Φούστα μακριά μαύρη διακοσμημένη με ένα
ωραίο κόκκινο υφαντό, μαύρη μπλούζα και μαντίλι κομψά δεμένο γύρω από το κεφάλι
μου, ε, νέα ήμουν, αδύνατη ήμουν, είχα και ωραίο πρόσωπο που τότε το απέρριπτα
- όπως κάνουν πάντα όλες οι νεαρές κοπέλες - κάθισα στη θέση μου δίπλα σε έναν
νεαρό της ηλικίας μου και άναψα τσιγάρο.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε και κάποια
στιγμή γύρισα και κάτι είπα στον νεαρό, δεν θυμάμαι τώρα τι, μάλλον κάτι σχετικό
με αναταράξεις – πάντα φοβόμουν τα αεροπλάνα. Αυτός με κοίταξε έκπληκτος:
-Ελληνίδα είστε;
-Ναι.
-Νόμιζα πως είστε ξένη. Τουρίστρια.
-Όχι, Ελληνίδα είμαι.
Πιάσαμε την κουβέντα, νόστιμος ήταν ο
νεαρός, αλλά όσο προχωρούσε η συζήτηση, έχανε το ενδιαφέρον του, δεν έλεγε και
πολλά πράγματα ο συνεπιβάτης μου. Άμυαλή όμως εγώ, άμυαλες είμαστε πολλές σε τέτοια
ηλικία, του έδωσα το τηλέφωνό μου.
Αυτό ήταν.
Τις επόμενες μέρες με τρέλανε στα
τηλεφωνήματα, εγώ τον είχα ήδη βαρεθεί, δεν ήξερα πώς να τον ξεφορτωθώ,
ευγενική ήμουν βέβαια αλλά σαφώς αρνητική, αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάπου
δούλευε σε ένα καράβι, με πήρε κι αποκεί τηλέφωνο και τότε άρχισα να ανησυχώ. Αυτός
δεν ξεκολλούσε με τίποτα.
Χρησιμοποίησα τότε ένα παλιό μου κόλπο.
«Αρραβωνιάστηκα», του είπα «και καταλαβαίνεις, δεν έχει τώρα νόημα να μου
τηλεφωνείς».
Μπα! Δεν επηρεάστηκε καθόλου. Κάθε
τρεις και λίγο τηλεφώνημα: «πότε θα σε δω;» «Μα δεν είπαμε ότι είμαι τώρα
αρραβωνιασμένη;» «Θέλω να σε δω», «Δεν γίνεται», «Πες μου πότε μπορείς. Να
μιλήσουμε», «Όχι, δεν γίνεται», «Θέλω να σε δω, πρέπει οπωσδήποτε να σε δω», «Λυπάμαι,
όχι». Μου είχε σπάσει τα νεύρα ο νεαρός ηλίθιος.
Και ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι της
εξώπορτας, πήγα να δω από το ματάκι ποιος ήταν – και ήταν αυτός! Πού διάολο
είχε βρει τη διεύθυνσή μου; Μάλλον από τον ΟΤΕ.
Έμεινα κόκαλο. Ευτυχώς έλειπαν οι γονείς
μου, γιατί, αν ήταν σπίτι, θα άνοιγαν ανύποπτοι την πόρτα και δεν ξέρω τι
δράματα θα επακολουθούσαν. Με ελαφρά πηδηματάκια απομακρύνθηκα από την πόρτα
και στάθηκα ακίνητη στο χολ κρατώντας ακόμα και την ανάσα μου.
Αυτός απέξω συνέχιζε να χτυπά το
κουδούνι κι εγώ από μέσα ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω από τον τρόμο. Είχα μπλέξει
με τρελό, δεν υπήρχε αμφιβολία. Με μανιακό. Με ψυχοπαθή. Παναγία μου, τι έπαθα!
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή το πήρε
απόφαση κι έφυγε. Δεν θυμάμαι τη συνέχεια της ιστορίας, αν δηλαδή μου
ξανατηλεφώνησε, μάλλον όμως όχι. Εν πάση περιπτώσει ξέμπλεξα με τον τρελό,
χάθηκε, ησύχασα.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι μου άρεσε λίγο
περισσότερο ο ψυχοπαθής και έβγαινα μαζί του μια δυο φορές. Και μετά αποφάσιζα
να τον αφήσω, γιατί δεν με κάλυπτε.
Νομίζετε ότι τώρα θα ζούσα και θα σας έγραφα
αυτή την ιστορία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου