στο κοινό της.
«Αλίμονο», άκουσε να λέει ο χορός πάνω σε μια παλιά, μονότονη μελωδία, «αλίμονο», είπε και η Τίνα «στους στερημένους από πάθη» και βγήκε βιαστική να συναντήσει το δίκοπο εραστή της.



Κατόπιν ακολούθησε η γνωστή διαδικασία, το ωραίο κομμάτιασμα πάνω στα μαχαίρια, το κόκκινο αίμα που ξεπήδησε ξετρελαμένο κι έβαψε τα μαλλιά του εραστή, ένα ξαφνικό πάγωμα που έμοιαζε με άρνηση και η συνακόλουθη απελπισία και μετά ο βρόντος και το κόχλασμα της φουσκωμένης της καρδιάς, στον ουρανό φάνηκαν κι έσβησαν αμέσως οι πρώτες πολύχρωμες ουρές, έπειτα ξανά μια παύση σαν σκοτεινό πηγάδι και ο πόνος της ενδεχόμενης απομάκρυνσης και πάλι πέρασαν οι χρωματιστές ουρές κι έσκασαν στον ορίζοντα σαν πυροτεχνήματα, τα δόντια του εραστή άστραψαν, μια ραγδαία πτώση προς το απόλυτο τίποτα, η αναπνοή που σταματά στο λαιμό, ο λαιμός που απαιτεί ηδονικό στραγγάλισμα, τα μαχαίρια που κόβουν τη σάρκα λουρίδες, πόνος χωρίς πόνο και η Τίνα ξέρει, όπως ξέρουν όλες οι βήτα τύπου γυναίκες, αλλά ο εραστής δεν ξέρει, ξαπλώνει μαζί της ανύποπτος και το πάθος φτάνει στο τέλος του ώριμο και φλεγόμενο, σπάζει τα φράγματά του και πλημμυρίζει το αρχαίο τοπίο.
Εκεί κάτω από τους εκτυφλωτικούς ήλιους η Τίνα αγκαλιάζει τον εραστή της και του αφαιρεί όλη την πλαστή του δύναμη, ρευστοποιημένη γύρω απ΄το σώμα του νιώθει τα τελευταία του τινάγματα κι ύστερα σηκώνεται αιμόφυρτη. «Τα μαχαίρια είναι δικά μου», του λέει και του τα αποσπά χωρίς αγάπη.


Τώρα λευτερωμένη και ανάλαφρη με το πάθος χορτασμένο και ξανά καλά κρυμμένο επιστρέφει στο σπίτι της και πέφτει για ύπνο γλυκό αυτή, γυναίκα βήτα τύπου, ενώ κάτω απ΄το παράθυρό της η άλφα τύπου Μίνα μιλά ακόμα και λέει ιστορίες περιπετειώδεις σείοντας τα κοκάλινα γοφιά της και το κοινό ακούει προσεχτικά και κουνά με σημασία το κεφάλι.

Κι όλ’ αυτά συμβαίνουν σ’ έναν ασπρόμαυρο δρόμο χωρίς διαστάσεις, εφόσον τα χρώματα χορεύοντας τρελά μέσα στα πλάτη και τα βάθη και τα χάη έχουν όλα μαζί συγκεντρωθεί στην κρεβατοκάμαρα της Τίνας.