Να μια σκέψη που
κανείς σήμερα στον κόσμο δεν κάνει. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι και αύριο και
μεθαύριο και για εκατομμύρια ακόμα χρόνια ο ήλιος θα προβάλλει από την ανατολή,
θα διασχίζει τον ουρανό και θα βουλιάζει στη δύση.
Οι πολύ μακρινοί μας
πρόγονοι όμως δεν ήταν τόσο ήσυχοι. Όταν έβλεπαν τον θεό του Φωτός να χάνεται
πίσω από τα βουνά, πίσω από τις θάλασσες, πίσω από τα δάση για να πάει ποιος
ξέρει πού, στα ανάκτορά του ή σε έναν άλλο κόσμο για να τον φωτίσει, είχαν
πάντα μια ανησυχία: θα ξανάρθει αύριο; Θα μας φωτίσει πάλι με το θεϊκό του Φως;
Θα απλωθεί στη γη η ημέρα με όλα τα καλά της;
Κι αν δεν έρθει; Αν
για κάποιο λόγο αποφασίσει να σταματήσει αυτή την καθημερινή του βόλτα στον
ουρανό; Αν μας εγκαταλείψει; Αν κάτι κάναμε και θύμωσε μαζί μας;
Τότε μια αιώνια νύχτα
θα απλωθεί στον κόσμο, η γη θα γίνει στείρα και τίποτα δεν θα μπορεί να
γεννήσει κι εμείς καταδικασμένοι στο αιώνιο σκότος θα πεθάνουμε από την πείνα
και τη θλίψη.
Πώς να μη γίνει μέγας
θεός ο Ήλιος, πώς να μη λατρευτεί από τους μακρινούς μας προγόνους, ο Ήλιος ο
ζωοδότης που κάθε πρωί έρχεται να σκορπίσει το φως και τη ζέστη στους ανθρώπους
και στα γεννήματα και να τα πολλαπλασιάσει;
Και κάθε βράδυ, όταν ο
θεός Ήλιος φεύγει από τη γη, οι άνθρωποι ανάβοντας λυχνάρια ανησυχούν κι αναρωτιούνται:
«Θα έρθει πάλι κι
αύριο; Θα έρθει σίγουρα;»
Κι όταν καμιά φορά,
καθώς λάμνει ή οδηγεί το άρμα του στον ουρανό, κάτι τον εξοργίζει και τότε
σκοτεινιάζει στη μέση της ημέρας και αποσύρει το φως του και ο κόσμος γεμίζει
σκιές, τότε έντρομοι οι άνθρωποι προσεύχονται και τον ικετεύουν να επιστρέψει,
έντρομοι και φοβισμένοι ότι έφτασε το τέλος και ο μεγάλος θεός θα φύγει και δεν
θα ξαναγυρίσει.
Αλλά σύντομα αυτός
ξεπερνά την οργή του και δείχνει ξανά στους ανθρώπους το ολόλαμπρό του πρόσωπο.
Και οι άνθρωποι παίρνουν βαθιά ανάσα, αλλά ακόμα ανησυχούν: γιατί σκοτείνιασε ο
θεός; Κάτι κακό συμβαίνει ή θα συμβεί, πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας. Και
μήπως αυτό είναι ένα προμήνυμα ότι θα φύγει από τον ουρανό και ίσως ποτέ πια
δεν θα ξανάρθει;
Τι τρόμος αλήθεια! Να
ζεις την κάθε μέρα σου με την αγωνία ότι μπορεί ο θεός Ήλιος να σταματήσει να
έρχεται και να φωτίζει τον κόσμο.
Έτσι, στις 28 Μαΐου
του 585 πΧ, καθώς Μήδοι και Λυδοί ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν μεταξύ τους κοντά
στον ποταμό Άλυ, σκοτείνιασε ο ουρανός, χάθηκε ο Ήλιος και οι δυο αντίπαλοι
στρατοί παρέλυσαν από τον τρόμο. Ο θεός έδειχνε φανερά τη δυσαρέσκειά του γι’
αυτόν τον πόλεμο που διαρκούσε ήδη πέντε χρόνια. Η μάχη δεν έγινε και οι
αντίπαλοι έκλεισαν ειρήνη. Ο θεός βέβαια μετά από λίγα λεπτά φανερώθηκε πάλι,
αλλά το μήνυμά του το είχε στείλει.
Ο μόνος που έμεινε
ατάραχος σε κείνο το φοβερό γεγονός ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος. Διότι αυτός όχι ως
μάγος αλλά ως σοφός που μελετούσε τον κόσμο είχε προβλέψει με ακρίβεια τον
χρόνο και τον τόπο της έκλειψης.
Η επιστήμη είχε μόλις
γεννηθεί. Αιώνες τώρα αγωνίζεται να διαλύσει τα σκοτάδια του ανθρώπινου νου.
Δεν είναι εύκολο, είναι όμως εφικτό.
Ο ήλιος πάντως,
είμαστε πια σίγουροι, θα ανατείλει και αύριο. Αν θα τον δούμε εμείς, αυτό δεν
είναι σίγουρο.
1982
ΑπάντησηΔιαγραφήτο έχει πει και ο sadhguru yasudev
Αυτό
σαν παράδειγμα
ο τι τα προβλήματα μας είναι ασήμαντα
μπροστά στο σύμπαν