Ακούγαμε
τις φωνές του κάπου δυο τρία λεπτά. Στην αρχή ήταν παρακάλια, μετά το γύρισε
στα κλάματα, έπειτα άρχισε τις κραυγές και τα ουρλιαχτά.
Ακούγαμε
παγωμένοι. Πολλοί είχαν χλομιάσει. Μερικοί άναψαν τσιγάρο και κοίταζαν απαθείς
τον ορίζοντα. Κάποιοι συνέχισαν τη δουλειά τους σαν να μη συνέβαινε τίποτα,
αλλά το έβλεπες στο πρόσωπό τους πως είχαν αγριευτεί.
Έπειτα
επικράτησε ησυχία. Κόπηκαν απότομα τα ουρλιαχτά και απλώθηκε η σιωπή.
-Αυτό
ήταν, είπε κάποιος.
Αφήσαμε
να περάσουν λίγα λεπτά και μετά ο καθένας γύρισε στο πόστο του.
Λίγες
ώρες αργότερα είχαμε ξεχάσει το συμβάν. Στην καντίνα μαζεύτηκαν μερικοί,
άρχισαν να λένε ιστορίες από τη ζωή τους, καλαμπούρια, χωρατά. Πείραζαν τη
σερβιτόρα. Αυτή χαμογελούσε και τους απαντούσε με κάπως πρόστυχες ατάκες.
Γύρισα
στο σπίτι μου αργά το απόγευμα. Η γυναίκα μου είχε έτοιμο το φαγητό, καθίσαμε
και φάγαμε.
-Πάλι
πήρε έναν, είπα.
-Πώς
έγινε; Ρώτησε αυτή.
-Εγκεφαλικό
μάλλον.
Έβαλα
κρασί στο ποτήρι μου και το ήπια μονορούφι.
Εκείνη
αναστέναξε:
-Έτσι
είναι η ζωή…
-Ναι.
-Ο
θερμοσίφωνας χάλασε. Πρέπει να φωνάξουμε τον υδραυλικό.
-Πάλι
χάλασε;
-Πάλι.
-Καλύτερα
να τον αλλάξουμε.
-Ναι,
έτσι λέω κι εγώ.
Σηκώθηκα
από το τραπέζι και άραξα στον καναπέ. Η
τηλεόραση έπαιζε κάτι σίριαλ. Έκανα ζάπινγκ ώσπου έπεσα σε ένα κανάλι που έλεγε
ειδήσεις. Κάτι έλεγαν εκεί, τσακώνονταν τα κόμματα και αντάλλαζαν βρισιές.
Χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.
Την
Κυριακή μάς είχε τραπέζι ο πεθερός μου. Ο αδελφός της γυναίκας μου έψηνε στην
αυλή κάτι κρέατα, τα μικρά ξεφώνιζαν κι έτρεχαν γύρω-γύρω, οι γυναίκες στην
κουζίνα τηγάνιζαν κάτι τυροπιτάκια. Κάθισα με τον πεθερό μου στη βεράντα και
πίναμε κρασί τσιμπολογώντας τα μεζεδάκια που μας έφερνε ο κουνιάδος μου από την
ψησταριά.
-Τι
νέα; Με ρώτησε ο πεθερός μου.
-Τίποτα,
τα ίδια.
-Εμένα
με πονά η μέση μου.
-Φταίει
ο καιρός. Πιάνει υγρασία τα βράδια.
-Ναι,
μάλλον.
Πίναμε
σιωπηλοί. Ο κουνιάδος μου μες την καλή χαρά. Ερχόταν κάθε τόσο και μας άφηνε
μεζέδες στο πιάτο. Τα πιτσιρίκια μάς κύκλωναν λαίμαργα κι αυτός τα τάιζε στο
στόμα. Έπινε μετά βιαστικά το κρασί του και ξαναγύριζε στην ψησταριά.
Έρχονταν
κι οι γυναίκες από την κουζίνα κι έφερναν τυροπιτάκια.
-Φάτε
τα τώρα που είναι ζεστά!
Μετά
ξαναγύριζαν στην κουζίνα. Τα μικρά άρπαζαν τα τυροπιτάκια κι έτρεχαν στην αυλή
κυνηγώντας το ένα το άλλο.
-Κανένα
νέο, τίποτα; Ξαναρώτησε ο πεθερός μου.
-Χάλασε
ο θερμοσίφωνας. Πρέπει να τον αλλάξουμε.
-Να
τον αλλάξετε.
-Την
άλλη φορά πλημμύρισε νερά ο τόπος. Ήρθε ο υδραυλικός, τον έφτιαξε, μετά από
λίγο πάλι πλημμυρίσαμε. Του είπα ότι θα τον πάω στα δικαστήρια. Βριστήκαμε
άσχημα.
-Να
αλλάξεις υδραυλικό.
-Και
υδραυλικό θα αλλάξω και θερμοσίφωνα θα αλλάξω.
Ο
κουνιάδος ήρθε με νέα αχνιστά μεζεδάκια.
-Τι
έγινε προχθές στη δουλειά σου; Ήρθε πάλι Αυτός, μου είπανε.
-Ναι,
είπα, ήρθε.
-Ποιον
πήρε; Ρώτησε ο πεθερός μου.
-Ένα
συνάδελφο. Σαράντα πέντε χρονών.
-Δεν
μπορούσε να πάρει κανένα γέρο τουλάχιστον;
Κανείς
μας δεν μίλησε.
-Είχε
οικογένεια ο άνθρωπος; Ρώτησε ο πεθερός μου.
-Είχε
γυναίκα και τρία παιδιά.
-Έτσι
είναι αυτά. Σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις, είπε ο κουνιάδος μου και ρούφηξε στα
όρθια το κρασί του.
Η πεθερά
μου ξεπρόβαλε στην πόρτα.
-Τι
γίνονται τα κρέατα, είναι έτοιμα; Πέρασε η ώρα.
-Σε
πέντε λεπτά! Είπε ο κουνιάδος μου και γύρισε στην ψησταριά του.
-Φέρτε
τα υπόλοιπα εν τω μεταξύ εσείς, είπε ο πεθερός μου. Σαλάτες, ψωμί και τα λοιπά.
Και γεμίστε κρασί την κανάτα.
-Είπαμε
να κάνεις κράτει με την οινοποσία, είπε
η πεθερά μου. Ο γιατρός φωνάζει.
-Φωνάζει,
τη δουλειά του κάνει. Βάλε κρασί.
Ήρθαν
οι γυναίκες, έστρωσαν το τραπέζι, ο κουνιάδος έφερε τα κρέατα, καθίσαμε και
τρώγαμε. Τα παιδιά του έκαναν φασαρία, η μάνα τους τα μάλωνε, η γυναίκα μου τα
κανάκευε, η πεθερά μου έτρωγε βουβή, ο κουνιάδος μου φλυαρούσε, ο πεθερός μου
έπινε.
-Μην
πίνεις άλλο! Του είπε κάποια στιγμή η πεθερά μου.
Αυτός
δεν της έδωσε σημασία. Όταν τρώγαμε το φρούτο, έδωσε μία και σωριάστηκε αφύσικα
στην καρέκλα. Οι γυναίκες έβαλαν τις φωνές και ο κουνιάδος μου χλόμιασε.
Χλόμιασα κι εγώ, γιατί Τον είδα στην άκρη του φράχτη που στεκόταν και μας
κοίταζε. Μετά Τον είδαν όλοι, εκτός από τον πεθερό μου που είχε χάσει τις αισθήσεις
του. Τρομάξαμε πολύ.
Σηκώσαμε
το γέρο και άρον-άρον τον χώσαμε στο αυτοκίνητο. Ήρθε κι ο κουνιάδος μου μαζί.
Ανηφορήσαμε κατά την πόλη. Πατούσα συνέχεια την κόρνα σ’ όλη τη διαδρομή.
Στο
νοσοκομείο ο πεθερός μου έμεινε πέντε μέρες. Η γυναίκα μου έκλαιγε συνέχεια.
-Θα
τον πάρει, μου έλεγε ψιθυριστά στο αφτί.
Κι
η πεθερά μου τα ίδια. Έκλαιγε κι έλεγε πως θα έρθει Αυτός και θα τον πάρει.
Τελικά δεν ήρθε όμως. Την πέμπτη μέρα έδωσαν εξιτήριο στον πεθερό μου και
γύρισε σπίτι του. Από τότε κόπηκαν οι καταχρήσεις και οι ψησταριές με τα κρέατα
και οι κανάτες με το κρασί.
Αυτόν
Τον φοβόμαστε βέβαια, αλλά Τον έχουμε συνηθίσει. Από μικρά εξάλλου Τον βλέπουμε
να γυροφέρνει στο τεράστιο Εκτροφείο Του που μας έχει όλους κλεισμένους. Κάθε
τόσο ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Εμείς, μόλις Τον δούμε, λουφάζουμε
όπως τα κοτόπουλα, όταν μπαίνει στο κοτέτσι ο ιδιοκτήτης με το μαχαίρι στο
χέρι. Έτσι ακριβώς λουφάζουμε.
Αυτός
κάνει τη βόλτα Του, μας κοιτάζει έναν-έναν με το παγωμένο Του βλέμμα και μετά
καρφώνει τη ματιά Του σε κάποιον. Τον παρατηρεί για λίγες στιγμές κι ύστερα
κατευθύνεται προς το μέρος του. Είναι φοβερές αυτές οι στιγμές, πολύ φοβερές.
Εμείς όλοι έχουμε παραλύσει από τον τρόμο. Και μετά, όταν έχει διαλέξει ποιον
θα πάρει, αναστενάζουμε κάπως ανακουφισμένοι, αλλά πάλι εντελώς χαλαροί δεν
είμαστε. Γιατί είναι πολύ τρομαχτικό αυτό που γίνεται μπροστά στα μάτια μας.
Αυτός
προχωρεί προς το μέρος αυτού που έχει ξεχωρίσει κι εκείνος έχει χάσει τελείως
το χρώμα του, έχει παραλύσει από τον τρόμο. Αυτός του κάνει νόημα να Τον
ακολουθήσει, όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σύρει τα πόδια του από το φόβο, δεν
θέλει με τίποτα να υπακούσει. Τότε Αυτός τον αρπάζει με τη βία και τον σέρνει
προς την έξοδο. Ο άνθρωπος μάς κοιτάζει με απελπισία περιμένοντας ίσως κάποια
βοήθεια, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, πώς να τα βάλει κανείς με Αυτόν,
αστεία πράγματα…
Τον
σέρνει λοιπόν Αυτός με τη βία ως την έξοδο, κλείνει μετά την πόρτα και
τότε ακούμε τα ουρλιαχτά και τις ικεσίες
του ανθρώπου, τις κραυγές του, τις τσιρίδες του, τα αναφιλητά του. Εμείς
κοκαλιασμένοι από τον τρόμο στεκόμαστε κι ακούμε. Λίγο κρατάει αυτό, αλλά είναι
πολύ τρομαχτικό.
Μετά
πέφτει μια νεκρική σιγή που μας παγώνει τη ραχοκοκαλιά. Μένουμε ακόμα λίγη ώρα βουβοί
και απολιθωμένοι και μετά ένας –ένας αρχίζουμε να χαλαρώνουμε. «Αυτό ήταν,
τέλειωσε», λέμε μεταξύ μας. Νιώθουμε και λίγο τυχεροί, αφού εμείς πάλι την
είχαμε γλιτώσει.
Όμως
κάνουμε το λάθος και ξεχνιόμαστε μετά. Όπως ακριβώς τα κοτόπουλα στο κοτέτσι
που ξεχνούν την κότα που πήγε για σφαγή. Έτσι ακριβώς ξεχνιόμαστε.
Ξεχνιόμαστε τόσο πολύ που κάνουμε σαν να μην
υπάρχει Αυτός. Τσακωνόμαστε μεταξύ μας με το παραμικρό, δουλεύουμε σκληρά, ερωτευόμαστε,
διασκεδάζουμε, σχεδιάζουμε ένα σωρό πράγματα για το μέλλον, κάνουμε την επίδειξή
μας στους άλλους, τους περιφρονούμε πολλές
φορές. Κάνουμε πολλές γελοιότητες.
Όλα
αυτά τα κάνουμε με μεγάλη επιπολαιότητα και ξεχασιά, μέχρι που πάλι κάποια
στιγμή ανοίγει η πόρτα του εκτροφείου και μπαίνει μέσα Αυτός. Τότε
βουβαινόμαστε όλοι και παγώνουμε.
Είναι
κάμποσα χρόνια τώρα που Αυτός ήρθε και πήρε τη γυναίκα μου. Είχε
αρρωστήσει η καημένη και το πάλευε, πάλευα κι εγώ μαζί της, της έδινα κουράγιο.
-Θα
έρθει να με πάρει Αυτός, λες; Με ρωτούσε καμιά φορά.
Εγώ
της έλεγα όχι, δεν πρόκειται να έρθει, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Αλλά δεν το
πολυπίστευα. Κι ένα βράδυ που καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα της, Αυτός άνοιξε την
πόρτα και μπήκε μέσα. Εμένα δεν μου έδωσε καμιά σημασία. Πήγε κατ’ ευθείαν στη
γυναίκα μου και τη σήκωσε με το ζόρι από το κρεβάτι. Άδικα εκείνη έκλαιγε και
Τον παρακαλούσε να τη λυπηθεί. Την έσυρε
έξω από το εκτροφείο κι έτσι την έχασα για πάντα.
Τον
πεθερό μου τον είχε πάρει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μετά πήρε και την πεθερά μου. Με
τον κουνιάδο μου και τη γυναίκα του σπάνια βλεπόμαστε. Έχουν κλειστεί πολύ, δεν
βλέπουν κανέναν, από τότε που Αυτός πήρε το μεγάλο τους γιο, ένα παλικάρι
τριάντα χρονών.
Από
τη δουλειά μου πήρα σύνταξη εδώ κι ένα χρόνο. Κάνω καμιά βόλτα το πρωί, έπειτα
πηγαίνω στο καφενείο και συναντώ κανένα φίλο. Πίνουμε το καφεδάκι μας και
συζητάμε για διάφορα.
Μια
φορά Τον είδαμε που μπήκε στο καφενείο και μας κοίταζε με αυτό το παγωμένο του
βλέμμα και κοκαλώσαμε όλοι. Αυτός προχώρησε, άρπαξε ένα γεράκο από ένα διπλανό
τραπέζι και τον έσυρε έξω. Ακούγαμε τις κραυγές του για λίγα λεπτά, μετά έπεσε
ησυχία.
-Θεός
σχωρέσ’ τον, είπε ο καφετζής κι έκανε το σταυρό του.
-Όπου
να’ ναι έρχεται κι η σειρά μας, είπε ένας άλλος, συνταξιούχος κι αυτός, πίναμε
πότε-πότε μαζί το καφεδάκι μας.
Μείναμε
βουβοί και μελαγχολικοί.
Τα βράδια στο σπίτι πίνω μοναχός κανένα ποτηράκι και σκέφτομαι διάφορα.
Αναρωτιέμαι
τι στην οργή έκανα τόσα χρόνια κλεισμένος σ’ αυτό εδώ το εκτροφείο και πόσο
επιπόλαια έβλεπα τα πράγματα. Εντάξει, τρόμαζα κάθε φορά που Αυτός έμπαινε εδώ
μέσα και άρπαζε κάποιον από μας, μετά όμως Τον ξεχνούσα και συνέχιζα τη ζωή
μου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Κοτόπουλο κανονικό δηλαδή.
Γιατί
τι άλλο κάνουν τα κοτόπουλα; Έτσι κι αυτά τρομάζουν, όταν βλέπουν τον Αφέντη να
μπαίνει στο κοτέτσι με τη μάχαιρα, μετά όμως το ξεχνούν.
Θα
μπει λοιπόν Αυτός κάποια στιγμή στο εκτροφείο και θα έρθει κατευθείαν σε μένα.
Σκέφτομαι, αντί να αρχίσω τις φωνές και τα παρακάλια, να έχω έτοιμο ένα λογύδριο,
να Του πω τέλος πάντων κάτι που θα σώζει την αξιοπρέπειά μου.
Ας πούμε, να Του πω:
«Κοίτα
να δεις, εμένα δεν με ξεγέλασες, το ξέρω πως μεγάλωσα στο εκτροφείο σου και πως
δεν διαφέρω από τα κοτόπουλα που ζουν στο κοτέτσι. Όμως, πρέπει να σου πω το
εξής:…»
Εδώ
σταματά το μυαλό μου. Τι να προσθέσω δηλαδή;
Δεν έχει νόημα ό,τι κι αν Του πω. Και τα κοτόπουλα κάτι λένε, καθώς
κρώζουν απελπισμένα κάτω από τη μάχαιρα. Ε, και; Ποιος τα ακούει;
Μπορώ
όμως να κάνω κάτι άλλο. Να Τον καλέσω με ειδική πρόσκληση και να Τον υποδεχθώ
με όση αξιοπρέπεια διαθέτω. Κατά κάποιο τρόπο θα Τον εκνευρίσω, αν δείξω ότι
ανέλαβα εγώ την πρωτοβουλία. Δεν θα Του αφήσω πολλά περιθώρια να δείξει πόσο
αποτρόπαιος είναι. Θα έρθει Αυτός χωρίς τη θέλησή Του, θα έρθει με τη δική μου
θέληση. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για να Τον μειώσω κάπως.
Και
βρήκα και τι θα Του πω. Θα Του πω:
«Άντε,
κάνε γρήγορα, δεν έχω όρεξη να βλέπω τη φάτσα σου πολλή ώρα».
Ω,
ναι, είναι βέβαιο ότι έτσι θα τον συγχύσω κάπως. Άλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω
εξάλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου