Σελίδες

6/8/15

Η Ελλάδα, όπως καθρεφτίζεται στον ελληνικό κινηματογράφο του ’50 και του ’60







Ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’50 ασχολήθηκε πολύ με τα κοινωνικά και ερωτικά προβλήματα των πατεράδων και των παππούδων μας που σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις της εποχής μπορούσαν να δώσουν ενδιαφέρουσες ιστορίες, δραματικές και κωμικές. Με τις δραματικές δεν θα ασχοληθούμε, γιατί ελάχιστα προβάλλονται σήμερα στην τηλεόραση και, όταν προβάλλονται, δεν έχουμε την υπομονή να τις παρακολουθήσουμε, είναι, εκτός λίγων εξαιρέσεων, βαρετές και αφελείς. Οι κωμικές ταινίες όμως, πολλές από τις οποίες είναι άρτιες πραγματικά κωμωδίες, μας δίνουν άφθονες πληροφορίες για το θέμα μας.


Έχετε προσέξει τι μορφές έχουν οι Έλληνες στις ταινίες εκείνης της εποχής;
Όχι οι πρωταγωνιστές, αυτοί είναι προσεχτικά διαλεγμένοι για να αρέσουν, έχουν αρμονικά χαρακτηριστικά και συχνά αριστοκρατικά. Αναφέρομαι στους άλλους, αυτούς που αποτελούν τον περίγυρο, δηλαδή τους κομπάρσους ή τους τυχαίους περαστικούς στο δρόμο που τους παγίδεψε ο φακός και τώρα έμειναν κι εκείνοι στην αιωνιότητα άθελά τους.

Οι Έλληνες λοιπόν πριν μισό αιώνα δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς. Πιο πολύ θυμίζουν Αλβανούς ή Άραβες με τις μουστάκες τους και το μόρτικο ή λαϊκό τους ύφος. Όλοι τους σχεδόν είναι πολύ μελαχρινοί, όλοι σχεδόν κοντοί και πολύ κακοφτιαγμένοι. (Το «Ωραίος ως Έλλην», και μη προς κακοφανισμόν μας, είναι ένας ωραίος μύθος). Οι γυναίκες, αν δεν είναι κορίτσια της εφηβείας, είναι οι περισσότερες χοντρές. Ήταν και η μόδα τέτοια εκείνης της εποχής που μια γυναίκα είκοσι χρονών έδειχνε σαράντα.

Η Ελλάδα εν τω μεταξύ φτωχή, πάμφτωχη. Φαίνεται αυτό, όταν ο φακός μάς δείχνει τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Χωματόδρομοι και λασπουριά, σπίτια χαμηλά, κακοσυντηρημένα, παιδιά και σκυλιά στις αλάνες. Ο φακός μπαίνει και μέσα στα σπίτια των καθημερινών ανθρώπων. Λίγα έπιπλα, άβολες καρέκλες, καμιά φορά το κρεβάτι είναι μέσα στο κύριο δωμάτιο.

Η ρετσίνα είναι το αγαπημένο κρασί των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια. Επίσης το κοκκινέλι. Άλλα ποτά δεν φαίνεται να γνωρίζουν, αν και ακούμε πού και πού κάτι για ούζο. Το ουίσκι είναι ακόμα εξωτικό ποτό και μόνο για τους πλούσιους.

Οι πλούσιοι στις ταινίες έχουν υπηρέτριες στα σπίτια τους. Είναι Ελληνίδες φυσικά από τα χωριά και τα νησιά μας. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς τους φέρονται τα αφεντικά τους: τις περιφρονούν, τις προσβάλλουν, τις μαλώνουν με το παραμικρό. Οι υπηρέτριες δέχονται με φυσικότητα αυτή τη μεταχείριση.  Και το κοινό της εποχής βλέπει επίσης με την ίδια φυσικότητα την κακομεταχείριση, δεν του κάνει εντύπωση.

Σ’ αυτή την υπανάπτυκτη ελληνική κοινωνία η γυναίκα έχει την ανάλογη θέση. Σπανίως εργάζεται και, όταν συμβαίνει αυτό, οφείλεται στη μεγάλη οικονομική ανάγκη της οικογένειας. Ο  αδελφός μαζί με τον πατέρα είναι οι κέρβεροι της ηθικής της κοπέλας. Η κοπέλα πρέπει να πάρει την άδειά τους για να βγει έξω, να πει πού θα πάει και φυσικά να γυρίσει πίσω νωρίς, πριν νυχτώσει. Ο αδελφός  είναι όμως κι αυτός εξαρτημένος από τη γενικότερη ηθική: δεν μπορεί να παντρευτεί, αν δεν αποκαταστήσει προηγουμένως την αδελφή ή τις αδελφές του. («Δεσποινίς ετών 39», «Ο Φανούρης και το σόι του»). Παράλληλα πάντα υπάρχει το ακανθώδες πρόβλημα της προίκας.



Όταν τέλος πάντων παντρευτεί με το καλό η κοπέλα, πρέπει να έχει κατανόηση για τις ερωτικές αταξίες του συζύγου, διότι άντρας είναι αυτός, έχει το δικαίωμα να παίζει με τις άλλες γυναίκες, αρκεί να μην το παρακάνει. Αυτή όμως πρέπει να είναι μια αξιοπρεπής κυρία, πιστή και αφοσιωμένη και να μη δίνει δικαιώματα («Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» ).




Ο έρωτας και ο γάμος ταιριάζουν στους νέους ανθρώπους. Οι μεγαλύτεροι πρέπει να είναι σοβαροί, δηλαδή να μη σκέφτονται τέτοια πράγματα, γιατί γίνονται γελοίοι. Έτσι, αν κάποιος ή κάποια έχει περάσει την πρώτη νεότητα και δεν έχει παντρευτεί ή έχει χάσει το ταίρι του, πρέπει να το πάρει απόφαση ότι θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στη μοναξιά. Όποιος παραβαίνει αυτό τον άγραφο κανόνα, γίνεται ο περίγελως της κοινωνίας («Δελησταύρου και υιός»).



Οι άνθρωποι του μόχθου παρουσιάζονται καλόβολοι και εξυπηρετικοί, κάτι που μάλλον δεν ίσχυε πάντα στην πραγματικότητα. Μην ξεχνάμε ότι οι ταινίες αυτές απευθύνονταν  στις λαϊκές τάξεις, επομένως οι συντελεστές της ταινίας όφειλαν να τις καλοπιάνουν. («Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»: οι πλανόδιοι μουσικοί φέρονται ιπποτικά στην ομορφούλα που τους έλαχε στο δρόμο και δεν διανοούνται να την πειράξουν, αν και κοιμούνται και οι τρεις μαζί.  «Ούτε γάτα ούτε ζημιά»: ο σταθμάρχης με τη γυναίκα του φιλοξενούν με χαρά τέσσερις πρωτευουσιάνους στο φτωχικό τους. Εδώ όντως απεικονίζεται μια συνήθεια της εποχής).



Η βεντέτα, χαρακτηριστικό πρωτόγονων κοινωνιών, εξακολουθεί να τυραννά τους Έλληνες («Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»).



Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες τούς κατατρύχουν («Η κυρά μας η μαμή»).



Σημαντική θέση στις ταινίες αυτές έχουν οι ομογενείς εξ Αμερικής. Μιλούν λίγο περίεργα τα ελληνικά διανθισμένα από αλλοιωμένες αγγλικές λέξεις και φέρνουν ένα νέο σύγχρονο πνεύμα στην υπανάπτυκτη ελληνική κοινωνία που δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Ευπρόσδεκτα όμως είναι πάντα τα χρήματά τους. («Η θεία απ’ το Σικάγο», «Ο Φανούρης και το σόι του»).



Η αγάπη προς τα ζώα είναι κάτι ακατανόητο και σατιρίζεται δεόντως. Οι ζωόφιλοι είναι κατά κανόνα θηλυκού γένους: γεροντοκόρες υστερικές ή μεγαλοκυρίες αδιάφορες για τα πάθη των ανθρώπων που λατρεύουν το σκυλάκι τους.

Γύρω από την τίμια ελληνική λαϊκή - μικροαστική οικογένεια κυκλοφορούν και άλλες φιγούρες, μικροαπατεώνες, επίορκοι υπάλληλοι, χαρτοπαίχτες, ανήθικοι τύποι που ξελογιάζουν τις κοπέλες, τσουλίτσες, καμπαρετζούδες, ο κόσμος της νύχτας γενικά. («Σάντα Τσικίτα». «Η κάλπικη λίρα», με τον αόμματο και την τροτέζα).




Ας μην ξεχάσουμε και την αστυνομία που παρουσιάζεται αυστηρή μεν αλλά δίκαιη και συχνά καλόβολη απέναντι στους έντιμους πολίτες («Ο Ηλίας του 16ου»).



Μολονότι τα αυστηρά ήθη καλά κρατούν τη δεκαετία του 50, ο ελληνικός κινηματογράφος γλυκά, τρυφερά, υπαινικτικά στέλνει τα μηνύματά του στο ελληνικό κοινό, ότι δηλαδή οι καιροί έχουν αλλάξει, ο έρωτας δεν είναι αμαρτία, η γυναίκα έχει δικαιώματα και απαιτεί ισότητα στο θέμα της συζυγικής πίστης, οι γονείς δεν πρέπει να πιέζουν τις κόρες τους να πάρουν όποιον εκείνοι θέλουν, η εμμονή να παντρευτεί πρώτα η αδελφή και μετά ο αδελφός είναι σε τελική ανάλυση μια κουταμάρα, ένας άνθρωπος άνω των πενήντα έχει δικαίωμα να ξαναφτιάξει τη ζωή του, η βεντέτα δεν έχει θέση πια στην ελληνική κοινωνία.

Τα μηνύματα αυτά θα πιάσουν τόπο σε μια Ελλάδα που αρχίζει να ξεκολλά δειλά-δειλά από την υπανάπτυξη και την επόμενη δεκαετία, στις ταινίες δηλαδή του ’60,  θα γίνουν ακόμα πιο τολμηρά.

Το κορίτσι απαιτεί τώρα να βγαίνει με τις παρέες του και να διαλέγει η ίδια αυτόν που θα πάρει («Ο Θόδωρος και το δίκαννο»). Μπορεί να μορφώνεται και να μπαίνει στην αγορά εργασίας διεκδικώντας αρχηγικές θέσεις («Δεσποινίς διευθυντής»). Ο πατέρας και ο αδελφός αναγκάζονται να υποχωρήσουν, όταν η κοπέλα θα φέρει στο σπίτι τον άντρα που έχει ερωτευτεί («Ο ατσίδας»). Μια γυναίκα όμως που συζεί με το σύντροφό της αστεφάνωτη δεν γίνεται ακόμα εύκολα αποδεκτή από την κοινωνία, αν και υπάρχουν αρκετοί που δείχνουν ανοχή («Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»).




Ο Έλληνας αρχίζει να εγκαταλείπει τα καμαράκια και τα ρημάδια και να μετακομίζει στα διαμερίσματα των νεόκτιστων πολυκατοικιών  («Θα σε κάνω βασίλισσα»).

Η αγάπη προς τα ζώα εξακολουθεί να θεωρείται ιδιοτροπία. Η Βουγιουκλάκη δίνει μια ύπουλη κλωτσιά σε ένα σκυλάκι που δεν χωνεύει («Η σωφερίνα») και ο Βέγγος βουτά το σκυλί της πλούσιας κακομαθημένης κυρίας σε μια λεκάνη με βρομόνερα («Ο παπατρέχας»).

Οι πενηντάρηδες ξεμυτίζουν δειλά-δειλά και απαιτούν τα δικαιώματά τους στον έρωτα, όμως ακόμα τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα γι’ αυτούς («Μικροί και μεγάλοι εν δράσει»).



Περί το τέλος της δεκαετίας πάντως έρχεται στις οθόνες μας μια πληθωρική Ελληνίδα που διεκδικεί τον τίτλο της σύγχρονης Ευρωπαίας («Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»).

Μολονότι η Ελλάδα αυτές τις δύο δεκαετίες  υποφέρει από τα αποτελέσματα του εμφύλιου διχασμού, στις ελληνικές κωμωδίες δεν γίνεται σχεδόν καμιά σχετική αναφορά. Οι εξαιρέσεις είναι μετρημένες στα δάχτυλα: Ένας κομμουνιστής βγάζει ένα ακατανόητο ξύλινο λογύδριο («Οι Γερμανοί ξανάρχονται»), ένας κρυφός κομμουνιστής αποκαλύπτεται κατά λάθος («Θα σε κάνω βασίλισσα»), ένας αντάρτης που ζει στο Παραπέτασμα εμφανίζεται ξαφνικά («Δελησταύρου και υιός»), ένας αργόσχολος δηλώνει φανατικός κομμουνιστής και εκνευρίζει τον συγγενή του αστυφύλακα   («Η κόμισσα της Φάμπρικας»).  Μια κωμωδία ωστόσο είναι ολόκληρη ένα  πολιτικό σχόλιο πάνω στη συμπεριφορά ορισμένων αριστερών που αλλάζουν στρατόπεδο, όταν πλουτίσουν («Ξύπνα, Βασίλη!»).



Όπως ξέρουμε, οι κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου μετά την επικράτηση της χούντας, πήραν την κατιούσα, αφού πρώτα έγιναν έγχρωμες. Τη θέση τους πήραν τα νερόβραστα «μιούζικαλ», μια πολύ φτηνή απομίμηση των αμερικάνικων αντιστοίχων τους, όπου η ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζεται αλλοιωμένη και χοντροκομμένη.

Μετά τη χούντα η κινηματογραφική κωμωδία επανέκαμψε περίπου ως ζόμπι.
Καλοί κωμικοί ηθοποιοί καταναλώθηκαν σε ταινίες που σήμερα κανείς δεν αντέχει να παρακολουθήσει. Μπορεί κανείς να απομονώσει στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά πρέπει να είναι και λίγο μαζοχιστής για να δει αυτές τις ταινίες. Αν υπάρχει καμιά εξαίρεση, αυτή απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου