Σελίδες

Τα βιβλία μου






Η προγονική εντολή








Το επίμονο φαινόμενο






Σιμόν





Νυχτώνει αργά





Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου...





Αγαπημένε μου ψυχίατρε





Ο τέταρτος κλώνος



Οι πόρτες




Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, και άλλες ιστορίες, διηγήματα



































































































































































"Νυχτώνει αργά"
Κριτική του  Διονύση Μαρίνου στο Fractal
http://fractalart.gr/vasilakou-kaith/



Υπάρχει ένας κόσμος. Όχι, υπάρχει ένας κόσμος μέσα στον οποίο υπάρχεις εσύ. Ένας κόσμος, μια ξένη κατασκευή, που την ιδιοποιείσαι δίχως να το καταλαβαίνεις. Κάτι άρρητο συμβαίνει και η ζωή προχωράει – όπως προχωράει και μετά έρχεται το τέλος και μετά μια μακρά, απύθμενη σιωπή, αρχίζει να νυχτώνει αργά, πολύ αργά, ο χρόνος διαστέλλεται, εσύ δεν είσαι εκεί για να το διαπιστώσεις κι όμως συμβαίνει.

Όπως θα έλεγε και ο πάπα –Σοπενχάουερ ο κόσμος υπήρξε πριν από εμάς, θα συνεχίσει και δίχως εμάς. Στο ενδιάμεσο αυτού του επινοημένου χρόνου-κόσμου, το υποκείμενο φαντασιώνεται μια κάποια τάξη ζωής, εναποθέτει σε οικεία πρόσωπα και στα ακίνητα πράγματα που τον περιβάλλουν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Καθρεφτίζει την αυταξία του πάνω τους. Γίνεται θύμα και θύτης, ιδιοκτήτης και σκλάβος. Διαμορφώνεται για να ελπίζει, καθαρογράφει τη ζωή του με τις παρουσίες, σβήνει τον μαυροπίνακα με τις εκθετικές απουσίες, μαθαίνει να μαραίνεται και να ανθεί ακαταπαύστως, ερωτεύεται, αλλά αυτό δεν φτάνει και ούτε περισσεύει μέσα του.

Ζει με το άγριο ζώο της μοναξιάς που εκτείνεται πέραν του βιωμένου χρόνου – είναι από μόνη της ένας άλλος κόσμος. Και πάντα, μα πάντα, στο τέρμα του δρόμου σκιάζει το μοιραίο τέλος. Αδόκητο, αναμενόμενο, σκληρό, ζοφερό, ήσυχο, υπερθετικό – μα, όπως και να΄χει είναι ένας τέλος, ατελεύτητο, χαοτικό, σκληρό και ανεπίλυτο για τον άνθρωπο. Το μέγα κενό που δεν μπορεί να πληρωθεί.

Αυτή η πορεία, η μακρά πορεία του ανθρώπου που μπορεί να κρατήσει από μια ημέρα έως την αιωνιότητα της μιας ημέρας, αυτό το μάταιο, ηττημένο ταξίδι καταγράφεται στη συλλογή της Καίτης Βασιλάκου «Νυχτώνει Αργά» με έναν φαινομενικά γραμμικό τρόπο –από παιδί καταλήγεις στο τέρμα του δρόμου-, ωστόσο διαφαίνεται καθαρά πως η οντολογική ρίζα αυτής της πορείας, είναι γεμάτη από τις επιχωματώσεις του χρόνου που φευ, ποτέ δεν λειτουργεί γραμμικά κι ας πιστεύουμε το αντίθετο.

Παρένθετες εικόνες χαμένων στιγμών και απωλειών, ανθρώπων που έφυγαν, αντικειμένων που στέκουν απαρασάλευτα όταν εμείς θα έχουμε χαιρετήσει, τοίχων που μας μιλούν και τους μιλούμε, ερώτων που η μόνη τους ορατή εξιδανίκευση είναι η ματαίωση και το αλληλοφάγωμα (η ευτυχία έχει μια ποιότητα πόνου, γράφει η ποιήτρια) – όλα τούτα και ακόμη περισσότερα που δεν χωρούν σε μια παλάμη ζωής, έρχονται σαν πλημμυρίδα χρόνου, σαν μια μαζική ενότητα χρόνου. Νυχτώνει αργά σημαίνει πως τα ρολόγια του κόσμου έχουν έναν δικό τους χτύπο, διάφορο από αυτόν του ανθρώπου. Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, λέει ο Μίλτος Σαχτούρης. Είμαστε υποχείρια αυτό του πράγματος, δούλοι του κάθε μέρα που ολοένα και περισσότερο φθίνει μέσα μας, το απόσταγμα της ημέρας δεν είναι ένα 24ωρο δραστηριοτήτων. Δεν είναι μετρήσιμο αυτό που έχεις ζήσει, ή, μήπως, αυτό που νομίζεις πως έχεις ζήσει και βιώσει.

Η ποιητική της Βασιλάκου, όχι μόνο σε αυτή τη συλλογή, όπως και η πεζογραφική της έκφανση είναι ένα μέτρο στην αποδραματοποίηση. Στέκει, μετέχει στο δράμα, αλλά εκλαμβάνει την έννοια της απόστασης ως μια καθοριστική αρχή για να γράψει. Έτσι αυτή η χωρική, συναισθηματική και ρητορική απομάκρυνση από τον κεντρικό πυρήνα, της επιτρέπει να θεάται από πολλές γωνίες ένα θέμα – το κυρίαρχο θέμα της ζωής εν προκειμένω- με τρόπο αυστηρά συμπαθητικό με τη συγκεκριμένη έννοια της λέξης συμπαθητικό. Συμπάσχει, αλλά δεν πάσχει προς χάριν του αναγνώστη. Τουτέστιν οι λέξεις στο χαρτί μοιάζουν με ένα απόσταγμα που δεν ταυτίζονται με τον γράφοντα, δεν φέρουν τη σφραγίδα μόνο των δικών του προσωπικών εντυπώσεων επί του κόσμου, αλλά αποκτούν ένα βάρος ουσιαστικό, μια διάσταση κοινής, ανθρώπινης γραμμής. Για να το πω ακόμη πιο απλά: είμαστε εμείς που γραφόμαστε και όχι η ποιήτρια που έγραψε για εμάς.

Χωρισμένη σε πέντε ενότητες που όμως μεταξύ τους έχουν μια εσωτερική διάρθρωση, λειτουργώντας ως επικαλυπτόμενα στρώματα βίου, ή σαν ασκήσεις προετοιμασίας πριν από το επικείμενο τέλος, η συλλογή της Καίτης Βασιλάκου είναι βαθύτατα ανθρώπινη, γιατί διαπραγματεύεται τις μόνες αναφαίρετες αξίες πάνω στις οποίες είναι χτισμένη η ανθρώπινη περιπέτεια: την απώλεια, το άγνωστο του επέκεινα, την ανερμήνευτη έννοια του χρόνου, την παραπειστική ερμηνεία της μνήμης, τη δυναστεία του έρωτα και πάλι το τέλος που είναι ένα οδόσημο από το οποίο ουδείς ξεφεύγει.

Η ανθρώπινη άσκηση πάνω στην απώλεια ξεκινάει –με τον πιο ύπουλο και υποδόριο τρόπο- από την παιδική ηλικία. Η Καίτη Βασιλάκου γράφει:

Με τα βαθιά του μάτια
Ένα παιδί
Που φτιάχνει ιστορίες
Και αποκοιμιέται μονάχο

ή

Το παιδί υπογράφει
Ετοιμάζει το μέλλον του

Και ακόμη

Φόρος βαρύς
Για το παιδί
Η αγάπη

Η αγαπητική σχέση εντός του οίκου γίνεται άχθος – είναι μια προγύμναση του παιδιού για ό,τι θα συμβεί στον ενήλικο βίου του. Και θα του συμβούν πολλά καταβάλλοντας πάντα το απαραίτητο, σκληρό αντίτιμο της μοναξιάς, του βάρους της απώλειας, του χρόνου που βραδιάζει αργά τριγύρω, αλλά πολύ νωρίς μέσα του. Οι δικοί μας άνθρωποι φεύγουν, μένουμε εμείς πίσω να τους κουβαλάμε. Κι όταν εμείς θα είμαστε το κομμάτι της απώλειας; Τότε ποιος θα κληθεί να επιτελέσει το σισύφειο έργο για χάρη μας;

Ποιος θα είναι εδώ αφέντης του σπιτιού μου
Όταν θα είμαι χώμα μες το χώμα;
-              Εγώ, μητέρα.

Πόσο φέρνει στο νου αυτός ο στίχος, τον άλλον του Γιάννη Βαρβέρη από το σπαραχτικό «Βαθέος γήρατος»

Μου είπε επί λέξει:
Άμα πεθάνω
Πώς θα ζήσω
Χωρίς εσένα;

Όλα μάς ακολουθούν με έναν τρόπο υπαινιχτικό, προσχηματικό, τυραννικό – δεν ξεφεύγει κανένας από τα χνάρια του παρελθόντος. Έτσι που το παρόν γίνεται σκλάβος εν προόδω και το μέλλον εν τη γενέσει. Να πώς μπλέκεται ο χρόνος σε μια μη γραμμική τροχιά.

Σας προτρέπω να διαβάσετε τις δύο ενότητες της συλλογής «Της μοναξιάς» και «Του χρόνου» για να διαπιστώσετε την προοδευτική υπονόμευση του όντος από το ίδιο του δέρμα, τις σκέψεις, τα όνειρα. Ο υπαινιγμός των στίχων γίνεται νυγμός. Δεν υπάρχει μια συναισθηματική ταύτιση, αλλά μια απογύμνωση, μια ποιητική πραγματεία πάνω στο πλήγμα, τη στέρηση, τη φθορά, την εξάντληση και τον ολικό αφανισμό.
Ναι, υπάρχει και μια αποδοχή, μια ισόρροπη συναίνεση που το σώμα παρέχει και το μυαλό αποδέχεται πως έτσι είναι τα πράγματα και όχι αλλιώς. Πώς ό,τι ζούμε στην εξάντληση θα καταλήξουν. Πώς ό,τι διαβαίνουμε σε έναν ενταφιασμό θα συγχωνευτούν. Μα, αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Αυτή η προοδευτική στέρηση είναι που δίνει στη φύση του μια τραγικότητα σχεδόν μυστηριακή.

Από καρέκλα σε καρέκλα
Περνάει ο χρόνος

Υπάρχει κάτι πιο απογυμνωμένο, κάτι πιο προσφιλές και τόσο πικρά αληθινό από αυτόν το στίχο της Βασιλάκου; Οι κατακερματισμένες στιγμές συγκροτούν έναν βίο που κινείται εντός συγκεκριμένων πλαισίων. Ο άνθρωπος εξεμέτρησε το ζην του και ωστόσο δεν ξέρει αν η περπατησιά του επί της γης ήταν αυτή που πραγματικά ήθελε, αν ήταν αυτή που του έπρεπε, αν είχε δικαίωμα να ζητήσει κάτι άλλο από αυτό που του έλαχε και αποδέχθηκε και έσκυψε το κεφάλι συμβιβασμένος.
Ακόμα και όταν έρθει η ώρα που απολογισμού, όπως το κάνει και η Καίτη Βασιλάκου στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, είναι τόσο επισφαλές το αποτέλεσμα που τελικά καθίσταται μια πράξη άνευ ουσίας. Ποια είναι τα πραγματικά συν και ποια τα πλην σε μια προσθαφαίρεση ζωής που καίτοι πεπερασμένη, ουδείς γνωρίζει πότε σώζεται, ποιο κερί σήμερα σβήνει, ποιο τρεμοπαίζει και ποιο κέρδισε λίγο χρόνο παραπάνω.

Πάλι ο χρόνος μπροστά μας – πάντα ο χρόνος μπροστά μας. Να προηγείται, ακόμα και όταν μοιάζει ακίνητος. Να στέκει δίπλα μας φύλακας, αλλά όχι άγγελος, όταν νομίζουμε πως δεν προχώρησε ούτε πόντο και ότι όλα τα ρολόγια –κατά έναν παράδοξο τρόπο- έχουν σταματήσει να λειτουργούν.
Το «Νυχτώνει αργά» είναι ένα απόσταγμα της βιωτής, μια αποθησαύριση δίχως θησαυρό, είναι μια αδρή αποτύπωση φωτογραφίας σε σέπια, ένα προσκύνημα στον λοξία θεό αυτού του κόσμου, διεκδικεί τον έπαινο της εσωτερικής ματιάς με την τραγικότητα που αξίζει στον άνθρωπο.
Είναι τελικά μια θνητή προσευχή που απευθύνεται στον εαυτό μας – τον μοναδικό αυθέντη κριτή της ζωής που ζήσαμε.
Ερώτημα που δεν βρίσκει πειστική απάντηση:  Ζήσαμε;









http://diastixo.gr/kritikes/texnes/3405-simon
"Σιμόν"
Κριτική της θεατρολόγου Καίτης Διαμαντάκου στο Διάστιχο.


Γνώρισα αρχικά την Καίτη Βασιλάκου μονομερώς ως αναγνώστης, μονόδρομα ως άγνωστος αποδέκτης του θεατρικού μηνύματός της και διαμεσολαβημένα, μέσα από τον μυθοπλασιακό λόγο της και τα μυθοπλασιακά προσωπεία της στο πρώτο θεατρικό της έργο, το Σιμόν. Τη γνώρισα στην καμπή μιας προσωπικής διαδρομής, που φαίνεται να οδηγεί από την πεζογραφία στην ποίηση και από κει στο θέατρο, σε μια συστηματική και ζωτική για την ίδια –καθώς φαίνεται– αναζήτηση του Εαυτού και του Άλλου μέσα από τους ταχείς και συμπυκνωμένους δρόμους της τέχνης του λόγου.
Με αυτή την ιδιότητα, ως ένας περισσότερο ή λιγότερο αναμενόμενος, εγγεγραμμένος, επαρκής ή ιδανικός αναγνώστης (για να θυμηθούμε ορισμένες κατηγοριοποιήσεις του αναγνώστη από τη νεότερη θεωρία της πρόσληψης), ο οποίος, ως τρίτος πόλος, ολοκληρώνει την επικοινωνιακή διαδικασία που οικοδομήθηκε από την αποστολέα του μηνύματος και το ίδιο το μήνυμα, γράφω το κείμενο αυτό έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι η δική μου ανάγνωση είναι και θα παραμείνει ένα μικρό, ασήμαντο λιθαράκι στο ερμηνευτικό ψηφιδωτό που έχει ήδη αρχίσει να συντίθεται και θα συνεχίσει να συντίθεται από τις άλλες αναγνώσεις του συγγραφικού μηνύματος της Καίτης Βασιλάκου. Είτε αυτό το μήνυμα παραμείνει σε επίπεδο δραματικού κειμένου, είτε αυτό περάσει και μετουσιωθεί –πράγμα που εύχομαι θερμά– στο επίπεδο του σκηνικού κειμένου, γίνει δηλαδή θεατρική παράσταση, ένα νέο «μήνυμα» με ιδιαίτερο, πιο σύνθετο ακόμη κώδικα, με πρόσθετους αποστολείς τον σκηνοθέτη και τους άλλους θεατρικούς συντελεστές, και με πρόσθετους, ακόμη πιο περίεργους και απαιτητικούς αποδέκτες, τους θεατές.
Η ανατομία της ψυχοπαθολογίας της γυναίκας αποκαλύπτει τους ψυχοπαθολογικούς μηχανισμούς της κοινωνίας και κυρίως της οικογένειας που ευθύνονται γι’ αυτή την κατάσταση, μέσω μιας γραφής που κινείται ευφυώς μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού σε ό,τι αφορά την αισθητική σύσταση του έργου, μεταξύ ψυχολογικού και υπαρξιακού σε ό,τι αφορά τη θεματική και ιδεολογική δυναμική του.
Μετά τις διαφορετικές λογοτεχνικές –μοναχικές κατά συνθήκη– καταθέσεις της (Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες, Ο τέταρτος κλώνος, Οι πόρτες, Αγαπημένε μου ψυχίατρε, Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου, Νυχτώνει αργά), η Καίτη Βασιλάκου στρέφεται στο ιδιόμορφο πεδίο του δράματος, όπου τώρα έπρεπε να επιστρατεύσει όλη την επικοινωνιακή της δυναμική και όλη τη διαλογική της δεξιότητα για να συνομιλήσει κατ' αρχάς η ίδια με τα δραματικά πρόσωπά της, να τα ακούσει, να τα κατανοήσει, να τα ανασυνθέσει και να τα ενσαρκώσει νοερά, ώστε να τα θέσει στη συνέχεια σε μεταξύ τους συνομιλία, διάδραση και σύγκρουση. Οι διαφορές του δράματος από την πεζογραφία και την ποίηση (ακόμη και την πιο απευθυντική) είναι μεγάλες, ειδικά όταν ο/η συγγραφέας επιθυμεί να γράψει και να προτείνει ένα θεατρικό έργο που ακολουθεί εν πολλοίς τους συμβατικούς κανόνες της δραματουργίας σε ό,τι αφορά τη δόμηση της δράσης και τη διαγραφή των προσώπων, και δεν κλίνει προς εκείνο το υβριδικό αφηγηματικό-ποιητικό είδος «θεάτρου του λόγου» (με αφαιρετικά πρόσωπα, συνήθως μονολογούντα, και ανύπαρκτη δράση στον παρόντα σκηνικό χρόνο), είδος που είναι ιδιαίτερα προσφιλές και σύνηθες τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το «πέρασμα» στο σκοτεινό και απρόβλεπτο θεατρικό δάσος με τις μυστικές φωνές, τα δαιδαλώδη μονοπάτια, τις φευγαλέες σκιές είναι ολισθηρό και επικίνδυνο, η συγγραφέας όμως το διανύει εφοδιασμένη με σύνεση και μέτρο θεατρικής έκφρασης, με αυτεπίγνωση και ειλικρίνεια βιώματος, κατορθώνοντας να εξέλθει από το εγχείρημα αλώβητη, ισχυροποιημένη από την εμπειρία της αναμέτρησης και έτοιμη, φαντάζομαι, για την επόμενη απόπειρα αναζήτησης της αλήθειας (της) μέσω της διαλογικής και αναπαραστατικής οδού.
Το πρώτο θεατρικό της Καίτης Βασιλάκου συγκατατάσσεται αναμφισβήτητα στο λεγόμενο «γυναικείο θέατρο»: θέατρο όχι μόνο γραμμένο από γυναίκα συγγραφέα, αλλά και θέατρο γυναικοκεντρικό, και σε ό,τι αφορά την καταλυτική παρουσία των γυναικείων δραματικών ρόλων και μάλιστα του πρωταγωνιστικού, και σε ό,τι αφορά τη θεματική του, που επικεντρώνεται στη γυναικεία φύση, όπως αυτή καθορίζεται από τις γενετήσιες προδιαγραφές και επιταγές του βιολογικού φύλου της, αλλά και από τις πολιτισμικές μεθοδεύσεις και επιβαρύνσεις του κοινωνικού φύλου της. Ένα έργο που έρχεται να καταθέσει την πρότασή του σε μια διαρκώς και πλουσιότερη θεατρική τράπεζα, την οποία έχουν τροφοδοτήσει πολύ δυναμικά και πολύ δημιουργικά, για παράδειγμα, από τις παλαιότερες η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η Κωστούλα Μητροπούλου, από τις νεότερες, η Αύρα Σιδηροπούλου, η Μαρία Ευσταθιάδη, η Χρύσα Σπηλιώτη, η Έλενα Πέγκα, τελευταία η Λένα Κιτσοπούλου, για να μη μιλήσω για τη Λούλα Αναγνωστάκη, που, όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Έλση Σακελλαρίδου στο βιβλίο της για το Σύγχρονο γυναικείο θέατρο (Ελληνικά Γράμματα 2006), «εξακολουθεί εδώ και σαράντα (τουλάχιστον) χρόνια να είναι ένα κυρίαρχο όνομα στην ελληνική σκηνή, με εφάμιλλο εκπρόσωπο από το στρατόπεδο των ανδρών μόνο τον Ιάκωβο Καμπανέλλη [...] μια δεσπόζουσα γυναικεία παρουσία σε μια διαρκώς ανανεούμενη σε φόρμα και περιεχόμενο δραματουργία».
Διαφορετικά από τα πρώιμα δείγματα γυναικείας θεατρικής γραφής, που είναι διαποτισμένα από τη φεμινιστική ιδεολογία της εποχής τους και ασκούν κριτική στα κακώς ηθικά και νομικά κείμενα σχετικά με τη γυναικεία υπόσταση και λειτουργία (βλέπε το ελληνικό Η νέα γυναίκα της Καλλιρρόης Σιγανού-Παρρέν, 1907), το θεατρικό έργο της Βασιλάκου περνά κατευθείαν σε μια μεταφεμινιστική θεώρηση των πραγμάτων και του κόσμου, χωρίς να διέπεται καθόλου από το πνεύμα της κοινωνικής διεκδίκησης και πολιτικής μαχητικότητας που χαρακτήριζε την πρώτη φεμινιστική περίοδο παγκοσμίως, η οποία στην Ελλάδα ήλθε διαμεσολαβημένη, ετεροχρονισμένη και ήδη ακυρωμένη από τις ενδιάμεσες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις (βλέπε τη θεσμοθέτηση αλλαγών στον Αστικό Κώδικα υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, κατά τη δεκαετία του 1980). Η ρητή κοινωνική καταγγελία για τη γυναικεία καταπίεση εκλείπει, γιατί έχει εκλείψει πλέον η θεσμική υπόσταση αυτής της καταπίεσης, ωστόσο, δεν εκλείπει, αντίθετα κυριαρχεί η καταγγελία της άτυπης οικογενειακής και κοινωνικής καταπίεσης με την οποία ζυμώθηκαν γενιές σύγχρονων Ελληνίδων γυναικών, σήμερα μεσηλίκων, που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πρωτοερωτεύτηκαν, πρωτοδιαψεύστηκαν, πρωτοσυγκρούστηκαν μέσα σε ένα αυστηρά συντηρητικό και ενοχικό περιβάλλον, το οποίο σε πολύ μικρό βαθμό και με μοιραία καθυστέρηση επηρεάστηκε από τις μεγάλες θεσμικές και ιδεολογικές εξελίξεις της δημοκρατικής μεταπολίτευσης.
Μια τέτοιου είδους ακτινογραφία του γυναικείου βιώματος μέσα στις καταρχήν οικογενειακές και, κατά δεύτερο λόγο, στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις αποτελεί το θεατρικό έργο της Καίτης Βασιλάκου, που χαρτογραφεί όχι τόσο τον επιμέρους προδομένο έρωτα, όσο το καθολικό βασανισμένο Εγώ μιας σύγχρονης γυναίκας μέσα σε μια πατριαρχική κατά συρροή κοινωνία, μέσα στην οποία η φαινομενικά μόνο χειραφετημένη γυναίκα, από τη μια μεριά, ως μητέρα οδηγείται σε ιδιοποιήσεις και καταχρήσεις εξουσίας απίστευτης ψυχολογικής βίας απέναντι στα παιδιά της, προκειμένου να ενισχύσει και να εξασφαλίσει το επαπειλούμενο κοινωνικό και υπαρξιακό της εκτόπισμα, και, από την άλλη, ως ερωμένη και σύζυγος οδηγείται σε συμπεριφορές και επιλογές ανερμάτιστης αιτιολογίας και αυτοκαταστροφικής κατάληξης. Η ανατομία της ψυχοπαθολογίας της γυναίκας αποκαλύπτει τους ψυχοπαθολογικούς μηχανισμούς της κοινωνίας και κυρίως της οικογένειας που ευθύνονται γι' αυτή την κατάσταση, μέσω μιας γραφής που κινείται ευφυώς μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού σε ό,τι αφορά την αισθητική σύσταση του έργου, μεταξύ ψυχολογικού και υπαρξιακού σε ό,τι αφορά τη θεματική και ιδεολογική δυναμική του.
Αν και ανέφερα παραπάνω αρκετά ονόματα Ελληνίδων γυναικών συγγραφέων που η Καίτη Βασιλάκου πιθανώς έχει υπόψη της, έχει διαβάσει ή παρακολουθήσει στο θέατρο, ωστόσο, το διακειμενικό υπόστρωμα του Σιμόν, στα δικά μου μάτια και στη δική μου ανάγνωση, διαλέγεται με ένα «αντρικό» κλασικό πλέον θεατρικό έργο, και μάλιστα γαλλικό. Από την πρώτη ακόμα ανάγνωση της πρώτης ακόμα σκηνής του Σιμόν δεν μπορούσα παρά να ανακαλώ και να ξαναδιαβάζω νοερά –σχεδόν ταυτόχρονα με τη ροή της ανάγνωσης του έργου της Καίτης Βασιλάκου– το περίφημο Κεκλεισμένων των θυρών του Ζαν-Πολ Σαρτρ (1944), με την πρώτη ελληνική έκδοση του οποίου (μτφρ. Γρηγόρη Γρηγορίου, Αιγόκερως 1988) η έκδοση του Σιμόν έχει –τυχαία– ακόμα και εμφανείς μορφολογικές ομοιότητες. Δεν μιλώ για μια σχέση «κάθετης», «αποκλειστικής» επίδρασης της Βασιλάκου από το έργο του Σαρτρ και για μια περίπτωση ρητής διασκευής του υπο-κείμενου γαλλικού έργου, όπως συμβαίνει συχνά για παράδειγμα με την αρχαία τραγωδία και τις πάμπολλες μεταγενέστερες –μέχρι σήμερα– δηλωμένες μεταγραφές της. Μιλώ για μια εκλεκτική, λανθάνουσα και αδιόρατη διακειμενική συγγένεια μεταξύ των δύο έργων, από εκείνες που φέρνουν κοντά ανθρώπους και καταστάσεις από διαφορετικές εποχές και από διαφορετικούς τόπους, στη βάση μιας ανεπίγνωστης συχνά «γενολογικής μνήμης». Μιας γενολογικής μνήμης που κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μας και το μυαλό μας, αναδιατυπώνοντας τις εμπειρίες μας και αναδιαρθρώνοντας τον λόγο μας στη βάση ενός αρχετυπικού σχήματος, το οποίο μπορεί να γονιμοποιεί πολλές «ομόλογες» λογοτεχνικές επιτελέσεις, στην ανεξάντλητη προσπάθεια της ανθρώπινης ύπαρξης να γνωρίσει τα μυστικά της λειτουργίας της και του προορισμού της.
Ένα «σαλόνι σε στιλ Δεύτερης Αυτοκρατορίας», με «τζάκι κι επάνω έναν μπρούτζινο μπούστο» είναι ο τόπος του αβάσταχτου εγκλωβισμού των τριών ηρώων του Σαρτρ, του Γκαρσέν, της Ινές και της Εστέλ / Ένας αστικός «χώρος σύγχρονου καθιστικού» (με σαλόνι, χαλιά, κουρτίνες, τηλεόραση και διάφορα διακοσμητικά μικροαντικείμενα) είναι το θηριοτροφείο της Βασιλάκου, όπου τρία πάλι πρόσωπα (με ξένα ονόματα και με τις ίδιες έμφυλες ποσοστώσεις, δύο γυναίκες – ένας άντρας), ο Ερνέστος, η Ιρένε και η Σιμόν είναι καταδικασμένα όχι μόνο να δέχονται, αλλά και να αποζητούν το καθένα και να εξαρτώνται από την παρουσία των άλλων δύο. Τα κάτοπτρα, η συνεχής βλεμματική επαφή, ο καναπές και τα υποκατάστατά του ως τόποι «διαλογικής εξομολόγησης» ή «αυταρχικής ανάκρισης» επανέρχονται από το ένα έργο στο άλλο, αλλάζοντας χρήστες και υποκείμενα, αλλά φέροντας εξίσου μια έντονα συμβολική, ψυχαναλυτικού τύπου, σημασιολογική φόρτιση και στα δύο έργα.
Στο έργο του Σαρτρ, οι τρεις έγκλειστοι, με ισόποση δραματική συμμετοχή, αποτελούν τις τρεις πλευρές ενός ισοσκελούς τριγώνου, το οποίο διαμορφώνεται σταδιακά από το αινιγματικό «Γκαρσόνι», που φέρνει στο σαλόνι έναν προς έναν τους τρεις νεκρούς, και το οποίο τρίγωνο ισχυροποιείται αθροιστικά από τις ισοβαρείς διαλογικές συγκρούσεις και αποκαλύψεις των τριών εγκλείστων. Στο έργο της Βασιλάκου, η γεωμετρία των σχημάτων και των διατάξεων αλλάζει: εδώ κυριαρχεί ο κύκλος, στην καρδιά του οποίου εγκλωβίζεται η πρωταγωνίστρια Σιμόν. Με αυτήν ως επίκεντρο αναπτύσσεται μια σταυροειδής κίνηση, στον οριζόντιο και κάθετο άξονα, τόσο από την ίδια τη Σιμόν όσο και από τις δύο άλλες μορφές, τον Ερνέστο και την Ιρένε, κίνηση η οποία ωστόσο επιστρέφει πάντα στο αδιέξοδο και καταγωγικό κέντρο. Διαφορετικά από το «Γκαρσόνι» του Σαρτρ, που εισάγει τη δράση, επανέρχεται μέχρι την 4η σκηνή και εξακολουθεί να στοιχειώνει ως εξωσκηνική παρουσία και το υπόλοιπο του έργου, δηλαδή την 5η, τελευταία και εκτενέστερη σκηνή του Κεκλεισμένων των θυρών, στο τρίπρακτο έργο της Βασιλάκου, η Μόνα, ένα δευτερεύον τέταρτο πρόσωπο, παρεμβαίνει περιστασιακά στην αρχή της 3ης πράξης του έργου, επαναπροτείνοντας τη δυνατότητα «εξόδου» στη Σιμόν από τον ασφυκτικό κλοιό του οίκου – μια δυνατότητα που είχε προταθεί και μέσω του αφηγηματικού προσώπου της Βέρας και της τηλεφωνικής επικοινωνίας της με τη Σιμόν στην προηγούμενη πράξη. Μια δυνατότητα «εξόδου», την οποία επιθυμεί και αγωνίζεται να πετύχει η Σιμόν, αλλά η οποία τελικά ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί, όχι επειδή η δραματική ηρωίδα είναι βιολογικά και οντολογικά ακυρωμένη, όπως οι «ζωντανοί νεκροί» ομόλογοί της στον Σαρτρ, αλλά επειδή είναι ψυχολογικά και υπαρξιακά εκμηδενισμένη, μια «νεκρή ζωντανή» στην επίγεια φυλακή της, περιστοιχισμένη από τα φαντάσματα των δύο συντροφίμων και μαζί φρουρών της.
Στο έργο του Σάρτρ, από τα τρία πρόσωπα καθένα μόνο ή με επαμφοτερίζουσες συμμαχίες τρώει τις σάρκες των άλλων, χωρίς τελικώς να κατορθώνει τη διαφυγή. Στο έργο της Βασιλάκου, η Σιμόν, με επαμφοτερίζουσες πάλι συμμαχίες και κυρίως με τον Ερνέστο, μάχεται να στήσει γέφυρες επικοινωνίας με τον ίδιο της τον εαυτό, σε μια προσπάθεια λύτρωσης από τα παρελθόντα, αλλοτριωτικά βαρίδιά του, τα οποία δεν θα μπορέσει να αποτινάξει. Σ' αυτά τα διαρκώς ανεκπλήρωτα «θέλω» διαφυγής και διάσωσης συνίσταται η κόλαση. Στον Σαρτρ Κόλαση είναι οι Άλλοι, στο έργο της Βασιλάκου Κόλαση είναι ο ίδιος ο Εαυτός. Ένα αποδυναμωμένο Εγώ, που μάχεται να ισορροπήσει ανάμεσα στις λιβιδινικές παρορμήσεις του «Αυτού» (οι οποίες ανακαλούνται μέσω αφηγήσεων) και τις αυταρχικές συμμορφώσεις προς τις Αρχές που επαναλαμβάνει διαρκώς το διπλό Υπερεγώ (συμμορφώσεις που βιώνονται επί σκηνής, με επώδυνο ψυχολογικά αλλά και σωματικά τρόπο). Οι καλοντυμένοι Ερνέστος και Ιρένε, διαρκώς και πιο ανησυχητικοί και τρομακτικοί, κυοφορούνται από τη Σιμόν, μια μεσήλικα γυναίκα καθηλωμένη στην ανάμνηση των δύο επιβλητικών γονιών της σε νεαρότερη ηλικία, τους οποίους μπορεί να «παγώνει» και να «ξεπαγώνει» ανάλογα με τις ψυχολογικές δυνάμεις της στιγμής, από τη φασματική, ωστόσο, βασανιστική παρουσία των οποίων δεν θα μπορέσει ποτέ να απελευθερωθεί στη διάρκεια της δραματικής ζωής της. Το μικρό μοναχικό κορίτσι, που προσπαθεί να πετάξει τον χαρταετό της από το φωτεινό ψηλό παράθυρο, θα παραμείνει εγκλωβισμένο και ακινητοποιημένο στην καρέκλα του σκοτεινού δωματίου της, ευάλωτο, ευεπίφορο ίσως και πρόθυμο σε κάθε νέα ψυχολογική βία, σε κάθε νέα σωματική ποινή – αναφέρομαι στην πολύ καλαίσθητη και εύστοχη αναπαραστατικά εικόνα του εξωφύλλου της έκδοσης, από την Ηρώ Νικοπούλου.
Το «θεατρικό ψυχογράφημα» ή «ψυχολογικό δράμα» της Καίτης Βασιλάκου, όπως έχει χαρακτηριστεί στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, δεν είναι καθόλου ευχάριστο ως προς τη θεματική και την πλοκή του: εσωτερικός πόνος, μοναχικότητα, αβάσταχτες ενοχές, επώδυνες μνήμες, εγγενής αδυναμία κάθε απόπειρας για ευτυχία, κοινωνικός εγκλωβισμός περιγράφονται και βιώνονται στο έπακρο από την ηρωίδα του έργου, χωρίς να προβλέπεται ή να υποδηλώνεται οποιαδήποτε πιθανότητα διαφυγής και απελευθέρωσής της στο μεταδραματικό μέλλον. Το φωτεινό παραθυράκι είναι πολύ ψηλά και πολύ στενό για να επιτρέψει οποιαδήποτε άλλη πτήση, πέραν εκείνης του μικρού και ελαφρού χαρταετού. Ίσως σ' αυτόν τον μικρό χαρταετό, με τη βαριά καλούμπα, να υπάρχει τελικά η αμυδρή ελπίδα, σ' αυτόν τον χαρταετό της «ποίησης», της «τέχνης», του «θεάτρου», μέσα από τον οποίο μεταφέρεται λυτρωτικά από την ψυχή στο χαρτί, από το Εγώ στον Άλλο, η συμπυκνωμένη μαρτυρία. Μια μαρτυρία «γεμάτη από έλεο και φόβο», πολύ γερά ήδη τεκμηριωμένη δραματουργικά από την Καίτη Βασιλάκου, στην οποία θέλω να ευχηθώ, από τη μια μεριά, γενικά το δραματικό και λογοτεχνικό της έργο να έχει εντατική και εκτατική συνέχεια και, από την άλλη μεριά, το συγκεκριμένο θεατρικό κείμενό της, Σιμόν, να βρει κάποια στιγμή τη θεατρική ολοκλήρωσή του επί σκηνής. Να ενεργοποιηθεί, να φωτιστεί και να δικαιωθεί με τρόπους σκηνικά ευφάνταστους και ερμηνευτικά εύστοχους, τους οποίους τώρα ούτε η ίδια η συγγραφέας ούτε εμείς οι μεμονωμένοι αναγνώστες μπορούμε να φανταστούμε. Την εύχομαι θερμά αυτή τη θεατρική γέννηση της Σιμόν, γιατί την επιτρέπει, την προδιαγράφει και την αξίζει η κειμενική μήτρα της.







Κριτική του Αλέξανδρου Ακριτίδη στο "Αποστακτήριο" για τη "Σιμόν"

http://apostaktirio.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3347%3A2014-08-08-14-23-19&catid=28%3A2010-05-23-19-24-27&Itemid=57



Η Καίτη Βασιλάκου δεν είναι μια Λογοτέχνης που περιορίζει τη γραφή της σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη. Θέλοντας να δοκιμάσει νέους δρόμους, περνά με άνεση από την ποίηση, το διήγημα και τη νουβέλα στο δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό θεατρικό. Ο τίτλος αυτού «Σιμόν» και διαδραματίζεται σε τρείς πράξεις.

Ομολογώ πως με συνεπήρε, παρά την σκληρότητα και τον πόνο που αναδύει. Είναι ένα έργο-ψυχογράφημα με πρωταγωνίστρια μια ψυχικά άρρωστη γυναίκα. Παλεύει με το υποσυνείδητό της, το όποιο προσωποποιείται και συνομιλεί μαζί της ως δυο μόνιμοι συγκάτοικοί της. Βέβαια οι δικές μου γνώσεις δεν είναι επαρκείς για να απαντήσω, εάν πρόκειται για κατάθλιψη, για σχιζοφρένεια ή για κάτι άλλο. Πάντως, μέσα από τους διαλόγους διαφαίνονται διάφορα χαρακτηριστικά της ασθένειας της ηρωίδας, όπως οι παραισθήσεις, οι τύψεις, η απελπισία, η μοναχικότητα, έως και ο σωματικός πόνος.

Το υποσυνείδητο της Σιμόν ενσαρκώνεται σε δυο διαφορετικά άτομα. Σε έναν άνδρα που είναι αυστηρός μεν, αλλά κάπου κάπου προσπαθεί να την εμψυχώσει, και σε μια γυναίκα που την καταρρακώνει διαρκώς και την τιμωρεί. Αυτός ο αυστηρός θηλυκός ρόλος μπορώ να πω ότι ήταν αρκετά εύστοχη επιλογή εκ μέρους της συγγραφέως μιας και ταυτίζεται περισσότερο με το γενετήσιο φύλο της ηρωίδας. Παρατεταμένος ψυχικός πόνος και μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς όσο προχωρούν οι πράξεις του έργου, προχωρούν και οι μήνες. Μέσω των έντονων διαλόγων και των δυνατών σκηνών, η Σιμόν προσπαθεί και η ίδια να αποκρυπτογραφήσει τα αίτια της δυστυχίας της. Η συγγραφέας την βοηθά, μέσω των δυο φανταστικών “δεσμοφυλάκων” της, να σκάψει πόντο πόντο στα εσώψυχά της ώστε να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια, και γιατί όχι, να λυτρωθεί. Τα αλλεπάλληλα λάθη των γονέων της αλλά και η έλλειψη της δέουσας προσοχής για την δική της διαφορετική προσωπικότητα, είναι κάποιες από τις συνισταμένες που προκάλεσαν την ταραχώδη ζωή της. Αισθάνεται αποτυχημένη και κατώτερη των προσδοκιών των γονιών της. Εύστοχα επίσης τονίζει η συγγραφέας άλλες δυο παραμέτρους του προβλήματος. Πρώτον, πως συχνά τα άτομα με ψυχικά προβλήματα δεν αποδέχονται την πραγματικότητα και αρνούνται να προσφύγουν σε βοήθεια και δεύτερον πως συχνά αυτή η αποδοχή έχει να κάνει με το επίπεδο της μόρφωσης του ατόμου, καθώς, όσο πιο υψηλή είναι τόσο μεγαλύτερη άρνηση υπάρχει στην κατανόηση του προβλήματος.

Είναι αλήθεια πως κάποιες φορές νόμιζα πως έβλεπα με τα μάτια μου τις επίμαχες σκηνές και αυτό χρεώνεται ως επιτυχία για την συγγραφέα, που σαν να είναι έμπειρη σκηνοθέτης δεν αφήνει τίποτα να περάσει χωρίς τη δική της επίβλεψη. Κάθε λέξη, κάθε βλέμμα, κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση του σώματος, βρίσκεται κάτω από την αυστηρή καθοδήγησή της, προσδίδοντας στο έργο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Το κάνει δυνατό και σκληρό στα μάτια μας, όσο σκληρή είναι άλλωστε και η ίδια η ασθένεια. Μας κάνει να σκεφτούμε πως όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν στην διπλανή μας πόρτα, αλλά και γιατί όχι, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να χτυπήσουν και τη δική μας. Παρόλο λοιπόν το φανταστικό μέρος της εκτέλεσης του έργου, κυριαρχεί μια ρεαλιστική απόδοση του προβλήματος χωρίς καμία διάθεση για απόκρυψη ή αλλοίωση της πραγματικότητας.  Άλλωστε η Καίτη Βασιλάκου και σε προηγούμενα έργα της έχει εργαστεί σε βάθος με τις ψυχικές ασθένειες και φαίνεται να τις γνωρίζει καλά.

Εγώ να της ευχηθώ να δει αυτό το έργο της να παίζεται στο σανίδι, εφόσον αυτός είναι ο βασικός προορισμός ενός θεατρικού αλλά και η ηθική δικαίωση του συγγραφέα.



Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών










Κριτική στο "Στίγμα Λόγου" http://stigmalogou.blogspot.gr/2014/06/blog-post_27.html


Παρασκευή, 27 Ιουνίου 2014


"Νυχτώνει αργά" της Καίτης Βασιλάκου

Νυχτώνει αργά της Καίτης Βασιλάκου, μια ποιητική συλλογή αφήνει να διαφανεί από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχει εξέλιξη και πορεία. Το αν πρόκειται για μια πορεία σε ορισμένο χρόνο ή για μια παράλληλη και ταυτόχρονη εξέλιξη συναισθηματικών και συγκινησιακών φάσεων, θα κριθεί από την προσέγγιση που θα της επιφυλάξει ο αναγνώστης.

Το ελάχιστα σύνηθες και κατ’εξοχήν ταμπού είναι το γεγονός ότι σ’ αυτή τη συλλογή η οικογένεια, οι δεσμοί και οι αλληλουχίες βρίσκονται εξαρχής σε πρώτο πλάνο: το υποκείμενο της ποιήτριας,ο λόγος σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα παιδί. Και οι οικογενειακές σχέσεις δεν διαφαίνονται «ψυχαναλυτικά» αλλά ρεαλιστικά, το παιδί είναι υπαρκτό και είναι εκεί, πρωταγωνιστής και παρατηρητής πεπραγμένων, μάρτυρας ανήκουστων πραγμάτων. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια ισχυρά προσωπική ποίηση σε... οικογενειακό περιβάλλον. Το κέρδος αυτής της προσέγγισης είναι η ιδιαιτερότητα, και η απώλεια, ο εγκλωβισμός στο εσωτερικό εγώ και στο απόρθητο εμείς, μιας μυθοποιημένης οικογενειακής δομής από τις πλέον κλασσικές, σχεδόν αναμενόμενης.

Η αγωνία που διαφαίνεται στον στίχο, μέσα και πίσω από αυτόν, έχει να κάνει καθαρά με τη δυνατότητα της συνέχειας σε προσωπικό επίπεδο, με τα ατομικά όρια αλλά και τους εξωγενείς παράγοντες που τα διαμορφώνουν, με την επιτυχία ή μη της δημιουργίας μιας ατομικής συνείδησης. Το φάντασμα της αλληλεξάρτησης με τον οικογενειακό πυρήνα που πότε βαραίνει και πότε αποτελεί ζητούμενο κι επιθυμία, είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στο σύνολο της συλλογής, ακόμα και σε ποιήματα όπου το μείζον θέμα είναι ο χρόνος και το πέρασμά του, ο έρωτας, η συνύπαρξη με τον άλλο.

Παρόλα αυτά επικρατεί τελικά μια αίσθηση αναποφασιστικότητας από την ποιήτρια, όχι τόσο στην θεματολογία όσο στα εκφραστικά μέσα, όπως για παράδειγμα εδώ:

Και ξαφνικά η πόλη σώπασε
μόνο ένα σκυλί αλυχτά
έπειτα σταματά
σιγή απόλυτη.

Από την άλλη μεριά, η γλώσσα και γενικά το εννοιολογικό μέρος διέπονται από απλότητα που δεν καταλήγει σε υπεραπλούστευση, αλλά αντίθετα μετουσιώνεται σε αμεσότητα όσον αφορά την επικοινωνία με τον αναγνώστη: η ποιήτρια δεν χάνεται στους δαιδάλους της σκέψης, ενώ τα συναισθήματα και οι εμμονές, η αγωνία και η επιθυμία της είναι στοιχεία ορατά σε όλους. Όσοι από μας βρίσκονται κατά καιρούς αντιμέτωποι με κείμενα τόσο «εσωτερικά» που καταλήγουν να μην μας αφορούν, θα εκτιμήσουν την καθαρή ματιά της Καίτης Βασιλάκου.


Ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής:
Εδώ μαζί και οι τρεις
-μια ζωντανή
δυο πεθαμένοι-
αγαπιόμαστε
με πάθος και λατρεία
αγκαλιαζόμαστε
φιλιόμαστε
ένα γινόμαστε.

Όχι, δεν σας αφήνω
να μου φύγετε.
Μαζί μου εδώ θα μείνετε
μέχρι το θάνατό μου.

Μονάχο δεν αφήνουν το παιδί τους
οι καλοί γονείς.
Κρις Λιβανίου













 «Νυχτώνει αργά». 

Κριτική του Κώστα Τσιαχρή στο
http://neonbible.pblogs.gr/



«Η  τέχνη    ερμηνεύεται  μόνο  με  τέχνη»  Δημήτρης  Μυταράς

    Θα  ξεκινήσω  την  περιήγησή  μου   σε  τούτη  τη συλλογή  ανάποδα , απ' το  μικρό  στο  μεγάλο , απ' τη συγκίνηση  που άναψε  μέσα  μου ένα  συγκεκριμένο  κομμάτι αυτού  του  ποιητικού   κόσμου , για να  φτάσω  μετά  στη  συνολική  αισθητική  αποτίμησή  του . Γράφει  η  ποιήτρια  στο  ποίημα  «Τώρα»  : «Τώρα / εδώ στο  ενδιάμεσο  / όπου το  σώμα  ακόμα/ ανυποψίαστο / όπου  ακόμα  αθώο   / κι  απονήρευτο  /επιθυμεί /  εδώ , στο ενδιάμεσο  /που  η συνείδηση  γνωρίζει / τι  είναι  αυτό  που έρχεται /πόσο  μοιραίο είναι / και τρομαχτικό / στο ενδιάμεσο  αυτό  εδώ /  λέω στο  σώμα  μου : / Ετοιμάσου./Ο πόνος  και η ανημπόρια  σου / βρίσκονται  καθ' οδόν / Προσευχήσου / να είναι εύκολο  / το Τέλος». Ασφαλώς   δε  μεταγράφει  ποιητικά  κάτι  ανείπωτο   κι  η έκφρασή  της   δεν ακουμπά  τα  όρια  του  τολμηρού  , είναι  όμως  ανατριχιαστικά  αληθινή ,κι  εκείνες  τις σπάνιες  φορές  που  κατορθώνεται  να  συρρικνωθεί  σε τέχνη  η  αλήθεια  -μ' όσες  υφολογικές  ατέλειες -  γίνεται  αυθωρεί   η  πολιτογράφησή  της  στην  κατηγορία  της     αυθεντικής  δημιουργίας . Κι  εδώ , σ' αυτό  το  ποίημα ,  η εξομολόγηση  διαθέτει  την αιφνιδιαστική δύναμη του  γυμνού : όπως όταν  βλέπεις  ξάφνου να πέφτει το  σεντόνι  και ν' αποκαλύπτεται  η  γεωμετρία  του  ξένου  σώματος  ,που είναι  στην πραγματικότητα  τόσο ίδιο  με το δικό  σου . Για  να  προετοιμάσει  το σώμα  να  δεχτεί  ανώδυνα  το Τέλος , η  ποιήτρια    ξεδιαλέγει από  το σωρό  αναμενόμενες  λέξεις  ,αλλά τις  στοιχίζει   με  τρόπο  που  να  μεταφέρουν  σταδιακά  την ένταση . Όλα  λειτουργούν  πάνω  σε έναν  άξονα   κάθετο ,που τον  ορίζει   το  οδυνηρό   βίωμα  , και  εξίσου  οριζόντιο  , στον  οποίο  καταγράφονται  εν  είδει  στιγμιότυπων   , ψίθυροι  , απότομες  αποστροφές  προς  το εσύ και το εγώ , φευγαλέες   διαθέσεις  και στίχοι - μηνύματα . 

    Το  Τέλος  , με  την  αριστοτελική  και  με  την  υπαρξιακή  του διάσταση , στεριώνει  όλα  τα  ποιήματα  αυτής  της  συλλογής της  Καίτης  Βασιλάκου . Ακόμη  και  στην πρώτη  ενότητα , που   τιτλοφορείται  «Του  παιδιού» ,  όλα  μοιάζουν  σκηνοθετημένα   με  τρόπο  που  η  παιδική   αθωότητα  να  λοξοκοιτάζει  πάντα  το Τέλος   και  να  συνειδητοποιεί  το  βάρος ,προτού καν γευτεί  την ελαφρότητα [Αυτός  ο κόσμος  είναι  έτσι /έχει  φόβο , και  πόνο /έχει  δάκρυα /Το  παιδί  συμφωνεί / μαθαίνει /χτίζεται  σιγά-σιγά ].Σε  άλλο  σημείο  πάλι   η ποιήτρια απομυθοποιεί  το  αχανές  της  έκτασης  του  μέλλοντος  ,περιορίζοντάς  το  σε ένα  μικρό  πλαίσιο   που  περικλείει  τη λέξη  «θάνατος» [ Το  μέλλον  είναι  κάτι / απροσδιόριστα  τεράστιο  /που  ύπουλα  σιγά -σιγά μικραίνει/ μέχρι  που γίνεται   /πλαίσιο σκοτεινό / κι έχει  τη λέξη  «θάνατος»  εντός  του] . Τον  φόβο  του  θανάτου  δεν τον  αποποιείται  κι  ούτε στήνει  το  ίνδαλμα  εκείνο  της  προσωπικότητας  που  καμώνεται  ότι  καταπνίγει  αυτόν  τον φόβο  με τα  γιατρικά  της τέχνης . Κοιτάζει τη φθορά  κατάματα   κι  ανατριχιάζει  με το  τίποτα   που  κουβαλά  , όπως   εκείνο  το  κορίτσι   ,στην  «Έβδομη  σφραγίδα»  του  Μπέργκμαν ,που  υποφέρει  απ' την πανούκλα  κι ετοιμάζεται  να καεί στην πυρά . Όταν ο ιππότης την πλησιάζει  και τη ρωτά  τι βλέπει  τώρα που ετοιμάζεται  να  πεθάνει  , διαβάζει  στο  βλέμμα της  το  κενό.

       Αυτή  τη  δεύτερη  ποιητική της  διαθήκη ,η  Καίτη  Βασιλάκου  τη  δομεί   σε  πέντε  μέρη ,  σε   πέντε  φαινομενικά  διαφορετικές  θεματικές  προσεγγίσεις  της  ανθρώπινης   αδυναμίας  , που όμως  στο τέλος  συναντιούνται  στο  κοινό  , και γνώριμο για  τη γραφή  της  ποιήτριας , έδαφος  του  βιώματος .Ο  άνθρωπος  της  μικρής  ,και της ώριμης ηλικίας  , ο έρωτας , η μοναξιά  ,  ο χρόνος . Ένα  εσωτερικό  δράμα  ,ένας  εσωτερικός  περίπατος  σε πέντε  πράξεις  , με  εισόδια   και  εξόδια  κίνηση   σα  μικρά  χορικά  που τ' απαγγέλλει  και  τα εκτελεί  ένα  μόνο πρόσωπο που  εναλλάσσεται  σε  πολλούς  ρόλους  ,ένα  πρόσωπο  που ορχείται  και  πάλλεται  και  υπόσχεται  κάθαρση  που  τελικά  αναβάλλεται . Μια  συνεχόμενη  κορύφωση  από  το πιο  αθώο και  ανώδυνο    στο  πιο  σύνθετο  και  αλγεινό . Όπως  ακριβώς  το υπονοεί   και  ο  τίτλος  της  συλλογής : Νυχτώνει  αργά  : το  αλγεινό  είναι  αναπόδραστο , αλλά η πορεία  προς  αυτό  θα είναι  βασανιστική .

      Μέσα  σ' αυτό  το  ταξίδι   ,οι  ποιητικές  μορφές  που συνθέτει  η  ποιήτρια  , μοιάζουν  αδύναμες  να  φτάσουν  στην αυτολοκλήρωση , ζητούν πάντα  επιβεβαίωση  από τους  άλλους  , κινούνται  εύθραυστες  και  ατελείς  , τραγικά   υποτακτικές  .  Συναινούν    χωρίς  αντιρρήσεις  , χωρίς  καμιά  διάθεση  απόκλισης  από το πρότυπο  που  τους  ετοιμάζουν  οι  άλλοι  , υποκύπτουν   εύκολα  στην  υπερβολή ενός συναισθηματικού εκβιασμού . Πάντοτε  ο Άλλος , πάντοτε  το  Εσύ , πάντοτε  το  Γύρω   κι   Απέξω  και  Ξένο . [Ήρθες   Εσύ / κι απέναντί μου στάθηκες/ Πως  με θέλεις  ; ρώτησες / Σε θέλω  Αρχάγγελο  με τη  ρομφαία / με  βλέμμα  ανερμήνευτο / και  ν'αντηχεί   η φωνή σου / ως τους  εφτά  ουρανούς /Πως με  θέλεις ; /ξαναρώτησες ] . Και  πάντοτε  οι   μορφές   νομίζεις  πως   βρίσκονται  κάπου  έγκλειστες  .Άλλωστε  οι  κλειστοί χώροι  είναι  μια χαρακτηριστική  εμμονή  στην ποίηση  της  Βασιλάκου   , είτε  πρόκειται  για  ένα  δωμάτιο  είτε  για  μια  διάθεση  που   ξετυλίγεται  μέσα   σε  συγκεκριμένα  όρια  είτε  για  μια  στοιχειωμένη  ζωή  που  κλέβει  τροφή  από  τα  φαντάσματά  της . Στην  πραγματικότητα   επεκτείνει  το  καβαφικό  μοτίβο   του  έγκλειστου  όντος  που  απορροφημένο  από  την  εσωτερική  κίνηση   αδυνατεί  να   ακούσει    και  να  αντιληφθεί   την  εξωτερική  κίνηση  [Έτσι   δεν άκουσα / ήταν  αδύνατο ν' ακούσω/ τη βουή / τον πάταγο του  χρόνου / που τα σάρωνε όλα ] .

     Το  παιδί  στην πρώτη  ενότητα  , σύμβολο    του πρωτοφανέρωτου ,  φτιάχνει  μια  δική του  ζωή,  που  την ορίζει  η  συνεχής  κίνηση  ανάμεσα  στα  μάτια  του  και  στο  ταβάνι  του  δωματίου ,εκεί  που ο  ασβέστης  μετατρέπεται   σ' ένα  ιδιόμορφο  θέατρο  σκιών   και  παριστάνει   με  αδρά  σχήματα  την  παρακαταθήκη   των  μεγάλων  :  τη  μοναξιά , την  αδιαφορία , την  παράνοια  του  καθημερινού . Η  όραση   μέσα  σ' αυτό  το πλαίσιο  έχει  έναν  αποκαλυπτικό   ρόλο   κι  η δύναμή  της  φαίνεται  να  ωριμάζει  σταδιακά , για  να  γίνει  στο  τέλος  κατευθυντήριος  μοχλός  της  ενηλικίωσης , του  ξεκλειδώματος  του  κόσμου   των μεγάλων  και  της  ηδονής   .Το  παιδί   ξετυλίγει  πιο  γρήγορα  τις  κορδέλες  της  ηλικίας  κι ανακαλύπτει  μέσα  στο  κουτί  τις   ψηφίδες  που  μετατρέπουν  τη φαντασίωση  σε πράξη .[Σας  βλέπω /Σπάνε  τη μύτη μου /οι οσμές   απ' τα υγρά  σας / δυο-δυο /δυο-δυο/ αναστενάζετε /δυο-δυο/ δυο-δυο/γραπώνετε  την ηδονή /μη σας  ξεφύγει / δυο-δυο/ δυο-δυο/περνάτε  στον παράδεισο /για  λίγα  δευτερόλεπτα]

      Οι  μεγάλοι  προβάλλονται   συναισθηματικά  ανοχύρωτοι , απαιτούν  διαρκώς  από  τα  παιδιά  τους  να  κλείνουν   εκείνα  τις  ρωγμές  τους , να συμπάσχουν  και να  συντάσσονται  με  τον  τρόμο  τους  απέναντι   στο  επερχόμενο  τέλος .[Όχι  δεν σας αφήνω /να μου φύγετε /Μαζί μου  εδώ θα μείνετε /μέχρι το θάνατό μου]  Αιωρούνται  ανάμεσα  στο   εξωανθρώπινο  και  στο  ενδοανθρώπινο , στο  αντικείμενο και στο   υποκείμενο, στην  απόσταση  και  στο  πλησίασμα .Και  πάντα  το  δεύτερο  προσπαθεί  να  εξευμενίσει  το  πρώτο .[Ηχεί  παράξενα  η  φωνή μου /μέσα στο  άδειο σπίτι /όταν  μιλώ με τις σκιές μου/Εκείνες   δε μιλούν /Κάθονται  στις  γωνίες /ακούν /σκέφτονται αλλόκοτα/ Προσπαθώ  να  είμαι   καλή  μαζί τους /κομμάτια  γίνομαι /να τις  ευχαριστήσω ] . Έπειτα  απωθούν  τα  φαντάσματά  τους  για  λίγο ,μέχρι  να  ξυπνήσει  και  πάλι  η  εσωτερική  ένταση. Τότε  φαντάσματα  και  εγώ   μπερδεύονται  αξεδιάλυτα  σ' έναν  διπλό   ρόλο :   του  παρατηρητή και  του  πρωταγωνιστή .  [Και  τώρα  είναι  ώρα / να  φεύγετε  σιγά-σιγά /να πάτε  πίσω /στα αραχνιασμένα  σας  υπόγεια /να γίνετε  ξανά  ασώματες  σκιές /να  κοιμηθείτε / Πάλι  όταν το αίμα  μου  / θα φορτωθεί  καινούργιο  δηλητήριο / εσείς  θα  ανοίξετε  τα  μάτια  /αθόρυβα θα  ανέβετε  τις  σκάλες ].

   Ο  έρωτας  μοιάζει  με  διάλογο  ανάμεσα  σε  μία  επίμονη    ερώτηση  και  μιαν  εγωκεντρική  αναπαράσταση  του  ιδεατού  ποθητού   όντος  . Πώς με θέλεις ;  Πως με θέλεις; Σε  θέλω ....σε  θέλω ....Ο διάλογος   είναι  ωστόσο  από την αρχή  ,από  το  ύφος και το  είδος  της ερώτησης , υπονομευμένος .  Φαντάζει  περισσότερο  ως  αγωνιώδης  μονόλογος   με τον  οποίο  το  εγώ   συστήνεται . Σε  μια  δεύτερη  εκδοχή   ο έρωτας  ανοίγει  την  αγκαλιά  του  στον  πόνο  και  πορεύονται   σα  ζευγάρι  μέχρι  την  αιωνιότητα [Η  ευτυχία  μου έχει  μια ποιότητα πόνου / Ταξιδεύω στην κόψη του  ξυραφιού  / και  φτάνω κομματιασμένη  στον  παράδεισο ] .Η  μοναξιά  πάλι  μετατρέπεται  σε  δραματική  μορφή  ,  σε ζώσα  κίνηση  που  συμπληρώνει  ή μήπως  αναιρεί [;] τη  βασιλεία  του   εγώ [Η  μοναξιά  είναι  απαλή  /σαν χάδι  αγαπημένου /είναι  ευγενική διακριτική / Σε κάθε  κάμαρη   σε υποδέχεται  σεμνά / έτοιμη πάντα / να υπηρετήσει τις  επιθυμίες  σου] .Γίνεται  αφορμή  για  εσωτερική δράση , για  επικοινωνία  με ένα  ακριβοθώρητο  είδος  ομορφιάς  [κι  εγώ  ολομόναχη στον κόσμο / να ακουμπώ   στο τζάμι / να βλέπω /πώς η μέρα ξεψυχά  χωρίς  παράπονο /πόσο  όμορφα  κατεβαίνουν  τα σκοτάδια  /να  υποδέχομαι  τη νύχτα  /ανάβοντας  ένα  παλιό  λυχνάρι ].Παίρνει  την όψη  των κρύων τοίχων τους  οποίους  χαϊδεύει  το εγώ  και  στους οποίους  λέει  ωραία  λογάκια.

   Στην  τελευταία  ενότητα  το  σώμα  παλεύει  με το  χρόνο .Το  ανεκπλήρωτο  παρακολουθεί  αυτό  που  εκπληρώθηκε  χωρίς  εκείνο .Το  σώμα   διεκδικεί   :  η κάτι που να δίνει  νόημα  ή τέλος [Δε  θέλω /μου λέει  το σώμα  μου /βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια / Αν άλλο τίποτα  δεν έχεις  να μου δώσεις /μη με ταλαιπωρείς /άσε με να  σαπίσω ].Οι  σκιές  σα  μοίρες  παρακολουθούν κάθε άστοχη  κίνηση , εκμεταλλεύονται  κάθε  αδυναμία , για  να καταστήσουν   οριστική την  πορεία  προς  το  τέλος [Απλώθηκαν οι σκιές /πιάσανε  τις  γωνίες  /στέκονται  τώρα  ύπουλα /Λίγο  το βλέμμα  σου /να αποτραβήξεις /εκείνες  έχουν κάνει  /ένα  ακόμα  βήμα / Σου λένε   : /Στένεψε  ο καιρός /δεν προλαβαίνεις πια /να διορθώσεις  τίποτα / Σου λένε : / Σε λίγο  /θα  σ' αγγίξουμε /  ετοιμάσου ].Και  κάπου  προς  την  έξοδο , μια  απλή  αριθμητική  πράξη   μετατρέπεται  σε  κλειδί   διαφορετικής   ερμηνείας  του  κόσμου  και της  ανθρώπινης  ύπαρξης  στα  διαφορετικά   στάδια  της  ζωής  της :  από το  απόλυτο  [δύο και  δύο ίσον τέσσερα ]  , στο  σχετικό  [το  δύο  συν   δύο  μας δίνει  τρία ή πέντε ]  κι έπειτα  στο  καθολικό  [δύο  συν δύο  ίσον  άπειρο  ]  και τελικά στο τίποτα [δύο συν  δύο ίσον  τίποτα ]  .

    Γράφει  κάπου  ο  Δημήτρης  Μυταράς  : «Η  τέχνη   δεν  προοδεύει  ποτέ , μην τη συγχέουμε  με  την   επιστήμη , απλώς αλλάζει  πρόσωπα  και  τρόπους , για  να πει  κάθε  φορά  τα ίδια  πράγματα»  και  κάπου  αλλού στο ίδιο πνεύμα  ο  Σωτήρης  Σόρογκας  «Διότι  οι  ποιητές  ποτέ  δεν παύουν  να  ανανεώνονται  , ακόμη  και όταν  χρησιμοποιούν  ξανά  το μέτρο  , την ομοιοκαταληξία ή τα  παραδοσιακά  επινοήματα» .Κι  είναι  πράγματι  έτσι . Η  νέα  τέχνη  γεννιέται   μέσα  απ' τις  σάρκες  της .Είναι  πάντοτε  ο ίδιος  σπόρος  αλλά  καθώς  κυλάει  από  λιπαρό   σ' εξίσου  λιπαρό  χωράφι   ,βγαίνει  στο  φως   ως καρπός  με αλλιώτικη  γεύση . Ένας  τέτοιος   καρπός  είναι  κι   η ποίηση  της  Καίτης   Βασιλάκου  .

  
                                           Κώστας  Τσιαχρής











Κριτική της Χλόης Κουτσουμπέλη στο λογοτεχνικό περιοδικό Θράκα για την ποιητική συλλογή : «Νυχτώνει αργά».

ΚΑΙΤΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ: Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΕ ΚΑΘΟΛΙΚΟ


Το βαθύ παιδικό τραύμα πληγή, οι γονείς που κουβαλάμε μέσα μας ακόμα και μετά τον θάνατό τους και μας καθορίζουν, ο έρωτας πόνος, η μοναξιά ως πλανήτης και πατρίδα, ο χρόνος και το φευγαλέο της ύπαρξής μας, η ημερομηνία λήξης, η έλλειψη νοήματος, οι σκιές που μας περιτριγυρίζουν, δηλαδή όλα τα αιώνια θέματα που απασχόλησαν διαχρονικά την ποίηση αποτελούν τον άξονα αυτής της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Καίτης Βασιλάκου με τίτλο ΝΥΧΤΩΝΕΙ ΑΡΓΑ, εκδόσεις Μανδραγόρας 2014.
Χωρισμένη σε πέντε ενότητες η συλλογή αποτελείται από τριάντα εννέα ποιήματα, η πρώτη ενότητα με τίτλο Του παιδιού περιλαμβάνει εννέα ποιήματα, η δεύτερη με τίτλο Των μεγάλων οκτώ, η τρίτη των Ερώτων μόλις δύο, αυτή της Μοναξιάς έξι και τέλος του Χρόνου δέκα τέσσερα.
 Πεζογράφος κυρίως η Καίτη Βασιλάκου με τέσσερις συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό της εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή το 2012 με τίτλο Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…όπου πολύ πετυχημένα μιλάει για την διαδικασία της ψυχανάλυσης, για την μεταβίβαση, για την τόσο πολύπλοκη σχέση πάθους έρωτα και μίσους που καλλιεργείται στην πορεία ανάμεσα στον ψυχαναλυμένο και τον ψυχαναλυτή. Παρόλο που το θέμα αυτής της συλλογής ήταν πιο εξειδικευμένο, η ποιήτρια κατάφερε να το αποδώσει σε όλες του τις διαστάσεις έτσι ώστε να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία και το βαθύτερο κενό σε όλη την καθολική τους διάσταση.
 Εδώ στην δεύτερη αυτή συλλογή η θεματολογία γίνεται πιο ευρεία αλλά και πιο βαθειά, απλώνεται και οριζόντια και κάθετα. Καλύπτει από ό,τι φαίνεται και από τους τίτλους των επί μέρους ενοτήτων όλο τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής από την παιδική ηλικία ως κυρίαρχη ανάμνηση και ανεξίτηλο σημάδι ως το υπαρξιακό εναγώνιο ερώτημα του επερχόμενου τέλους, το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα πού πάμε, γιατί τελειώνουμε, πόσο ακόμα, τι θα απομείνει από μας.
  Το ποιητικό υποκείμενο γυρνά στον χώρο του αρχικού τραύματος, γίνεται πάλι παρατηρητής, καταγράφει, περιγράφει, νιώθει ξανά την απώλεια, αναβιώνει, πονάει αλλά και συναντά την αιτία, την προέλευση της πληγής, στο πλαίσιο μίας αυτοανάλυσης εξερευνά την σχέση με τους γεννήτορες, ψηλαφίζει την μοναξιά, την έλλειψη νοήματος στις τυπικές σχέσεις και συναναστροφές, προετοιμάζεται για το Τέλος, κάνει μία ανασκόπηση και προσπαθεί να βρει πότε κτίστηκαν τα τείχη που το περιτριγυρίζουν, πότε και γιατί έγινε η αποκοπή, διερευνά την απομόνωση αλλά και την ανθρώπινη μοίρα.
 Ήδη και από την προηγούμενη συλλογή της η ποιητική της γραφή είναι καθαρή, λιτή, συμπυκνωμένη, χωρίς φιοριτούρες και μελοδραματικές κορώνες και κυρίως γνήσια και εξομολογητική. Δεν ενδιαφέρεται ούτε να εντυπωσιάσει ούτε να συγκινήσει τον αναγνώστη και γι αυτό κατορθώνει και τα δύο.
  Αυτή η συλλογή ποιημάτων της Καίτης Βασιλάκου είναι εντελώς προσωπική. Με μία γραφή δουλεμένη και πια ξεχωριστή, έχοντας διαμορφώσει το δικό της ύφος και χρώμα, αφηγείται την προσωπική της ιστορία με μία σπαρακτική ειλικρίνεια. Όμως και αυτό είναι το πιο σημαντικό κατά κάποιο τρόπο δεν είναι η δική της ιστορία. Μας οδηγεί όλους έναν προς έναν στην αρχική πληγή και ύστερα μας ταξιδεύει στο βάθος και στην δική μας απώλεια, έτσι ώστε στο τέλος αφηγείται την δική μας ιστορία, γινόμαστε ταυτόχρονα αναγνώστες και ποιητικό υποκείμενο μαζί.
  Μία ποιητική συλλογή που αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί.











Κριτική στην ποιητική μου συλλογή "Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου...", εκδόσεις Μανδραγόρας.


 Καίτης  Βασιλάκου: Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου - Κριτική

Γνωρίσαμε την Καίτη Βασιλάκου ως μία ευφάνταστη διηγηματογράφο που κατορθώνει με το έργο της να αναποδογυρίσει την πραγματικότητα και να προτείνει μιαν αναπάντεχη εκδοχή του αληθινού . Με τη συλλογή «αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» δοκιμάζει να εισέλθει με πολύ προσεκτικά και μελετημένα βήματα στο ναρκοπέδιο της ποίησης ,γνωρίζοντας πολύ καλά με τη λογοτεχνική της πείρα πώς να αποφεύγει τις νάρκες της εκζήτησης και του εντυπωσιασμού .
Επιλέγει συνειδητά μια πορεία λιτής αποτύπωσης των εσωτερικών της συγκρούσεων και προσγειώνει την ποίηση σε μικρά καθημερινά εδάφη .Από κει αρπάζει βιαστικά τα πιο ευτελή υλικά κι απογειώνεται ύστερα στο ύψος μιας οδυνηρής προσωπικής εμπειρίας ,που κατορθώνει ωστόσο να υπερβαίνει το ατομικό και να εγγράφεται στο μυαλό του αναγνώστη ως κάτι το καθολικό και διαχρονικό . Συχνά μάλιστα η ποιήτρια χειρίζεται την εκφραστική λιτότητα ως ένα εργαλείο ειρωνείας , ως ένα ξόρκι που της επιτρέπει να κρύψει μέσα στις απλούστερες λέξεις τις πιο βασανιστικές εμμονές . [Προσοχή /εδώ είναι ναρκοπέδιο / όχι πως δεν θέλω / να γίνω κομμάτια μπροστά σου /Αλλά το αφήνω αυτό γι’ αργότερα ].
Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα , θαρρείς εξομολογήσεις που διακόπτονται από επίμονες ενοχές , σύνολα στίχων που αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους μέσα σε μιαν ολοκληρωμένη εμπειρία , αλλά παντού υπάρχει κάτι το εύθραυστο , κάτι που απειλεί ν’ ανοίξει και να φανερώσει ένα κομματιασμένο σύμπαν [ Σου μιλώ /Όλα είναι ήσυχα και σοβαρά στο χώρο / Επιστημονικά /Ψύχραιμα /Προσεχτικά /Με περισσή φροντίδα /Μη σπάσουν ξαφνικά τα ράμματα / κι ανοίξουν οι ρωγμές].
Θα τολμούσα να πω ότι το ύφος αυτών των ποιημάτων παραπέμπει σ’ έναν δραματικό ρεαλισμό που λοξοκοιτάει συχνά προς το ιδεατό και προσαρμόζεται απόλυτα , με τον επίμονο και σίγουρο λόγο , στην επιλογή της ποιήτριας να συμφύρει το καθημερινό με το ουτοπικό , το απτό με το άπιαστο , το χωματένιο με το αέρινο [Θέλω να σβήσει κάθε ήχος /και μια σιγή από άλλους ουρανούς / να επικαθήσει πάνω στο κορμί μας / να διηθηθεί / ν’ αλλάξει την πορεία του αίματός μας ],το βίωμα με την παραίσθηση [Γλιστρώ σε παραισθήσεις / γλιστρώ σε οράματα / ερμηνεύω λάθος τα πράματα /Φτιάχνω μες στην ανελέητη έρημο / μια μικρή σκιά / και χώνομαι από κάτω ].
Κυριαρχεί επίσης το στοιχείο της εξομολόγησης σε μια πανταχού παρούσα φωνή , έτσι που κάθε ποίημα να μοιάζει με το πρώτο βήμα για το ξεκίνημα ενός διαλόγου , με έναν μονόλογο – δόλωμα για να δελεαστεί ο υποτιθέμενος ακροατής . Σε όλους αυτούς τους μονολόγους περιφέρεται κάτι το απροσδιόριστο , το απρόβλεπτο .Οι στίχοι παραμονεύουν για να σε μαχαιρώσουν πισώπλατα .
Μια διαρκής κατάσταση αναμονής προκαλεί σύγχυση . Εκεί που ο έρωτας έρχεται να ταξιδέψει για λίγο τις αισθήσεις σου , εκεί εμφανίζεται μια λέξη , ένα ερωτηματικό , ένα κενό , για να σβήσει απρόοπτα τη μαγεία και να τη μεταβάλει σε αγωνία [Θέλω να σου πω λόγια αγάπης / αλλά μπερδεύονται στη γλώσσα μου μαχαίρια ].Κι όταν πάλι η ποιήτρια παλεύει να βάλει σε τάξη τα θηρία της , μένει κανείς με το αναπάντητο ερώτημα αν η πάλη αυτή είναι πραγματική ή αν απλώς αποτελεί ένα πρόσχημα , για να προκαλέσει τα θηρία περισσότερο , απολαμβάνοντας αυτόν τον αδυσώπητο σπαραγμό των συναισθημάτων της [Να το αφήσουμε , λέω , έτσι το θηρίο/με τις σπασμένες αλυσίδες του /να δούμε ως που θα φτάσει/πόσες φορές θα με καταβροχθίσει ].
Έπειτα ,σε πολλά ποιήματα διακρίνεται μια φωνή που απευθύνει ένα επίμονο κάλεσμα για ερωτική διέγερση .Η εμμονή αυτή μάλιστα μου θυμίζει τον ποιητικό κόσμο μιας άλλης εκλεκτής ποιήτριας , της Αλεξάνδρας Μπακονίκα .Συνήθως όμως το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ερωτικό προσκλητήριο, μένει πάντοτε αδρανές ή κατώτερο των προσδοκιών του ποιητικού υποκειμένου, ανίκανο να σταθεί στο ύψος της δικής του ηδονής [Όταν εγώ θα μεταμορφωθώ /σε ορμητικό ποτάμι ηδονής / εσύ θα στρέψεις παγερά / αλλού την κοίτη μου] [Εσύ έμεινες πίσω / δεν παρέλαβες τίποτα / Στέκεσαι ακίνητος στο έρημο τοπίο / σαν ένα σκιάχτρο / μια μίμηση ζωής ]. Επιπλέον , η περιήγησή της στα τοπία του έρωτα , αφορά τις πιο σκοτεινές εκδοχές του .Η αγάπη παρουσιάζεται ως μία διαρκής αναστολή [Αγαπώ/ σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου], το ιδανικό του πλατωνικού έρωτα απομυθοποιείται ,όταν το σώμα αδύναμο από τα γηρατειά διστάζει πια να γευτεί τη δύναμη του σαρκικού έρωτα [Πλατωνικές αγάπες / ταιριαστές /για κυρίες κάποιας ηλικίας ….Πλατωνικές αγάπες / εξευτελιστικές /που ταπεινώνουν/ το αγέρωχό τους φρόνημα] , οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των ερωτικών σχέσεων είναι αποκαλυπτικές : ναρκοπέδιο , καρφιά , κομμάτια , μαχαίρια , θηρίο , τραύμα .
Το δε ποιητικό υποκείμενο παραδέχεται την αδυναμία του να αγαπήσει με τρόπο γνήσιο και ευθύ [Σ’αγαπώ / με μια αγάπη στρεβλή / μια αγάπη λειψή /μια αγάπη για πέταμα ], χρησιμοποιεί τα καρφιά ως σύμβολο της ανάγκης να παγιδεύσει κοντά του το αγαπημένο πρόσωπο [Άπλωσα τα καρφιά μου στο τραπέζι / Έχω απελπιστεί/Τίποτα δε θα γίνει , τίποτα/Έτσι αιώνια θα στέκεσαι απέναντί μου] ,βρίσκεται άλλοτε σε μια κατάσταση ανεπάρκειας να διαχειριστεί τα συναισθήματά του [Όσο κι αν μ’αγαπάς , θα κομματιάζομαι / Κι αν μ’ αγαπήσεις , πάλι θα κομματιάζομαι] κι άλλοτε αισθάνεται μια διαβολική βεβαιότητα ότι ελέγχει το αντικείμενο του πόθου , το θύμα του [Σ’ έχω /Ό,τι κι αν κάνεις εσύ / εγώ σε έχω /Με το δικό μου τρόπο /σε κρατώ εδώ μέσα].
Άξιο παρατήρησης είναι το γεγονός ότι η ποιήτρια ξετυλίγει με τέτοιο τρόπο τον ποιητικό της λόγο ,ώστε να δίνει την εντύπωση πως είναι ταυτόχρονα μέσα κι απέξω απ’ το βίωμα , παθών και παρατηρητής ,ενώ δε διστάζει να αντιστρέψει τη διαδικασία της παρατήρησης , έτσι που το μέσα να παρατηρεί το έξω ή και την άλλη όψη του εαυτού του [Κλαίω/πάλι κλαίω /Και η λογική μου / σταμάτησε να με σαρκάζει /με παρατηρεί αμήχανη /δεν ξέρει πώς/ να μου συμπαρασταθεί].
Κι ενώ σχεδόν σε όλη τη συλλογή υπάρχει ένα είδος δράσης που την κινούν οι επιθυμίες και οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του ποιητικού υποκειμένου για ικανοποίηση της διέγερσής του , προς τα τελευταία ποιήματα το σκηνικό αλλάζει .Διακρίνεται μια στάση παραίτησης , οριστικής απόσυρσης από το επιθυμητό κι από το περιπετειώδες [Θέλω τη στέρεη σιγουριά του τίποτα/ της άδειας μέρας] , λέξεις και φράσεις που περιγράφουν την ακινησία [θα έχουν πάλι όλα πετρώσει , ακίνητο , τίποτα , καθόλου δεν πονάω πια ], στίχοι που μαρτυρούν την ανακούφιση για την αναβολή της πραγμάτωσης ενός οδυνηρού ενδεχόμενου .
Η Καίτη Βασιλάκου , στην πρώτη της ποιητική εξόρμηση , απαλλάσσεται από το κόμπλεξ της φόρμας , γράφει ανεπιτήδευτα , ουσιαστικά και αληθινά . Μεταγγίζει στους στίχους της ,μ’ έναν τρόπο ειλικρινή και δίχως την παραμικρή ενοχή , τις διαστροφές , τους παραλογισμούς και τις ακροβασίες των αισθημάτων της.
Κώστας Τσιαχρής

Η κριτική αναρτήθηκε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ποίησης "Ποιείν"





ιδεόστατο
Η Καίτη Βασιλάκου απαντά στο ερωτηματολόγιο του Προυστ.




Συνέντευξη στο Αποστακτήριο.





Συνέντευξη στο Portal.gr






ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ  ΤΑΞΙΔΙ



Κατερίνα Θεοδωράτου, θεατρολόγος


Καίτη Βασιλάκου
«Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…»
Μανδραγόρας, 2012

Η ποιητική συλλογή «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…», πρώτη ποιητική δημόσια εμφάνιση της Καίτης Βασιλάκου, εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη νουβέλα Αγαπημένε μου ψυχίατρε, ενώ έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων: Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ το 2008, Οι πόρτες το 2010 και Ο τέταρτος κλώνος το 2011.
Η πρωταρχική αίσθηση που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας την ποίησή της, είναι ότι διανύει την απόσταση ανάμεσα στη γνωστή ρήση του Σεφέρη ότι η ποίηση έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη ανάσα και σ` εκείνο που είχε πει ο Τ. Λειβαδίτης: Από τότε που έγραψα τον πρώτο στίχο μου, ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα…
Από τα έγκατα μιας βαθιάς, αγωνιώδους ανάσας ξεπηδάει η ποίηση της Καίτης Βασιλάκου, μιας ανάσας που γίνεται άλλοτε στεναγμός, άλλοτε ρόγχος, άλλοτε κραυγή-επίκληση στη Ζωή κι άλλοτε υποταγή σε μια πανίσχυρη ενόρμηση θανάτου. Το πιο συνταρακτικό είναι ότι αυτές οι δύο αρχέγονες δυνάμεις που ορίζουν το ασυνείδητο, η ερωτική ορμή-κατάφαση στη ζωή και το ένστικτο θανάτου ως αυτοκαταστροφική ενόρμηση, συναρτώνται και συμφύρονται ακατάλυτα μέσα στον απόλυτο ανεπίδοτο έρωτα: τον έρωτα μιας γυναίκας για τον ψυχοθεραπευτή της.
Αυτός είναι ο θεματικός πυρήνας της συλλογής, ο κορμός από τον οποίο ωστόσο εκπορεύονται άπειρες διακλαδώσεις: Τα πάντα, αξίες, συναισθήματα, σχέσεις, επαναπροσδιορίζονται μέσα από αυτόν τον έρωτα – καθρέφτη, για να αποκτήσουν μια νέα υπόσταση, ή να καταρρεύσουν οριστικά και αμετάκλητα.
Μέσα σ` αυτό το πάθος, το σαρκοβόρο και ζωοδόχο μαζί –πάνω σ` αυτό το δίπολο ζωής και θανάτου ισορροπεί όλο το έργο- γίνονται παρανάλωμα όλα όσα καθορίζουν και σηματοδοτούν το βίο. Η κανονικότητα της καθημερινότητας υπονομεύεται: [Θα είχαν παιδιά / ένα σπίτι με βιβλιοθήκη / με cd / με dvd ] γράφει η ποιήτρια, και αλλού [οι άλλοι κατά τα ειωθότα / εγώ στο άηθες] Η συμβατική, ασφαλής ευτυχία απαξιώνεται: [Εμείς οι λίγοι / οι εκλεκτοί της Διαφοράς / σημαδεμένοι ανεξίτηλα κι αθέλητα / θα υπομείνουμε τις ευτυχίες σας]. Το απόλυτο Εν, ο κεφαλαίος Έρωτας ζητά επιτακτικά, νιτσεϊκά τη δικαίωσή του απέναντι στις ανάπηρες «ευτυχίες».  Η στοργή και το θάλπος της σχέσης με τη Μητέρα ανασκευάζεται ανελέητα: [Μαμά / θα έκλαιγες / αν ήσουν κάπου σε μιαν άκρη / κι έβλεπες / το έργο των χειρών σου / Εμένα] Ή στο βαθύτατα πικρό και σαρκαστικό [«Οι άνδρες περνούν μαμά» / μόνο εσύ μένεις τελικά / να μας παρηγορείς με το μαστίγιο]. Αισθήματα «καθώς πρέπει» όπως η συμπόνια, απορρίπτονται σαν ξένο σώμα: [Όχι, δεν θέλω / τη συμπόνια σου, / τον ανακλαστικό σου οίκτο. / Συμμέτοχο σε θέλω / στην εξαίσια οδύνη μου] Έξοχος πραγματικά επαναπροσδιορισμός και νοηματοδότηση του αρχαϊκού όρου «συμπάθεια». Η λογική καταρρέει: [Και η λογική μου / σταμάτησε να με σαρκάζει / με παρατηρεί αμήχανη]. Όλα διαλύονται σε ένα φλεγόμενο ποιητικό Σώμα.
Στίχο προς στίχο, λέξη προς λέξη δρομολογείται μια αργόσυρτη και αβάσταχτα οδυνηρή τελετουργία κάθαρσης μέσα από τη βαθμιαία αυτεπίγνωση: [Να το αφήσουμε λέω αυτό / τελείως να ξεδιπλωθεί] και αλλού [Τα δάχτυλά σου στις ουλές μου / και τώρα ξέρω / Τίποτα δε θα είναι όπως πριν] Αυτή η κατάδυση όμως στα βάθη του εαυτού, αυτό το πέρασμα της Αλίκης μέσα από τον καθρέφτη, είναι αμφίβολο αν θα σημάνει κάποιου είδους λύτρωση. Η γυναίκα–«Εγώ» των ποιημάτων είναι μια αντεστραμμένη Αλίκη, που βυθίζεται όχι στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά στη χώρα του ασυνείδητου, του Id, μια χώρα σκοτεινή, δυστοπική, χωρίς εξασφαλισμένο εισιτήριο επιστροφής. Εδώ η κάθαρση ταυτίζεται ενίοτε με την καύση: [Από τα σκοτεινά διάκενα πετάγονται / άγριες γλώσσες φωτιάς] άλλοτε με την έκθεση του αθέατου και ανεπίγνωστου στο φως, ως σαρκοβόρου θηρίου: [Να το αφήσουμε, λέω, έτσι το θηρίο / με τις σπασμένες αλυσίδες του / να δούμε ως πού θα φτάσει / πόσες φορές θα με καταβροχθίσει / μέχρι να χορτάσει]. Αλλά κάθε κάθαρση περνάει σταθερά μέσα από την οδύνη, μια οδύνη ορμητική, τρικυμιώδη, ενσωματωμένη σε μια άγρια ηδονή. Σπάνια η παρήχηση ηδονής – οδύνης έχει ακουστεί τόσο εκκωφαντική στον ποιητικό λόγο. Στην ποίηση της Βασιλάκου, τα δύο αισθήματα – δυνάμεις διαγράφουν τεθλασμένη πορεία, τέμνονται και εφάπτονται αλλεπάλληλες φορές, συχνά αντίρροπα, εν τέλει ομόρροπα. Είναι η αντεστραμμένη εκδοχή της χαρμολύπης, σ` εκείνη τη δύσβατη περιοχή της ύπαρξης όπου ο εαυτός εμφανίζεται γυμνός και άοπλος από κάθε πρόσχημα, κάθε ζωτικό ψεύδος και modus Vivendi, εκεί που η ψυχή έρχεται αντιμέτωπη με το δαίμονά της.
Με αυτό το αθέατο κομμάτι του είναι τάχθηκε να αναμετρηθεί η ποιήτρια. Ο λόγος της, κοφτερός σα μαχαίρι, βυθίζεται ως το κόκκαλο, χωρίς αναισθητικούς εξωραϊσμούς, χωρίς λεκτικά τερτίπια και ακροβασίες. Με μια γλώσσα γυμνή, ψυχρή και μαζί πυρέσσουσα, κυνική και ανηλεώς ειρωνική αλλά και εύθραυστα διάφανη, ανατέμνει άφοβα τους δαίμονές της και τους δαίμονές μας. Φράσεις σύντομες, ασθμαίνουσες, εξπρεσιονιστική εικονοποιία –σπάνια συναντά κανείς τόσο εύστοχη «εικονογράφηση» ψυχικών καταστάσεων- και ένας θυελλώδης ερωτισμός που εκλύεται σχεδόν από κάθε λέξη, σπαρακτικά ανεπίδοτος, για να μας θυμίζει ότι το ανεκπλήρωτο είναι αυτό που δυσκολότερα σβήνει και ευκολότερα μας στοιχειώνει. Γραφή κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη, σκληρά εξομολογητική, απομυθοποιητική, δε συγκαλύπτει τίποτα, ούτε στρογγυλεύει τις αιχμές. Το Εγώ στέκεται αμείλικτα απέναντι στον εαυτό του, τον αντικρίζει και τον εξερευνά με χειρουργική ακρίβεια, ό,τι κι αν αυτό επισύρει, και παράλληλα, η σκληρή αυτή εξομολόγηση – ανατομία συμπαρασύρει και τον αναγνώστη, που την οικειοποιείται άμεσα, τον καλεί προκλητικά να αντιμετωπίσει και τα δικά του φαντάσματα, και αν όχι να διαλύσει, πάντως να ορίσει τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις. Ένα τελετουργικό αποκάλυψης, κάποτε εφιαλτικό, άλλοτε λυτρωτικό.
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική αισθητική εμπειρία. Διαβάζοντας το «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» ένιωσα ότι υπάρχει, πέρα από την κοινή θεματική, μια βαθιά ψυχική συνάφεια ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής και σ` ένα σύγχρονο θεατρικό κείμενο, το μόνο απ` όσο γνωρίζω που πραγματεύεται το θέμα αυτό, τον έρωτα δηλαδή μιας γυναίκας για τον ψυχοθεραπευτή της. Είναι γεγονός πως, παρότι αυτό συμβαίνει συχνότατα στην πραγματική ζωή, στην τέχνη είναι μέχρι στιγμής ταμπού (αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας με διορθώσει). Μιλώ για το «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της…» του Βασίλη Κατσικονούρη. Τα δύο αυτά κείμενα συναντιούνται μ` ένα μαγικό, παραπληρωματικό τρόπο, λες και τα ποιήματα είναι το alter ego ή το ασυνείδητο της Φωτεινής, της κεντρικής ηρωίδας του έργου. Πολλά περισσότερα θα μπορούσαν να ειπωθούν, αλλά δεν είναι της στιγμής. Θα αρκεστώ να διαβάσω ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα μονολόγου από το έργο μαζί με δύο σύντομα ποιήματα από το «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…»

[…] Ναι, το ξέρω πως δε θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς, ή ακόμα κι αν δεν έγινε έτσι ακριβώς, τα μάτια σου –όταν τολμώ να τα κοιτάξω- λένε ότι  έ τ σ ι  θ α 
γ ι ν ό τ α ν ε . Έτσι θα γινότανε αν μας επέτρεπαν οι περιστάσεις, αν μας άφηναν οι συνθήκες, όλα αυτά τα «πρέπει» που ορθώνονται ανάμεσά μας και μας κρατάνε μακριά τον έναν απ` τον άλλο. Όμως μη στεναχωριέσαι εσύ, αγάπη μου, καμιά φορά το τι θα γινότανε έχει μεγαλύτερη σημασία απ` αυτό που γίνεται τελικά. Κι εγώ το νιώθω αυτό που θα γινότανε, κι ακόμα περισσότερο: Το ζω![...]

Ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις
κι άλλη μία ο Χρόνος τέσσερις.
Και μία ακόμα πέμπτη: Εσένα.
Και μία έκτη: το Πάθος.
Και μία έβδομη: την Ηδονή.
Και μία όγδοη: τη Φαντασία
Και την ένατη, την Υποθετική
όπου όλες μαζί οι προηγούμενες
ενώνονται και υλοποιούνται.

Αγαπώ
σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου,
αγαπώ
στη διάσταση του Αδύνατου.





Ασημίνα Ξηρογιάννη, ποιήτρια-θεατρολόγος

http://varelaki.blogspot.com

ΣΕ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ της ΑΣΗΜΊΝΑΣ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

 {Αγαπημένε μου ψυχίατρε,πες μου.../Καίτη Βασιλάκου/
εκδ.Μανδραγόρας,Αθήνα 2012} 

Συνήθως  όταν σου έρχεται στα χέρια ένα νέο βιβλίο,φρεσκοτυπωμένο,πρώτα το μυρίζεις.Έπειτα το αγγίζεις,το ξεφυλλίζεις ...παιχνιδιάρικα,αμήχανα.Έναι η πρώτη επαφή πριν αρχίσεις την ανάγνωση.Όταν λοιπόν ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου,καθώς το φυλλομετρούσα,έπεσε τυχαία το μάτι μου στη σελίδα 87 :

     Mέσα μου στέκεται ένα απέραντο τοπίο,
     ακίνητο σαν μακέτα.

Σιωπηλή το ξαναδιάβασα.Και έπειτα ξανά και ξανά.

Σχεδόν μοιραία έγινε μέσα μου αυτόματη επιστροφή στα χρόνια της βαριάς μου κατάθλιψης,τότε που η ψυχή μου θύμιζε πλάνο από ταινία του Αγγελόπουλου.Τοτε που έχανα όλες τις καθημερινές μάχες με την ζωή και την ευτυχία.Τότε που η αγωνία που με περιέβαλε σαν άνθρωπο ήταν σε ανοιχτή και επικίνδυνη ακρόαση  και ανταπόκριση με την αγωνία που με <<έκαιγε>> ως δημιουργό.Όταν διάβασα ολόκληρο το βιβλίο επιβεβαιώθηκα για άλλη μια φορά ,αναφορικά με το πώς η ζωή ενός δημιουργού  μπορεί να αποτελέσει το ερέθισμα,το έναυσμα για  την τέχνη του.Στην προκειμένη περίπτωση  η μακρόχρονη εμπειρία  από την ψυχοθεραπεία  μετουσιώνεται με τόλμη και  παρρησία σε ποιητική εμπειρία..Ρώτησα την Καίτη Βασιλάκου πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο και κείνη ,μεταξύ άλλων,μού τόνισε :"Ποίηση χωρίς προσωπική αγωνία δεν υπάρχει". Και έτσι είναι εν τέλει.
 Ποιά στοιχεία όμως συνιστούν την Ποιητική της Καίτης Βασιλάκου;Θα προβώ σε μερικές επισημάνσεις:

H  ευρεία χρήση του α΄προσώπου,ο εξομολογητικός τόνος,το κατά τόπους "ημερολογιακό"' ύφος προσδίδουν αμεσότητα και ευθύτητα:

  Δεν  έχω τίποτα,
  εξόν
  ένα μεγάλο,άδειο σπίτι
  φορτωμένο τρομερές αναμνήσεις

Ακόμα...με κερδίζει το εξής στοιχείο:ότι επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ρήμα κυρίως,και το ουσιαστικό,ενώ το επίθετο-καλώς πιστεύω-χρησιμοποιείται με φειδώ!

 Παγιδεύτηκα,
κουλουριάστηκα,
έγινα κύκλος.
Τρώγω από τα κομμάτια μου
και αναπαράγομαι.
Έξω από μένα 
δε συμβαίνει τίποτα.

Είναι,θα έλεγα,γοητευτικό το στοχαστικό βλέμμα για οικείες καταστάσεις,η έλλειψη λυρισμού και ανούσιου μελοδραματισμού,καθώς και η  λιτή χρήση των εκφραστικών μέσων που προσδίδουν καθαρότητα.Απογυμνώνει και αποφορτίζει τον λόγο  από περιττά στολίδια.Αφαιρεί,συμπυκνώνει,συνοψίζει.

"Οι άνδρες περνούν,μαμά"
Μόνο εσύ μένεις τελικά
να μας παρηγορείς με το μαστίγιο.

Μα ποιός μπορεί να καταλάβει από τέτοιες ηδονές
Αυτοί εκσπερματίζουν και κοιμούνται.

Όπως προαναφέρθηκε ,προβάλλει ,ως επί το πλείστον το "εγώ" που έχει ισχυρά ¨θέλω",έντονες σκέψεις και συγκρουόμενα συναισθήματα.Το ΄΄εγώ" αυτό ,όμως,έχει και επίγνωση των πραγμάτων.

Αγαπώ
σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου,
αγαπώστη διάσταση του Αδύνατου.

Όμως κάποιες φορές(ουκ ολίγες) απευθύνεται ποικολοτρόπως και στο λατρεμένο "εσύ ":

Πρέπει,μου λες,
ν΄ανοίξω την ταφόπλακα
να βγάλω έξω όλους τους λυγμούς
που έχω θάψει ζωντανούς
Να τρελαθώ από πόνο,δηλαδή,
αυτό μου λες.

************ 

Κάπου είσαι,
πού είσαι αυτήν τη νύχτα;
Θέλω να κόψω φέτες το σκοτάδι,
να σε εντοπίσω,
Θέλω να κόψω φέτες το σκοτάδι,
μετά αλλάζω γνώμη,
κόβω φέτες τον εαυτό μου.

************ 

Θέλω ένα τραύμα κι από σένα.
Αν όμως δεν μπορείς να μου το δώσεις
τουλάχιστον αγάπησέ με λίγο.


************ 
Η  Καίτη Βασιλάκου περιδιαβαίνει στον συναισθηματικό της κόσμο ,τις τάσεις,τις εντάσεις,τις διαστάσεις,τις ρωγμές του οποίου εντοπίζει.Έπειτα φιλτράρει εντέχνως τις ενδοσκοπήσεις της και γενναιόδωρα τις μοιράζει στον αναγνώστη.Το παιχνίδι με την ψυχή που διαμελίζεται,η αναζήτηση της νέας άγνωστης εμπειρίας ,η ανάγκη αναμέτρησης με το παρελθόν,ο εμποδισμένος έρωτας,η αναζήτηση της αμοιβαιότητας,η διάψευση του προσώπου,ο αυτοσαρκασμός στα σημεία,η τραγική επίγνωση μιας αδιέξοδης κατάστασης,όλα αυτά είναι στοιχεία που,κρυφά ή φανερά,ανιχνεύονται σε αυτήν την Ποίηση και την κατατρέχουν.Πρόκειται για ποίηση υπαρξιακή κατ΄ουσίαν ,με κεντρικό θέμα και άξονα τον έρωτα( και,κυρίως,τον ανανταπόδοτο και τον εμποδισμένο) και όλες τις εμμονές που αυτός συνεπάγεται.Ο  Χρόνος,το Χάος,η Ηδονή,η Απουσία,η Μοναξιά,το Πάθος εντοπίζονται μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματα της Βασιλάκου.Μια ποίηση σε βασανιστικό διάλογο με την ψυχή του ανθρώπου/υποκειμένου,τις διαστάσεις και την ποιότητα της οποίας ζητά επίμονα να ανιχνεύσει.
  Κλείνοντας ....Ο άνθρωπος που πάσχει δίνει υλικό στον άνθρωπο ποιητή.Ο άνθρωπος που επεξεργάζεται τα δεδομένα της ζωής του κάνει τους θλιβερούς (συχνά και επίπονους) απολογισμούς και τις ατέρμονες ενδοσκοπήσεις του και έχει ως στόχο να μοιραστεί τις εμπειρίες και τα πολύτιμα βιώματά του  με τον συνάνθρωπο/αναγνώστη μέσω της ποιητικής τέχνης,με τέτοιο τρόπο όμως,ώστε αυτές αυτά να τον αφορούν.Γιατί εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι!,Αυτό είναι το στοίχημα που βάζει κάθε φορά ο δημιουργός: δηλαδή πώς να κάνει τον αναγνώστη αληθινό,γνήσιο συμμέτοχο,πώς ,να τον εισάγει ολοκληρωτικά σε μια εμπειρία,πώς να τον βάλει σε έναν κόσμο,πώς να τον αγγίξει,πώς να τον κάνει να αιστανθεί.
  Αν ανατρέξετε πίσω,στην αρχή της εισήγησής μου,αν θυμηθείτε τις αρχικές μου συνδέσεις,τότε το ξέρετε ήδη.Γιατί το΄χω πει άπ΄τις πρώτες κιόλας γραμμές...Η Καίτη Βασιλάκου με έχει κάνει να αιστανθώ!

Ασημίνα Ξηρογιάννη
θεατρολόγος-συγγραφέας









ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΜΟΥ "ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΨΥΧΙΑΤΡΕ"
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ)




βιβλιοnet
http://www.biblionet.gr/book/185078/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%85,_%CE%9A%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B7/%CE%91%CE%B3%CE%B1%CF%80%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5_%CE%BC%CE%BF%CF%85_%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AF%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B5

Έντυπη Έκδοση 

Ερωτας για τον ψυχίατρο

Το μυθιστόρημα της μεταβίβασης, ο έρωτας κάθε αναλυόμενου προς τον ψυχαναλυτή του, εκτυλίσσεται σε μια νουβέλα, πέντε διηγήματα.
Αγαπητή μου «πελάτισσα», η θεραπεία, ευτυχώς, δεν είχε αίσιον τέλος, όπως και η πλειονότητα των ψυχοθεραπειών εξάλλου, για τον απλούστατο λόγο πως, αν πετύχαινε, δεν θα έγραφες τα καταπληκτικά πέντε διηγήματα. Δεν θα σε ρωτήσω αν τα διηγήματα γράφηκαν κατά τη διάρκεια των συνεδριών, πριν την έναρξη της θεραπείας ή μετά την «ευτυχή της κατάληξη». Δεν μ' ενδιαφέρει.
Η λογοτεχνική απόλαυση των διηγημάτων ξεπερνάει οποιαδήποτε ψυχολογική προσέγγιση, και σ' ευχαριστώ από καρδιάς γιατί μου δίνεις τη δυνατότητα να μαζέψω εδώ κάποιες σκόρπιες σκέψεις: Τα πέντε διηγήματα, ανατρέποντας τους κανόνες της παρατακτικής αφηγήσεως, συγχέοντας το «πριν» και το «μετά», καταστρέφουν αριστουργηματικά την ψυχολογική σύνθεση των πράξεων και τη συναισθηματική έκφραση των προσώπων, προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση του χρόνου και της αλληλουχίας του, με αποτέλεσμα να μας ανταμείβουν με την απόλαυση του κειμένου. Επιτέλους, η Τέχνη ξαναπαίρνει το προβάδισμα από την Ψυχολογία.

Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 17 Αυγούστου 2013
Εξιδανικευμένος θεραπευτής


Γράφει η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΘΩΜΑ ψυχοθεραπεύτρια


Η ιστορία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας και αναφέρεται στον έρωτα της ηρωίδας για τον ψυχοθεραπευτή της. Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία βοηθά το άτομο να ξεπεράσει τις προσωπικές του αντιστάσεις και να πετύχει ψυχική ενδυνάμωση και αυτογνωσία.
Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η εν δυνάμει επίτευξη της ψυχικής ευεξίας. Σταδιακά το άτομο διερευνά τον εαυτό του, κατανοεί τα συναισθήματα και τις σχέσεις του με τους άλλους, αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα εκείνα που το οδηγούν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν σύγχυση και τον «δυσκολεύουν».
Συχνά στη θεραπευτική σχέση, που δημιουργείται μεταξύ θεραπευομένου και θεραπευτή, εμφανίζεται το φαινόμενο της μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης. Η εκχώρηση δηλαδή συναισθημάτων από τον θεραπευόμενο προς το θεραπευτή και το αντίθετο. Το πρώτο συναντάται συχνότερα καθώς ο θεραπευόμενος, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, αποδίδει ρόλους στον ψυχοθεραπευτή του.
Καθώς ο θεραπευόμενος διακατέχεται από μια τάση εξιδανίκευσης του θεραπευτή του, ότι θα τον απαλλάξει από τα προβλήματα, του προσάπτει ρόλους, είτε συγγενικών προσώπων, όπως του πατέρα/της μητέρας αντίστοιχα, είτε ατόμων που συνάπτει συναισθηματικούς δεσμούς π.χ. εραστή/ερωμένης. Ετσι, συγχέει τις προσδοκίες που έχει από τον επαγγελματία-ειδικό με προσδοκίες που έχει από άτομα που συνδέεται συναισθηματικά μαζί τους.

Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει η πιθανότητα ο θεραπευόμενος να αναπτύξει έντονα συναισθήματα και ερωτική επιθυμία για τον ψυχοθεραπευτή του. Στη διάθεση του εκάστοτε θεραπευτή έγκειται ο τρόπος διαχείρισης αυτών των συναισθημάτων, καθώς και κατά πόσο θα «δουλέψει» ψυχοθεραπευτικά με το θεραπευόμενο, ώστε να τον βοηθήσει να κατανοήσει περισσότερο τον εαυτό του. Στην περίπτωση που οι σκέψεις και τα συναισθήματα αυτά μπλοκάρουν την εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας, ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να προβεί σε κάποια άλλη λύση όπως η διακοπή της θεραπείας.






























































Κριτική του Σωτήρη Παστάκα στο diastixo
http://www.diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1089%3Avasilakou-pastakas&catid=44%3Aelliniki-pezografia&Itemid=93

Τρίτη, 30 Απριλίου 2013
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Τα πέντε διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου καταστρέφουν αριστουργηματικά την ψυχολογική σύνθεση των πράξεων και τη συναισθηματική έκφραση των προσώπων, ανατρέποντας τους κανόνες της παρατακτικής αφηγήσεως, συγχέοντας το «πριν» και το «μετά», προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση του χρόνου και της αλληλουχίας του, με αποτέλεσμα να μας ανταμείβουν με την απόλαυση του κειμένου. Επιτέλους, η Τέχνη ξαναπαίρνει το προβάδισμα από την Ψυχολογία.
Έτσι κι αλλιώς, η Ψυχολογία στηρίχθηκε πάνω στα προϊόντα της Τέχνης: Ποιος μπορεί να διαβάσει πλέον τον Οιδίποδα χωρίς να έχει συνεχώς στο μυαλό του το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, ήτοι την ερμηνεία του Φρόιντ; Στη μετά Ψυχολογία εποχή, λοιπόν, κάποιος μπορεί να κάθεται αναπαυτικότατα στην αναποδογυρισμένη του πολυθρόνα χωρίς να προκαλεί σκάνδαλο. Να απολαμβάνει αισθητικά έργα αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας, να διαβάζει δυσνόητα ποιήματα και να εκστασιάζεται, να γεμίζει το μπάνιο του με άχρηστα (από άποψη αισθητικής) αντικείμενα και να αγαλλιάζει. Χάριν της Ψυχολογίας και του επίσημου διαβατηρίου της, θα το έχετε ήδη διαπιστώσει, ο μοντέρνος πολίτης επέτρεψε στον εαυτό του τη βιομηχανική πλέον αναπαραγωγή της κακόγουστης επιλογής του, θύμα ως εκ προοιμίου της επιταγής του σύγχρονου και του μοντέρνου. Δεν νοείται μοντέρνο στην Τέχνη, στον τρόπο ζωής μας θα έλεγα, δίχως την άμεση και δίχως όρους παραδοχή μας της Ψυχολογίας και των επεκτάσεών της στην καθημερινή μας ζωή. Η Ψυχολογία, ίσως εν αγνοία της, προσδιόρισε με τους κανόνες της και τα δόγματά της τη συμπεριφορά εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη μας. Ωστόσο και εκ παραλλήλου, με τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις κάθε τύπου καταδυνάστευσε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές κι έθεσε την ανεξίτηλη σφραγίδα της πάνω στα ανθρώπινα.
Η καθολικότητά της διαπιστώνεται από ένα και μόνο γεγονός: μας έκανε όλους ψυχολόγους.
Υποθέτω ότι η ψυχοθεραπεία που έκανε η κυρία Βασιλάκου δεν είχε αίσιο τέλος, όπως και η πλειοψηφία των ψυχοθεραπειών εξάλλου, για τον απλούστατο λόγο πως, αν πετύχαινε, δεν θα έγραφε αυτά τα εξαιρετικά κείμενα. Ούτε λεπτό δεν αναρωτήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο της αν τα διηγήματα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των συνεδριών, πριν από την έναρξη της θεραπείας ή μετά. Η λογοτεχνική απόλαυσή τους ξεπερνάει οποιαδήποτε ψυχολογική προσέγγιση και ευχαριστώ από καρδιάς τη συγγραφέα και ως ψυχίατρος και ως συγγραφέας γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να σχολιάσω το έργο της.
Ως επαγγελματίας της «ψυχικής υγείας» σκέφτομαι συχνά πως τη δουλειά μας θα την έκανε καλύτερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο παπάς της ενορίας ή τα ροζ τηλέφωνα.
Είναι γνωστή η άποψη πως το σύγχρονο μυθιστόρημα είναι απλώς μια παράθεση «κλινικών περιπτώσεων». Αυτά που ιστορούνται και καταγράφονται τις περισσότερες φορές μοιάζουν πάρα πολύ με τα κοινά ιστορικά που παίρνουν καθημερινώς οι ψυχίατροι. Βλέπουμε, λοιπόν, μια ανταλλαγή ενδιαφερόντων ανάμεσα στην Ψυχολογία και το μυθιστόρημα: η Ψυχολογία, αφού μας αποκάλυψε διάφορα γύρω από το κλασικό μυθιστόρημα, τις προθέσεις των δημιουργών του και μας κατέστησε όλους σύμφωνους με την άποψή της για τον Όμηρο, τον Μπαλζάκ, τον Τζόις και τον Κάφκα, έγινε αντικείμενο και κύρια τροφή των μυθιστοριογράφων που ακολούθησαν. Λες και οι συγγραφείς δεν μπορούσαν να αποφύγουν την «κλινική» πλέον περιγραφή των ηρώων τους.
Το ψυχολογικό και ψυχολογίζον μυθιστόρημα, το βιωματικό και το καθαρώς ψυχαναλυτικής προελεύσεως και κατευθύνσεως, γνωρίζει ακόμη μεγάλη επιτυχία στις μέρες μας κι έχει επηρεάσει όλες τις μορφές τέχνης, του γραπτού λόγου και της ελεύθερης απεικόνισης και, πολύ περισσότερο, την ποιητική πράξη και πρακτική. Όλα αυτά όμως ίσχυαν σε έναν παλιότερο κόσμο. Στις μετά το μοντέρνο δεκαετίες που διανύουμε, έπαψαν να ισχύουν. Ήταν καλά όσο οι λέξεις ήταν δεμένες με τα πράγματα που ονόμαζαν, όταν τα σύκα ήταν σύκα και η σκάφη σκάφη. Στην εποχή μας όμως οι λέξεις έχασαν βαθμιαία το πρωταρχικό τους σημείο αναφοράς.
Όπως επεξηγεί ο ψυχογλωσσολόγος και φιλόσοφος των νευροεπιστημών Jerry Fodor, ίσως ανάμεσα στη λέξη και το πράγμα υπήρχε πάλαι ποτέ κάποια «συσχέτιση». Στην εποχή μας έπαψαν πια οι σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και τα αντικείμενα και μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε σχέσεις λέξεων μεταξύ λέξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια μετατρέπεται σε σχέση συμβόλων μεταξύ συμβόλων, κι όχι μεταξύ συμβόλων-λέξεων και αντικειμένων. Έως την ύστατη εκδοχή: την άμεση και κατηγορηματική αποβολή των αντικειμένων από το οπτικό μας πεδίο. Αυτό με το οποίο καταπιανόμαστε, πλέον, είναι μόνον τα σύμβολα και οι αναμεταξύ τους σχέσεις. Δεν αναγνωρίζουμε πλέον τους δημιουργούς πίσω από κάποια κείμενα, όχι τόσο γιατί οι δημιουργοί τους είναι ατάλαντοι, όσο γιατί έχουν καταφέρει να μας πείσουν πως δεν υπάρχει πραγματικός κόσμος έξω από τα κείμενά τους. Το κείμενο πλέον έπαψε να μας μιλάει.
Το κλασικό παράδειγμα του Φόντορ, που περιγράφει αυτή την ακραία λειτουργία της Τέχνης όπως την αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει να κάνει με ένα απλό παράδειγμα: τα κομμάτια και τους κανόνες στο σκάκι. Το αλογάκι δεν είναι αλογάκι επειδή είναι κατασκευασμένο από κάποιο ιδιαίτερο υλικό, κάποιο χρώμα ή μια συγκεκριμένη μορφή. Αυτό που έχει σημασία είναι οι κινήσεις που μπορεί να εκτελέσει, κινήσεις που φυσικά δεν επιτρέπονται ούτε στο λοχαγό ούτε στον πύργο. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο ρόλος του στο παιγνίδι. Αν έχουμε χάσει το αλογάκι από το συγκεκριμένο κουτί του παιγνιδιού μας, οποιοδήποτε υλικό αδιάφορου χρώματος και σχήματος μπορεί να αντικαταστήσει το αλογάκι, να παίξει με άλλα λόγια τον συγκεκριμένο του ρόλο. Αν πάλι του αλλάξουμε ρόλο, τότε θα είναι ένα διαφορετικό κομμάτι σε ένα άλλο παιγνίδι.
Η Τέχνη δε, που ως γνωστόν παράγεται από κοινούς ανθρώπους, με καθημερινές υποχρεώσεις (φως, νερό, τηλέφωνο και νοίκι), δεν μπορούσε παρά να μιμηθεί τις αρχές της Ψυχολογίας. Το «νέο» μυθιστόρημα, η Τέχνη στην απόλυτη έκφρασή της, δεν είναι σήμερα παρά κλινική απογραφή των σταθερών της Ψυχολογίας. Βλέπουμε, λοιπόν, την Τέχνη που έδωσε τα όπλα στην κοινώς εννοούμενη Ψυχολογία των ημερών μας να υποκύπτει, όπως όλοι μας, στις δογματικές της επιταγές, να προσπαθεί απλώς να προσαρμοσθεί στους κανόνες της, έτσι ώστε να αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, δεκανίκι και υποστήριγμά της.
Το ζητούμενο ωστόσο, όχι μόνον της Ψυχολογίας αλλά και της Κριτικής και της Φιλοσοφίας, εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο: «Έτσι είμαστε, αλλά τι γνωρίζουμε για αυτό που είμαστε;» Και αυτό το ζητούμενο απέδωσε με μαεστρία, ειλικρίνεια και θάρρος η Καίτη Βασιλάκου στο βιβλίο της.



Κριτική του Δημήτρη Αργασταρά στο Book Press




Αγαπημένε μου ψυχίατρε

E-mailΕκτύπωση
basilakou1Tου Δημήτρη Αργασταρά
Το ''Αγαπημένε μου ψυχίατρε – μια νουβέλα και πέντε διηγήματα'' είναι το τέταρτο πεζογραφικό έργο της Καίτης Βασιλάκου, που από την πρώτη της εμφάνιση, το 2008, μας έχει συνηθίσει στην διηγηματογραφία των αλλόκοτων όψεων της πραγματικότητας, με ιστορίες που ακουμπούν στο παράξενο, το αινιγματικό, το ανατρεπτικό μιας αφανούς ψυχικής διάστασης. 
Στην ομώνυμη εκτεταμένη νουβέλα αυτής της συλλογής, μία ώριμης ηλικίας γυναίκα υποβάλλεται σε σειρά από εβδομαδιαίες ψυχαναλυτικές συνεδρίες με το πρόσχημα της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, επειδή όπως λέει στους άλλους θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της, να μάθει ποια πραγματικά είναι, αλλά καταλήγει να ερωτευτεί παράφορα τον θεραπευτή της και να γίνει υποχείριο των σεξουαλικών της οραμάτων, στα οποία εκείνος εν αγνοία του πρωταγωνιστεί. 
Έτσι, με έναν αυτοαναλυτικό μονόλογο σε πρώτο πρόσωπο, η αφηγήτρια μας δίνει μια σχεδόν ημερολογιακή καταγραφή των ημερών της, των παράφορων αισθημάτων της, αλλά και των εξεζητημένων ιδεών της, των ιδιαίτερων πνευματικών της αποσκευών, της υπαρξιακής της αγωνίας αλλά και της κοινότυπης καθημερινότητάς της. Άλλοτε καταθλιπτική, άλλοτε πεισματάρα και άλλοτε με παιχνιδιάρικη διάθεση, με γυναικείο μπρίο, η αφηγήτρια της Βασιλάκου πάσχει από την ανία που κυριεύει το άτομο όταν κυκλοφορεί αδιάκοπα στον εαυτό του, και αυτό που θέλει τώρα είναι να παίξει, να εξερευνήσει τα όριά της, να δοκιμάσει τις καινούριες της ηδονές, να προκαλέσει τον απέναντί της και να τον απογυμνώσει. Από την άλλη πλευρά, ο ψυχίατρος στέκεται ουδέτερος στο βάθος, ως ένας σταθερός και ακλόνητος επαγγελματίας ψυχικής υγείας, ως ένας άλλος ''Δήμιος του έρωτα'', που αποσκοπεί αργά και μεθοδικά να οδηγήσει την ασθενή του στην ανάδυση των απωθημένων της τραυμάτων, στην αποθεραπεία της ύπαρξής της.
Αλλά η διαδικασία της θεραπείας αποτελεί ένα έντονο ενεργειακό φαινόμενο που μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την ένταση των αντιθέτων. Και σε ορισμένες τέτοιες, πολύ έντονες αντιθέσεις βρίσκεται πιασμένη η ηρωίδα της Βασιλάκου. Από την μία πλευρά, το υψηλό και το ιδανικό, τα επιτεύγματα του νου και του πνεύματος, ο διανοητικός ελιτισμός και η δημιουργική μοναξιά, και από την άλλη όλα εκείνα τα στοιχεία που υπηρετούν μια πρωτόγονη, ενστικτώδη και αισθησιακή ανθρώπινη τάση. Έτσι, το στοιχείο του αυτοδιχασμού γίνεται πολύ έντονο, άλλωστε η ίδια χαρακτηρίζεται ως προσωπικότητα σχιζοειδής, γιατί δεν θέλει να θυσιάσει τον κόσμο του πνεύματος προς χάριν της φυσιολογικότητας, αλλά δεν παύει κιόλας να είναι ένα θηλυκό σώμα δέσμιο στο παιχνίδι του πόθου. Αποτυπωμένη στην γυναικεία της συνείδηση, αυτή η ένταση αποκτά την ποιητική σημασία που της αξίζει (χαρακτηριστικά είναι τα ποιητικά ''μπιλιετάκια'' που δίνει η ασθενής στον ψυχίατρο, ως μικρές ερωτικές εξομολογήσεις), μέχρι τελικά η λύτρωση να έρθει αργά και αποκαλυπτικά, μέσα από την ανθρώπινη σχέση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν, καθώς η ψυχανάλυση δεν χρησιμοποιείται εδώ ως πρόσχημα αλλά παίζει ουσιαστικό ρόλο στο ξεδίπλωμα της ιστορίας.
Ο αφηγηματικός λόγος της Καίτης Βασιλάκου κυλά άνετα, ζεστός και μεστός, χωρίς προσπάθεια ή επιτήδευση. Η περιγραφική άνεση, η οξύτητα της παρατήρησης και η στοχαστική διεισδυτικότητα συντελούν στην ζωντανή, ανάγλυφη και πειστική αποτύπωση των προσώπων και των καταστάσεων. Άλλωστε, η κεντρική ηρωίδα της είναι πάνω απ’ όλα μια ζεστή καρδιά, και έτσι ο λόγος της δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί το αποτύπωμα αυτής της καρδιάς, που απογυμνωμένη και παρουσιασμένη σε όλη της την θέρμη παραδίδεται αυτούσια στον αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο, ορμητικό, πληθωρικό, εκρηκτικό, αλλά πάντοτε προσεκτικά διατυπωμένο, το ψυχικό της βίωμα γίνεται μια αυθόρμητη προσφορά.
Τα πέντε διηγήματα που συνοδεύουν την νουβέλα αποτελούν μια επιπλέον έκπληξη για τον αναγνώστη. Η παρουσία τους δεν είναι απλώς προσθετική αλλά νοηματικά και αισθητικά ολοκληρωμένη. Στο ''Ο θεός που αμάρτησε'' ένας αρχαίος θεός αφήνει το βάθρο του για να σμίξει με μία νεαρή θνητή που αποζήτησε θερμά τον έρωτά του, για να ανακαλύψει όμως πως τέτοια πάθη δεν συγχωρούνται στις θνητές ψυχές. Στο ''Ο κήπος με τα αγάλματα'', μια εξαίσια αλληγορική ιστορία, μια γυναίκα απομονωμένη στον περιφραγμένο κήπο της ανοίγει την πόρτα σε έναν άγνωστο άντρα χωρίς χαρακτηριστικά για να γευτεί το δώρο του Χρόνου και της Μνήμης. Στο ''Με τα μάτια κλειστά'', που θα μπορούσε να είναι ένα άλλο, εναλλακτικό τέλος για την νουβέλα, μια γυναίκα ξυπνά σταδιακά από ένα τεχνολογικά κατασκευασμένο ψευδαισθητικό Matrix με την βοήθεια του ''συν-παίχτη'' της που την καθοδηγηθεί ενθαρρυντικά προς την αποδοχή του αληθινού κόσμου. Ενώ στο ''Ο δαίμονας'' μια νοσηλευόμενη νοσοκομείου διηγείται πως μπορεί μερικές φορές, ενδεχομένως, τα φαντάσματα που καλλιεργούμε στον νου μας να έλκουν απειλητικές σκιές από αλλού.
Εν κατακλείδι, με το ''Αγαπημένε μου ψυχίατρε'' έχουμε ένα ακόμη δείγμα της ώριμης αφηγηματικής πεζογραφίας της Καίτης Βασιλάκου, που προορίζεται να κερδίσει και να ταξιδέψει τους αναγνώστες.
basilakou2
Αγαπημένε μου ψυχίατρε
μια νουβέλα και πέντε διηγήματα
Καίτη Βασιλάκου
Απόπειρα, 2012



















Σωτήρης Παστάκας, ψυχίατρος και ποιητής.
Στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πόλις, 27/2/2013



Καίτη Βασιλάκου: Αγαπημένη μου πελάτισσα,
«Η γυναίκα που αφηγείται στη συγκεκριμένη νουβέλα τις περιπέτειές της κατά τη διάρκεια μιας θεραπείας δύο χρόνων έχει πολλά κοινά σημεία μαζί μου και πολλά κοινά σημεία με άλλες γυναίκες που ερωτεύονται τον ψυχίατρό τους, επειδή αυτός ο άνθρωπος αποκτά άθελά του εξωπραγματικές διαστάσεις, γίνεται ένας μάγος-θεραπευτής, ένας καλός πατέρας και παράλληλα ένας άνδρας που μπορεί να χειραγωγήσει και να κατευθύνει τη γυναίκα εκεί που αυτός θέλει.
Το ευτυχές αποτέλεσμα αυτής της εις βάθος ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είναι η θεραπεία της ασθενούς. Υπάρχει όμως κι άλλο ένα ευτυχές αποτέλεσμα: η λογοτεχνική αναπαραγωγή της θεραπείας, που εδώ εκφράζεται με τρεις τρόπους: με τη νουβέλα, με πέντε συναφή διηγήματα και με μια ποιητική συλλογή».

Αγαπητή μου πελάτισσα, θα ανατρέψω τα όσα είπες η ίδια στο «Διάστιχο» μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο για το έργο σου: η θεραπεία ευτυχώς δεν είχε αίσιον τέλος, όπως και η πλειοψηφία των ψυχοθεραπειών εξάλλου, για τον απλούστατο λόγο, πως αν πετύχαινε, δεν θα έγραφες τα καταπληκτικά 5 διηγήματα: «ο θεός που αμάρτησε» στον «κήπο με τα αγάλματα» και «με τα μάτια κλειστά» μετά από «180 χτύπους» έγινε «δαίμονας».

Δεν θα σε ρωτήσω αν τα διηγήματα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των συνεδριών, πριν την έναρξη της θεραπείας, ή μετά την «ευτυχή της κατάληξη». Δεν μ’ ενδιαφέρει. Η λογοτεχνική απόλαυση των διηγημάτων ξεπερνάει οποιαδήποτε ψυχολογική προσέγγιση, και σ’ ευχαριστώ από  καρδιάς γιατί μου δίνεις τη δυνατότητα να μαζέψω εδώ κάποιες σκόρπιες σκέψεις:

Ας υποθέσουμε πως κάποιος πηγαίνει για πρώτη φορά στο Ταχυδρομείο, όπως κάποιος άλλος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με ένα έργο τέχνης: ένα ποίημα, έναν πίνακα ζωγραφικής, μία ταινία στον κινηματογράφο, ένα γλυπτό, ένα περίτεχνο τραπεζομάντιλο, ένα σπάνιο άρωμα, ένα καταπληκτικό και πανάκριβο έργο χρυσοχοΐας, μία στυλιζαρισμένη πολυθρόνα ή οικιακό σκεύος, ένα σχέδιο στα πλακάκια κουζίνας ή μπάνιου, ή το καινούργιο λειτουργικό του Ipad, που τον κρατάνε έκθαμβο και τον γεμίζουν με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα έκπληξης, χαράς και συναισθηματικής πληρότητας. Ξαφνικά, η αίσθηση του κόσμου που τον περιβάλλει, αλλάζει. Αισθάνεται συμμέτοχος της δημιουργίας, ανακαλύπτει πως ήταν πλασμένος για όλα αυτά τα ωραία πράγματα: τα επιθυμεί και τα θέλει. Όπως με το γραμματόσημο, γνωρίζει από την πρώτη στιγμή τι πρέπει να κάνει, τα οικειοποιείται αυτομάτως, και ως εκ θαύματος ξέρει να τα χειριστεί, να τα χαρεί και να τα απολαύσει. Δεν θα κολλήσει τα πλακάκια του από την αντίθετη όψη, δεν θα τοποθετήσει την πολυθρόνα του ανάσκελα. Η χρηστική άποψη της τέχνης προϋπάρχει των αισθητικών μας προκαταλήψεων. Αν μάλιστα, κάποιος ήταν πιο τολμηρός από εμένα, θα έλεγε πως η τέχνη, σε όλες της τις μορφές, προϋπήρξε της ψυχολογίας.

Η ψυχολογία, με τη μορφή που την εννοούμε σήμερα, κι αναγνωρίζοντας το έργο των "θεμελιωτών" της κατά το ήμισυ του προηγούμενου αιώνα, στηρίχθηκε, "βαπτίσθηκε" θα έλεγε ο ποιητής, πάνω στα προϊόντα της τέχνης. Όχι μόνον τα χρησιμοποίησε για να στηρίξει πάνω τους τα ακλόνητα επιχειρήματά της, αλλά δια της ερμηνείας τους προσέδωσε αρχήν αξιώματος: ποιος μπορεί να διαβάσει πλέον τον Οιδίποδα, χωρίς να έχει συνεχώς στο μυαλό του το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, ήτοι την ερμηνεία του Φρόιντ; Στη μετά ψυχολογία εποχή λοιπόν, κάποιος μπορεί να κάθεται αναπαυτικότατα στην αναποδογυρισμένη του πολυθρόνα, χωρίς να προκαλεί σκάνδαλο. Να κρεμάει στους τοίχους του σπιτιού του ή να απολαμβάνει αισθητικά έργα αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας, να διαβάζει δυσνόητα ποιήματα και να εκστασιάζεται, να γεμίζει το μπάνιο του με άχρηστα (από άποψη αισθητικής) αντικείμενα και να αγαλλιάζει. Χάριν της ψυχολογίας και του επίσημου διαβατηρίου της, θα το έχετε ήδη διαπιστώσει, ο μοντέρνος πολίτης, επέτρεψε στον εαυτό του τη βιομηχανική πλέον αναπαραγωγή της κακόγουστης επιλογής του, θύμα ως εκ προοιμίου, της επιταγής του σύγχρονου και του μοντέρνου. Δεν νοείται μοντέρνο στην τέχνη, στον τρόπο ζωής μας θα έλεγα, δίχως την άμεση και δίχως όρους παραδοχής μας της ψυχολογίας και των επεκτάσεών της στην καθημερινή μας ζωή. Η ψυχολογία, ίσως εν αγνοία της, προσδιόρισε με τους κανόνες της και τα δόγματά της, τη συμπεριφορά εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη μας. Με τα πρέπει της και τις απαγορεύσεις κάθε τύπου, καταδυνάστευσε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές κι έθεσε την ανεξίτηλη σφραγίδα της πάνω στα ανθρώπινα.

Η καθολικότητά της διαπιστώνεται από ένα και μόνο γεγονός: μας έκανε όλους ψυχολόγους. Ο καθένας μας, πλέον είναι σε θέση να απευθύνει συμβουλές στους άλλους, να ερμηνεύσει τις συμπεριφορές τους, να αναγάγει σε ένα συμβολικό επίπεδο τα παρατρεχάμενα του καθ’ ημέρα βίου. Αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που δεν του ζητήθηκε κάποια συμβουλή επί το πρακτέο, τον παρακαλώ να σηκώσει το χέρι!

Επίσης, θα ήθελα να συνομιλήσω με όποιον από εσάς δεν έγινε (άθελά του, τις περισσότερες φορές), δέκτης εξομολογήσεων και τρομερών αποκαλύψεων, που κάποτε έφταναν μόνο μέχρι το κρεβάτι του ψυχαναλυτή, ενώ τώρα ο καθένας μας έχει δικαίωμα να ομιλεί για τα "ψυχικά του τραύματα" ακόμη κι από τηλεφωνική γραμμή με άγνωστο ως επί το πλείστον αποδέκτη. Ο επαγγελματίας της "ψυχικής υγείας" πλέον γνωρίζει πως την δουλειά του θα την έκανε καλλίτερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας (αν οι πολυκατοικίες διέθεταν θυρωρό), ο μπακάλης της γειτονιάς ή ο παπάς της ενορίας, αν δεν την διεκπεραίωναν ακόμη καλλίτερα τα ροζ τηλέφωνα.

Η Τέχνη δε, που ως γνωστόν παράγεται από κοινούς ανθρώπους, σαν εμένα κι εσάς, που έχουν ως πρωτεύοντα λόγο την εκπλήρωση των καθημερινών τους υποχρεώσεων (φως, νερό, τηλέφωνο και νοίκι), δεν μπορούσε παρά να μιμηθεί τις αρχές της ψυχολογίας. Το "νέο" μυθιστόρημα, η τέχνη στην απόλυτή της έκφραση, δεν είναι σήμερα παρά κλινική απογραφή των σταθερών της ψυχολογίας. Βλέπουμε λοιπόν, την τέχνη που έδωσε τα όπλα στην κοινώς εννοούμενη ψυχολογία των ημερών μας, να υποκύπτει, όπως όλοι μας, στις δογματικές της επιταγές, να προσπαθεί απλώς να προσαρμοσθεί στους κανόνες της, έτσι ώστε να αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση, δεκανίκι και υποστήριγμά της.

Είναι γνωστή η άποψη πως το σύγχρονο μυθιστόρημα είναι απλώς μια παράθεση "κλινικών περιπτώσεων". Αυτά που ιστορούνται και καταγράφονται τις περισσότερες φορές, μοιάζουν πάρα πολύ με τα κοινά ιστορικά που παίρνουν καθημερινώς οι ψυχίατροι. Βλέπουμε λοιπόν, μια ανταλλαγή ενδιαφερόντων ανάμεσα στην ψυχολογία και το μυθιστόρημα: η ψυχολογία, αφού μας αποκάλυψε διάφορα γύρω από το κλασικό μυθιστόρημα, τις προθέσεις των δημιουργών του και μας κατέστησε όλους σύμφωνους με την άποψή της για τον Όμηρο, τον Μπαλζάκ, τον Τζόις και τον Κάφκα, έγινε αντικείμενο και κύρια τροφή των μυθιστοριογράφων που ακολούθησαν. Λες και οι συγγραφείς δεν μπορούσαν να αποφύγουν την "κλινική" πλέον περιγραφή των ηρώων τους.

Το ψυχολογικό και ψυχολογίζον μυθιστόρημα, το βιωματικό και το καθαρώς ψυχαναλυτικής προελεύσεως και κατευθύνσεως, γνωρίζει ακόμη μεγάλη επιτυχία στις μέρες μας κι έχει επηρεάσει όλες τις μορφές τέχνης, του γραπτού λόγου και της ελεύθερης απεικόνισης και πολύ περισσότερο την ποιητική πράξη και πρακτική. Όλα αυτά όμως, ίσχυαν σε έναν παλιότερο κόσμο. Στις μετά το μοντέρνο δεκαετίες που διανύουμε, έπαψαν να ισχύουν. Ήταν καλά όσο οι λέξεις ήταν δεμένες με τα πράγματα που ονόμαζαν, όταν τα σύκα ήταν σύκα και η σκάφη σκάφη. Στην εποχή μας όμως, βαθμιαία οι λέξεις έχασαν το πρωταρχικό τους σημείο αναφοράς. Η λέξη "σύκα", δεν σημαίνει μόνον το φρούτο του συγκεκριμένου δέντρου, αλλά κι άλλα υποτιμητικά χαρακτηριστικά του αντρικού φύλου.

Όπως επεξηγεί ο ψυχογλωσσολόγος και φιλόσοφος των νευροεπιστημών Jerry Fodor, ίσως ανάμεσα στη λέξη και το πράγμα υπήρχε το πάλαι ποτέ κάποια "συσχέτιση". Στην εποχή μας έπαψαν πια οι σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και τα αντικείμενα και μεταμορφώθηκαν σιγά-σιγά σε σχέσεις λέξεων μεταξύ λέξεων. Κατ' αυτόν τον τρόπο η έννοια μετατρέπεται σε σχέση συμβόλων μεταξύ συμβόλων, κι όχι μεταξύ συμβόλων (τις λέξεις, δηλαδή) και των αντικειμένων. Έως την ύστατη εκδοχή: την άμεση και κατηγορηματική αποβολή των αντικειμένων από το οπτικό μας πεδίον. Αυτό με το οποίον καταπιανόμαστε πλέον, είναι μόνον τα σύμβολα και οι αναμεταξύ τους σχέσεις. Δεν αναγνωρίζουμε πλέον τους δημιουργούς πίσω από κάποια κείμενα, όχι τόσο γιατί οι δημιουργοί τους είναι ατάλαντοι, όσο γιατί έχουν καταφέρει να μας πείσουν πως δεν υπάρχει πραγματικός κόσμος έξω από τα κείμενά τους. Το κείμενο πλέον έπαψε να μας μιλάει.

Το κλασικό παράδειγμα του Φέντορ, που περιγράφει αυτή την ακραία λειτουργία της τέχνης, όπως την αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει να κάνει με ένα απλό παράδειγμα: τα κομμάτια και τους κανόνες στο σκάκι. Το αλογάκι δεν είναι αλογάκι επειδή είναι κατασκευασμένο από κάποιο ιδιαίτερο υλικό, κάποιο χρώμα ή μια συγκεκριμένη μορφή. Αυτό που έχει σημασία, είναι οι κινήσεις που μπορεί να εκτελέσει, κινήσεις που φυσικά δεν επιτρέπονται ούτε στο λοχαγό ούτε στον πύργο. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο ρόλος του στο παιγνίδι. Αν έχουμε χάσει το αλογάκι από το συγκεκριμένο κουτί του παιγνιδιού μας, οποιοδήποτε υλικό αδιάφορου χρώματος και σχήματος μπορεί να αντικαταστήσει το αλογάκι, να παίξει με άλλα λόγια το συγκεκριμένο του ρόλο. Αν πάλι του αλλάξουμε ρόλο, τότε θα είναι ένα διαφορετικό κομμάτι σε ένα άλλο παιγνίδι.

Η λέξη γραμματόσημο λοιπόν, παύει να σημαίνει "το κινητό ένσημο που βεβαιώνει την πληρωμή για την παροχή υπηρεσίας από το Ταχυδρομείο" σύμφωνα με το Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, και γίνεται κάλλιστα η λέξη που παραπέμπει κατευθείαν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Οι καιροί είναι ώριμοι, ο κόσμος το αποζητά και το θέλει.

Τα πέντε διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου ανατρέποντας τους κανόνες της παρατακτικής αφηγήσεως, συγχέοντας το "πριν" και το "μετά", καταστρέφουν αριστουργηματικά τη ψυχολογική σύνθεση των πράξεων και τη συναισθηματική έκφραση των προσώπων, προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση του χρόνου και της αλληλουχίας του, με αποτέλεσμα να μας ανταμείβουν με την απόλαυση του κειμένου. Επιτέλους η Τέχνη, ξαναπαίρνει το προβάδισμα από την Ψυχολογία.

Το ζητούμενο ωστόσο, όχι μόνον της Ψυχολογίας, αλλά και της Κριτικής, και της Φιλοσοφίας, εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο: "έτσι είμαστε, αλλά τι γνωρίζουμε για αυτό που είμαστε;".






Κατερίνα Θεοδωράτου, θεατρολόγος.
Στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πόλις, 27/2/2013

Καίτη Βασιλάκου
«Αγαπημένε μου ψυχίατρε»
Μια νουβέλα και πέντε διηγήματα
Απόπειρα, 2012

Το Αγαπημένε μου ψυχίατρε εκδόθηκε το 2012, μια εβδομάδα μετά την ποιητική συλλογή της Καίτης Βασιλάκου Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…. Είναι η πρώτη της νουβέλα και συνοδεύεται από πέντε διηγήματα: Ο θεός που αμάρτησε, Ο κήπος με τα αγάλματα, Οι εκατόν ογδόντα χτύποι, Με τα μάτια κλειστά, Ο δαίμονας. Έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων από το 2008 και μετά, που κινούνταν στην περιοχή του αινιγματικού –αν μου επιτρέπεται η φιλολογική αυθαιρεσία να μη χρησιμοποιήσω τον όρο «φανταστική λογοτεχνία», θεωρώντας τον υπερβολικά ευρύ και ως εκ τούτου ανεπαρκή, τουλάχιστον για την περίπτωση της Βασιλάκου. Η νουβέλα Αγαπημένε μου ψυχίατρε ακροβατεί στο μεταίχμιο που χωρίζει –ή μάλλον ενώνει- αυτή τη δύσβατη, ρευστή σαν κινούμενη άμμο περιοχή με τη, φαινομενικά μόνο, ασφαλή πραγματικότητα.
Με μια γραφή λιτή και απέριττη μορφολογικά και ίσως γι` αυτό ιδιαζόντως αιχμηρή και ευθύβολη βυθίζεται βαθιά, σε σκοτεινές κρύπτες της ψυχής, για να αναδυθεί κραδαίνοντας άλλοτε σύμβολα, άλλοτε, όσο η νουβέλα ανελίσσεται προς το φινάλε, κρυφές, απωθημένες, οδυνηρές όσο και λυτρωτικές αλήθειες.
Θεματολογικά ταλαντεύεται εντός των ορίων του δίπολου που πρόχειρα ορίζεται ως «υποκείμενο» και «αντικείμενο», ως εσωτερική, προσωπική αλήθεια και αντι-κείμενος εξωτερικός κόσμος. Γλωσσολογικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε ως δίπολο σημαινόμενου και σημαίνοντος, με την έννοια ότι αν ο κόσμος υπάρχει ως εξ αντικειμένου σημαινόμενο, η συνείδησή μας τον αντιλαμβάνεται και τον ερμηνεύει με τα δικά της σημειολογικά εργαλεία και τον φιλτράρει μέσα από τις δικές της προσλαμβάνουσες. Το Αγαπημένε μου ψυχίατρε εστιάζει σε μια γκρίζα περιοχή, όπου σημαινόμενο και σημαίνον αποκλίνουν, και η διπολικότητα μετατοπίζεται στο εσωτερικό του ψυχισμού. Η ηρωίδα της νουβέλας έχει διχαστεί συνειδητά ανάμεσα σε ένα διεκπεραιωτικό Υπερ-Εγώ, που ζει και κινείται μηχανικά εντός του πραγματικού – κοινωνικού πλαισίου, υποτασσόμενη στην «υποχρέωση» μιας φυσιολογικής ζωής, και σε ένα φλεγόμενο Εγώ που συνομιλεί αδιάκοπα με το ασυνείδητο και έχει πλάσει ένα υποκειμενικό – προσωπικό σύμπαν μέσα στο οποίο ζει πραγματικά. Το πρόταγμα εδώ δεν είναι η ερμηνεία του εξωτερικού κόσμου, αλλά η εσωτερική ανα-δημιουργία του, και ο μηχανισμός που τον αναπλάθει λειτουργεί απολύτως συνειδητά. Το Υποκείμενο δηλαδή δεν αδυνατεί να ζήσει μέσα στον αντικειμενικό κόσμο, απλώς τον αρνείται.
Κεντρομόλος δύναμη αυτού του πλασμένου –αλλά σε καμία περίπτωση πλαστού- σύμπαντος είναι ο έρωτας. Μια ορμή που έλκει το Εγώ σε έναν πυρήνα του εαυτού όχι απλώς ανεξερεύνητο, αλλά προπάντων απροσδιόριστο. Ένας έρωτας, ο έρωτας της θεραπευομένης προς τον ψυχίατρο, εξ ορισμού ανεκπλήρωτος και γι` αυτό απόλυτα ελεύθερος, ασώματος και γι` αυτό άναρχος και με πολλαπλές εκφάνσεις, καταδικασμένος και γι` αυτό αδηφάγος, καταστροφικός αλλά και αναγεννητικός σαν τη φωτιά, ματαιωμένος κι ωστόσο νιτσεϊκά αλαζονικός και εκλεκτικός. Σπάνια στη λογοτεχνία έχει αναπαρασταθεί με τόση ενάργεια το πάθος, ένα πάθος που φύεται και θεριεύει σα ζιζάνιο σε καλλιεργημένο κήπο, απειλώντας να ανατρέψει κάθε κανονικότητα. Κι είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος με τον οποίο βήμα προς βήμα ιχνηλατείται η εσωτερική πορεία της ηρωίδας ως το τελικό κρεσέντο της μεγάλης ανατροπής, που οδηγεί σε μια λυτρωτική κι όμως θαυμαστά απλή αλήθεια.
Η αφήγηση, κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος σε δεύτερο πρόσωπο, μοιράζεται ανάμεσα στο πάσχον Εγώ και στο ανέφικτο και απροσπέλαστο Εσύ, που σε όλη την εξέλιξη της νουβέλας αισθανόμαστε ότι αποτελεί εν δυνάμει προέκταση του Εγώ. Οι δύο πόλοι εσαεί παρόντες, όπου το Εγώ ταυτίζεται με το εσωτερικό σύμπαν και το Εσύ με την αντικειμενική πραγματικότητα, υπονομεύοντας όμως σταθερά τη στεγανότητα των ορίων.
Η γλώσσα ψυχρή, σα χειρουργικό νυστέρι, έτοιμη ωστόσο πάντα να υπηρετήσει το υπέρ-λογο του πάθους, χωρίς ούτε στιγμή να ξεστρατίζει σε ρομαντικές κορώνες ή να γίνεται υπερβολικά αναλυτική ή υπερβολικά λυρική. Αποφεύγοντας την περίτεχνη έκφραση και το σύνθετο λόγο, η Βασιλάκου προκρίνει σταθερά, και γενικά στα έργα της, την καθαρότητα και τη διαφάνεια της έκφρασης, αποκαθιστώντας το βάρος των λέξεων, αποδίδοντας το αντίκρισμά τους και φωτίζοντας εναργέστερα το περιεχόμενό τους. Ο συγκεκριμένος υφολογικός προσανατολισμός αναδεικνύει και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που συχνότατα αναφύονται, οδηγώντας τον αναγνώστη να μεθέξει στα πάθη του Εγώ, να τα οικειοποιηθεί και να ταυτιστεί άλλοτε με τον ένα άλλοτε με τον άλλο πόλο, να αναγνωρίσει εν τέλει το δικό του αθέατο εαυτό.
Τα πέντε διηγήματα που πλαισιώνουν τη νουβέλα λειτουργούν παραπληρωματικά προς αυτήν, συμβολοποιώντας ή αναπτύσσοντας πτυχές της, ή εκπληρώνοντας υπερβατικά το ανεκπλήρωτο. Στο Ο θεός που αμάρτησε ένας θεός – είδωλο, ά-ψυχος, ά-ζωος και ανίσχυρος παίρνει σώμα και ανάσα από τον έρωτα μιας θνητής, για να τη στοιχειώσει για πάντα. Στον Κήπο με τα αγάλματα, ο ξένος χωρίς πρόσωπο ενεργοποιεί τη μνήμη μιας γυναίκας που ζούσε μέσα σε ένα απέραντο άχρονο «Τώρα». Στο Εκατόν Ογδόντα χτύποι, ο ανεπίδοτος έρωτας εκπληρώνεται στην πνοή ενός επιθανάτιου ρόγχου. Στο Με τα μάτια κλειστά, το εγγύτερο ίσως στη νουβέλα εννοιολογικά και φιλοσοφικά, οι δύο υποστάσεις της ύπαρξης, το «σημαινόμενο» και το «σημαίνον», το «έξω» και το «μέσα», η ψυχή και το περίβλημά της, συνυπάρχουν, συνδιαλέγονται και αλληλο-αναιρούνται ως το τέλος σε μια εικονική πραγματικότητα, παρουσία ενός Σκηνοθέτη – Πλάστη. Εν τέλει οι ρόλοι αντιστρέφονται και το όνειρο γίνεται σώμα, μέσα από μια επώδυνη δοκιμασία που παραπέμπει σε τοκετό. Το ρήγμα που χαίνει ανάμεσα στους δύο εαυτούς γεφυρώνεται και μέσα από τα θραύσματα του τεχνητού του σύμπαντος, το Εγώ αναγεννάται. Τέλος, στο Δαίμονα ηδονή και οδύνη συμπλέκονται άρρηκτα και αδιεξοδικά, ο έρωτας ταυτίζεται βαθμιαία με το απόλυτο Κακό και το ερωτικό Εσύ θριαμβεύει και υποστασιώνεται ως σαρκοβόρος δαίμονας.
Σε όλα τα διηγήματα και στη νουβέλα επανέρχεται σταθερά μια τελετουργία, η οποία μυεί τα πρόσωπα –που ουσιαστικά είναι πολλαπλές υποστάσεις και αντανακλάσεις του ενός και αδιαίρετου Εγώ- σε μια παλίνδρομη, δαιδαλώδη διαδρομή ανάμεσα στην ηδονή και στον πόνο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο βέβαια, πρόκειται για μια πορεία αυτεπίγνωσης, ένα μυστικιστικό ένδον ταξίδι όπου το Εγώ γεύεται πάντα κάποιου είδους γνώση, απαγορευμένη ή απωθημένη ενδεχομένως, και όχι κατ` ανάγκην λυτρωτική, κάθε φορά όμως αποκαλυπτική. Η συγγραφέας μεθοδικά αφαιρεί τα πολλαπλά προσωπεία, φωτίζοντας και αφήνοντας να μιλήσει το πιο σκοτεινό και σιωπηλό κομμάτι της ύπαρξης. Σε μια κοινή, μακρά και επίπονη διαδικασία ενδοσκόπησης κατευθύνει όλες τις ιστορίες της, στην οποία ο αναγνώστης αδυνατεί να παραμείνει αμέτοχος· συμπαρασύρεται εκών – άκων σ` αυτό το τελετουργικό αναδίφησης, κερδίζοντας στο τέλος το δικό του μερίδιο κάθαρσης.







Νέλλα Συναδινού, φιλόλογος • «Αγαπημένε μου ψυχίατρε»

Η ομιλία της κ. Νέλλας Συναδινού στο Πόλις καφέ, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, για το βιβλίο Αγαπημένε μου ψυχίατρε: Μια νουβέλα και πέντε διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου.
Αγαπημένε μου ψυχίατρεΗ βαθύτερη αναδίφηση στον έρωτα που έχω διαβάσει για χρόνια και ένα από τα συναρπαστικότερα βιβλία στην κατηγορία του καινοτόμου, που διαρρηγνύει δρόμους χωρίς να παρεκκλίνει ως προς το πρωτογενές του υλικό: την καθαρή λέξη και σκέψη…
Ο έρωτας διατρέχει τη ραχοκοκαλιά ολόκληρου του βιβλίου, τόσο της φερώνυμης νουβέλας, όσο και των πέντε διηγημάτων που ακολουθούν· όμως όχι ως έρωτας - ειδύλλιο, προπομπός σχέσης - σύζευξης και πορεία φθοράς ως το θλιβερό ξέφτισμα… Ο έρωτας αυτός δεν είναι ο μικρούλης φτερωτός, ο γιος της Αφροδίτης, είναι ο αρχέγονος θεός, ο κοσμογονικός του Ησίοδου, που εξισορροπεί τις άλλες δυνάμεις: καταλύτης και αναπλάστης, βασανιστής και ευεργέτης, αδυσώπητος και συγγνωμονικός, ανεκπλήρωτος κι όμως τα πάντα πληρών. Σε αποσαθρώνει και σε αναγεννά δυνατότερο σαν φοίνικα από τη στάχτη ή σε καταβυθίζει δια παντός, αν επιμένεις να τον αρνείσαι…
Αγαπημένε μου ψυχίατρε, μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα ή ονειρικά εκπληρωμένου, βαθιά, ολοκληρωτικά, τραυματικά. Ηδονικά και βασανιστικά βιωμένου στο φαντασιακό, αυτοκαταστροφικά αυτοτροφοδοτούμενου μέσα από το φορμαρισμένο σχήμα των τριών τετάρτων ψυχιατρικής συνεδρίας της «ασθενούς», άψογα διεκπεραιούμενης από επιστημονική άποψη. Κι έπειτα εκείνη ξεχνούσε τη μορφή του, ενώ ταυτόχρονα οι στιγμές της καθορίζονταν από την απόλυτη πληρότητα της παρουσίας του. Μια λεπτομέρεια - αντίφαση κι αυτή, ανατρεπτική…
Οι ανατροπές συμβαίνουν, πάντα εκ των έσω, την ώρα που εκλύονται τα πρώτα δάκρυα, λίγο λίγο που μεταβάλλεται υφολογικά το βίαιο πάθος και όλο γλυκαίνει και όλο προλειαίνει τον δρόμο της απεξάρτησης…
Ανατροπή είναι το τέλος, που δικαιώνει τη βασανιστική διαδικασία, δηλαδή τον έρωτα που ενέπνευσε την επιθυμία για τη διεκπεραίωσή της. Εξαιρετικό όμως ενδιαφέρον έχει και η ίδια η πορεία προς το τέλος, τόσο ουσιαστικά ψυχαναλυτική, που ο αναγνώστης βρίσκεται στην καρέκλα της «ασθενούς» και άλλοτε ταυτίζεται, ανακαλύπτοντας το ομώνυμό του, άλλοτε ετεροκαθορίζεται από το ετερώνυμο είδωλο, και στις δυο περιπτώσεις αυτογνωσιακά…
Και ανατροπές γίνονται, γιατί πλήθος φιλοσοφικών ερωτημάτων τίθενται, καθώς όλα τα στερεότυπα και τα κοινότοπα επανεξετάζονται: περί της προσήκουσας στάσης στην κοινωνία, περί των δυσδιάκριτων ορίων καθορισμού του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, περί των γκρίζων ζωνών του εντός και του εκτός φυσιολογικού…
Ανατρεπτική είναι ατόφια η αφηγήτρια - ηρωίδα που παιγνιδίζει στην κλίμακα του «θέτω» και του «αίρω»· που ξεδιπλώνεται με απροσμέτρητο πόνο και αναδιπλώνεται με σχεδόν αυτάρεσκο αυτοσαρκασμό· ψυχαναλύεται από τον θεραπευτή της και παράλληλα τον ψυχαναλύει, ενδοσκοπικά διεισδύοντας στην ψυχή του· που επιτυγχάνει έτσι το μέγιστο της ψυχαναλυτικής επενέργειας, οιονεί καθοδηγούμενη και ουσιαστικά καθοδηγώντας την ψυχαναλυτική της πορεία· δράττεται των εναυσμάτων, για να καρπωθεί τα δώρα, μα ανασυνθέτει τα κομμάτια της με τα δικά της δομικά υλικά· που ταλανίζεται, μα δεν καταρρέει· στιγμές στιγμές μοιάζει ευάλωτα εξαρτώμενη και πάλι, αναδύεται αγέρωχα ακέραιη. Σιγά σιγά, η αφηγήτρια - ηρωίδα αποπνέει μιαν αύρα σιγουριάς πως κάτι βαθιά βαθιά μέσα της ποτέ δεν θα σπάσει…
Εκείνη, μια γυναίκα που υπερέχει δυναμικά, ως ψυχοπνευματική οντότητα, και το γνωρίζει· εκείνος, μονοδιάστατη υπόσταση — ο ψυχίατρος —, προβλέψιμα και ανιαρά συμβατικός, που όμως μεθοδικά επιτυγχάνει τον στόχο του. Οποία ανατροπή και αυτή!
Τα διηγήματα αποτελούν δυνητικές προεκτάσεις ή τμήματα εμβόλιμα ή ανάστροφες εκδοχές της νουβέλας, έκδηλα εστιασμένα στο μοτίβο του έρωτα.
«Ο θεός που αμάρτησε»
Όταν τα εσκαμμένα υπερβαίνονται και τα εγγεγραμμένα στο συλλογικό ασυνείδητο ως μη εκπληρώσιμα, εκπληρούνται, το τίμημα είναι βαρύ…
«Ο κήπος με τα αγάλματα»
Η αγωνία για τη βίωση της επιθυμίας και ο τρόμος του τραύματος των αλλαγών, σβήνουν, όταν παγώνουν σε μιαν ηδονική απόσυρση…
«Οι εκατόν ογδόντα χτύποι»
Συγκλονιστικά δυνατό, το αγαπημένο μου! Αποδίδει τον αγώνα του μοναδικού και μοναχικού μαχητή, που παθιασμένα μάχεται την παράλογη σύμβαση και υπακούει στην αφοπλιστικά απόλυτη, καταδική του αλήθεια…
«Με τα μάτια κλειστά»
Σε μιαν ονειρική ή εικονική πραγματικότητα ανατρέπεται η λυτρωτική ανατροπή της αρχικής νουβέλας — Αγαπημένε μου ψυχίατρε — και τελικά, αισίως, αποκαθίσταται…
«Ο δαίμονας»
Σε σχέση, πάλι, με τη νουβέλα· μήπως δαιμονική θα ήταν η εξέλιξη στη ροή των πραγμάτων, αν το ανεκπλήρωτο εκπληρωνόταν;
Η Καίτη Βασιλάκου καινοτομεί ως προς τον τρόπο που προσεγγίζει τα θέματά της, τόσο άπλετα, καταιγιστικά, ανελέητα φωτογραφίζοντας τις ψυχές των ηρώων της. Και καθώς αυτοί απροκάλυπτοι αποκαλύπτουν πτυχές, η συγγραφέας δρασκελίζει τις κόκκινες γραμμές. Και καινοτομεί με αφηγηματικές τεχνικές παραληρηματικού λόγου, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει σε σκιώδεις λαβυρίνθους δυσνόητου λόγου και σκέψης. Η λέξη και η σκέψη στο γράψιμό της διατηρούν καθαρότητα.
Ο λιτός λόγος της, η απλή σύνταξη — μικροπερίοδη, παρατακτική ή με ασύνδετο σχήμα —, η ομοδιηγητική αφήγηση, η πρωτοπρόσωπη άμεση γραφή, οι φυσικοί αβίαστοι διάλογοι, τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας που αναδύονται απροσποίητα, όλα μαγεύουν…
Δηλώνω σαγηνευμένη.
http://apopeirates.blogspot.gr/2013/03/blog-post_6.html







ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ  ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ  ΚΑΙ  ΤΗΣ  ΤΕΧΝΗΣ




Το νέο βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου έχει τίτλο «Αγαπημένε μου ψυχίατρε» και περιλαμβάνει μια νουβέλα και πέντε διηγήματα. Το κύριο θέμα της νουβέλας είναι η σχέση μιας ψυχικά ασθενούς γυναίκας με τον ψυχίατρό της. Το κείμενο μοιάζει με σελίδες προσωπικού ημερολογίου όπου μέσα του περιγράφονται οι επισκέψεις της γυναίκας στον γιατρό της αλλά και διάφορες λεπτομέρειες από την ζωή της. Μια ζωή γεμάτη πόνο, απόρριψη και οικογενειακά προβλήματα. Η συγγραφέας μέσα από τον παραληρηματικό μονόλογο μιας μορφωμένης γυναίκας πετυχαίνει να αποδώσει με πειστικότητα την «άλογη» σκέψη της. Αυτή η γυναίκα, που θεωρεί πως ποτέ δεν αγαπήθηκε, θα νιώσει μια δυνατή σεξουαλική έλξη για τον ψυχίατρό της. Μα ενώ αυτός ο έρωτας εκφράζεται με λόγια λαγνείας και πάθους για εκείνον την ίδια στιγμή γίνεται απειλητικός και επικίνδυνος σε κάθε «λογική» αποστασιοποίηση του επαγγελματία γιατρού. Η ίδια θέτει της ερωτήσεις και η ίδια τις απαντάει αντιλαμβανόμενη κάποιες φορές πως αυτός ο αδόκιμος έρωτας μπορεί να οφείλεται σε παρενέργειες της θεραπείας της. Κι αυτές όμως οι ερωτήσεις δεν γνωρίζουμε αν είναι αληθινές ή αποκύημα της φαντασίας της. Μάλιστα αντιστρέφοντας τους ρόλους πολλές φορές επιδιώκει να ψυχολογήσει εκείνη τον γιατρό της μέσα από έναν παιχνίδι ανταγωνισμού μόρφωσης και εξυπνάδας. Γεγονός είναι πως ενώ η θεραπεία της πλησιάζει προς το τέρμα της, αυτή έχει τα ίδια σημάδια ψυχασθένειας που είχε στην αρχή. 
Από πού όμως πηγάζει αυτή η διαταραχή; Πρόκειται για ένα μοναχοπαίδι που βρισκόταν πάντα σε συγκρουσιακή σχέση με του γονείς του και ιδίως τη μητέρα του. Κατά την εφηβεία ιδίως η κατάσταση θα εκτραχυνθεί με μια μάνα να έχει επίσης διαταραγμένη προσωπικότητα και έναν πατέρα να μην μπορεί να σταθεί στο πλευρό του. Μέσα σε αυτό το θολό κλίμα το παιδί θα βιώσει μια απίστευτη κρίση γενετήσιου φύλλου που θα σημαδέψει ριζικά τον χαρακτήρα του και κατά συνέπεια τη ζωή του. Αν και αυτή η γυναίκα δείχνει ένα νορμάλ προφίλ στην κοινωνική της ζωή εντούτοις μέσα της κρύβει ένα ευαίσθητο και πληγωμένο άτομο. Μέσα από τις επισκέψεις της προσπαθεί να ερμηνεύσει τις σχέσεις της με τους γονείς της αλλά και τον κόσμο γενικότερα. 
Η συγγραφέας, γνώστης του αντικειμένου, διεισδύει στην επιστήμη της ψυχολογίας, παραθέτοντας σημαντικές πληροφορίες για το τι είναι παραίσθηση, λογική και  πραγματικότητα τονίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά τους. Συχνά το έργο της διαπνέεται από διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες της αρχαιότητας. Από τις προσωκρατικές αντιλήψεις για την δημιουργία της ύλης, την πυθαγόρεια ερμηνεία του κόσμου με τα μαθηματικά αλλά και μια συγγενή θεωρία με τις γνωστές «ιδέες» του Πλάτωνα. Φαίνεται πως ο βαθύτερος σκοπός του έργου είναι να αναλυθούν οι σχέσεις γονιού -παιδιού, να ερμηνευτεί το ανθρώπινο άγχος για τη φθορά του χρόνου αλλά και οι λεπτές ισορροπίες κάτω από τις οποίες ακροβατεί ο ανθρώπινος νους. Ιδιαίτερα δε οι ευφυείς και μορφωμένοι άνθρωποι καθώς είναι δυσκολότερο να αποδεχτούν τα εμφανιζόμενα προβλήματά τους, ψυχικά ή εκφυλιστικά, όπως πχ το αλτσχάιμερ. 
Θα κλείσω τον σχολιασμό μου λέγοντας πως αυτή η νουβέλα είναι σα νόμισμα με δυο όψεις. Όσο περισσότερο καταφέρνει η συγγραφέας να αποδώσει με πειστικότητα τη διαταραγμένη σκέψη ενός ψυχικά ασθενούς ατόμου, τόσο ο αναγνώστης εξαντλείται και αγχώνεται. Διότι πόσο μπορεί κάποιος να διαβάζει παρατεταμένα τις παραληρηματικές και συχνά παράλογες σκέψεις ενός τέτοιου ατόμου; Αυτή είναι λοιπόν η μόνη μου ένσταση για το βιβλίο, που κλείνει με πέντε διηγήματα πραγματική έκπληξη. Από το υπέροχο και ιστορικής σημασίας «Οι εκατόν ογδόντα χτύποι» αναφερόμενο στα πρώτα βήματα του Χριστιανισμού, το ευρηματικό «Ο θεός που αμάρτησε», που διαδραματίζεται σε ένα ναό της κλασικής περιόδου ως και τον «Δαίμονα» που ανασκάπτει με έναν μεταφυσικό τρόπο την άγνωστη δύναμη του ανθρώπινου νου. Σε κάθε περίπτωση η Καίτη Βασιλάκου καινοτομεί με τη γραφή της και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών











Γράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης /*/

Μία νουβέλα και πέντε διηγήματα είναι ο επεξηγηματικός υπότιτλος του νέου βιβλίου της Καίτης Βασιλάκου.  Μια νουβέλα λοιπόν  με τον ομώνυμο τίτλο και πέντε διηγήματα με τίτλους «Ο θεός που αμάρτησε», «Ο κήπος με τα αγάλματα». «Οι εκατόν ογδόντα χτύποι», «Με τα μάτια κλειστά» και «Ο δαίμονας».
Η Καίτη Βασιλάκου γράφει απλά και όμορφα. Δεν καταφεύγει σε εύκολους εντυπωσιασμούς για να αποδείξει την ευρυμάθεια, αλλά και τη βαθιά ενσυναίσθηση που διαθέτει ως συγγραφέας. Αναζητάει την ομορφιά, δίχως να παραμελεί την ηθική διάσταση. Επιζητά την αλήθεια, γοητεύεται όμως και από την ψευδαίσθηση. Με λίγα λόγια η Καίτη Βασιλάκου γράφει ωθούμενη από μια βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο.
Στη νουβέλα της «Αγαπημένε μου ψυχίατρε» διαπραγματεύεται τον έρωτα μιας ασθενούς για τον ψυχίατρο της. Θα νόμιζε κανείς πως πρόκειται για ένα γνωστό και τετριμμένο θέμα. Δεν είναι. Από τη γραφίδα της Καίτης Βασιλάκου βγήκε ένα κείμενο πρωτότυπο όπου περιγράφεται η διαδρομή αυτού του απατηλού έρωτα προκειμένου να αποκαλυφθούν βαθιά κρυμμένα μυστικά. Τόσο για την ηρωίδα, όσο και για τη συγγραφέα, η διαδρομή αυτή δεν είναι απλή και εύκολη, μα περιστρέφεται και φιδογυρίζει γύρω από παράφορα οράματα, παράξενες ηδονές και παραληρηματικούς μονολόγους της ασθενούς. Την ίδια στιγμή η άλλη πλευρά του ίδιου δίπολου, ο γιατρός, παραμένει σταθερός, ακλόνητος και προσπαθεί να βοηθήσει την ασθενή του να βγει από τον δαίδαλο του ταραγμένου ψυχικού της κόσμου.
Για την Καίτη Βασιλάκου, σε αυτή της τη συλλογή, εκείνο που ξεχωρίζει, εκείνο που αξίζει, εκείνο που πρέπει να αναζητάει ο άνθρωπος είναι η ομορφιά, η ανθρωπιά και η συνύπαρξη σε ένα κόσμο κανονικότητας (δίχως να υπεισέρχεται, και καλά κάνει στην κοινωνιολογική ανάλυση του όρου). Και μέσα από τις σελίδες του νέου της βιβλίου, δείχνει ότι το καταφέρνει.

Στο λογοτεχνικό ηλεκτρονικό περιοδικό: http://bibliotheque.gr/?p=12757






----------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Διηγήματα με φιλοσοφικό τρόπο

Καίτη Βασιλάκου
Ο τέταρτος κλώνος
εκδόσεις Αίολος, σ. 217, ευρώ 14

Μπορεί η φανταστική λογοτεχνία, με την «εξωπραγματική» θεματική της και τα «μυθικά» της σύμβολα, να δίνει την εντύπωση ότι κινείται εκτός ρεαλιστικής πραγματικότητας, σε περιοχές ονείρου, εφιάλτη, φαντασιώσεων γενικά. Στο βάθος της, όμως, ο προσεκτικός αναγνώστης εύκολα θα ανιχνεύσει την «υλική» και «μεταφυσική» προβληματική, που έχει υπαγορεύσει την οικοδόμησή της με υπερρεαλιστικά μοτίβα, προβληματική που για ποικίλους λόγους δεν μπορεί να θίξει η νατουραλιστική καθημερινότητα. Υπό αυτή την έννοια, οι ιστορίες της, χωρίς να υποτιμάται το εξωτερικό τους περίβλημα, λειτουργούν προσχηματικά. Κατ' αρχάς, εξασφαλίζουν την απόλαυση της ανάγνωσης, προσόν κάθε τίμιας μυθοπλασίας, ενώ στη συνέχεια εγκαλούν τον αναγνώστη να συνομιλήσει μαζί τους. Ενα εκ των κυρίων θεμάτων αυτής της ερεθιστικής και προκλητικής συνομιλίας είναι η σημασία της φαντασίας και η πιθανή καταγωγή της, μια οργανική, απροσδιόριστη ανθρώπινη λειτουργία που σχετίζεται με τη μνήμη. Η κοινωνικοπολιτική δομή της προαναφερθείσης πραγματικότητας, το υπαρξιακό αίνιγμα και το κοσμικό άγνωστο είναι τα άλλα σπουδαία θέματα που θέτει επί τάπητος ο επιφανειακός ρασιοναλισμός, των οποίων επιτρέπει τη «φαντασιακή» μελέτη τους και την «αναρχική» προσέγγισή τους. Στα ερωτήματα που προκαλούν δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής απάντηση. Ομως η εμφάνισή τους στον νοηματικό ορίζοντα του ανθρώπου πιθανώς να έχει μεγαλύτερη σημασία.
Τα φανταστικά διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου εστιάζουν την προβληματική τους στις καταστάσεις που προκάλεσαν τα προαναφερθέντα ερωτήματα. Τολμηρά, προκλητικά, ενίοτε επιθετικά και σαρκαστικά, ερεθίζουν τη σκέψη, και με την ευφάνταστη ιστορία τους και με τη φιλοσοφική τους διάσταση. Στη θεματική της συγγραφέως η σύγχρονη επιστημονική-τεχνολογική εποχή συναντάται με τη χθεσινή πρώιμη καταγωγή της και σχολιάζουν όλες τις πλευρές της προαναφερθείσης πραγματικότητας στις γήινες διαστάσεις τους, σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από το μυθολογικό τους περίβλημα.
Στο εναρκτήριο διήγημα της συλλογής, για παράδειγμα, ο Τέταρτος κλώνος της Μέριλιν Μονρόε επιστρατεύεται για να καυτηριάσει τα οικονομικά συμφέροντα των Οργανισμών Θεάματος, που εδώ λειτουργούν ως αντανακλάσεις ενός μοντέρνου ολοκληρωτισμού. Στη «Σχεδιάστρια», που ακολουθεί, μια ανάπηρη γυναίκα καταφεύγει στο όνειρο για να επιβιώσει. Η εφιαλτική πραγματικότητα όμως, αδυνατώντας να τη θεραπεύσει, θα την εξαφανίσει· στην αμοραλιστική της ατμόσφαιρα δεν έχουν θέση ούτε το όνειρο ούτε ο «ασθενής». Ενδιαφέρον παρουσιάζει Ο Ορφέας στον Αδη, που χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο για αποκαλύψει τον άνθρωπο ως συνειδητό υπεύθυνο των πράξεών του - και των αποφάσεών του. Τα Αποπαίδια, επίσης, ρίχνουν ένα αναρχικό, αν όχι και «βλάσφημο» βλέμμα, στον ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας, η δογματική της οποίας συνεχίζει να καλλιεργεί ανεδαφικές ψευδαισθήσεις ακόμη και σήμερα.
Στο ίδιο φιλοσοφικό πνεύμα κινούνται και τα άλλα διηγήματα της ενδιαφέρουσας αυτής συλλογής. Ενεργοποιώντας τη σκέψη, καταθέτουν σοβαρή άποψη και υπαρξιακό προβληματισμό, που συνεχίζουν να απασχολούν τον αναγνώστη και μετά την ανάγνωσή τους. Ουσιώδες στοιχείο της καλής λογοτεχνίας.
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=02/07/2011&id=289089
Εφημερίδα: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Έντυπη Έκδοση 







Κριτική


Ο  ΤΕΤΑΡΤΟΣ  ΚΛΩΝΟΣ

κριτική  στο Book Press

Του Μάκη Πανώριου
Ακόμη κι όταν η Φανταστική Λογοτεχνία δίνει την εντύπωση ότι εκτρέπεται σε σουρεαλιστικούς, «εξωφρενικούς» μύθους που προσιδιάζουν στο παραμύθι, αφηγούμενη ιστορίες που υπερβαίνουν τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, στο βάθος τους εύκολα μπορεί να ανιχνεύσει ο αναγνώστης τη φιλοσοφική, και όχι μόνο, προβληματική –και ανάγκη– που έχουν υπαγορεύσει τη συγκεκριμένη επινόησή τους, τουλάχιστον σε επίπεδο λογοτεχνικού είδους με συγκεκριμένα σύμβολα.
Υπό το πρόσχημα του παράξενου, του αλλόκοτου, του μη «φυσιολογικού», που εμφανίζονται ως εκφάνσεις μιας αδιανόητης πραγματικότητας, υπερρεαλιστικά σχήματα δηλαδή ιστοριών που παγιδεύουν τον αναγνώστη στην εξωλογική μαγεία τους, εξαιτίας της ρεαλιστικής διαπραγμάτευσής τους, ο συγγραφέας τους προκαλεί μια γόνιμη συζήτηση μαζί του, θέτοντάς του ανησυχίες, όνειρα, οράματα, προτάσεις, σκέψεις, ιδέες, που σχετίζονται με την ύπαρξη και το μυστήριό της, προβλήματα που απασχολούν και τους δύο συνομιλητές.
Η κοινωνικοπολιτική δομή της πραγματικότητας, το υπαρξιακό αίνιγμα, και ο ήχος του Άγνωστου είναι και βασικά και ουσιώδη θέματα αυτής της συνομιλίας στην οποία αξίζει κανείς να λάβει μέρος. Όχι τόσο για να αντλήσει απαντήσεις, οι οποίες, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν, όσο για να διαπιστώσει τουλάχιστον το πολυδιάστατο της Δημιουργίας, και, κυρίως, το αδιανόητο αν όχι και ακατανόητο μυστήριό της, απ’ το οποίο αναφύονται και αναπαράγονται πλήθος άλλα που απλώς το επιβεβαιώνουν, επειδή, «Φύσις κρύπτεσθε φιλεί», όπως το επισήμανε εύστοχα ο Ηράκλειτος∙ και μέχρι στιγμής ουδείς έχει εισχωρήσει στο μυστικό της άδυτο.
Τα διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου, με την ερεθιστική πολυφωνία τους και την ποικιλία των προβληματισμών τους δεν ενεργοποιούν μόνο τη σκέψη, αλλά εμβαθύνουν στο προαναφερθέν συμπαντικό μυστήριο της Δημιουργίας, θεωρώντας το με υπαρξιακή οπτική. Στη θεματική της η σύγχρονη ηλεκτρονική εποχή συναντάται με τον αρχέγονο μύθο, το θρύλο, το παραμύθι, χρησιμοποιώντας το εξωτερικό παραδοσιακό ένδυμά τους ως πρόσχημα, για να ρίξει ένα τολμηρό, ενίοτε μάλιστα και αναρχικό βλέμμα, στο πολυεπίπεδο της Ζωής και στην υπαρξιακή της διάσταση.
Το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής της, ο τίτλος του οποίου και την ονοματίζει, προσυπογράφει τα προλεχθέντα. Σε ένα παρακμιακό μέλλον, παρ’ όλη την επιφανειακή επιστημονική-τεχνολογική πρόοδο, ο τέταρτος κλώνος της Μέριλιν Μονρόε, αρχίζει σταδιακά να διαφοροποιείται, να μεταλλάσσεται και να αποκτά τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά του αρχικού πρωτότυπου. Το θαύμα της «ανθρωποποίησής» της οφείλεται στον έρωτα. Το αλλόκοτο αυτό γεγονός, όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα της Εταιρίας Θεάματος η οποία την κλωνοποίησε, μεταμρφώνοντά την σε άβουλο, υπάκουο πιόνι, προκειμένου να εκμεταλλεύεται το διάσημο κινηματογραφικό αστέρι. Αντανάκλαση του γενικότερου απάνθρωπου κοινωνικοπολιτικού συστήματος, η σκιαγράφηση του οποίου υπονοεί έναν σύγχρονο ολοκληρωτισμό, η αποτυχία του πειράματος δεν στιγματίζει μόνο, μέσω της εν λόγω ανατριχιαστικής ενέργειας-πράξης, τον απεχθή, αποκρουστικό ρόλο των Κέντρων Εξουσίας-Εκμετάλλευσης του «προϊόντος», είτε αυτό είναι ένα αμφίβολης ποιότητας καλλυντικό είτε ένας άνθρωπος, αλλά γενικότερα το αντιουτοπικό αύριο στο οποίο ο κάτοικός του δεν είναι παρά αναλώσιμο είδος-πράγμα-αντικείμενο.
Κάτι ανάλογο, υπό το πρόσχημα μιας επίσης φανταστικής ιστορίας, συμβαίνει και στο επόμενο διήγημα, «Η σχεδιάστρια». Πρόκειται για μια ανάπηρη γυναίκα, η οποία έχοντας απόλυτη επίγνωση του προβληματικού αν όχι και αποτυχημένου κόσμου, εκκινώντας απ’ την δική της αναπηρία την οποία αυτός ο «θαυμαστός νέος κόσμος» αδυνατεί να θεραπεύσει, επαναδημιουργεί την πραγματικότητα με τις δυνατότητες της φαντασίας. Και εκεί, μέσα στο όνειρο, θα βιώσει μια παραμυθένια ζωή σε έναν μυθικό παράδεισο. Όταν, όμως, το όνειρο αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές, που έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της αθωότητας, οι επινοημένοι «πρωτόπλαστοι» αρχίζουν να αποκτούν υλική υπόσταση, σάρκα και οστά, να γίνονται δηλαδή άνθρωποι∙ για να χαθούν, φυσικά, μέσα στη φρίκη της ωμής πραγματικότητας.
Στο «Collapsus”, που ακολουθεί, ο άνθρωπος εμφανίζεται όχι ως το θησαυροφυλάκιο των πολύτιμων αναμνήσεών του, αλλά υπόδουλος των απωθημένων του. Το δηλητήριό τους δεν καταστρέφει μόνο τα κοσμήματα της μνήμης, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα. Κι έτσι, απογυμνωμένος, υπόδουλος του αλλοτριωμένου εαυτού του, δεν είναι σε θέση πλέον να συνειδητοποιήσει την εφιαλτική σημασία επικίνδυνων παιχνιδιών στα οποία εμπλέκεται και των οποίων η λειτουργία σηματοδοτεί την έλευση ενός βιβλικού Αρμαγεδώνος ή ενός τρομαχτικού σεισμού.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον δείγμα ανθρώπου, ωστόσο, με ό,τι γνωστό ή άγνωστο, αναγνώσιμο ή κρυπτικό τον συνιστά και τον χαρακτηρίζει, το προσλαμβάνει ο αναγνώστης από το διήγημα, «Ο Ορφέας στον Άδη». Ο κλασικός μύθος περί τον ιδανικό εραστή, ο οποίος κατέρχεται στον Άλλο Κόσμο εκπορθώντας τις Πύλες του Άδη προκειμένου να επαναφέρει στη ζωή την αγαπημένη του Ευρυδίκη, εδώ απεκδυμένος απ’ το μυθικό του περίβλημα, παρουσιάζει τον άνθρωπο στις σωστές(;) γήινες διαστάσεις του. Όταν διαπιστώνει το μάταιο της πράξης του –αυτή θα ανήκει πάντα σε έναν άλλο, κι αυτός θα είναι υποχρεωμένος να υφίσταται όχι μόνο την απώλεια ενός έρωτα στον οποίο ουδέποτε συμμετείχε, αλλά τον εφιάλτη του προδομένου και, κυρίως, την θλιβερή ερημιά του– τότε, με απόλυτη συνείδηση της πράξης του, κάνει την κίνηση που την επισφραγίζει.
Πολύ πιο αιχμηρός, ρεαλιστής, και ως νοήμον πλάσμα που επιβεβαιώνει την υπαρξιακή σημασία της σκέψης του, εμφανίζεται ο άνθρωπος στο διήγημα, «Τα Αποπαίδια». Τα οποία, βέβαια, κάθε άλλο παρά τέτοια είναι, εφ’ όσον χρησιμοποιούν την προαναφερθείσα σκέψεις τους, προκειμένου να αποκαθηλώσουν στερεότυπα και να εμβαθύνουν, όσο τους είναι δυνατόν, στη σημασία της πραγματικότητας που τους δόθηκε ή στην οποία βρέθηκαν ερήμην τους. Όπως και ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας. Αυτός, βέβαια, το έκανε «από αγάπη προς τον δεινοπαθούντα άνθρωπο». Αλλά βιώνοντας την προαναφερθείσα πραγματικότητά του με τον πλέον κτηνώδη και τερατώδη τρόπο, φρόντισε να αναχωρήσει, υποσχόμενος να επιστρέψει. Έκτοτε, όμως, έχουν περάσει περί τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια και δεν αποφασίζει να τηρήσει την υπόσχεσή του. Γεγονός που, αν μη τι άλλο, ισχυροποιεί τον ανθρώπινο σκεπτικισμό, εκτρέποντάς τον σε όλο και πιο αναρχικές περιοχές.
Στο ίδιο φιλοσοφικό πνεύμα κινούνται και τα άλλα διηγήματα της συλλογής. Οι γοητευτικές ιστορίες της, υπό το πρόσχημα της γραφικής μυθολογίας τους και της δεξιοτεχνικής γραφής τους, ενεργοποιούν τη σκέψη, καταθέτουν άποψη και υπαρξιακό προβληματισμό. Και είναι αυτό ακριβώς το προσόν του εν λόγω ερεθιστικού και συναρπαστικού βιβλίου που κερδίζει τον αναγνώστη, ο οποίος συνεχίζει τη συνομιλία μαζί του και μετά το πέρας της ανάγνωσής του.

http://www.bookpress.gr/diabasame/elliniki-pezografia/tetartos-klonos


Καίτης Βασιλάκου «Ο τέταρτος κλώνος»: απόπειρα κριτικής
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  05/01/2012 13:06
Εφημερίδα "Το Βήμα": 
http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=437568#.TwWk3zJTtDQ.facebook

Δοκιμάστε να προσδιορίσετε το αλλόκοτο , να ανασηκώσετε το εξώφυλλο που σκεπάζει την καθημερινότητά σας και να διαβάσετε τις πιο άγνωστες σελίδες της . Μπείτε στον πειρασμό να γυρίσετε την ικανότητα της όρασης προς τα μέσα και να μετρήσετε την αντοχή σας στην όψη πραγμάτων που κλονίζουν τις ισορροπίες σας . Φέρτε πιο κοντά τα σύνορα της νόησης και της παράνοιας .

Η Καίτη Βασιλάκου , μία σχετικά καινούργια παρουσία στο χώρο της ελληνικής διηγηματογραφίας , επιχειρεί το κρίσιμο βήμα προς το αινιγματικό και του αφαιρεί με μεθοδικό και γνήσια λογοτεχνικό τρόπο το παραπέτασμά του , αφήνοντάς το έκθετο στη συνείδηση σας .

Η συγγραφέας , στην τρίτη της κατά σειρά συλλογή διηγημάτων , προσφέρει μία άκρως ικανοποιητική εκδοχή της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας , αγγίζοντας τις χορδές ενός απαιτητικού αναγνωστικού κοινού , που απογειώνεται μόνο όταν δοκιμάζει πτήσεις προς ανεξερεύνητους χώρους . Η γραφή της έχει το χάρισμα να μη χάνεται σε αδιέξοδους φιλολογικούς πειραματισμούς ,αλλά να είναι εύστοχη και καθαρή . Βασισμένη κατά κύριο λόγο στο ρήμα και στο ουσιαστικό , στην ορθόδοξη σύνταξη και στο υπαινικτικό ύφος , δίνει το περιθώριο στη δράση να ξετυλιχτεί και την ίδια στιγμή να τυλίξει μέσα της τον αναγνώστη . Αλλά το σημαντικότερο όλων είναι ότι η Καίτη Βασιλάκου αφήνει το ανθρώπινο μυαλό μέσα σ' ένα λάκκο ερωτηματικών να πασχίζει ν' ανέβει στην επιφάνεια της δικής της διαύγειας , να τεντώνει το νήμα της λογικής ώσπου να σπάσει και να λευτερωθεί κάθε δεμένη φαντασίωσή του .

Η θεματολογία της πάλι κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο και αποζημιώνει όσους δέχονται την πρόκληση για ξεχωριστές εμπειρίες : Η σχεδίαση ενός τέλειου κόσμου ο οποίος σταδιακά απορροφά και αφανίζει καθετί φθαρτό , το ανεξήγητο «άλλο» που καραδοκεί δίπλα μας , όταν οι αισθήσεις του επιτρέπουν να σκίσει τον περιβάλλοντα χώρο μας σα χαρτί , η παραίσθηση που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για την αλήθεια ,το τίμημα της δίψας για την αθανασία , η σειρήνα που αναζητά κάθε άντρας για να συγκρουστεί με την ανεκπλήρωτη εκδοχή του έρωτα , ο υπαρξιακός μονόλογος ενός βράχου [!], οι τρομακτικές συνέπειες ενός βιντεοπαιχνιδιού .

Η Καίτη Βασιλάκου με τον «Τέταρτο Κλώνο» της στριμώχνει στον τοίχο οτιδήποτε θ' αποκαλούσαμε συμβατική πραγματικότητα και την αναγκάζει να υποδυθεί όλες τις εκδοχές που αποζητάει η ανθρώπινη περιέργεια . Κι αυτό μάλιστα χωρίς η λογοτεχνικότητα να υποχωρεί μπροστά στη ματαιόδοξη αναζήτηση του πρωτότυπου αλλά άτεχνα επεξεργασμένου θέματος . Ο «Τέταρτος Κλώνος» είναι μία θαυμάσια ευκαιρία για να γνωρίσετε μία ασύχαστη και αληθινά τολμηρή ψυχή . Κώστας Τσιαχρής Ο " Τέταρτος Κλώνος" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Αίολος"


Κώστας Τσιαχρής



Συνομιλίες :" Η μεγάλη ησυχία" της Καίτης Βασιλάκου
                                    
  ΔΟΚΙΜΗ  ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ  ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΚΩΣΤΑ  ΤΣΙΑΧΡΗ

http://neonbible.pblogs.gr/2012/04/synomilies-h-megalh-hsyhia-ths-kaiths-basilakoy.html

     Στοιχηματίζω   πως  ανάμεσα   σε  τέσσερις   εκδοχές   για  την  ολοκλήρωση  μιας   ιστορίας τη  μεγαλύτερη  προτίμηση   του  αναγνώστη   θα  συγκέντρωνε η  πλέον  καταστροφική  λύση :  αυτή  που  θέλει  χωρίς  συμβιβασμούς   να  αφανίζονται   τα  πάντα. Υπάρχει  μία  σχεδόν  διεστραμμένη   επιθυμία   μέσα   μας  για   το   απόλυτο  τέλος .Είναι  σαν  ένα  είδος  κάθαρσης , σαν  μια  τελετουργία   για  την  προετοιμασία  της  επόμενης  αφετηρίας . Μπορεί  επομένως   να   έχει  κανείς  αντοχή  σ' έναν  τέτοιο  αγώνα  δρόμου , όταν  στις  τσέπες  του  κουβαλάει  τα  βαρίδια   μιας  προσωρινής   λύσης ; Την  απάντηση  νομίζω  τη  δίνει   με  αφοπλιστικό  τρόπο  η  λυγερή  του   δημοτικού  μας  τραγουδιού : για  να  ξεγελάσεις  τον    θάνατο  πρέπει  να  είσαι  γυμνός . Γυμνός  από  οτιδήποτε   σε  βαραίνει   και  δίνει  τροφή   στην  ακοή  των   άλλων . Έτσι  κι εδώ ,  για  να  καθησυχάσεις   την  περιέργειά   σου , πετάς  στο  χώμα  το   βάρος  μιας  μετριοπαθούς   εξόδου κι  επιλέγεις την  τελεσίδικη .

   Οι  παραπάνω  σκέψεις  μου  γεννήθηκαν , όταν  κάθισα  να  συνομιλήσω   με  το   διήγημα  της  Καίτης  Βασιλάκου «Η   μεγάλη  ησυχία» . Το   είχα  διαβάσει   τέσσερις  φορές  και  ήμουν   σίγουρος  πως   θα  μπορούσα  να  σταθώ  απέναντί  του  αξιοπρεπώς  και  να  του  θέσω  τα  ερωτήματά  μου . Του  απηύθυνα  δειλά την  πρόσκληση, χωρίς  να  περιμένω  ανταπόκριση .  Όμως   σχεδόν  ανέλπιστα  άρχισε  να   μονολογεί κι  αμέσως  μετά  να  σωπαίνει  τέσσερις  φορές . Ξετύλιξα  προσεκτικά  το  υπονοούμενο  και  κατάλαβα . Έπαιζε  μαζί  μου  ένα  παράξενο  παιχνίδι  με  τον  αριθμό  τέσσερα . Ανοιγόταν  μπροστά  μου  σε  τέσσερα  επίπεδα .  Προσανατόλιζε   το  βλέμμα  μου  ταυτόχρονα  στα  τέσσερα  σημεία  του  ορίζοντα  σαν  παρανοϊκή  πυξίδα , αφήνοντάς   με   πάντοτε   σαστισμένο .  Μου  πρότεινε τέσσερις   πόρτες   διαφυγής , χωρίς  όμως  να  με  προτρέπει  να  διαφύγω . Με   τοποθετούσε   σε  τέσσερις  διαφορετικούς  κόσμους που  , μετά   την  παρθενική   μου  περιήγηση  στα  τοπία  τους , άρχισαν  να  συγκλίνουν  επικίνδυνα .Μοναδική   φαινομενική   εξαίρεση  παρέμεναν   σ' όλο   το  διήγημα   οι  βόρειοι ,   αν  και  στη  δική  μου  απόλυτη  εκδοχή αποφασίζουν  απλώς  να  επισπεύσουν  αυτό  που  οι  άλλοι   θα  δοκιμάσουν   στο  τέλος  αναγκαστικά : τον   θάνατο .

    Ύστερα   του  ζήτησα  να  γίνει  πιο  αποκαλυπτική  η  εξομολόγηση .Να  περάσουμε   από  τα   τυπικά   στις  απαιτήσεις  του από  μένα [πάντοτε  έχω  την  αίσθηση , μετά  την  ανάγνωση  ενός  διηγήματος , ότι   πρέπει  να  ξεπουλήσω  κάτι  από  μένα , προκειμένου  να  διευκολυνθώ    στην  αποπλάνησή  του ]. Έτσι  λοιπόν  η   συμφωνία   δεν  άργησε  να  κλείσει  : έδωσα  χρόνο   κι  ευαισθησία  και  ύφος  -  μου  χάρισε   καραμέλες   κι  αλκοόλ .Αλλά  γρήγορα   τα  δώρα  του   σήκωσαν  μέσα  μου  έναν  εμφύλιο   πόλεμο , χώρισαν  την  ψυχή  μου  σε  τέσσερα  στρατόπεδα  , που  το  καθένα   κρέμασε πρώτα   στον  πιο  ψηλό  του  πύργο  μία  διαφορετική   σημαία , έσκαψε   γύρω  του   ταυτόχρονα    μια  προστατευτική  τάφρο  ,     όρισε    ύστερα  τις  μονάδες    επαγρύπνησης   , συνέθεσε  στο  τέλος  τη  δική  του  ερμηνεία   για   την  επικείμενη  μάχη  με  τα  νοήματα .  Και  μόλις   ξέσπασε   η  μάχη  , οι  τέσσερις  ερμηνείες  τέθηκαν  επικεφαλής  στην  πρώτη  γραμμή  του   μετώπου :

Ερμηνεία  Νο1  [πολιτική]

Στις  αντιδικίες   μεταξύ  των  ισχυρών  τα  θύματα  είναι  διαρκώς  οι  αδύναμοι , οι  οποίοι  όλως  τυχαίως   βρίσκονται  πάντοτε  στο  Νότο !

Ερμηνεία   Νο2  [κοινωνική]

Ανάμεσα   στα  ετερόκλητα   κοινωνικά  στρώματα  δημιουργούνται   ορισμένες   φορές   ποικίλες   εξαρτήσεις ,με  στόχο   τη  διαιώνιση   των  αποστάσεων  μέσα  από  μία  προσποιητή   σύγκλιση !

Ερμηνεία   Νο3 [εθνολογική και   γεωγραφική ]

Υπάρχει  μία   αιτιοκρατική   σύνδεση  μεταξύ    του   γεωγραφικού  παράγοντα   και   της  πολιτισμικής   ανάπτυξης   των   εθνών . Ωστόσο , η πολιτισμική  ανάπτυξη  δεν  οδηγεί  πάντοτε   στην  ευτυχία!

Ερμηνεία  Νο4    [ατομική ,και  επομένως  πιο   αυθαίρετη  από  τις  προηγούμενες  ]

Με  λίγες  καραμέλες  και  λίγο  αλκοόλ  μπορείς  να  σπείρεις  έναν  εμφύλιο!



Υ.Γ.  Η  επιλογή   ας  μεταφέρει  σε  σας  το  διχασμό .

Τσιαχρής  Κώστας


 

 ΚΑΙΤΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ : ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

http://modernartpages.blogspot.gr/2012/05/blog-post.html


Το  ερέθισμα  μου  το  έδωσε  ο  εκλεκτός  φίλος , δημιουργός και  κριτικός  Κώστας  Τσιαχρής : Να  ανακαλύψω  την  Καίτη  Βασιλάκου . Διάβασα   τον  κύκλο  διηγημάτων  της "Οι  πόρτες"  και  ενθουσιάστηκα . Ανέκαθεν  ήμουν  λάτρης  του   διηγήματος και  του  μυθιστορήματος  επιστημονικής  φαντασίας [παραγνωρισμένο  είδος  στη  χώρα  μας ]  και  είχα  έρθει  σε επαφή  με  έργα  των  Γιώργου  Ξενάριου , Σωτάκη   Δημήτρη , Ασωνίτη  Αλέξανδρου . Ωστόσο  εδώ  έχουμε  να  κάνουμε  με  μία  γυναίκα  που  κινείται  σ' αυτό  το  χώρο  , μια  γυναίκα  ευφυέστατη , με   μεγάλη   διεισδυτική ικανότητα   και  μ'έναν  λόγο  που  ,όπως  λέει  ο  Κώστας  Τσιαχρής ,  "ξεφεύγει  από  τη λογοτεχνία  του  σούπερ μάρκετ"  στην  οποία  δυστυχώς  ενδίδουν  όλο  και  περισσότεροι  συγγραφείς , κυρίως  γυναίκες . Η  συλλογή  διηγημάτων "Οι  πόρτες"  είναι  πραγματικά  συναρπαστική   και  κάθε  ιστορία   κρατά  αμείωτο  το  ενδιαφέρον  του  αναγνώστη  και   τον  κάνει  να  προβληματιστεί  πάνω  στις  πολλές  πτυχές  της  πραγματικότητας [αν  υπάρχει  τέτοιο ] .Κι  αυτό  είναι  το  παιχνίδι  της   Καίτης Βασιλάκου , να  ανατρέπει  τα  δεδομένα  και  να  προσδίδει  καινούργιο  πρόσωπο   σε   σχεδόν   καθημερινά  πράγματα . Είναι  πραγματικά   θαυμάσιο  να  υπάρχει  μια  γενιά  νέων  λογοτεχνών  που  ξεφεύγουν  από  τα  τετριμμένα  και   προχωρούν  τόσο  μπροστά  . Ανυπομονώ  να  διαβάσω  και  τα άλλα  δύο  βιβλία  της "Οι  περιπέτειες  του  ερημίτη Χάρτμουτ  Λιμπέργκερ"  και  "Ο  τέταρτος κλώνος" . Ανακαλύψτε την  κι  εσείς .

Γιάννης  Ανταίος





Σιωπηλές κραυγές υπαρξιακής αγωνίας

Εφημερίδα Καθημερινή, 1/12/09
 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_01/12/2009_381444


Του Μακη Πανωριου

Καίτη Βασιλάκου: Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, και άλλες ιστορίες, διηγήματα, ΙΩΛΚΟΣ, Αθήνα 2008, σελ.: 251 ΔΙΗΓΗΜΑ. Μπορεί η σύγχρονη ηλεκτρονική εποχή να έχει ελαχιστοποιήσει αρκετά προβλήματα καθημερινότητας, αυτό βεβαίως, δε σημαίνει ούτε κατά διάνοια ότι ο άνθρωπος… εξανθρωπίστηκε ούτε και απόκτησε το ανάλογο βάθος ο νοηματικός του ορίζοντας. Αντιθέτως, μάλιστα. Οσο πιο «έξυπνος» εμφανίζεται, όσο πιο ευρηματικός, τόσο περισσότερο πιο ασταθής αποδεικνύεται στο επόμενο βήμα του, ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτει συχνά πυκνά έναν θηριώδη εαυτό. Σε στιγμές, ωστόσο, ψύχραιμης νηφαλιότητας, ορισμένα τουλάχιστον πρόσωπα της παγκόσμιας οικογένειας, δεν αφουγκράζονται μόνο την επερχόμενη έλευση του Σκότους ούτε και τον δυσοίωνο ήχο της Σιωπής, αλλά και τον «παλμό του Αινίγματος» της Υπαρξης της δημιουργίας του σύμπαντος κόσμου. Και τότε αναφύονται τα εναγώνια υπαρξιακά ερωτήματα που επιχειρούν να ανιχνεύσουν μια κάποια απάντηση από το Χάος.
Πέντε διηγήματαΕρωτήματα που είναι βέβαια, δυστυχώς, καταδικασμένα όχι μόνο να παραμείνουν αναπάντητα, αλλά, κυρίως, αφ’ ενός να μεγιστοποιήσουν το «Γιατί;» αυτής της ακατανόητης δημιουργίας, και, αφ’ ετέρου -που είναι και το πλέον ουσιώδες- να διατηρήσουν ανερμήνευτη τη μήτρα της Αρχής, μεγιστοποιώντας εκ παραλλήλου την πυκνότητα του Σκότους και την ύλη της Σιωπής. Η συνειδητοποίηση των εν λόγω «συμβόλων» που εμφανίζονται στα προαναφερθέντα ερωτήματα σηματοδοτεί απλώς τη σημασία της τραγωδίας του ερωτώντος.
Η διαπίστωση προκύπτει από τα πέντε διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης φιλολόγου και αρχαιολόγου Καίτης Βασιλάκου, που λειτουργούν ως σιωπηλές κραυγές υπαρξιακής αγωνίας. Το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής το επιβεβαιώνει. Ο ερημίτης Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, του οποίου η ιστορία παραπέμπει στον Πειρασμό του Αναχωρητή Αγίου Αντωνίου, δεν θα ενδώσει στο Σκοτεινό Κάλεσμα, προκειμένου να αποκτήσει την «απαγορευμένη γνώση». Θα «εισέλθει» σε αυτήν θυσιάζοντας εαυτόν. Ο αγιογράφος Ελπήνορας, μακρινός απόγονος του ομηρικού αγαθού ήρωα, αναζητεί, κάποια μυστική στιγμή την οποία έχει πλέον απολέσει, το Θείον-Χριστό. Αλλά η αρχική εναγώνια αναζήτησή του έχει εξαφανιστεί πια στο βάθος μιας γραφικής αγιογραφίας. Οι κάτοικοι ενός βουκολικού πλανήτη απλώς επιβιώνουν, αγνοώντας τα μηνύματα του σύμπαντος, αν δεν μεταλλαχθούν ως υπαρξιακές οντότητες δεν θα κοινωνήσουν την υπέρτατη Γνώση. Το ρομπότ Αντέλ, που εμφανίζεται ως η συνισταμένη της ανθρώπινης γνώσης, είναι επίσης καταδικασμένο να βιώνει έναν εκ φύσεως ατελή εαυτό, περιορισμένης, εκ «κατασκευής», λογικής σκέψης. Και, τέλος, ο επαναστάτης άγγελος, έχοντας δραπετεύσει απ’ τη μυθολογία της Γραφής, περιφέρεται σε μια άνυδρη, άγονη Γη, κραυγάζοντας απελπισμένες ερωτήσεις, δέχεται μόνο τη φρίκη της Σιωπής.
Μεστός λόγοςΚαταφεύγοντας στο γόνιμο έδαφος της φανταστικής λογοτεχνίας η Καίτη Βασιλάκου, συλλέγει μυθολογικές παραβολές, σχήματα και εικόνες, στο βάθος των οποίων ενυπάρχει γνήσια υπαρξιακή αγωνία. Με ένα λόγο σίγουρο, μεστό, ιδιαιτέρως σοβαρό, ο οποίος και υπηρετεί εξαντλητικά τους προβληματισμούς της -χαρακτηριστικό διήγημα της επισήμανσης το διήγημα, «Με την οπτική της Αντέλ»- συνομιλεί με τον αναγνώστη της, καθιστώντας τον μέτοχο των προβληματισμών της. Που είναι και δικοί του. Οπως και κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, εξάλλου.

2 σχόλια: