Σελίδες

1/9/20

Νύχτες γιομάτες θαύματα, νύχτες σπαρμένες μάγια








Να παραπονεθώ δεν πρέπει. Οι μέρες μου κυλούν μέσα σε μια  ευχάριστη ρουτίνα και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, αλλά, όταν έρχεται η νύχτα και ετοιμάζομαι για ύπνο, ξέρω ότι με περιμένουν περιπέτειες, εκπλήξεις, ανατροπές και κακοδεχούμενες αϋπνίες που είναι άγνωστο ποια μορφή θα πάρουν κάθε φορά.

Ως φρόνιμος άνθρωπος εγώ, εδώ και λίγους μήνες αποφάσισα να παίρνω ένα ηρεμιστικό λίγο πριν κοιμηθώ, με την ελπίδα ότι θα γίνουν και οι νύχτες μου μια ευχάριστη ρουτίνα, δηλαδή να ξαπλώνω στο κρεβάτι, όπως όλος ο κόσμος, να κοιμάμαι και να βλέπω όνειρα.

Προφανώς δεν διάλεξα το σωστό ηρεμιστικό, διότι με το μισό χάπι που παίρνω, δεν γίνεται δουλειά και όταν το πάρω ολόκληρο, είμαι ναρκωμένη όλη την επόμενη μέρα. Επιμένω ωστόσο στο μισό και λέω στον ζωηρό εγκέφαλό μου «τώρα σκάσε, πάψε να δουλεύεις και κοιμήσου».

Δεν είναι τόσο απλό.

Ο εγκέφαλός μου απείθαρχος, ανυπάκουος, γεμάτος όρεξη για δουλειά δεν μου δίνει και πολλή σημασία. Πάει από το ένα θέμα στο άλλο, τι έγινε σήμερα, τι είδε, τι διάβασε, τι έμαθε. Τι έκανα σήμερα, τι θα κάνω αύριο, τι μεθαύριο, τι σε ένα χρόνο, τι σε δέκα χρόνια, τι έκανα πριν δέκα χρόνια, πριν είκοσι, πριν τριάντα, τι να γίνεται ο τάδε, τι είχαμε πει πριν σαράντα χρόνια, τότε που είχαμε τυχαία συναντηθεί, όπως σε εκείνη την ταινία που έπαιζε ο… πώς τον λένε αυτόν τον ηθοποιό, δεν θυμάται ο εγκέφαλός μου, το παθαίνει συχνά τώρα τελευταία, τέλος πάντων, θυμάται όμως το τραγούδι της ταινίας και αρχίζει να μου το τραγουδά κι εγώ πια είμαι έξω φρενών.

«Σταμάτα να τραγουδάς!» του λέω αυστηρά. Ησυχάζει για λίγο, άντε τώρα θα κοιμηθώ, παίρνω την πιο βολική στάση στο κρεβάτι, όλα καλά, ήσυχα, τίποτε δεν με ενοχλεί, ευχάριστο σκοτάδι, δεν ζεσταίνομαι, δεν κρυώνω, δεν έχω καμιά ανησυχία για τίποτα, όλα βαίνουν καλώς, επομένως θα κοιμηθώ.

Χαλαρώνω… και τότε αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα. Ξαφνικά νιώθω να με πονούν τα πόδια μου. Καλά, το ξέρω το κόλπο, τα διπλώνω, τα τεντώνω και περνά ο πόνος, τώρα λοιπόν θα κοιμηθώ.

Χαλαρώνω… χαλαρώνω…

Χμμ, ήρθε τώρα η νυχτερινή μου έξαψη, την είχα ξεχάσει αυτή την επισκέπτρια που έρχεται κάθε νύχτα, όποια ώρα γουστάρει, και μου ανάβει το αίμα. Ανοίγω τον ανεμιστήρα… ωωωω! Τι ωραία δροσιά! Ωωωω! Απόλαυση! Περνάει κανένα τεταρτάκι, κανένα εικοσάλεπτο, εντάξει, υποχώρησε η έξαψη. Σβήνω τον ανεμιστήρα, παίρνω τη βολική μου στάση, λοιπόν, τώρα θα κοιμηθώ.

Χαλαρώνω… χαλαρώνω…

Ναι, αλλά ξέχασα το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων, παλιά ιστορία αυτή, που μόλις είμαι έτοιμη να αποκοιμηθώ, θα έρθει με τη μορφή ηλεκτρικού ρεύματος να διαπεράσει το δεξί μου πόδι ή το αριστερό ή το δεξί μου χέρι ή το αριστερό, με ειδική πάντως προτίμηση το αριστερό μου πόδι.

Εντάξει, κατάλαβα, πρέπει τώρα να σηκωθώ και να κάνω βόλτες μέσα στα σκοτεινά δωμάτια, μέχρι να υποχωρήσει το σύνδρομο, γιατί, αν δεν το κάνω, αυτό θα περνά ως ηλεκτρικό ρεύμα το πόδι μου για καμιά δυο ώρες και πάει θα ξημερώσουμε στο τέλος. Σηκώνομαι, πάω στην κουζίνα, ανοίγω το ψυγείο, τρώω κάτι, ανάβω τσιγάρο, το καπνίζω μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας και σκέφτομαι διάφορα δυσοίωνα πράγματα. Ευτυχώς, με το ηρεμιστικό που παίρνω το σύνδρομο έχει χάσει τη δύναμή του και υποχωρεί εύκολα.

Πάω στο κρεβάτι. Να την πάλι η έξαψη. Ανοίγω τον ανεμιστήρα. Δροσιά, δροσιά, ααχ, δροσιά! Περνά το εικοσάλεπτο, συνέρχομαι.

Τώρα όμως θα κοιμηθώ. Νομίζω πως νυστάζω λίγο. Αν και ο εγκέφαλος είναι έτοιμος για νέες ιστορίες. «Μην τολμήσεις!» του λέω απειλητικά. Μαζεύεται άκεφος. Ξαπλώνω έτσι, ξαπλώνω αλλιώς, μ’ ενοχλεί λίγο το στομάχι μου με αυτά που κατάπια προ ολίγου, δεν δίνω σημασία, και το τελευταίο αυτό τσιγάρο μέσα στη νύχτα γρατζουνάει τον λαιμό μου και ακούω γατάκια να γουργουρίζουν, βήχω και καθαρίζω τα σωθικά μου. Δεν το έκανα όμως καλά, το γουργούρισμα συνεχίζεται, βήχω ξανά μερικές φορές, επιτέλους καθαρίζει ο λαιμός μου, τώρα λοιπόν θα κοιμηθώ.

Ναι, αλλά από την μπαλκονόπορτα βλέπω ότι άρχισε πια να ξημερώνει, αδύνατο να κοιμηθώ με το φως του ήλιου, σηκώνομαι, κατεβάζω τα ρολά, τραβάω τη χοντρή κουρτίνα, εντάξει, σκοτάδι πάλι, ωραία, αν εξαιρέσουμε μια νέα έξαψη. Ανοίγω τον ανεμιστήρα (δροσιά, δροσιά!), περιμένω το σχετικό εικοσάλεπτο, συνέρχομαι, κλείνω τον ανεμιστήρα, τώρα όμως θα κοιμηθώ.

Όχι, λάθος, δεν θα κοιμηθώ, διότι εμφανίστηκε πάλι το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων. Σηκώνομαι, κάνω μερικές βόλτες στα δωμάτια, με ενοχλεί αφάνταστα το φως που έρχεται απέξω, τέλος πάντων, κρατώ μισόκλειστα τα μάτια μου, γυρίζω σε λίγο στο κρεβάτι, έξαψη, ανεμιστήρας, περνά το εικοσάλεπτο και τελικά

κοιμάμαι!

Ε, βέβαια, αφού έχω γίνει πλέον ερείπιο, τι να κάνει και το σώμα μου, θέλει να ξεκουραστεί.

Με τέτοιες περιπέτειες λοιπόν περνούν οι νύχτες μου, δε λέω, παράπονο δεν πρέπει να έχω, εκεί που οι άλλοι χριστιανοί κοιμούνται αδρανοποιημένοι και άχρηστοι, εγώ ξαπλώνω και σηκώνομαι, ανοιγοκλείνω ανεμιστήρες, ανοιγοκλείνω ψυγεία, καπνίζω, βολτάρω μέσα στο σπίτι, κάνω ασκήσεις ποδιών, σκέφτομαι τα μέλλοντα και τα παρελθόντα, γενικά έχω μια δραστηριότητα και νιώθω πολύ ζωντανή, τόσο ζωντανή που δεν καταδέχομαι να κοιμηθώ.

Χθες βράδυ όμως η νυχτερινή μου περιπέτεια εμπλουτίστηκε με ένα ακόμα απρόβλεπτο στοιχείο: ένα λαθροκούνουπο!

Πώς στην οργή μπήκε στον άδυτο χώρο μου αυτό το απεχθές έντομο; Όλες οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα του σπιτιού είναι προστατευμένα με σήτες. Κανονικά τίποτε απέξω δεν μπορεί να μπει εδώ μέσα χωρίς την άδειά μου. Πώς τρύπωσε αυτό το πρόστυχο πλάσμα στον ιδιωτικό μου χώρο; Μάλλον από κάποια σήτα που ξεκόλλησε. Θα το ελέγξω αυτό αύριο.

Φαγούρα στο χέρι και στο πόδι. Καλά, έχω το αντίδοτο. Σηκώνομαι και ψεκάζω χέρια και πόδια με Autan. Με την ευκαιρία κάνω έναν έλεγχο στο δωμάτιο. Το βαμπίρ άφαντο. Καλά. Έτσι κι αλλιώς τώρα είμαι θωρακισμένη με το Autan.

Ξαπλώνω, σβήνω το φως. Σε λίγο νέα ανυπόφορη φαγούρα στον ώμο και στην πλάτη που δεν τα ψέκασα. Ανάβω το φως και ελέγχω. Τίποτα, το τέρας είναι κάπου καλά κρυμμένο. Μα να ρουφά το αίμα μου, ενώ έχω βάλει  Autan; Αυτό πια πρώτη φορά μού συμβαίνει. Κανονικά έπρεπε τώρα να είναι σε λιπόθυμη κατάσταση, όχι να με τσιμπά με τέτοιο θράσος!

Μετά σκέφτομαι ότι το Autan το έχω στο ντουλάπι μου μερικά χρόνια και προφανώς έχει ξεθυμάνει. Το δε κουνούπι δεν πήγαινε στα χέρια και στα πόδια μου, αλλά εκεί που δεν είχα ψεκάσει. Βάζω Autan σε όλο μου το σώμα – θα δηλητηριαστώ έτσι που το πάω στο τέλος – και ξαπλώνω. Όμως, ας ρίξω προηγουμένως ακόμη μια ματιά στο δωμάτιο, μήπως και βρω το μικρό τέρας.

Και να το!
Εκεί, δίπλα στο κρεβάτι μου, σε σημείο που δεν το πιάνει ο ανεμιστήρας, κάθεται ακίνητο πάνω στον άσπρο τοίχο, παχύ παχύ, χορτάτο με τόσο αίμα που ήπιε και χωνεύει. Το κοίταξα με μίσος, με μοχθηρία βάρβαρου Ούνου. Ύστερα ήρεμα όπως ο ψυχοπαθής δολοφόνος πήγα στο γραφείο μου, βρήκα ένα κομμάτι χαρτόνι και ξαναγύρισα. Αυτό καθόταν εκεί ναρκωμένο από το λιπαρό μου αίμα. Με μια αστραπιαία κίνηση το έστειλα στον άλλο κόσμο.

Ύστερα ξάπλωσα ευχαριστημένη και αποκοιμήθηκα επιτέλους.

Διότι δεν μπορείς φυσικά να σκοτώσεις το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων, δεν μπορείς να σκοτώσεις την έξαψη ούτε τον απείθαρχο εγκέφαλό σου που χορεύει μέσα στη νύχτα και τραγουδά ούτε τα πόδια σου που σε πονάνε στα καλά καθούμενα, αλλά ένα κουνούπι μπορείς να το κάνεις λιώμα. Να πληρώσει αυτό για όλα τα νυχτερινά βασανιστήριά σου.

Σήμερα θα πάω να αγοράσω νέο Autan. Φρέσκο και δυνατό. Και μάλλον πρέπει να αλλάξω ηρεμιστικό. Άδικα το παίρνω αυτό που παίρνω. Και σήτες να αλλάξω, μην το παραλείψω αυτό.

Θα γίνω κανονικός άνθρωπος έστω και με το ζόρι, θα πέφτω στο κρεβάτι το βράδυ και θα κοιμάμαι.

Άει σιχτίρ πια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου