Τι
θα συνέβαινε άραγε σήμερα, αν ένας άσημος γερουσιαστής των ΗΠΑ κατήγγελλε δημόσια ότι η χώρα του κινδυνεύει, διότι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ εργάζονται 205 ανώτεροι
υπάλληλοι που είναι κρυφοί κομμουνιστές και έχουν στόχο να μετατρέψουν τις ΗΠΑ
σε κομμουνιστικό κράτος;
Το
πιθανότερο θα ήταν να γέλαγε μαζί του κάθε πικραμένος και ο γερουσιαστής να μην
εκλεγόταν ποτέ πια ξανά.
Τη
δεκαετία όμως 1947-1957, όταν ο Τζόζεφ Μακάρθι εκτόξευσε αυτή την κατηγορία και
στήριξε τη σύντομη καριέρα του στο κυνήγι των αμερικανών κομμουνιστών που
συνεργάζονταν κρυφά με τους Σοβιετικούς,
τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Είναι
η εποχή του Κόκκινου Τρόμου που ταλαιπώρησε τον αμερικανικό λαό, διέστρεψε την
κοινή γνώμη, έσπειρε στους πολίτες την ανησυχία για την ασφάλεια της χώρας και
στιγμάτισε τη ζωή πολλών Αμερικανών.
Σήμερα,
και μόνο ακούγοντας το όνομα Μακάρθι αισθανόμαστε δυσφορία και περιφρόνηση γι’
αυτό το άτομο που κατέστρεψε άδικα τόσους συμπατριώτες του και προκάλεσε τόση
αναστάτωση στην πατρίδα του ενσπείροντας τον τρόμο στην αμερικανική κοινή
γνώμη. Αλλά ο μακαρθισμός δεν υπήρξε ένα άνθος του Κακού που φύτρωσε ξαφνικά
και χωρίς λόγο στο αμερικανικό έδαφος της αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
εποχής και ο Τζόζεφ Μακάρθι δεν θα έβγαινε ποτέ από την αφάνειά του, αν δεν
εύρισκε ευήκοα ώτα για να διασπείρει τις συκοφαντίες του.
Ήδη
η παγκόσμια κοινή γνώμη με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει υποστεί ένα ισχυρό σοκ
ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό. Με τη λήξη του πολέμου το σοκ δεν υποχωρεί,
εφόσον τώρα η μορφή του κόσμου έχει αλλάξει και το κομμουνιστικό σύστημα έχει επικρατήσει
στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο
αμερικανικός λαός που ως τότε είχε την αίσθηση ότι ζει μακριά από τις πολιτικές
αναταράξεις του υπόλοιπου κόσμου, ότι ακολουθεί το δικό του δρόμο ανάπτυξης,
ασφαλής από εξωτερικές επεμβάσεις, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να
αγνοήσει τα τεκταινόμενα στις άλλες περιοχές του πλανήτη.
Η
Σοβιετική Ένωση και τα κράτη- δορυφόροι της στην Ανατολική Ευρώπη αποτελούν
απειλή για το μοντέλο ζωής του μέσου Αμερικανού, από τη στιγμή που τα δυο
πολιτικά συστήματα - αυτό που προβάλλουν οι ΗΠΑ και το άλλο που προβάλλει η
ΕΣΣΔ - ορθώνονται το ένα απέναντι στο
άλλο και διεκδικούν ένας είδος μονοκρατορίας στον πλανήτη.
Ο
αποκλεισμός του Βερολίνου (1948-9) είναι ένα σύμβολο της σύγκρουσης αυτών των
δύο κόσμων. Η αμερικανική κοινή γνώμη το βιώνει αυτό ως ένα είδος τραύματος. Και
το τραύμα γίνεται βαθύτερο με την επικράτηση των κομμουνιστών στην Κίνα και με
τον πόλεμο της Κορέας στη συνέχεια , όπου η κομμουνιστική Κίνα εμμέσως αντιπαρατίθεται
στις ΗΠΑ.
Ο
μέσος Αμερικανός επομένως δεν αισθάνεται πια τόσο ασφαλής ούτε τόσο μακριά από
τον υπόλοιπο κόσμο. Στα μάτια του η εξάπλωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας έχει
λάβει μεγάλες διαστάσεις και απειλεί και τον δικό του τρόπο ζωής. Όταν η
Σοβιετική Ένωση ανακοινώνει ότι διαθέτει ατομικά όπλα, η αμερικανική κοινή
γνώμη περνά σε κατάσταση τρόμου.
Ήδη
έχουν γίνει γνωστές οι περιπτώσεις της Elizabeth Bentley και του Whittaker Chambers, μελών του
αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος, που υπήρξαν κατάσκοποι της Σοβιετικής
Ένωσης και που αργότερα άλλαξαν στρατόπεδο και κατέθεσαν όσες πληροφορίες
γνώριζαν στις αμερικανικές αρχές. Η Bentley παρέδωσε δύο
κατασκοπευτικά δίκτυα και έδωσε τα ονόματα 80 Αμερικανών που είχαν αναμιχθεί
στην κατασκοπεία υπέρ των Σοβιετικών. Η μαρτυρία της δημοσιοποιήθηκε το 1948
και προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Και η Bentley
και
ο Chambers κατέθεσαν ότι κατάσκοποι των Σοβιετικών
αλλά και συμπαθούντες το κομμουνιστικό σύστημα είχαν διεισδύσει στην
αμερικανική κυβέρνηση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο.
Το
πράγμα χειροτερεύει, όταν αποκαλύπτεται ότι ένα ζεύγος Αμερικανών, ο Τζούλιους
και η Έθελ Ρόζενμπεργκ, είναι κατάσκοποι των Σοβιετικών, στους οποίους έχουν
δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την κατασκευή της ατομικής βόμβας.
Με
αυτά τα γεγονότα η κοινή γνώμη θορυβείται ακόμα περισσότερο. Η υπόνοια ότι αμερικανοί προδότες έχουν πιάσει τα πόστα στην εξουσία και
ετοιμάζουν ανατροπή του καθεστώτος επιδεινώνει το γενικότερο κλίμα ανησυχίας.
Πρέπει
να προσπαθήσουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν βέβαια, να μπούμε στην ψυχή του μέσου
Αμερικανού της δεκαετίας 1947-1957 για να καταλάβουμε τον φόβο που νιώθει
απέναντι στο ενδεχόμενο της επέκτασης της κομμουνιστικής ιδεολογίας, μιας
ιδεολογίας που απειλεί τον δικό του τρόπο ζωής και κοσμοαντίληψης. Τον φόβο
αυτό τον τροφοδοτούν εννοείται τα ΜΜΕ της εποχής.
Μέσα
σε αυτό φοβικό κλίμα, με μια Σοβιετική Ένωση κάτοχο πλέον πυρηνικών όπλων, με την ανατολική Ευρώπη ενταγμένη στο
ανατολικό μπλοκ και αποκλεισμένη πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», με μια
νεόκοπη κομμουνιστική Κίνα να απειλεί κι αυτή με τη σειρά της το δυτικό κόσμο,
με τον πόλεμο στην Κορέα να έχει ήδη ξεσπάσει και με τις μαρτυρίες Αμερικανών
ότι υπήρξαν κατάσκοποι των Σοβιετικών, δεν είναι καθόλου παράξενο που η
αμερικανική κοινή γνώμη είναι έτοιμη να πιστέψει τα πιο ευφάνταστα σενάρια
τρόμου που θα της σερβίρει κάποιος.
Ο
Τζόζεφ Μακάρθι εκμεταλλεύτηκε αυτό το φοβικό κλίμα της αμερικανικής κοινωνίας προς
όφελός του. Ήταν πανεύκολο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.
Άσημος
γερουσιαστής των Ρεπουμπλικανών επί τρία έτη (1947-1950) ξαφνικά τον Φεβρουάριο
του 1950 εξαπολύει μια δριμεία επίθεση εναντίον εκείνων «που είχαν γεννηθεί με ασημένια κουτάλια στο στόμα τους» και «που είχαν παραδώσει την Κίνα στον
κομμουνισμό», εννοώντας ότι η Κίνα έγινε κομμουνιστική μετά από ενέργειες κάποιων
Αμερικανών προδοτών. Αυτοί δε οι Αμερικανοί προδότες ήταν γόνοι παλιών
οικογενειών που κατείχαν σημαίνουσες
κυβερνητικές θέσεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Σύνολο: 205 άτομα.
Με
τη λαϊκίστικη αυτή κατηγορία ο Μακάρθι πετυχαίνει δυο πράγματα: εξοργίζει τους
απλούς αμερικανούς πολίτες (που δεν έχουν γεννηθεί με ασημένια κουτάλια στο
στόμα) και παράλληλα τους πανικοβάλλει ότι ανάμεσά τους κυκλοφορούν προδότες
που απεργάζονται την υπαγωγή της χώρας τους στο Κομμουνιστικό Μπλοκ.
Στην
πραγματικότητα ο Μακάρθι δεν έχει κανένα στοιχείο, αν και ισχυρίζεται ότι
κατέχει τον κατάλογο με τα ονόματα των 205 αυτών ανωτέρων υπαλλήλων. Υπολογίζει
όμως στην τρομοκράτηση της κοινής γνώμης και πετυχαίνει το στόχο του. Γίνεται
πιστευτός, χωρίς να δώσει κανένα στοιχείο. Όταν πιέζεται να δώσει κάποιο όνομα,
αυτός απλώς εξαπολύει νέες κατηγορίες.
«Θέλετε ονόματα; Θα σας δώσω ένα: Τζον Σέρβις»,
λέει σε μια συγκέντρωση. Ο Τζον Σέρβις
ήταν αμερικανός διπλωμάτης που
υπηρετούσε στην Κίνα κατά τη δεκαετία του 1940 και είχε προβλέψει την τελική
επικράτηση του Μάο Τσετούνγκ. Αυτό ήταν όλο.
Στην
αρχή το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ προσπαθεί να αποκρούσει τις αβάσιμες
κατηγορίες του Μακάρθι, αλλά οι δηλώσεις του έχουν προκαλέσει αντικομμουνιστική
υστερία και η κοινή γνώμη αντί για την
αλήθεια προτιμά το κακό παραμύθι που της σερβίρει ο αριβίστας αυτός πολιτικός.
Η
επιτροπή Τάιντινγκς που συστήνεται από τους δημοκρατικούς εξετάζει τους
ισχυρισμούς του Μακάρθι και τους βρίσκει αστήρικτους. Ο Μακάρθι με μια
αφηνιασμένη κοινή γνώμη να τον υποστηρίζει, χαρακτηρίζει το πόρισμα της
επιτροπής «πράσινο φως για την κόκκινη
Πέμπτη φάλαγγα στις ΗΠΑ» και «σήμα
προς τους προδοτικούς κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους τους στην κυβέρνησή
μας, ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται την αποκάλυψή τους».
Η
ήττα του Τάιντινγκς στις ενδιάμεσες εκλογές του 1950 αποθαρρύνει τους άλλους
πολιτικούς να τα βάλουν ανοιχτά μαζί του.
Στη
φάση αυτή η δημοκρατία που στηρίζει την ισχύ της στη λαϊκή πλειοψηφία
λειτουργεί πλέον ελαττωματικά και η ελευθερία του λόγου βρίσκεται μόνο στα
χαρτιά. Κανείς δεν έχει το κουράγιο να αντιπαρατεθεί στον Μακάρθι που έχει πίσω
του μια ισχυρή και τυφλωμένη κοινή γνώμη. Πολλοί σχολιαστές διαβλέπουν δυσάρεστες εξελίξεις. Ο άνθρωπος
φαίνεται να προαλείφεται ως ηγέτης ενός μαζικού υστερικού κινήματος με σαφείς
φασιστικές αποχρώσεις.
Τον
Σεπτέμβριο του 1950 εφαρμόζεται μια
σειρά μέτρων που περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών. Ψηφίζεται ο νόμος Μακ
Κάρρον που υποχρεώνει όσους Αμερικανούς
είναι κομμουνιστές να προσέλθουν και να το δηλώσουν στον Γενικό Εισαγγελέα.
Ο
Μακάρθι έχει μεθύσει από τη δύναμή του και το κόμμα του επωφελείται από αυτή
την αναπάντεχη επιτυχία του. Ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Ουίλιαμ Τέρνερ δεν
διστάζει να επιτεθεί στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, όταν αυτή αποφαίνεται
ότι οι κατηγορίες του Μακάρθι είναι ψεύδη και αθλιότητες: «Η επιτροπή βαρύνεται με την πλέον ξεδιάντροπη συγκάλυψη της μεγαλύτερης
συνωμοσίας στην ιστορία των ΗΠΑ».
Ο λαός και τα
ΜΜΕ βοούν για συνωμότες, προδότες και κατασκόπους των Σοβιετικών και όποιος
διατηρεί την ψυχραιμία του και έχει διαφορετική γνώμη δεν τολμά να τη
διατυπώσει δημόσια.
Στις
εκλογές του 1952 οι Ρεπουμπλικάνοι παίρνουν επιτέλους την εξουσία μετά από 12
χρόνια.
Τον
Ιανουάριο του 1953 συστήνεται μια Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας των
ΗΠΑ με πρόεδρο, ποιον άλλον; Τον Μακάρθι. Αυτός και δύο έμπιστοί του νεαροί 26
χρονών, συστήνουν μια υποεπιτροπή φασιστικού τύπου που αναλαμβάνει τις έρευνες
και ανακρίσεις των διαφόρων κέντρων πληροφοριών του εξωτερικού του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ. Η τριανδρία ελέγχει τις διάφορες υπηρεσίες-πρεσβείες και εξετάζει
τις βιβλιοθήκες για να εντοπίσει βιβλία κομμουνιστικού περιεχομένου. Έχει γίνει
ο φόβος και ο τρόμος των αμερικανικών υπηρεσιών εσωτερικού και εξωτερικού.
Ο
Μακάρθι θριαμβεύει και αποθρασύνεται. Ο λαϊκισμός έχει φτάσει στο απόγειό του,
η κοινή γνώμη βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας και οι συνετοί πολιτικοί κρατούν
κλειστό το στόμα τους φοβούμενοι τη λαϊκή οργή.
Τον Οκτώβριο του 1953 η Υποεπιτροπή επεκτείνει
τις έρευνές της στις αμερικανικές στρατιωτικές υπηρεσίες υποστηρίζοντας ότι και
σ’ αυτές υπάρχουν εχθροί της χώρας. Ο Μακάρθι εξαπολύει βαριές κατηγορίες κατά
του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Φτάνει στο σημείο να
καταγγείλει μέχρι και τον στρατηγό Μάρσαλ ότι «συμμετείχε στην πιο μεγάλη συνωμοσία, η ατιμία της οποίας έχει
ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου». Στις
κατηγορίες του αναφέρεται ακόμα και στον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν: «Ποιοι είναι οι υψηλότεροι κύκλοι της
συνωμοσίας αυτής; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι... Ο πρόεδρος; Είναι
αιχμάλωτός τους».
Η
επίθεσή του όμως στον αμερικανικό στρατό, έναν από τους συντηρητικότερους
θεσμούς των ΗΠΑ, σήμανε και το τέλος της καριέρας του. Την άνοιξη του 1954 ο
ρεπουμπλικανός Πρόεδρος Αϊζενχάουερ, πρώην στρατηγός, εξοργισμένος από την
αχαλίνωτη λασπολογία του Μακάρθι τού αφαιρεί τη δυνατότητα να ψάχνει στα αρχεία
για στοιχεία που θα διέσυραν τις ένοπλες δυνάμεις.
Αρχίζει
μια σειρά ανακρίσεων που μεταδίδεται τηλεοπτικά σε όλες τις Πολιτείες. Ο
Μακάρθι πάντα επηρμένος από την επιτυχία και τη συνακόλουθη δύναμη που έχει εν τω
μεταξύ αποχτήσει πιστεύει ότι θα βγει δικαιωμένος, αλλά κάνει λάθος.
Σε
μια ακροαματική διαδικασία στη Γερουσία που μεταδίδεται τηλεοπτικά, κατηγορεί τον ειδικό συνήγορο του στρατού
Τζόζεφ Ουέλτς ότι στο δικηγορικό γραφείο
του υπηρετεί ένας νεαρός δικηγόρος που ήταν κάποτε μέλος αριστερής δικηγορικής
ένωσης. Ο Ουέλτς δεν το αρνείται, υπερασπίζεται όμως τον νεαρό δικηγόρο και ζητά
από τον Μακάρθι να σταματήσει να επιθυμεί την καταστροφή ενός ανθρώπου
διασύροντάς τον.
(Επί λέξει:
«Let us not assassinate this lad further, senator. You have done enough.
Have you no sense of decency, sir, at long last? Have you left no sense of decency?»)
Ο
Μακάρθι ωστόσο συνεχίζει να επιτίθεται εναντίον του νεαρού πιστεύοντας ότι έτσι
κερδίζει τις εντυπώσεις. Αλλά προφανώς οι καιροί έχουν αλλάξει και ο Μακάρθι
δεν το έχει πάρει είδηση. Οι Αμερικανοί επιτέλους ξυπνούν από τον λήθαργό τους
και βλέπουν στις οθόνες τους το
αληθινό του πρόσωπο, έναν άνθρωπο χωρίς ήθος, έναν αριβίστα και τυχοδιώκτη, ένα
πατριδοκάπηλο και όχι ένα πατριώτη.
Αποκεί
και πέρα τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Οι
αντίπαλοί του στη Γερουσία πήραν θάρρος μετά τη λαϊκή μεταστροφή και κινήθηκαν
εναντίον του. Ο Μακάρθι κατηγορήθηκε ότι έδρασε με ιδιοτελή κριτήρια και τον
Δεκέμβριο του 1954 με ψήφισμα της Γερουσίας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
Πέντε
μέρες αργότερα το θηρίο άφησε τον τελευταίο του βρυχηθμό: καταφέρθηκε δημόσια
κατά του Προέδρου των ΗΠΑ, επειδή αποδέχτηκε την απόρριψή του από τη Γερουσία.
Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της καριέρας του.
Δυο
χρόνια αργότερα ένας σύμβουλος του Λίντον Τζόνσον τον συνάντησε τυχαία στους
δρόμους της Ουάσιγκτον. Ήταν πια αγνώριστος: «Αξύριστος, σαν να χρειαζόταν να κάνει μπάνιο, πρησμένος από το ποτό,
σχεδόν ασυνάρτητος».
Ο
Μακάρθι πέθανε τρία χρόνια μετά την πτώση του, το 1957, σε ηλικία 48 χρόνων από οξεία ηπατίτιδα λόγω
του αλκοολισμού του.
Η
δυσάρεστη αυτή ιστορία δεν έχει τίποτα να μας διδάξει, αν σταθούμε στην
επιφάνεια, δηλαδή στον κακό Μακάρθι, στους αθώους συμπατριώτες του που
διασύρθηκαν άδικα και στις παρενέργειες που είχε η αντιπαράθεση των δύο
πολιτικών ιδεολογιών στα χρόνια του ψυχρού πολέμου. Ανάλογες και φριχτότερες
ιστορίες έχουμε και από την άλλη πλευρά με αντίστοιχες δίκες, δημόσιες
ομολογίες και μάλιστα και με αθρόες εκτελέσεις πολιτών.
Το
θέμα είναι πώς το πολίτευμα της δημοκρατίας που το θεωρούμε ως το καλύτερο
δυνατό (ή έστω ως το μη χείρον) είναι δυνατό υπό συνθήκες Χ να εκτραπεί σε αντιδημοκρατικές ενέργειες και
εν μέρει να αυτοκαταργηθεί.
Ότι
ο Μακάρθι ήταν ένας πολιτικός απατεώνας το γνώριζαν όχι μόνο οι συνάδελφοί του
του δημοκρατικού κόμματος αλλά και οι ομοϊδεάτες του, αυτοί του
ρεπουμπλικανικού. Τον Ιούνιο του 1950
επτά Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές εξέδωσαν «διακήρυξη συνείδησης» απορρίπτοντας
την πολιτική Μακάρθι, χωρίς φυσικά να καταφέρουν τίποτα, εφόσον ο Μακάρθι
εξακολούθησε για τέσσερα ακόμα χρόνια να λασπολογεί και να θριαμβεύει στην
πολιτική σκηνή της χώρας του.
Ποια
είναι λοιπόν η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας; Από την ιστορία αυτή είναι
φανερό ότι η αχίλλειος πτέρνα της είναι η κοινή γνώμη, αυτή ακριβώς που δίνει ή
αφαιρεί την εξουσία από τους πολιτικούς σε καθεστώς δημοκρατίας.
Μια
υγιής, ψύχραιμη, ώριμη κοινή γνώμη είναι εγγύηση για την ομαλή λειτουργία της
δημοκρατίας. Μια κοινή γνώμη άρρωστη, αφηνιασμένη, τυφλωμένη, φανατισμένη
χειραγωγεί τους πολιτικούς της και τους υποχρεώνει να φέρονται κατά τα γούστα
της. Ο λαϊκισμός, η συκοφαντία, ο διασυρμός αθώων πολιτών είναι μερικά από τα
άνθη του Κακού που φυτρώνουν σε μια δημοκρατία με φοβισμένη ή φανατισμένη κοινή
γνώμη.
Ας
ξαναδούμε τις φράσεις του Μακάρθι, όταν αυτός έλυνε και έδενε στις ΗΠΑ:
«(Αυτοί) που έχουν
γεννηθεί με ασημένια κουτάλια στο στόμα τους» και «που έχουν παραδώσει την Κίνα στον κομμουνισμό».
«(Το πόρισμα της επιτροπής
είναι) ... πράσινο φως για την κόκκινη Πέμπτη φάλαγγα στις ΗΠΑ» και «σήμα προς τους προδοτικούς κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους
τους στην κυβέρνησή μας, ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται την αποκάλυψή τους».
«(Ο στρατηγός Μάρσαλ)
συμμετείχε στην πιο μεγάλη συνωμοσία, η ατιμία της οποίας έχει ξεπεράσει κάθε
προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου».
«Ποιοι είναι οι υψηλότεροι κύκλοι της
συνωμοσίας αυτής; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι... Ο πρόεδρος; (Τρούμαν) Είναι
αιχμάλωτός τους».
Και
ο συνάδελφός του, ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Ουίλιαμ Τέρνερ, συμπληρώνει:
«Η επιτροπή βαρύνεται με
την πλέον ξεδιάντροπη συγκάλυψη της μεγαλύτερης συνωμοσίας στην ιστορία των
ΗΠΑ».
Είναι
ολοφάνερα εδώ ο λαϊκισμός, η μεγαλοστομία,
το γαργάλημα της κοινής γνώμης. Η σιγουριά με την οποία εκτοξεύονται
αυτές οι συκοφαντίες, οι ανυπόστατες και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία κατηγορίες,
έχουν αποτέλεσμα. Οι έντιμοι πολιτικοί αναγκάζονται να σωπάσουν και οι
ανέντιμοι γίνονται οι αγαπημένοι της κοινής γνώμης.
Χρειάζεται
να έχει αυτοκτονικό θάρρος ο πολιτικός εκείνος που θα αντιπαρατεθεί σε μια αποπροσανατολισμένη και εξαγριωμένη κοινή γνώμη και θα της πει την
αλήθεια. Εκτός του ότι δεν πρόκειται να
επανεκλεγεί, κινδυνεύει να γίνει και ο ίδιος στόχος αστήρικτων
κατηγοριών με άγνωστες συνέπειες.
Πόσοι
πολιτικοί έχουν τέτοιο κουράγιο;
Στοιχεία για τα γεγονότα και τα πρόσωπα της εποχής
πήρα από τη Wikipedia και από:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου