Το
βράδυ που πάει να κοιμηθεί ο Νίκος, πριν αποκοιμηθεί δίπλα στην από αιώνων
σύζυγό του, στέλνει τη σκέψη του μια βόλτα απ’ το σπίτι της Υβόννης, την ώρα
πάνω κάτω που κι εκείνη έχει ξαπλώσει, τη φιλά παθιασμένα, κάνουν σεξ και
ύστερα χωρίζουν.
Συμβαίνει
καμιά φορά να είναι τόσο ωραία η συνάντηση και οι επακόλουθες περιπτύξεις που
έχει έπειτα άγρια αϋπνία. Είναι κυρίως τα σχέδια που κάνουν, σχέδια δίχως
αντίκρισμα αλλά ωραία οπωσδήποτε και περιπετειώδη.
Την
άλλη μέρα, όταν συναντιούνται στο γραφείο, εκείνη δείχνει σαν να μη θυμάται
τίποτα, παρασυρμένη από τα τρέχοντα και πάντα ασήμαντα γεγονότα, εκτός κι αν
τύχει κάποια στιγμή να χαλαρώσουν, οπότε κάτι φτάνει ως τη συνείδησή της και
τότε ανακαθίζουν και οι δύο άβολα και αμήχανα και προσπαθούν να ανταλλάξουν
άσχετες κουβέντες.
Αλλά τα μάτια τους τελείως αυτόνομα κι απείθαρχα, μάτια προδοτικά, αρχίζουν τη συζήτηση και λένε τα δικά τους, «πού είχαμε μείνει χθες;», ρωτά ο Νίκος και τελευταία κάποιος απ’ τους δυο είχε πετάξει την ιδέα, «λέγαμε λοιπόν για την Αργεντινή».
Και η
Αργεντινή ξεχύνεται μες στο γραφείο γεμάτη φάρμες και λιβάδια και κοπάδια κι
ανακατεύονται τα ισπανικά με τα ελληνικά καθώς και τα πρωτόκολλα με τα καινούργια
διαβατήρια.
Πάντως
αυτό κρατάει λίγο, ελάχιστα, έρχονται μετά χείμαρρος τα επείγοντα υπηρεσιακά
και η Αργεντινή εξαφανίζεται ως όραμα τρελό και απαράδεκτο για υπάλληλους
ανθρώπους.
Τα
ίδια πάνω περνά και η Υβόννη.
Σβήνει
το φως τα βράδια και λίγο πριν κοιμηθεί,
στέλνει τη σκέψη της στο Νίκο.
«Αργεντινή;»
ρωτά με έκπληξη κι αυτός της λέει «ναι, Αργεντινή, να πάμε εκεί και να χαθούμε
ανάμεσα σε αλλόφυλους, να μη μπορεί κανείς να μας ανακαλύψει».
Φιλιούνται
έπειτα με πάθος και η Υβόννη, ανάλογα με τη συνέχεια της ιστορίας, ή έχει
ύστερα αϋπνίες ή αποκοιμιέται ευτυχής στην αγκαλιά του εραστή της.
Δεν
έχει καμιά απολύτως σημασία που αυτοί δυο ερωτευμένοι άνθρωποι δεν έχουν αποκαλύψει
ο ένας στον άλλον τον έρωτά τους, δεν έχουν αγγιχτεί ποτέ, δεν έχουν ανταλλάξει
ούτε ένα φιλί, ούτε ένα λόγο ερωτικό. Η σχέση τους είναι ένα βέβαιο γεγονός, μόνο
που βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, όχι σ’ αυτήν εδώ που ζούμε.
Εδώ,
στις διαστάσεις που γνωρίζουμε, είναι κι οι δυο τους ντροπαλοί. Μόνο τα μάτια
τους μιλάνε και αναμεταδίδουν τα νυχτερινά
αγκαλιάσματα και τα παράτολμα σχέδιά τους για την Αργεντινή.
-Πού
θα πάει αυτό το πάθος, ρώτησε ένα βράδυ το Νίκο η Υβόννη, λίγο πριν
αποκοιμηθεί, δεν μπορούμε να κρυβόμαστε μια ζωή εδώ κι εκεί σαν κυνηγημένοι.
Κι
άλλαξε πλευρό για ν’ ακούσει με άνεση την απάντησή του.
Ο Νίκος
έβηξε ελαφρά προσέχοντας να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του. Θα' θελε να της πει με
ειλικρίνεια πως είναι ένας άνθρωπος δειλός και επομένως τίποτα γενναίο δεν
είναι εις θέση να αποφασίσει, αλλά η Υβόννη είναι κλασική ερωμένη και τον θέλει
ριψοκίνδυνο, δεν μπορεί λοιπόν να της πει την αλήθεια.
-Δεν
αντέχω άλλο στην παρανομία, ξαναλέει αυτή και τον κοιτάζει, όπως δεν τον έχει
κοιτάξει ποτέ τα πρωινά στο γραφείο.
Θεέ
μου, σκέφτεται αυτός, δεν θέλω να τη χάσω.
Και
τότε ήταν που του ήρθε η τρελή ιδέα της Αργεντινής.
Εκείνο
ειδικά το βράδυ κοιμήθηκαν ελάχιστα, γιατί πολλά είχαν να πουν και πολλά να
καταστρώσουν και την άλλη μέρα στο γραφείο ήρθαν κατάκοποι και άρχισαν ανόρεχτα
τη δουλειά.
«Αργεντινή»,
είπανε τα μάτια της Υβόννης σε μια τυχαία πρώτη διασταύρωση.
«Αργεντινή»,
απάντησαν τα μάτια του Νίκου.
Τα
επόμενα βράδια έγιναν θυελλώδεις συζητήσεις.
Άφησαν
κατά μέρος τις περιπτύξεις και κανονίζανε τις λεπτομέρειες της φυγής.
Πέρασε
έτσι αρκετός καιρός.
Πότε
μάθαιναν για τις πτήσεις των αεροπλάνων, πότε ετοίμαζαν τα άλλοθί τους. Η Υβόννη
διάβαζε στο διαδίκτυο για το κλίμα και την ιστορία της Αργεντινής και με
λύπη σκεφτόταν πόσα πράγματα που αγαπούσε, θα έπρεπε να εγκαταλείψει στην
Ελλάδα. Όμως δεν γινόταν διαφορετικά. Στο αεροδρόμιο θα πήγαιναν κρατώντας μόνο
τα εισιτήριά τους, τα διαβατήριά τους, καθώς και όσα χρήματα θα είχαν
συγκεντρώσει ως εκείνη τη στιγμή.
-Είναι
και τα παιδιά, είπε ένα βράδυ ο Νίκος στην Υβόννη και νιώθοντας βαθιά ένοχος
σηκώθηκε να τους ρίξει μια ματιά.
Τα
παιδιά κοιμούνταν πανευτυχή και αθώα αγνοώντας τα ύπουλα σχέδια του πατέρα
τους.
-Τι
συμβαίνει; Ρώτησε η γυναίκα του ανοίγοντας το ένα μάτι.
-Τίποτα,
κοιμήσου, είπε ο Νίκος και ξαναξάπλωσε.
-Κοιμούνται;
Ρωτά η Υβόννη.
-Ναι,
λέει ο Νίκος.
-Μήπως
βήχει η μικρή; Ρώτησε η γυναίκα του.
-Όχι,
είπε ο Νίκος.
-Τι
έχει η μικρή; Ρωτά η Υβόννη.
-Είναι
λίγο κρυωμένη από χθες.
Η Υβόννη
σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Στον καθρέφτη είδε το πρόσωπό της κι έκανε μια
γκριμάτσα.
-Ακούς;
Φώναξε στο Νίκο.
Αυτός
γύρισε στο αριστερό πλευρό να μη βλέπει τη γυναίκα του.
-Βρέχει,
είπε από το μπάνιο η Υβόννη.
-Ναι,
βρέχει, επανέλαβε ο Νίκος και αποκοιμήθηκε.
Η Υβόννη βγήκε από το μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι ολομόναχη. Βρέχει, σκέφτηκε κι αποφάσισε να επισπεύσει τις ετοιμασίες για τη μεγάλη απόδραση.
Εν τω
μεταξύ ο καιρός συνέχιζε να περνά με πολλή δουλειά στο γραφείο.
Ο Νίκος
έριχνε στην Υβόννη από πέντε έως δέκα ματιές καθημερινά - ποτέ περισσότερες - τις οποίες ματιές η Υβόννη συνέλεγε με
σχολαστική φροντίδα και τις φύλαγε για τις νυχτερινές συναντήσεις τους.
Εκείνος
από τη μεριά του συνέλεγε την Υβόννη σε διάφορες στάσεις: Η Υβόννη σταυροπόδι,
η Υβόννη όρθια, η Υβόννη γράφει, η Υβόννη μιλά στο τηλέφωνο, τα χείλια της
ανοιγοκλείνουν με μια ιδιαίτερη ηδυπάθεια τώρα τελευταία και η φωνή της
χαϊδεύεται σαν βελούδινη κορδέλα.
Όλα
αυτά της τα λέει τα βράδια λίγο πριν αποκοιμηθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί
να κοιμηθεί και να σηκώνεται και να τριγυρνά σαν φάντασμα μες στο σπίτι.
Τα
ίδια βέβαια τραβά και η Υβόννη.
-Βελούδινη
κορδέλα; ρωτά χαδιάρικα και τεντώνεται στο κρεβάτι.
-Βελούδινη»,
λέει αυτός.
Κι
ακόμα:
-Τόσον
καιρό δεν μου το' χες ξαναπεί αυτό για την ηδυπάθειά μου, τεντώνεται και
στριφογυρίζει στο κρεβάτι.
-Τώρα
το παρατηρώ, λέει ο Νίκος με ειλικρίνεια.
-Πού
θα πάει τόσο πάθος, πού θα ξοδευτεί, αναστενάζει η Υβόννη και ξαναρχίζουν τα σχέδια για την
Αργεντινή.
-Κάποτε
πρέπει να το αποφασίσουμε, λέει εκείνη.
-Ναι,
κάποτε πρέπει, απαντά εκείνος.
-Είναι
όλα έτοιμα. Δεν μένει παρά να ορίσουμε την ημερομηνία.
Όλα
είναι έτοιμα.
Και τα
χρήματα και το τέλειο άλλοθι και κάτι μακρινοί γνωστοί στο Μπουένος Άιρες που
θα βοηθήσουν στις πρώτες μέρες της εγκατάστασης.
Μια
φάρμα έξω από την πόλη. Σε μια πάμπα. Λιβάδι δηλαδή. Γελάδια και διάφοροι
ιθαγενείς, μιγάδες, ινδιάνοι, μαύροι, είδος δουλοπαροίκων, καθώς και μερικοί
υπηρέτες για το σπίτι. Και μια γκουβερνάντα για τα παιδιά. Γερμανίδα κατά
προτίμηση.
-Για
ποια παιδιά; Ρωτά ο Νίκος.
-Δεν
θα κάνουμε παιδιά;
-Θα
κάνουμε παιδιά;
-Γιατί
να μην κάνουμε παιδιά;
-Θέλεις
παιδιά;
-Εσύ
δεν θέλεις παιδιά;
Η Υβόννη
συγχυσμένη σηκώνεται από το κρεβάτι.
-Εσύ
έχεις βέβαια τα δικά σου παιδιά.
Πάει
στην κουζίνα κι ανάβει τσιγάρο. Ο Νίκος την ακολουθεί.
-Πού
πας; Φώναξε η γυναίκα του.
-Διψώ,
κοιμήσου εσύ.
Μπαίνει
στην κουζίνα, ανάβει τσιγάρο. Η Υβόννη δεν μιλά, αποφεύγει μάλιστα το βλέμμα
του. Καπνίζουν για λίγο σιωπηλοί.
-Εν
τάξει, κάνει στο τέλος ο Νίκος. Γερμανίδα.
Στην
πόρτα ξεπρόβαλε αγουροξυπνημένη η γυναίκα του.
-Τι
συμβαίνει επί τέλους με σένα;
Η Υβόννη
σβήνει νευριασμένη το τσιγάρο και
σηκώνεται.
-Στην
Αργεντινή θα παντρευτούμε, λέει κατηγορηματικά. Και θα κάνουμε τα δικά μας
νόμιμα παιδιά.
-Εντάξει,
ξανακάνει αυτός.
-Τι
εντάξει; Ρώτησε η γυναίκα του.
-Πάμε
για ύπνο.
-Ένα
αγόρι κι ένα κορίτσι, λέει από πίσω του η Υβόννη.
-Όπως
θες, λέει ο Νίκος και χώνεται κάτω από τις κουβέρτες.
-Και
μια Γερμανίδα γκουβερνάντα, λέει η Υβόννη ξαπλώνοντας δίπλα του.
-Σύμφωνοι.
-Τι
σύμφωνοι; Ρώτησε η γυναίκα του μέσα απ’ τις κουβέρτες.
-Τίποτα,
είπε ο Νίκος.
-Δεν
είμαστε με τα καλά μας, μουρμούρισε η γυναίκα του και γύρισε στο πλευρό της.
-Καληνύχτα
τώρα, λέει ο Νίκος.
-Καληνύχτα,
είπε ξερά η γυναίκα του.
-Καληνύχτα,
λέει η Υβόννη και σβήνει το φως.
Ύστερα
από ένα μήνα ο Νίκος το' σκασε στην Αργεντινή μαζί με την Υβόννη.
Σηκώθηκαν
το πρωί, όπως κάθε πρωί, για να πάνε τάχα στη δουλειά τους και συναντήθηκαν δυο
ώρες αργότερα στο αεροδρόμιο. Πέρασαν με φυσικότητα όλους τους ελέγχους, ήπιαν
καφέ στην αίθουσα αναμονής, μίλησαν ελάχιστα – τα χρήματα καλά κρυμμένα μέσα στις
φόδρες- έπειτα μπήκαν στο αεροπλάνο και χάθηκαν για πάντα.
Λένε
από τότε τα μάτια της Υβόννης:
«Μην
ξεγελιόμαστε με αυταπάτες, δεν είμαστε καθόλου εδώ».
«Καθόλου
εδώ», λένε από τότε και του Νίκου τα μάτια.
Η Υβόννη
καταχωρεί στο πρωτόκολλο την αλληλογραφία.
« Εδώ
είναι ο χώρος των αναμνήσεων κι εμείς είμαστε δυο κομμάτια απ’ αυτές».
«Δυο
σκιές χωρίς αυτόνομη ζωή», λένε τα μάτια του Νίκου, καθώς ξεχωρίζει την
τελευταία εγκύκλιο του υπουργείου.
Η Υβόννη
κλείνει το πρωτόκολλο:
«Είμαστε
από πολύ καιρό εκεί. Στη φάρμα, στα λιβάδια, στα κοπάδια μας».
Ο Νίκος
πετά τη φλύαρη εγκύκλιο στο καλάθι των αχρήστων:
«Κυκλοφορούμε
με αργεντίνικες ταυτότητες. Έχουμε δυο παιδιά και μια Γερμανίδα γκουβερνάντα».
Η Υβόννη
τοποθετεί το πρωτόκολλο στο μεταλλικό ράφι και κοιτάζει από το παράθυρο τον
ουρανό.
-Θα
βρέξει, λέει.
Ο Νίκος
έρχεται δίπλα της και κοιτάζει κι αυτός τον ορίζοντα.
Οι
πρώτες στάλες πέφτουν στο βρώμικο τζάμι.
Κάτω,
στην Πανεπιστημίου, αρχίζει το μποτιλιάρισμα.
« Σαν να είμαστε ακόμα εκεί».
«Σαν
να στεκόμαστε δίπλα-δίπλα και να μην τολμούμε να το πούμε».
«Όμως
έχουμε έρθει από καιρό εδώ».
«Δεν
είμαστε πια εκεί».
Το
τηλέφωνο χτυπά.
-Εμπρός,
λέει ο Νίκος κι έπειτα κάτι σημειώνει πρόχειρα.
-Ποιος
ήταν; Ρωτά η Υβόννη.
Ο Νίκος
παίρνει το πρωτόκολλο από το ράφι και κάτι ψάχνει ξεφυλλίζοντας.
-Τι
σημασία έχει; Ήταν κάποιος από εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου