Τι έγινε το 1994;
Ο Μανώλης Δουρής βιάζει και δολοφονεί τον εξάχρονο γιο του
και μετά κάνει πως δεν ξέρει τίποτα. Συλλαμβάνονται οι σατανιστές της Παλλήνης. Ο Ματθαίος Μονσελάς μετά από τις επίμονες παρακλήσεις της
Γεωργίας Βαγενά να της αφαιρέσει τη ζωή, υποχωρεί και τη σκοτώνει.
Παράλληλα την ίδια εποχή οι καταλήψεις στα σχολεία συνεχίζονται
με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό. Γράφει η εφημερίδα «Ριζοσπάστης»:
«Και εκείνη τη χρονιά
οι μαθητές απάντησαν στις επιλογές της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με μαχητικά
συλλαλητήρια, διεκδικώντας την κατάργηση των ΙΕΚ, αλλά και αύξηση των δαπανών
για την παιδεία στο 15% από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το Δεκέμβρη του 1994
πραγματοποιήθηκαν καταλήψεις και συλλαλητήρια σε πολλές πόλεις της χώρας με
κύριο αίτημα την αύξηση των δαπανών για την παιδεία».
Το 1994 οι Έλληνες εξακολουθούμε να φωνάζουμε πως πεινάμε
και η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» μάς αποκαλύπτει ότι οι πλούσιοι έγιναν
πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Από την άλλη, η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» μάς ενημερώνει
ότι:
Είμαστε οι πρώτοι μεταξύ 200 λαών σε πολυτελή αυτοκίνητα,
στο κάπνισμα, στην κατανάλωση ουίσκι. Επίσης είμαστε πολύ κοντά στους πρώτους
στον τζόγο, στα κέντρα διασκέδασης και στους πρόωρα συνταξιοδοτούμενους.
Μακαρία ωστόσο η Ελλάς με τους φτωχότερους και τους πλουσιότερους
πολίτες της να κυκλοφορούν όλοι μαζί με πανάκριβα αυτοκίνητα και των οποίων τα
τέκνα κάνουν καταλήψεις στα σχολεία, πλέει πλησίστια στην απέραντη θάλασσα της
πλαστής ευδαιμονίας.
Ο φίλος μου ο Σταμάτης, βέρος κομμουνιστής, σχολιάζει
κακόκεφα στην παρέα μεταξύ τυρού και αχλαδίου: «Αυτός ο ευδαιμονισμός που μας
έχει καταλάβει…». Κι εγώ, για να του πάω κόντρα, του απαντώ: «Δεν πειράζει, ας
ευδαιμονιστούμε λιγάκι, βρε Σταμάτη!» Όλοι ξεσπάμε σε γέλια, ακόμη και ο
Σταμάτης χαμογελά.
Αυτά τα γέλια, δεν το ξέραμε βέβαια τότε, μας βγήκαν ξινά.
Και όταν ο Παπαθεμελής όρισε με νόμο να σταματά τις
καθημερινές η ηχορύπανση των νυχτερινών κέντρων στις δύο το πρωί, επαναστατήσαμε.
Διότι ο τράχηλος του Έλληνος ζυγόν δεν υπομένει, ιδίως αν ο ζυγός αφορά τον
ευδαιμονισμό μας.
Μα ήταν δυνατόν να σταματά το γλέντι στις δύο, όταν τα
μαγαζιά άνοιγαν στις δώδεκα τη νύχτα και οι φίρμες έβγαιναν στις μιάμιση; Ήταν
δυνατόν να απαγορεύει στο λαό το κράτος να διασκεδάζει όπως, όσο, όποτε θέλει;
Και πότε και πώς θα ξόδευε τα χιλιάρικα που φούσκωναν τις τσέπες του;
Οι νέοι του 1994, τα καμάρια μας, ήταν οι πρώτοι που
εξεγέρθηκαν. Ξεκίνησαν τις διαδηλώσεις με πίστη και προσήλωση στα ιδεώδη της
δημοκρατίας, της ατομικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενάντια σε
ένα κράτος αυταρχικό και αντιδημοκρατικό.
¡No Pasarán! βροντοφώναξαν και κατέβηκαν στην πλατεία
Συντάγματος υπό την καθοδήγηση των ιδιοκτητών των νυχτερινών κέντρων και των
νονών της νύχτας. ¡No Pasarán! βροντοφώναζαν κάθε νύχτα θαρραλέα, ενώ η
αστυνομία παρακολουθούσε αμήχανη, όπως πάντα, και οι ρεπόρτερ κατέγραφαν
αδιαλείπτως την ηρωική αντίσταση των νέων μας, του άνθους του λαού μας. Αντιλαλούσε
τις νύχτες η πλατεία Συντάγματος από τα επαναστατικά σκυλοτράγουδα των ηχείων
που είχαν στηθεί εκεί και οι νέοι μας χόρευαν σε πυρετική ενθουσιώδη έξαρση.
Ο Παπαθεμελής, άξιος της τύχης του, έγινε νούμερο
επιθεωρήσεων και ο κόσμος γελούσε με την καρδιά του, διότι οι καλλιτέχνες μας
οφείλουν να πιάνουν το σφυγμό του λαού και να καταγγέλλουν τις αυθαιρεσίες των
αρχόντων μας. Αυτό έκανε και ο από τότε
επαναστάτης καλλιτέχνης Λαζόπουλος (συγγνώμη που αναφέρω το όνομά του)
και στο τραγούδι του υποδυόμενος μια γυναίκα των καταγωγίων γελοιοποιούσε με
αλλόκοτη φωνή τον υπουργό που είχε το θράσος να τα βάλει με τον κόσμο της
νύχτας. Το τραγούδι έγινε ο εθνικός ύμνος των επαναστατών του τόπου και
ακουγόταν στα νυχτερινά κέντρα και στη συνέχεια στις μαζικές διαδηλώσεις στο
Σύνταγμα, όπου συνέρρεαν οι αγανακτισμένοι των σκυλάδικων.
Τα θυμόμαστε όλα αυτά ή τα ξεχάσαμε;
Αν τα ξεχάσαμε, ευκαιρία είναι να τα θυμηθούμε βλέποντας
αυτό εδώ το βίντεο που μας μεταφέρει το πνεύμα της εποχής.
Ας κάνουμε τώρα τις
σημειολογικές παρατηρήσεις μας.
Ένας νεαρός με αντρίκια αποφασιστικότητα δηλώνει στον
δημοσιογράφο: «Ήρθαμε εδώ, αφού μας έχουν
ξενερώσει και δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια συναυλία
δικιά μας κι αυτό που έχω να πω είναι αυτό…», πιάνει την τούμπα και
χοροπηδώντας αφήνει έναν ήχο που θυμίζει άνθρωπο που ξαλαφρώνει από τα αέριά
του, ενώ οι νεαροί από πίσω του αλαλάζουν ενθουσιωδώς.
Ο φακός μάς δείχνει την αλλαγή φρουράς στο Μνημείο του
Άγνωστου Στρατιώτη. Ο νεαρός κρατώντας το όργανό του ακολουθεί τους Ευζώνους
συνοδευόμενος από νεαρούς που συνεχίζουν να αλαλάζουν.
Ένας άλλος νεαρός τώρα κάνει τις δηλώσεις του στο φακό: «Άμα δεν αλλάξει τα μέτρα ο Παπαθεμελής, θα
κόψουμε τις φλέβες μας» ,απειλεί με μια απελπισμένη ψιλή φωνή.
Ο δημοσιογράφος μάς ενημερώνει:
«Ξεκίνησαν στις τρεις
και τέταρτο, όταν οι νεαροί έκλεισαν την οδό Πανεπιστημίου στο ύψος του Rex και δημιουργήθηκε κυκλοφοριακό
κομφούζιο. Δεν έλειψαν τα μικροεπεισόδια και οι αντεγκλήσεις με τους
διερχόμενους οδηγούς καθώς και οι φθορές αυτοκινήτων. Γύρω στις τέσσερις η
διαδήλωση πιο μαζική και συμπαγής μεταφέρθηκε στο Σύνταγμα μπροστά στο Μνημείο
του Άγνωστου Στρατιώτη».
Βλέπουμε μια κοπέλα ανεβασμένη σε αυτοκίνητο να βγάζει το
πουκάμισό της και να λικνίζεται μισόγυμνη, ενώ από κάτω το πλήθος διαδηλώνει με
θέρμη.
Δημοσιογράφος:
«Η ώρα είναι τέσσερις
και μισή και, όπως βλέπουμε, το γλέντι καλά κρατεί».
«Είμαστε Έλληνες! Οι
γλεντζέδες Έλληνες!» βροντοφωνάζει με βαθύ πατριωτικό πάθος
ένας νεαρός κύριος με λεπτό μουστακάκι εν μέσω άλλων νεαρών κυρίων που ακούν
και επιδοκιμάζουν.
Δημοσιογράφος:
«Στις πέντε η ώρα
έγινε αλλαγή φρουράς κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες».
Βλέπουμε την αλλαγή φρουράς και ακούμε τις αγριοφωνάρες των
νεαρών που κάτι δικό τους τραγουδούν.
Συνεχίζει ο δημοσιογράφος:
«Αξιοσημείωτο είναι
ότι δεν επενέβη καθόλου η αστυνομία, ενώ οι διαδηλωτές διαλύθηκαν στις πέντε»
Πάμε παρακάτω. Είναι Σάββατο και τα νυχτερινά κέντρα μπορούν
να παρατείνουν την ηχορύπανση ως τις τρεις και μισή.
Δημοσιογράφος:
«Ο κόσμος χθες βράδυ
δημιούργησε το αδιαχώρητο στα νυχτερινά κέντρα. Βέβαια μέχρι τις τρεις και
μισή».
Βλέπουμε τους πατριώτες ενός νυχτερινού κέντρου και τους
ακούμε που ψάλλουν τον Θούριο του Λαζόπουλου ( συγγνώμη και πάλι που αναφέρω το
όνομά του).
Δημοσιογράφος:
«Τα ξημερώματα οι
φανατικοί ξενύχτηδες μεταφέρθηκαν ως συνήθως στο Σύνταγμα και η είδηση είναι
ότι δεν συνέβη κανένα παρατράγουδο. Βέβαια έπαιξαν μπάσκετ με τις αστυνομικές
δυνάμεις, πέταξαν και μερικές φωτοβολίδες εν είδει προπόνησης για το φάιναλ φορ
και ύστερα διαλύθηκαν ήσυχα».
Βλέπουμε τώρα τον δημοσιογράφο στην οθόνη που μας εξηγεί
ότι:
«Η ώρα είναι έξι και
τέταρτο, βρισκόμαστε στην οδό Ακαδημίας, εδώ και δυόμιση ώρες έχουνε κλείσει τα
κλαμπ, κάποιο μαγαζί ανοίγει αυτή την ώρα».
Στο μαγαζί που ανοίγει αυτή την ώρα ένα μελαψό παλικάρι δηλώνει
με σοβαρότητα ανάλογη του θέματος: «Πιστεύω
ότι είναι μια πολύ καλή ιδέα για να μπορούμε να ξεκουραστούμε κι εμείς και να
ηρεμήσουμε λίγο, πριν πάμε για ύπνο» (μετά
από τόση κούραση, το δικαιούται - έτσι δεν είναι, Μανόλη Αναγνωστάκη;), ενώ μια επαναστάτρια νέα με χυτό μαλλί
δηλώνει με γενναιότητα: «Γιατί κανένας
Παπαθεμελής δεν μπορεί να το κόψει αυτό!».
Τώρα ο δημοσιογράφος ρωτά τον ιδιοκτήτη του ιδιότυπου αυτού
κέντρου διασκέδασης:
«Πώς σας ήρθε η ιδέα
να ανοίξετε έξι η ώρα τα ξημερώματα;»
Απάντηση:
«Επειδή είμαστε
πάντοτε νόμιμοι, ο νόμος μάς δίνει αυτή τη δυνατότητα. (Βλέπουμε
στο βάθος νέους και νέες να χορεύουν επαναστατικούς χορούς. Ο ιδιοκτήτης
συνεχίζει:) Βασικά καλύπτουμε τις ανάγκες
του κόσμου. Υπάρχει κόσμος, ο οποίος είτε εργάζεται είτε θέλει να συνεχίσει τη
διασκέδασή του και περιμένει κάποιες ώρες προκειμένου να έρθει εδώ πέρα».
Κατακλείδα δημοσιογράφου (άστοχη):
«Όπως βλέπετε, οι
Ισπανοί έχουν άδικο, όταν διαφημίζουν ότι, όταν η Ελλάδα κοιμάται, η Ισπανία
συνεχίζει το γλέντι της».
Ο νόμος Παπαθεμελή, μετά από τόση γενναία αντίσταση, ατόνησε και στο τέλος ακυρώθηκε.
Και πού άραγε να είναι τώρα αυτοί οι νέοι της Σιδώνος 1994 μΧ;
Και πού άραγε να είναι τώρα αυτοί οι νέοι της Σιδώνος 1994 μΧ;
Μεσόκοποι σήμερα, ίσως άνεργοι, ίσως ξανά αγανακτισμένοι,
ίσως μετανιωμένοι, ίσως ανήκεστα χαλασμένοι, κανείς δεν ξέρει.
Εύχομαι να είναι καλά στην υγεία τους και να ντρέπονται.
Όπως ντρεπόμαστε και όλοι εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου