Σελίδες

15/4/18

Είκοσι χρονών και εβδομήντα χρονών







Ήρθε και με βρήκε ο εαυτός μου των είκοσι χρονών, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, μάλλον κάποια αναδίπλωση του χρόνου συνέβη και βρεθήκαμε ενώπιος ενωπίω.

Κοιταζόμασταν αμίλητες για κάμποση ώρα, το σοκ ήταν μεγάλο, όπως καταλαβαίνετε, και εκτός αυτού δεν ήμασταν και σίγουρες ότι αυτό που βλέπαμε απέναντί μας ήταν ο εαυτός μας με διαφορά μισού σχεδόν αιώνα.

Δεν ξέρω τι έβλεπε πάνω μου αυτή των είκοσι χρονών, αλλά από την έκφρασή της καταλάβαινα ότι δεν της άρεσε καθόλου. Αλλά ούτε και σε μένα άρεσε αυτή που είχα απέναντί μου.

-Ζωντανή είσαι ακόμα; Με ρώτησε με ξινισμένα μούτρα.

-Γιατί να μην είμαι ζωντανή; Ούτε εβδομήντα χρονών δεν είμαι καλά καλά.

-Εβδομήντα;  Και στέκεσαι ακόμα όρθια;

-Πώς με ήθελες δηλαδή, σε καροτσάκι;

-Ξέρω ’γω; Σε τέτοιες μακρινές ηλικίες οι γέροι είναι σάψαλα.

- Μια χαρά είμαι στην υγεία μου, τρώω, πίνω και καπνίζω κι έχω το μυαλό ξυράφι. Ενώ εσύ ακόμα είσαι μπούφος, δεν ξέρεις τι σου γίνεται.

-Είμαι είκοσι χρονών, γιαγιά, σου λέει κάτι αυτό;

-Μου λέει πως είσαι πολύ ηλίθια.

-Εγώ ηλίθια; Όλοι παραδέχονται πως είμαι πανέξυπνη. Και το ξέρεις κι εσύ. Δεν το ξέρεις;

-Να τη χαίρεσαι την εξυπνάδα σου, βλαμμένο, αλλά σε πληροφορώ ότι δεν πρόκειται να σου χρησιμεύσει σε τίποτα.

-Και γιατί παρακαλώ;

-Γιατί είσαι βλαμμένο. Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα αξιόλογο στη ζωή σου. Μόνο θα καμαρώνεις πως είσαι έξυπνη.

Η μικρή φάνηκε να ταλαντεύεται.

-Αλήθεια λες;

-Την πάσα αλήθεια.

-Δηλαδή δεν θα γίνω κάτι σπουδαίο και μεγάλο, όπως σχεδιάζω;

-Σπουδαία όχι, δεν θα γίνεις, μεγάλη όμως θα γίνεις, θα φτάσεις στην ηλικία μου.

-Και θα καταντήσω μια γριά χοντρή και άσχημη;

-Γιατί τώρα τι νομίζεις πως είσαι; Λεπτή και όμορφη;

-Κάνω δίαιτα. Σκοπεύω να χάσω δέκα πέντε κιλά και τότε θα είμαι όμορφη.

-Είκοσι κιλά θα χάσεις και μετά θα τα ξαναπάρεις. Και μετά ξανά θα τα χάσεις και ξανά θα τα πάρεις. Και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια τη μισή σου ζωή θα είσαι χοντρή και την άλλη μισή αδύνατη.

-Και στο τέλος θα μείνω χοντρή, όπως εσύ.

Σήκωσα τους ώμους αδιάφορα:

-Στην ηλικία μου δεν θα σε νοιάζει, όπως κι αν είσαι. Κι αυτό, μικρή μου, είναι μια απελευθέρωση που εσύ τώρα δεν μπορείς να καταλάβεις.

-Από έρωτες πώς θα πάει το πράγμα;

-Πώς θέλεις να πάει; Ως αδύνατη, θα περνάς καλά. Ως χοντρή, θα έχεις πρόβλημα.

-Δηλαδή ως χοντρή, τίποτα; Απόλυτη ξηρασία;

-Όχι ακριβώς. Όλο και κάποιος θα δελεάζεται από τα άφθονά σου κάλλη. Αλλά εσύ, πανέξυπνο πουλάκι μου, θα έχεις άλλα ενδιαφέροντα. Θα στοχάζεσαι. Αυτό κάνουν οι χοντροί του κόσμου τούτου.

-Τι εννοείς; Μόνο οι χοντροί στοχάζονται δηλαδή;

-Οι παραμελημένοι στοχάζονται. Κι εσύ ως βλαμμένη θα είσαι μια παραμελημένη. Α, θα περάσεις μια ζωή ζάχαρη! Μέρα νύχτα βυθισμένη μέσα στους στοχασμούς σου, ενώ οι άλλοι θα γλεντοκοπούν και θα περνούν ωραία.

Η μικρή καταρρακώθηκε. Της χρειαζόταν όμως, γιατί η νεότης έχει πολλή οίηση και βλέπει εμάς τους ηλικιωμένους με περιφρόνηση.

-Κι έτσι θα πάει η ζωή μου όλη μέσα σε στοχασμούς; Δεν θα κάνω τίποτε άλλο;

-Θα κάνεις, πώς! Θα δουλεύεις και θα βγάζεις το ψωμί σου.

-Αυτό μόνο;

-Τι άλλο θέλεις; Αρρώστιες δεν θα σε βρουν, δεν θα πεινάσεις, θα έχεις πάντα μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου, πέντε έξι φίλους να ανταλλάσσετε στοχασμούς και ενδιαμέσως και κανέναν έρωτα. Κακά είναι;

-Και από θλίψεις, καταθλίψεις και τα παρόμοια;

-Ε, δεν ξέρεις τώρα; Οι στοχαστές ζουν μέσα στη θλίψη.

-Όχι, δεν το ήξερα. Και γιατί να συμβαίνει αυτό;

-Επειδή, μικρή μου, αν δεν είχαν θλίψη, δεν θα ήταν στοχαστές. Θα περνούσαν τη ζωή τους με γέλια και χαρές.

-Δηλαδή μου λες ότι θα περάσω τη ζωή μου μέσα στη θλίψη.

-Και μέσα στο στοχασμό. Και από στοχασμό σε στοχασμό και από θλίψη σε θλίψη θα φτάσεις αισίως στην ηλικία μου και θα τα έχεις όλα βαρεθεί. Και τους στοχασμούς και τις θλίψεις και όλα. Και θα γίνεις μια χαρούμενη γερόντισσα.

-Πφφ!

-Να δεις τι ωραία που θα είναι τότε!

-Πφφ!

-Άκου που σου λέω!

Εκείνη τη στιγμή η αναδίπλωση του χρόνου διακόπηκε, η μικρή εξαφανίστηκε και βρέθηκα μόνη στο καθιστικό μου.

Δεν με πιστεύετε, ε;

Κι όμως κάτι πρέπει να έγινε τότε, στα είκοσι χρόνια μου. Γιατί από τότε κοίταζα τις ηλικιωμένες κυρίες και τις μακάριζα. Είχαν ξεμπερδέψει με τις εκκρεμότητες της ζωής και περνούσαν τον καιρό τους ήσυχα και απλά. Τις ζήλευα.

Αλήθεια σας λέω.

Λες και ήξερα ότι έπρεπε να διανύσω έξι δεκαετίες δύσκολες για να φτάσω στη μακάρια εποχή που τίποτε πλέον δεν θα με νοιάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου