Σελίδες
26/2/10
Φόνος καρμπόν
Δεν πρόκειται για δυο παρόμοια περιστατικά αλλά για ένα που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε δυο μεριές. Οι ίδιες οι εφημερίδες δεν το πρόσεξαν αυτό. Περιορίστηκαν απλώς να αναφέρουν ό,τι συνέβη στο δικό τους τόπο και αγνοούσαν προφανώς πως το ίδιο αυτό γεγονός συνέβη ταυτόχρονα και κάπου αλλού.
Πρόκειται για τη διάπραξη ενός φόνου που συντελέστηκε στη Θράκη και στην Ανδαλουσία την ίδια μέρα και – αυτό δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω, αλλά το υποπτεύομαι - την ίδια ώρα.
Δράστης είναι ένας νεαρός μετανάστης, Βούλγαρος εδώ, Βολιβιανός εκεί. Η γυναίκα του είχε κι αυτή δυο υποστάσεις και ήταν επομένως Βουλγάρα εδώ και Βολιβιανή εκεί. Το αλλόκοτο αυτό ζευγάρι είχε και δυο μικρά παιδιά, βουλγαρικής-βολιβιανής καταγωγής, εννοείται.
Στις 17 Φεβρουαρίου, ημέρα Τετάρτη, ο Βούλγαρος-Βολιβιανός άρπαξε ένα μαχαίρι και έσφαξε τη γυναίκα του. Έτσι μας πληροφόρησαν οι εφημερίδες – ελληνικές και ισπανικές. Μια μικρή ασάφεια υπάρχει ως προς το είδος της συγγένειας του μάρτυρα που παρευρισκόταν στο φόνο. Στη Θράκη, λένε οι εφημερίδες, ήταν η μητέρα του δράστη. Στην Ανδαλουσία ήταν η αδελφή του. Πιθανόν αυτή η μικρή λεπτομέρεια να μπερδέψει κάπως την αστυνομία, αν και κατά τη γνώμη μου δεν έχει καμιά βαρύνουσα σημασία.
Το ουσιώδες είναι ότι η νεαρή Βουλγάρα-Βολιβιανή είναι πλέον νεκρή, ο Βούλγαρος-Βολιβιανός σύζυγός της βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας, η φιλοξενούσα χώρα Ελλάδα-Ισπανία θα φροντίσει για την επιμέλεια των μικρών ορφανών, το δε ελληνικό-ισπανικό κοινό αύριο δεν θα θυμάται τίποτα για το φόνο.
Ένα φονικό δεν είναι βέβαια κάτι πρωτότυπο στον κόσμο τούτο που βρισκόμαστε και γι αυτό κατά κανόνα το ξεχνάμε σχεδόν αμέσως μόλις το μάθουμε. Η δε σχετική αναλγησία που επιδεικνύουμε, οφείλεται στο σύνδρομο της εξοικείωσης, ένα αποτελεσματικό φυσικό μηχανισμό που μας προστατεύει από τη συνεχή απελπισία. Η πρωτοτυπία όμως του συγκεκριμένου φόνου είναι ότι συνέβη συγχρόνως σε δυο διαφορετικά μέρη και αυτό ακούγεται εντελώς παράλογο, σύμφωνα με τους νόμους της λογικής που ξέρουμε.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό που ονομάζουμε «χώρος», δεν είναι το απλό αποτέλεσμα του συνδυασμού των τριών γνωστών διαστάσεων. Είναι μάλλον κάτι πιο πολύπλοκο, εφόσον ένα γεγονός μπορεί να εμφανίζεται ταυτόχρονα σε δυο διαφορετικούς τόπους.
(Εξάλλου στο CERN οι ειδικοί επιστήμονες κάτι τέτοιο σκοπεύουν μεταξύ άλλων να μελετήσουν).
Αλλά και ο χρόνος επίσης δεν είναι άμοιρος αυτού του παραλογισμού.
Διότι το εν λόγω φονικό, όπως τουλάχιστον μας ενημερώνουν κάθε τόσο οι εφημερίδες, παρατηρούμε ότι διαπράττεται και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και μάλιστα σε όλα τα σημεία του κόσμου – άσχετο αν οι ίδιες οι εφημερίδες δεν συνειδητοποιούν ότι το επαναλαμβάνουν συνεχώς.
Με άλλα λόγια έχουμε εδώ ένα γεγονός που όχι μόνο υλοποιείται ταυτόχρονα εδώ κι εκεί, αλλά επίσης πηγαίνει μπρος πίσω καταργώντας τις καίριες για μας τους ανθρώπους διαχωριστικές γραμμές μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Θα τολμούσα να διατυπώσω την άποψη ότι εδώ πρόκειται για ένα φόνο-καρμπόν, αλλά δεν ξέρω αν οι επιστήμονες που μελετούν το χωροχρόνο θα έβρισκαν σωστή μια τέτοια ορολογία. Ίσως πάλι να έχουμε εδώ ένα φόνο που έχει ξεκινήσει πριν από χιλιάδες χρόνια και δεν λέει να κλείσει τον κύκλο του.
Όπως και να έχει το πράγμα, άδικα η αστυνομία συλλαμβάνει το δολοφόνο και τον κλείνει στα μπουντρούμια της. Αυτός, όταν οι συνιστώσες του χωροχρόνου συμπέσουν υπό μία ειδική γωνία, πιάνει το μαχαίρι και σφάζει τη γυναίκα του.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι η ανθρώπινη αντίληψη – όπως ακριβώς και οι εφημερίδες - αρνείται να αναγνωρίσει αυτές τις παραβιάσεις του χωροχρόνου και γι αυτό κάθε φορά αντιμετωπίζει αυτό το μονότονο συμβάν ως νεοφανές.
Σημείωση: Στα σχόλια τα μέλη της Λέσχης – και όποιος άλλος το επιθυμεί – μπορούν να προσθέσουν το δικό τους σχόλιο για το μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι «Σπούτνικ αγαπημένη».
19/2/10
Ο παπαγάλος
Καλά να πάθω.
Γιατί είπα πολλά και έφαγα πολλά. Τα έκανα και τα δυο σε μια εποχή που δεν επιτρέπεται. Λοιπόν, σαν θεία δίκη μού φαίνεται αυτός ο θάνατος.
Παλιά, μετά από κανένα γενναίο φαγοπότι, όπου είχα φάει πολύ και είχα μιλήσει πολύ, ερχόταν και μ’ έβρισκε πότε-πότε τις νύχτες ένα όνειρο, ένας εφιάλτης. Έκλεινε, λέει, η μασέλα μου ερμητικά, τα δόντια μου κολλούσαν τα πάνω με τα κάτω κι έσφιγγαν σαν δόκανο. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν γινόταν τίποτα, η μασέλα μου έμενε κλειστή. Με ιδρώτα και αγωνία ξυπνούσα – ευτυχώς ήταν όνειρο. Άλλαζα πλευρό ανακουφισμένος και την άλλη μέρα το ξεχνούσα. Έλεγα πάλι πολλά και έτρωγα πολλά. Ήμουν ασυγχώρητα αναίσθητος.
Ώσπου μια μέρα το όνειρο σταμάτησε τις προειδοποιήσεις. Απλά, όπως περνά κανείς από μια ανοιχτή πόρτα, πέρασε τα σύνορα και ήρθε στον ξύπνιο μου.
Κάθε μέρα νιώθω και πιο έντονο το σφίξιμο. Είναι φανερό κατά πού βαδίζω. Σε λίγο καιρό θ’ ανοίγω με δυσκολία το στόμα μου. Θα λέω τις λέξεις παραμορφωμένες και οι άλλοι θα τεντώνουν το αυτί και θα ρωτούν: «Τι είπες; Για ξαναπές το, σε παρακαλώ, δεν σε κατάλαβα». Θα εξευτελίζομαι αργά και μεθοδικά. Από ένα σημείο και μετά δεν θα μπορώ να προφέρω τα φωνήεντα. Ο λόγος μου θα είναι ένα μίγμα συμφώνων που κι αυτά θα μετασχηματίζονται σιγά -σιγά σε ήχους πρωτόγονους, σε θορύβους. Στο τέλος θα βγάζω μόνο μουγκρητά.
Είναι μια καλή τιμωρία.
Αν δεν ήμουν εγώ το θύμα, θα την έβρισκα παραδειγματική.
Επειδή πολύ φλυάρησα σε μια εποχή που δεν επιτρέπεται.
Από την άλλη, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, σύντομα δεν θα μπορώ ούτε να τρώγω. Αδύνατο είναι πια ν’ ανοίξω διάπλατα το στόμα μου κι έχω αρχίσει να αποφεύγω τις μεγάλες μπουκιές. Σταδιακά θα συμβεί κι εδώ ό,τι και στην ομιλία: θα σταματήσω να μασώ τις σκληρές τροφές και θα προτιμώ τις μαλακές. Όταν η μασέλα μου θα έχει κι άλλο κλείσει, θα διαλέγω τις νερουλές. Θα τις χώνω στο στόμα μου με παιδικό κουταλάκι. Όταν ούτε κι αυτό δεν θα μπορώ να κάνω και η τροφή θα χύνεται αδέξια πάνω μου και θα με λερώνει, θα πάρω το καλαμάκι και θα ρουφώ θρεπτικά υγρά. Κι όταν η μασέλα μου κλείσει για πάντα, θα έχει σημάνει το τέλος μου. Θα πεθάνω από ασιτία.
Είναι μια καλή τιμωρία.
Αν δεν ήμουν εγώ το θύμα, θα την πρότεινα στις Αρχές για όλους τους ομοίους μου. Επειδή πολύ έφαγα σε ποια εποχή που δεν επιτρέπεται.
Γι αυτό θα πεθάνω σαν τον παπαγάλο.
Όταν αυτός γεράσει και έχει εν τω μεταξύ πει εκατομμύρια φορές μια φράση επιδεικτική, κι έχει εν τω μεταξύ καταβροχθίσει εκατομμύρια μπουκιές σε αντάλλαγμα, στραβώνει τότε το ράμφος του και δεν μπορεί πια ούτε να κράξει ούτε να φάει.
Έτσι μαρτυρικά πεθαίνουν οι παπαγάλοι.
Είναι μια δίκαιη τιμωρία.
Αν δεν ήμουν παπαγάλος, θα την έβρισκα εξαιρετική.
13/2/10
Αυτό που είναι έξω από μένα
Οι αισθήσεις μου μού δίνουν πολλές πληροφορίες και ο εγκέφαλός μου τις οργανώνει. Έτσι βλέπω χρώματα και σχήματα, ακούω ήχους, γεύομαι γεύσεις, μυρίζω μυρωδιές, αγγίζω πράγματα.
Κάτι πρέπει λοιπόν να βρίσκεται έξω από μένα.
(Εκτός κι αν ονειρεύομαι. Ή αν έχω πέσει θύμα ψευδαισθήσεων ή παραισθήσεων. Κρατώ αυτή την επιφύλαξη για περαιτέρω στοχασμούς.)
Όμως τι είναι αυτό που είναι έξω από μένα, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο αυτό που αποτυπώνεται στον εγκέφαλό μου.
Ανάλογα με τη διάθεσή μου της στιγμής, το ονομάζω με διαφορετικά ονόματα.
Όταν με κυριεύει δέος και θαυμασμός, το ονομάζω «Κόσμο», στολίδι δηλαδή. Όταν προσπαθώ να το περιορίσω σε κάποια υποθετικά όρια, προκειμένου να μην τρελαθώ, το λέω «Σύμπαν», όλα μαζί δηλαδή τα πράγματα. Όταν με καταλαμβάνει ο τρόμος – γιατί τελικά δεν μπορώ να το αποφύγω - το λέω «Άπειρο», «Χάος» και «Άβυσσο». Όταν ανακτώ την ψυχραιμία μου και προσπαθώ να το εκλογικεύσω, το λέω «Φύση». Όταν η λογική μου απελπίζεται, το λέω «Θεό».
Του έχω δώσει κι άλλα ονόματα: Πλάση ή Δημιουργία ή Κτίση. Μ’ αυτές τις λέξεις υπονοώ ότι Κάποιος Άλλος το έχει φτιάξει και μου το προσφέρει έτοιμο στο πιάτο.
Άλλες φορές, όταν είμαι σε διάθεση παραληρηματική, προσθέτω επί μέρους χώρους σ’ αυτό που είναι έξω από μένα και τότε χρησιμοποιώ τα ονόματα Παράδεισος, Κόλαση, Τάρταρα, Άδης και Κάτω Κόσμος. Συμπεριλαμβάνω και αυτούς τους χώρους στην Πλάση, τη Δημιουργία και την Κτίση, αν και γνωρίζω ότι απλώς φτιάχνω λέξεις που μάλλον δεν ανταποκρίνονται σε κανένα χώρο.
Αλλά κι αυτό που είναι μέσα σε μένα, δεν ξέρω επίσης τι είναι.
Κάπου φιλοξενούμαι, αυτό καταλαβαίνω.
Προσπαθώ να διακρίνω τα όριά μου, ως πού φτάνω εγώ κι από ποιο σημείο και πέρα αρχίζει ο χώρος που με φιλοξενεί. Δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα να το ανακαλύψω.
Το χέρι μου παραδείγματος χάριν είναι μέρος του εαυτού μου ή μέρος του χώρου που με φιλοξενεί;
Φαίνεται να είναι μέρος του εαυτού μου, εφόσον αν το βάλω στη φωτιά, θα νιώσω πόνο και αυτός θα είναι όλος δικός μου.
Από την άλλη δεν αποφάσισα εγώ για το σχήμα του χεριού μου, που θα το προτιμούσα παραδείγματος χάριν με μακρύτερα δάχτυλα . Επίσης αν συμβεί ποτέ και το χάσω, θα εξακολουθώ να είμαι εγώ και χωρίς το χέρι μου. Άρα δεν είμαι το χέρι μου εγώ.
Το ίδιο και με όλα όσα με συναπαρτίζουν. Δεν αποτελούν τον εαυτό μου.
Όμως είναι ο εαυτός μου παρ’ όλα αυτά.
Γιατί εκτός του ότι μπορούν να με κάνουν να νιώσω πόνο, μου προκαλούν και άλλες αντιδράσεις, όπως οίηση, αν είναι όμορφα, ή ντροπή, αν είναι δύσμορφα. Κι αυτές οι αντιδράσεις συσσωρευόμενες με σχηματίζουν τελικά, με κάνουν καλό ή κακό χαρακτήρα.
Εκτός κι αν ο χαρακτήρας μου δεν είμαι εγώ, εκτός κι αν είναι ένα είδος επίπλου στο χώρο όπου φιλοξενούμαι. Τότε εγώ είμαι κάτι άλλο που δεν είναι το σώμα μου ούτε ο χαρακτήρας μου.
Ίσως - κάνω τώρα μια υπόθεση - είμαι αυτό που σκέφτεται ότι ένα κι ένα μας δίνουν πάντα δύο.
Είμαι δηλαδή μια λογική που παράγεται στον εγκέφαλό μου.
Δεν ξέρω όμως πώς να το αξιολογήσω αυτό.
Επειδή αυτή η λογική δεν είναι αποκλειστικά δική μου, την έχουν όλοι όσοι ανήκουν στο είδος μου. Επομένως δεν έχω καμιά μοναδικότητα, είμαι ένα αντίγραφο που ζω ανάμεσα σε αντίγραφα. Ο δε ο εγκέφαλός μου παράγει μια λογική που είναι έξω από αυτόν.
Πού βρίσκεται το πρωτότυπο, η μήτρα αυτής της λογικής δεν ξέρω.
Υποθέτω ότι βρίσκεται έξω από μένα, σ’ αυτό που εκτείνεται πέρα από μένα.
Κι έτσι ξαναγυρίζω σ’ αυτό που είναι έξω από μένα.