Σελίδες

23/4/18

Παιδικά ατυχήματα στη δεκαετία του ’50: από τύχη επιβιώσαμε







Θυμάμαι - με τρόμο τώρα – κάποιες φορές που ο θάνατος με πλησίασε, όταν ήμουν παιδί, με κοίταξε κι έπειτα έκανε στροφή κι έφυγε. Λες και κάποιος εκείνη τη στιγμή να του ψιθύρισε στο αφτί «φύγε αποδώ, άσ’ την αυτήν».

Mικρή, 8-9 χρονών, έπαιζα με ένα λάστιχο που η μια του άκρη ήταν βυθισμένη σ’ ένα βαρέλι με νερό. Ρουφούσα εγώ το λάστιχο από την άλλη του άκρη για να ανεβάσω το νερό και πράγματι το νερό ανέβηκε απότομα, χύθηκε μέσα στο στόμα μου και πήγε να με πνίξει. Γούρλωσαν τα μάτια μου, ξέρασα το νερό, αλλά λίγο είχε προλάβει να κατέβει πιο κάτω. Ευτυχώς πολύ λίγο, γιατί μετά από κάμποση ώρα που έβηχα, χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα, άνοιξε ο λαιμός μου και άρχισα πάλι να αναπνέω. Λίγο ακόμα και θα πνιγόμουν.

Κάπου στην ίδια ηλικία, ίσως δέκα χρονών, πάλι απειλήθηκα με πρόωρη αποχώρηση από τη ζωή με παρόμοιο βασανιστικό τρόπο.

Έπεσα από ένα χαμηλό τοιχάκι στην αυλή του σχολείου και κανονικά έπρεπε απλώς να γδάρω τα χέρια και τα πόδια μου. Αντί γι’ αυτό, εμένα κόπηκε η αναπνοή μου, επειδή μάλλον χτύπησα με δύναμη το στήθος μου στο χώμα. Σηκώθηκα από κάτω και προσπαθούσα να αναπνεύσω, αλλά η μεν εκπνοή λειτουργούσε, η εισπνοή όμως όχι. Στεκόμουν εκεί σε μια αλλόκοτη κατάσταση, τα άλλα παιδιά με κοίταζαν απορημένα, δάσκαλος δεν υπήρχε πουθενά, έβγαζα κάτι παράξενους ήχους σαν ρόγχο, έγινα σιγά σιγά μπλε και εκεί που το έπαιρνα απόφαση ότι αυτό ήταν, θα πεθάνω τώρα, άνοιξε ξαφνικά πάλι ο δρόμος και άρχισα να αναπνέω κανονικά. Λίγους μήνες αργότερα το έπαθα ξανά. Έπαιζα στην αυλή μιας φίλης μου, έπεσα στα πλακάκια και κόπηκε πάλι η αναπνοή μου. Επαναλήφθηκε ακριβώς η ίδια ιστορία. Και στις δύο περιπτώσεις ο Χάρος έφυγε άπρακτος.

Έντεκα χρονών μπήκα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα κάτω από το σπίτι μου και κολύμπησα. Η θάλασσα ήταν γεμάτη ρεύματα, αλλά αυτό δεν το ήξερα. Τα κύματα δεν τα φοβόμουν, ήξερα καλό κολύμπι. Ποιος με πρόσεχε; Κανείς. Με είχαν πάρει κάτι γείτονες μαζί τους, οι γονείς μου δεν το ήξεραν. Ανόητοι γείτονες φυσικά που ήθελαν να κολυμπήσουν σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στην παραλία έκαναν πίσω. Εγώ όχι. «Ξέρω μπάνιο, δε φοβάμαι» είπα και μπήκα στο νερό. Κι αυτοί οι ανόητοι άφησαν ένα παιδί έντεκα χρονών να μπει στη θάλασσα, όταν κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να μπει.

Με άρπαξε αμέσως το ρεύμα και δεν ήξερα πού πήγαινα. Τα κύματα με έλουζαν, βούλιαζα, κατάπινα νερό, έβγαινα για λίγο στην επιφάνεια, έπαιρνα μια ανάσα και ξανά τα κύματα με σκέπαζαν. Οι συνάνθρωποι στην παραλία είχαν μαζευτεί και με κοίταζαν. Κανείς δεν τόλμησε να μπει στο νερό και να σώσει ένα παιδί που πνιγόταν. Κι εγώ πάλευα με τα κύματα και τους έβλεπα που με έβλεπαν. Και τότε θύμωσα. Θύμωσα πολύ. «Το διασκεδάζετε, ε; Περιμένετε να με δείτε να πνίγομαι; Δεν θα σας κάνω τη χάρη», έτσι σκέφτηκα. Ο φόβος μου εξαφανίστηκε και με κατέλαβε ένας μεγάλος θυμός. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πάλευα με τα κύματα. Αλλά ήμουν αποφασισμένη να μην πνιγώ. Όχι, δεν θα πνιγόμουν. Όχι, άδικα περίμεναν όλοι αυτοί. Όχι, θα έβγαινα στην ακτή.

Μετά από ώρα, αφού είχα πιει μπόλικο θαλασσινό νερό και είχα χωρίς σταματημό παλέψει με τα κύματα και με το ρεύμα που ήθελε να με παρασύρει μακριά, κατάφερα και βγήκα στην άλλη άκρη της παραλίας, εκεί που στέκονταν κάτι απότομα  βράχια. Χτυπήθηκα καλά πάνω τους σαν χταπόδι, αλλά τελικά γαντζώθηκα και σκαρφάλωσα. Ήμουν καταγδαρμένη, αλλά ζωντανή. Ο κόσμος σκόρπισε απογοητευμένος.

Απογοητευμένος αποχώρησε και ο Χάρος. Ήδη τέσσερις φορές με είχε πλησιάσει, είχα νιώσει τα χνώτα του στο σβέρκο μου και μετά για κάποιο λόγο σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντάς με να ζήσω.

Δεν ήταν τόσο ασφαλείς εκείνες οι εποχές. Τα παιδιά παίζαμε σχεδόν ανεξέλεγκτα στους δρόμους και στα χωράφια. Ο κίνδυνος να μας παρασύρει κανένα αμάξι ήταν μηδαμινός, γιατί τα αυτοκίνητα τότε περνούσαν πολύ αραιά. Ο κίνδυνος όμως να  πάθουμε πχ τέτανο ήταν μεγάλος, καθώς κάθε τόσο τραυματιζόμασταν με τις πέτρες, τα ξύλα και τα πεταμένα σιδερικά που βρίσκαμε και τα κάναμε παιχνίδια. Το ότι δεν μολυνθήκαμε δείχνει ότι ήμασταν τυχεροί, τίποτε περισσότερο.

Τα γόνατά μου ήταν συνέχεια τραυματισμένα από τα άγρια παιχνίδια μας. Δεν προλάβαινε να κλείσει η μια πληγή και άνοιγε άλλη στο ίδιο σημείο.

Όταν δεν είχα τι να κάνω και πώς να ξοδέψω την ενέργεια που έβραζε μέσα μου, έπαιρνα φόρα και σκαρφάλωνα στον χαμηλό τοίχο που περιέβαλλε την αυλή του σπιτιού μας. Από κάτω ήταν ένας μικρός γκρεμός. Αν δεν υπολόγιζα καλά, αν έτρεχα λίγο περισσότερο από όσο έπρεπε, ήταν πολύ εύκολο να περάσω πάνω από τον τοίχο και να γκρεμιστώ από κάτω. Πράγμα που θα σήμαινε το τέλος της ύπαρξής μου ή στην καλύτερη περίπτωση αναπηρία ή σπασμένα κόκαλα. Με πλήρη άγνοια του κινδύνου εγώ έπαιρνα φόρα, έφτανα στον τοίχο, ακουμπούσα τα χέρια μου πάνω του, σήκωνα το κορμί μου, λύγιζα τα πόδια μου και γονάτιζα θριαμβευτικά πάνω του. Το έκανα αμέτρητες φορές με επιτυχία.

Μια φορά όμως απέτυχα. Και όχι, δεν έπεσα στον γκρεμό, γιατί η φόρα που είχα πάρει ήταν μικρότερη από το κανονικό. Έτσι, αντί να ανέβω στον τοίχο και να γονατίσω πάνω του, βρόντηξα τα γόνατά μου στην κάθετη επιφάνειά του. Οι παλιές πληγές άνοιξαν και το αίμα άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και δεν σταματούσε. Έτρεχε με ορμή κι από τα δυο μου γόνατα. Βρήκα κάτι πατσαβούρες και τύλιξα τα γόνατά μου τρομαγμένη, περισσότερο φοβόμουν την κατσάδα της μητέρας μου, όταν θα γύριζε σπίτι και θα με έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση. Οι πατσαβούρες γέμισαν αίματα. Τις πέταξα στην άκρη. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει.

Κάποτε ήρθε η μητέρα μου και είδε τα χάλια μου. Με γιατροπόρεψε, όπως μπορούσε, βρίζοντάς με παράλληλα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή σταμάτησε η αιμορραγία. Εννοείται ότι δεν πήγαμε στο γιατρό. Εκείνα τα χρόνια ο γιατρός ήταν περιττός για τέτοια μικροατυχήματα. Ευτυχώς δεν μολύνθηκα με τις πατσαβούρες που είχα βάλει στις πληγές. Έχασα όμως αρκετό αίμα που το αναπλήρωσα τις επόμενες μέρες τρώγοντας καλά.
Αντίο, Χάρε.

Χειμώνας και κάνει κρύο. Καθόμαστε στην κουζίνα γύρω από το μαγκάλι και ψευτοζεσταινόματε – ευτυχώς στα Χανιά ο χειμώνας δεν είναι ποτέ βαρύς. Το σπίτι είναι παλιό, γεμάτο χαραμάδες και μπαινοβγαίνει ο αέρας σφυρίζοντας. (Ακόμα βυθίζομαι σε γλυκιά νοσταλγία, όταν ακούω τον αέρα να σφυρίζει). Με τον αέρα το οξυγόνο στην κουζίνα ανανεώνεται, έτσι δεν κινδυνεύουμε από δηλητηρίαση.

Αλλά μια μέρα τα κατάφερα και δηλητηριάστηκα. Μ’ έπιασε ένας φοβερός πονοκέφαλος, ξάπλωσα στο ντιβάνι και έμεινα εκεί μισοπεθαμένη για ώρες. Εννοείται ότι πάλι δεν φωνάξαμε το γιατρό. «Το μαγκάλι φταίει», αποφάνθηκαν οι μεγάλοι και με άφησαν στο ντιβάνι, μέχρι να μου περάσει. Φυσικά μου πέρασε, αλλιώς τώρα δεν θα ήμουν εδώ να γράφω τις αναμνήσεις μου.

Συνοψίζω: τέσσερις πνιγμοί που ευτυχώς δεν ολοκληρώθηκαν. Μια αιμορραγία και μια δηλητηρίαση με αίσιο τέλος κι αυτές ευτυχώς. Σύνολο: έξι απόπειρες του Χάρου στα παιδικά μου χρόνια που απέβησαν άκαρπες.

Λέμε συχνά πόσο ανέμελα ήταν τα παιδικά μας χρόνια και πόσο υγιή, εμείς που παίζαμε στους δρόμους και στα χώματα με σκουριασμένα σίδερα και βρόμικα αυτοσχέδια παιχνίδια. Καλύτερα να λέμε πόσο τυχεροί υπήρξαμε που καταφέραμε και επιβιώσαμε.

Και ναι, περάσαμε ωραία. Πάντα είναι ωραία τα παιδικά χρόνια με τα τρελά παιχνίδια τους.

Όσο για τη θάλασσα, κανένα τραύμα δεν μου άφησε το πάθημά μου. Από τότε έμπαινα ακόμα πιο θαρρετά στο νερό, μια και την είχα νικήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου