Τώρα
είναι πολύ αργά.
Δεν
μπορώ να πάω και να τους πω:
«Ξέρετε,
τα μάτια μου είναι από φυσικό ιστό, δεν πρόλαβα να τα αντικαταστήσω».
Θα
με ρωτήσουν γιατί δεν πήγα νωρίτερα.
Τι
να τους απαντήσω. Να τους πω ότι έτσι μου άρεσε, έβλεπα καλά με τα φυσικά μου
μάτια και δεν έκρινα σκόπιμο να πάω να τα βγάλω;
Θα
μου πουν:
«Οι
άλλοι γιατί το έκριναν σκόπιμο και δεν το έκρινες εσύ;»
Θα
έχουν δίκιο, τι να τους πω.
Θα μου πουν:
«Θα
ξέρεις βέβαια πως είσαι ο μόνος που έχει ακόμα φυσικά μάτια».
Το
ξέρω.
Από
καιρό τώρα τα ΜΜΕ βοούν και λένε το ίδιο πράγμα.
Λοιπόν
είμαι ο μόνος.
Από μια βλακεία, μια υπεροψία.
Έχω καιρό, σκεφτόμουν. Διότι έβλεπα μια χαρά
με τα φυσικά μου μάτια.
Όλα
τα άλλα υπάκουσα στις εντολές τους και τα αντικατέστησα. Τα μάτια είπα να τα
κρατήσω. Έτσι, από ματαιοδοξία. Επειδή ήταν όμορφα. Πριν αρχίσουν βέβαια τα
προβλήματα.
Ήταν
τότε που είχε γεμίσει ανταλλακτικά η αγορά.
Είχε
γίνει μεγάλος θόρυβος εκείνη την εποχή. Ήταν αρχή ακόμα και ο κόσμος δίσταζε,
φοβόταν τις καινοτομίες. Ύστερα άρχισαν δειλά δειλά.
Πρώτα
οι άρρωστοι. Οι ετοιμοθάνατοι αντικατέστησαν τα κατεστραμμένα τους όργανα και
ξαναζωντάνεψαν. Μετά οι ανάπηροι απέχτησαν καινούργια, απόλυτα λειτουργικά
χέρια και πόδια.
Έπεσε
και μια άγρια προπαγάνδα. Έβλεπες τους πολιτικούς μας και γενικώς όλα τα
σημαίνοντα πρόσωπα να ποζάρουν στην είσοδο του Κρατικού Μεγάρου Ανταλλακτικών
λίγο πριν μπουν για να βγάλουν τα όργανά τους και λίγο μετά, όταν έβγαιναν
θαλεροί κι ολόχαροι.
Έτσι πήραμε θάρρος όλοι. Στο τέλος δεν έμεινε
κανείς που να μην έχει ανταλλάξει τα φυσικά του όργανα με τα αθάνατα τεχνητά.
Ανταλλαχθήκαμε
εξ ολοκλήρου.
Σωστό
μέτρο, δεν αντιλέγω.
Προέχει
η υγεία του λαού. Πώς να χαλάσει παραδείγματος χάριν ένα τεχνητό στομάχι. Ας
χαλάσει στο κάτω κάτω. Τα Κρατικά Συνεργεία δουλεύουν επί εικοσιτετραώρου
βάσεως. Αντικαθιστούν το χαλασμένο στομάχι με ένα καινούργιο και αυτό ήταν.
Τα
αντικαταστήσαμε λοιπόν όλα και ησυχάσαμε. Έγινε η ζωή μας πολύ καλύτερη, αυτό
είναι αλήθεια.
Αν
και εξακολουθούμε να πεθαίνουμε. Δεν μπόρεσαν ακόμα οι επιστήμονές μας να
εξαλείψουν αυτό το φαινόμενο. Κάποιο μπλακ άουτ γίνεται ξαφνικά στον οργανισμό
μας και παύει η λειτουργία του. Αλλά τουλάχιστον δεν είμαστε πια ανάπηροι και
μισεροί, αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Λοιπόν
εγώ κράτησα τα μάτια μου.
Από
ματαιοδοξία, τι άλλο. Νόμιζα τέλος πάντων ότι όταν θα ερχόταν η ώρα, θα πήγαινα
και θα τα αντικαθιστούσα. Δεν φαντάστηκα ότι θα έμενα ο τελευταίος.
«Τώρα
ήρθες;» θα μου πουν στο Κρατικό Συνεργείο Ανταλλακτικών. «Γιατί δεν ερχόσουν, όταν
φωνάζαμε να παρουσιαστούν και οι τελευταίοι, για να ολοκληρώσουμε τη Λαϊκή
Ανταλλακτική μας Πολιτική; Πολύ αργά», έτσι θα μου πουν, «οι εγχειρήσεις
ενηλίκων και η αντικατάσταση των φυσικών οργάνων τους έχουν πια καταργηθεί».
Ματαιοδοξία.
Ασφαλώς. Τι άλλο;
Έπειτα
συμβαίνει και το εξής:
Αυτοί
λένε, και γιατί να μην το πιστέψω δηλαδή, λένε πως τα τεχνητά μάτια είναι
ανώτερα από τα φυσικά. Διότι το φυσικό μάτι έχει αδυναμίες εγγενείς: θαμπώνει,
γερνά, τυφλώνεται. Επίσης δακρύζει.
Το τεχνητό όχι. Είναι γερό και σίγουρο.
Σταθερό. Δεν παθαίνει παραισθήσεις, δεν βλέπει οράματα.
Καταγράφει αυτό που πέφτει μέσα στο οπτικό του πεδίο. Μια άριστης ποιότητας κινηματογραφική κάμερα με
άλλα λόγια.
Λοιπόν
εγώ τώρα αρχίζω και γερνώ, δηλαδή όχι ακριβώς εγώ, τα μάτια μου είναι που
γερνούν και μου συμβαίνουν διάφορα που
δεν μου συνέβαιναν στο παρελθόν. Θέλω να πω πως βλέπω πράγματα που οι άλλοι δεν
βλέπουν κι αυτό βέβαια σημαίνει πως άρχισαν οι παραισθήσεις και τα οράματα και δυσκολεύομαι πολύ να ζήσω με τέτοιες εικόνες.
Όσο
περνά ο καιρός, τόσο πιο εφιαλτικές γίνονται οι μέρες μου.
Κάθε
πρωί ξυπνώ με τον ίδιο τρόμο.
Τι
θα δω πάλι σήμερα, τι άγριες εικόνες θα πληγώσουν τα φυσικά, γερασμένα μάτια
μου και πώς να τις αντέξω μέσα στη μοναξιά, πώς να κρατηθώ και να μην ουρλιάξω
και προδοθώ, πώς να φερθώ όσο γίνεται πιο φυσικά: να περπατώ δηλαδή στους δρόμους ήρεμα, όπως κάνουν και οι άλλοι,
να χαιρετώ τους γείτονες, να χαμογελώ στους πωλητές, καθώς αυτοί θα με εξυπηρετούν, να πίνω τον καφέ μου στην πλατεία και να χαζεύω
τους περαστικούς, να δείχνω γενικά ένας φιλήσυχος, συνηθισμένος άνθρωπος, ενώ
τα μάτια μου θα συλλέγουν εικόνες φρίκης και τρόμου και θα τις στέλνουν κατευθείαν στον τεχνητό εγκέφαλό
μου. Αυτός πάλι έχοντας άλλες
προδιαγραφές είναι ανίκανος να τις οργανώσει με τη δοτή λογική του, μου τις
αραδιάζει έτσι ασύνταχτες και μπερδεμένες και με γεμίζει τρόμο.
Τότε
είναι που θέλω να ουρλιάξω , να φωνάξω στους άλλους, να τους προειδοποιήσω για
τον κίνδυνο που στέκεται δίπλα τους.
Όμως δεν μιλώ.
Κάθομαι
παγωμένος στη θέση μου και βλέπω την
καταστροφή, μόνο εγώ τη βλέπω, οι άλλοι όχι, επομένως εγώ έχω το πρόβλημα, τα
φυσικά μου μάτια που από ματαιοδοξία δεν τα άλλαξα και τώρα μου στέλνουν
εικόνες θανάτου, οράματα, πράγματα ανύπαρκτα για τους άλλους.
Έπειτα
γυρίζω εξουθενωμένος στο μικρό μου διαμέρισμα κι εκεί μπορώ να γίνω ο εαυτός
μου και τότε κλαίω με λυγμούς γι αυτό
που είδα και γι αυτό που μου συμβαίνει, κλαίω μέσα στην απέραντη μοναξιά
που καταδίκασα τον εαυτό μου και για το
μεγάλο λάθος μου, δεν έπρεπε να κρατήσω αυτά τα φυσικά μάτια, απομονώθηκα τώρα,
δεν έχω κανέναν όμοιό μου.
Τώρα
τελευταία έχει επιδεινωθεί η κατάστασή μου.
Πόσο
ν’ αντέξουν εξ άλλου δυο φυσικά μάτια. Θαμπώνουν, δακρύζουν συνέχεια. Γι αυτό αποφεύγω
να βγαίνω έξω. Κάθομαι μέσα και
ξεφυλλίζω παλιά, αρχαία βιβλία, γράφω ιστορίες, ξέρω πως σύντομα θα τυφλωθώ και
τότε θα έρθει το τέλος μου.
Σκέφτομαι πως πρέπει, πριν πεθάνω, να
καταγράψω τα οράματά μου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί να έχει μια τέτοια ενέργεια,
απλά σκέφτομαι πως δεν πρέπει να τα αφήσω να χαθούν στη λήθη.
Εξ
άλλου τώρα δεν νιώθω ασφαλής, όταν περιφέρομαι έξω.
Έχω
εξασκηθεί βέβαια και μπορώ να παίρνω
εκείνο το γυάλινο βλέμμα των άλλων, κρατώ σταθερά τα βλέφαρά μου, αν και είναι
επώδυνο αυτό, όμως έχω καταφέρει να μην
τα ανοιγοκλείνω.
Αλλά
μερικές φορές κινδυνεύω να προδοθώ, γιατί δακρύζω.
Δακρύζω και δεν μπορώ να βάλω γυαλιά, αυτά
έχουν από χρόνια καταργηθεί και τότε πρέπει ολοταχώς να πάω να κρυφτώ κάπου και
να σκουπίσω τα μάτια μου.
Μια
φορά μ’ έπιασαν κάποιοι να το κάνω και με κοίταζαν καλά καλά.
«Μια
μικροβλάβη», δικαιολογήθηκα, «πρέπει να περάσω από το Συνεργείο».
Δεν
θέλω να δίνω στόχο.
Έπειτα
είναι και το άλλο.
Σκέφτομαι
δηλαδή μήπως δεν είναι οράματα αυτά που εγώ λέω οράματα.
Τα
τεχνητά μάτια μπορεί να βλέπουν με σιγουριά. Αλλά τι βλέπουν, αυτό είναι το ζήτημα. Μπορεί
να βλέπουν παραδείγματος χάριν με κρυστάλλινη διαύγεια τους δρόμους και τα κτήρια,
τα φανάρια, τα αυτοκίνητα και τα μαγαζιά , αλλά αυτό που είναι διάχυτο στην
ατμόσφαιρα δεν μπορούν να το δουν.
Αυτό
το μαύρο πράγμα που κάθε φορά παίρνει άλλο σχήμα και επιτίθεται.
Όλοι
μας ζούμε μέσα σ’ αυτό το μαύρο πράγμα
που κατά την όρεξή του καταβροχθίζει πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Αμέτρητες
φορές έχει περάσει ξυστά από δίπλα μου και ο τρόμος με έχει παραλύσει. Τώρα,
λέω, έφτασε η τελευταία μου στιγμή. Αλλά Αυτό με προσπερνά και επιτίθεται στον
άλλον παρακάτω.
Χρόνια ζω με αυτό τον τρόμο.
Και
δεν μπορώ με κανέναν να τον μοιραστώ.
Λέω
λοιπόν πως μπορεί και να μην είναι οράματα αυτά που εγώ βλέπω. Ποιος μπορεί να
το αποδείξει αυτό; Πώς είναι τόσο βέβαιο ότι εγώ βλέπω λάθος και οι άλλοι
βλέπουν σωστά;
Για
τίποτα δεν είμαι σίγουρος πια.
Το
λέω αυτό γιατί σήμερα με κοίταξε
κατευθείαν στα μάτια. Σήμερα, καθώς ξεμύτισα προσεχτικά μέχρι το μίνι μάρκετ
της γωνίας, Αυτό με πλησίασε. Ήρθε το τέλος μου, σκέφτηκα και κοντοστάθηκα
ζαλισμένος όπως οι κότες, όταν τις κοιτάζει η αλεπού. ΄Όμως Αυτό δεν μου
επιτέθηκε. Με κοίταξε ίσια στα μάτια με
μια απύθμενη ειρωνεία και πάλι με προσπέρασε.
Μπορεί
να είναι αληθινό, σκέφτομαι τώρα. Κι αν είναι αληθινό, ξέρω γιατί δεν με
αποτελειώνει.
Όταν
όλα τα μάτια αντικαταστάθηκαν κι άρχισαν όλοι να βλέπουν με τα τεχνητά, τότε Αυτό ξεμύτισε
από τον αφανή του κόσμο, νόμισε πως κανείς πια δεν μπορούσε να το δει. Απλώθηκε
με αλαζονεία, γέμισε το χώρο γύρω μας. Αδηφάγο και βουλιμικό, χωρίς καμιά
προφύλαξη ρουφά τις ζωές μας. Κι εμείς ακατάπαυστα του παρέχουμε την ηδονή του
Θανάτου.
Οι
άλλοι με τα τεχνητά μάτια δεν μπορούν να
το δουν.
Όμως
εγώ είναι χρόνια τώρα που βλέπω αυτό το μαύρο πράγμα, με πόση ηδονή μας
επιτίθεται και μας καταβροχθίζει παίρνοντας κάθε φορά άλλη μορφή. Είναι χρόνια τώρα που ξέρω ότι
ζούμε σ’ ένα απέραντο εκτροφείο και κυκλοφορούμε πάνω κάτω σαν ανύποπτες
κοτούλες.
Αυτό
βρίσκεται πάντα εδώ, μας παρατηρεί και ετοιμάζει κάθε φορά τη νέα του επίθεση.
Έχει φαντασία και ευρηματικότητα και δεν φοβάται πια τίποτα.
Μερικές
φορές θέλησα να φωνάξω, να προειδοποιήσω τον ανύποπτο περαστικό πως Αυτό βρισκόταν
δίπλα του, είχε κιόλας ανοίξει τα φοβερά σαγόνια του και ετοιμαζόταν να τον
κατασπαράξει, όμως την τελευταία στιγμή δείλιασα, φοβήθηκα μην έχω κι εγώ την
ίδια τύχη κι έφυγα τρέχοντας μακριά.
Πολλούς
συνανθρώπους μου έχω δει κατασπαραγμένους, να είναι σκόρπια τα κομμάτια τους,
το αίμα τους ρουφηγμένο κι έπειτα ακούω τις επίσημες εξηγήσεις που δίνουν τα ΜΜΕ
και πνίγομαι που δεν μπορώ να μιλήσω.
Γιατί
οι άλλοι με τα τεχνητά μάτια έχουν τις
δικές τους εξηγήσεις, μιλάνε για τυχαιότητα ή για λάθος χειρισμούς, για
φυσικούς και ανθρώπινους νόμους, για πιθανότητες, δυνατότητες, μοιραίες
συγκλίσεις και συμπτώσεις. Τρομάζουν λίγο και μετά ξεχνούν, γυρνούν στην
καθημερινότητά τους.
Όμως
εγώ ξέρω πως δεν είναι έτσι τα πράγματα, ξέρω πως αυτό το μαύρο πράγμα έχει για
άλλη μια φορά επιτεθεί.
Σήμερα
με κοίταξε στα μάτια, με τη βαθύτατη ειρωνεία του ισχυρού απέναντι στον
αδύναμο.
Και
τώρα έχω καταλάβει γιατί δεν με σκοτώνει.
Επειδή
βλέπει πως το βλέπω και απολαμβάνει τον
τρόμο μου. Επειδή δεν μπορώ να μιλήσω
και με κρατά συνένοχο στην ηδονή του. Του αρέσει πολύ να το κοιτάζω, όταν Αυτό
καταβροχθίζει τους άλλους, τους εντελώς ανταλλαγμένους. Του αρέσει πολύ που
έχει ένα θεατή της θηριωδίας του, είναι κι αυτό μέρος της ηδονής του.
Οπωσδήποτε
είναι πολύ γλυκό να γνωρίζει κάποιος τη δύναμή σου και να σε τρέμει.
Και
τώρα δεν ξέρω τι να κάνω.
Να
πάω και να τους πω αυτά που βλέπω, δεν έχει νόημα, δεν θα με πιστέψει κανείς.
Θα πουν πως τρελάθηκα, πως αυτά παθαίνει όποιος δεν συμμορφώνεται πλήρως προς
τη Λαϊκή Ανταλλακτική Πολιτική, πως με δυο λόγια είμαι ένα απροσάρμοστο άτομο.
Ούτε
να αλλάξω πια τα μάτια μου μπορώ.
«Τώρα
που ήρθες», θα μου πουν, «είναι πολύ
αργά, δεν γίνονται σήμερα τέτοιες
εγχειρίσεις. Αν ήσουν βρέφος, θα σε στέλναμε στο Ανταλλακτήριο των Παίδων, αλλά
εσύ είσαι μεσόκοπος, μείνε λοιπόν με τα φυσικά σου μάτια μέχρι να τυφλωθείς».
Να
τυφλωθώ.
Είναι
τελικά μια λύση, τώρα που το σκέφτομαι.
Θυμάμαι
ένα αρχαίο μύθο που ο τραγικός βασιλιάς έβγαλε μόνος του τα μάτια του για να μη
βλέπει το άσχημο παιχνίδι που του έπαιξε
η μοίρα.
Είναι
μια λύση.
Να
μην του δίνω τουλάχιστον την ηδονή του τρόμου μου.
Να
περιφέρομαι τυφλός εδώ κι εκεί μέσα στο εκτροφείο και να το προκαλώ να μου
επιτεθεί. Χωρίς μάτια τι να με κάνει. Θα του είμαι άχρηστος. Θα μου επιτεθεί,
δεν πρόκειται να με προσπεράσει την επόμενη φορά.
Μόνο
που δεν ξέρει, ελπίζω να μην το ξέρει, ότι εγώ τα έχω καταγράψει όλ’ αυτά. Έχω
τα χειρόγραφα όλα φυλαγμένα στο σπίτι μου.
Ίσως
κάποιος κάποτε να τα διαβάσει και να
πιστέψει αυτά που βλέπω τόσα χρόνια.
Ίσως.
Αν και δεν ξέρω τι όφελος θα βγει απ’ αυτό,
τώρα που είναι όλοι τους ανταλλαγμένοι.
Από τη συλλογή διηγημάτων "Οι πόρτες", εκδ. Ιωλκός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου