Μια φορά κι έναν καιρό,
πριν 2.414 χρόνια, ένας πρίγκιπας στην
Περσία που τον έλεγαν Κύρο μάζεψε πολύ στρατό και ξεκίνησε εναντίον του βασιλιά
αδελφού του Αρταξέρξη με σκοπό να του
πάρει τον θρόνο.
Ανάμεσα στον στρατό του ήταν
και 13.000 Έλληνες μισθοφόροι από όλα τα μέρη της Ελλάδας, Αρκάδες, Αχαιοί,
Λακεδαιμόνιοι, Αργείοι και άλλοι Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Θράκες, μερικοί
Αθηναίοι, νησιώτες, Κρητικοί, Ίωνες και άλλοι Μικρασιάτες. Οι μισθοφόροι αυτοί ήταν κάθε καρυδιάς
καρύδι, τυχοδιώκτες, εξόριστοι, φτωχοί που ονειρεύονταν να πλουτίσουν , τύποι
που την έβρισκαν με τους πολέμους και βαριούνταν την ειρηνική ζωή, άνθρωποι της
περιπέτειας και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Ήταν όμως και ένας κύριος που
δεν είχε καμιά σχέση με αυτό τον συρφετό. Τον έλεγαν Ξενοφώντα και βρέθηκε τη
λάθος ώρα στη λάθος θέση. Ο κύριος αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να γνωρίσει τον
Κύρο, για τον οποίο άκουγε τα καλύτερα λόγια. Ένας φίλος του λοιπόν, ο
Πρόξενος, που ζούσε στο παλάτι του Κύρου
στις Σάρδεις, τον κάλεσε να πάει εκεί για να γνωρίσει από κοντά το ίνδαλμά του.
Ο Ξενοφών έφυγε ενθουσιασμένος από την Ελλάδα, πήγε στις Σάρδεις, συνάντησε
αυτόν τον περίφημο πρίγκιπα και καταγοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Τόσο
πολύ γοητεύτηκε που, όταν έμαθε ότι ο Κύρος ετοίμαζε εκστρατεία κατά των
Πισιδών, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Μόνο που ο Κύρος δεν είχε
βάλει στο μάτι τους κατοίκους της Πισιδίας, αλλά το θρόνο του αδελφού του. Δεν το έλεγε όμως πουθενά, μην το μάθει ο Αρταξέρξης και του κόψει το κεφάλι.
Την ίδια άγνοια είχαν και οι
13.000 μισθοφόροι συμπατριώτες του Ξενοφώντα που είχαν στρατολογηθεί στον στρατό
του Κύρου. Όταν έμαθαν ότι αντί για την Πισιδία ο Κύρος τούς οδηγούσε
εναντίον του μεγάλου βασιλέα της Περσίας, ήταν πια αργά, δεν μπορούσαν να
κάνουν πίσω. Και ο Ξενοφών το ίδιο
έπαθε. Όταν έμαθε ότι συμμετείχε σε στάση κατά του μεγάλου βασιλέως και σε
εμφύλια σύρραξη, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και ακολούθησε τον Κύρο. Πού να
φανταστεί ο άνθρωπος τι λαχτάρες τον περίμεναν στη συνέχεια.
Εκεί κάπου κοντά στη Βαβυλώνα,
σε μια κωμόπολη που την έλεγαν Κούναξα, έγινε η μάχη ανάμεσα στους στρατούς των
δύο αδελφών και νίκησε ο Αρταξέρξης. Ο Κύρος σκοτώθηκε.
Και για μεν τον στρατό του
Κύρου λίγο μας ενδιαφέρει τι απέγινε, όμως εδώ τώρα έχουμε 13.000 Έλληνες που
ναι μεν είχαν νικήσει στη μάχη τούς απέναντί τους Πέρσες, αλλά συνολικά η δική
τους πλευρά είχε ηττηθεί. Τι θα απογίνονταν τώρα στα βάθη μιας ξένης και
εχθρικής χώρας και με τον στρατό του νικητή και νόμιμου βασιλιά Αρταξέρξη
γύρω-γύρω να τους απειλεί;
Και δεν έφτανε αυτό. Με
πονηριά οι Πέρσες κάλεσαν στο στρατόπεδό τους τους Έλληνες στρατηγούς και τους
σκότωσαν. Οι Έλληνες μισθοφόροι βρέθηκαν ξαφνικά ακέφαλοι και όλα έδειχναν να
έχουν τελειώσει. Όχι χρήματα δεν είχαν κερδίσει από αυτή την ιστορία, αλλά
μάλλον θα έχαναν και το κεφάλι τους τώρα.
Σ’ αυτή την πολύ κρίσιμη
στιγμή, ενώ στο στρατόπεδο των Ελλήνων πέφτει η νύχτα και κανείς δεν μπορεί να
κλείσει μάτι από την αγωνία, ο Ξενοφών που ως τώρα έπαιζε ένα βωβό ρόλο στην
υπόθεση, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία. Καλεί όσους λοχαγούς γνωρίζει και τους
παρακινεί να εκλέξουν νέους αρχηγούς, να εμψυχώσουν το στράτευμα και να το
προετοιμάσουν για τις δυσκολίες που τους περιμένουν. «Αλλιώς Ελλάδα μην
περιμένετε να ξαναδείτε», τους λέει. Να μην τα πολυλογούμε, ο στρατός παίρνει
θάρρος, εκλέγει νέους στρατηγούς και μεταξύ αυτών εκλέγει και τον Ξενοφώντα.
Αυτό είναι που λέμε «άμα σ' το
γράφει η τύχη σου». Ένας άνθρωπος που
δεν είχε καμιά σχέση με τα σχέδια του Κύρου και τις βασιλικές ίντριγκες της
Περσίας, καμιά σχέση με τους αγριάνθρωπους που συνιστούσαν το ελληνικό
μισθοφορικό στράτευμα, καμιά σχέση με το
αχανές και άγνωστο εσωτερικό αυτής της
ξένης χώρας έγινε πρωταγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας ενός καταπληκτικού έπους
από τα μεγαλύτερα της ανθρώπινης ιστορίας. Χωρίς αυτόν δεν θα είχαμε σήμερα την
«Κύρου Ανάβαση», μια θαυμαστή περιπέτεια που εμείς οι Νεοέλληνες την αγνοούμε
και κάνουμε τραγικό λάθος.
Κύρου Ανάβασις λοιπόν ή και
Κάθοδος των Μυρίων. Οι μύριοι αντιστοιχούν στον αριθμό 10.000. Εδώ έχουμε
13.000 άνδρες που όμως μειώνονται δραματικά, όσο περνά ο καιρός.
Άνοιξη του 401 π Χ: Οι
μισθοφόροι Έλληνες ξεκινούν από τις Σάρδεις μαζί με το στρατό του Κύρου,
περνούν την Κιλικία και τη Μεσοποταμία και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς
συγκρούονται στα Κούναξα με τον στρατό το βασιλιά Αρταξέρξη.
Μετά την ήττα και τον θάνατο
του Κύρου εκεί κοντά στη μυθική Βαβυλώνα και αφού αρνούνται να παραδώσουν τα
όπλα τους στους Πέρσες, περνούν τον ποταμό Τίγρη και φτάνουν στις όχθες του
ποταμού Ζαπάτα. Εκεί χάνουν τους στρατηγούς τους που τους σκοτώνουν με δόλο οι
Πέρσες, αφού τους κάλεσαν στις σκηνές τους για να συζητήσουν τάχα. Εκλέγουν νέους
στρατηγούς και ξεκινούν για την επιστροφή στην πατρίδα.
Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Ο
περσικός στρατός τους παρακολουθεί, τους στήνει ενέδρες, τους επιτίθεται. Είναι
υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν μια πολύπλοκη διαδρομή για να τον αποφύγουν και
περιπλανιούνται σε άγνωστες και επικίνδυνες περιοχές.
Περνούν τον ποταμό Ζαπάτα και
μπαίνουν στη χώρα των Καρδούχων (προγόνων των σημερινών Κούρδων). Συνεχίζουν
προς τα βόρεια μέσα από τα δύσβατα και ψηλά βουνά της χώρας, ενώ οι Καρδούχοι,
πολεμικός λαός μαθημένος να ζει σ’ εκείνες τις απρόσιτες περιοχές, τους
επιτίθεται διαρκώς. Οι Έλληνες προχωρούν με δυσκολία μέσα στα παγωμένα βουνά,
τους γκρεμούς και τις σφοδρές ανεμοθύελλες.
Επί τέλους τον Δεκέμβριο του
400 πΧ βγαίνουν από την Καρδουχία και στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα του ποταμού
Κεντρίτη, παραπόταμου του Τίγρη, στα σύνορα μεταξύ Καρδουχίας και Αρμενίας. Εδώ
τους περιμένουν άλλοι εχθρικοί ιθαγενείς από την απέναντι όχθη. Είναι πεζοί και
ιππείς Αρμένιοι έτοιμοι να τους επιτεθούν. Έχουν λοιπόν μπροστά τους Αρμένιους
και πίσω τους Καρδούχους. Ξεφεύγουν με τέχνασμα και από τους δύο, περνούν τον
Κεντρίτη ποταμό και διασχίζουν την Αρμενία.
Εδώ δοκιμάζονται από τις
σκληρές κλιματικές συνθήκες, από την πείνα και από τις δύσβατες οροσειρές
που πρέπει να περάσουν. Φτάνουν στον ποταμό Φάση, τον περνούν κι αυτόν κι
έρχονται αντιμέτωποι με άλλους παραταγμένους ιθαγενείς, άγριους και
ανυπόταχτους, τους Χάλυβες, τους Ταόχους και τους Φασιανούς. Τους νικούν κι αυτούς και μπαίνουν στη χώρα
των Ταόχων. Μετά περνούν τη χώρα των Χαλύβων και φτάνουν στον ποταμό Άρπασο.
Τον διαβαίνουν κι αυτόν. Διασχίζουν τη χώρα των Σκυθηνών και φτάνουν στην πόλη
Γυμνιάδα, όπου για πρώτη φορά επί τέλους οι αλλόγλωσσοι ξένοι τούς υποδέχονται
φιλικά. Εκεί πληροφορούνται ότι με πορεία λίγων ημερών θα φτάσουν στην ελληνική
πόλη Τραπεζούντα. Πράγματι μετά από πορεία πέντε ημερών αντικρίζουν από το όρος
Θήχη τον Εύξεινο Πόντο στο βάθος. Η χαρά τους είναι απερίγραπτη, βρίσκονται πια
πολύ κοντά σε ελληνική πόλη. Είναι ήδη Μάρτιος του 400 π Χ.
Μπορεί να μην έχουμε ιδέα για
τις φοβερές περιπέτειες αυτών των Ελλήνων που η ατυχία τους τους έφερε να
περιπλανηθούν στις αφιλόξενες και δύσβατες χώρες της Ασίας, αλλά όλοι ξέρουμε
την περίφημη φράση «Θάλασσα, θάλασσα!» που ξεφώνισαν, όταν είδαν τον Πόντο και
με πόση συγκίνηση αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν οι 8.600 άνδρες που βγήκαν
ζωντανοί από αυτόν τον εφιάλτη. 4.400 Έλληνες χάθηκαν από τις κακουχίες και τις
επιθέσεις των ιθαγενών πληθυσμών.
Αυτό που έκαναν ήταν ένας
άθλος. Οι Έλληνες μισθοφόροι, στην ουσία μια χούφτα άνθρωποι σε σύγκριση με τον
όγκο του εχθρικού στρατεύματος που τους περιέβαλλε, κατάφεραν να αποφύγουν τον περσικό στρατό, διέσχισαν
ορεινές χώρες μέσα σε βαρύτατο χειμώνα, διάβηκαν ποτάμια, σκαρφάλωσαν σε όρη
απόκρημνα, αντιμετώπισαν πληθυσμούς εχθρικούς που τους επιτέθηκαν με αγριότητα
και έφτασαν σε ελληνικό έδαφος ύστερα από εφτά περίπου μήνες μετά τη μάχη στα
Κούναξα και τον θάνατο του Κύρου. Μεταξύ αυτών και ο Ξενοφών, ο γραμματισμένος
κύριος. Χωρίς αυτόν ίσως οι συμπατριώτες του δεν θα τα κατάφερναν να γυρίσουν
στην πατρίδα.
Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι
13.000 Έλληνες δεν ήταν και ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ελλάδα εκείνης
της εποχής. Στην πραγματικότητα το
μισθοφορικό εκείνο στράτευμα έμοιαζε περισσότερο με συμμορία.
Δεν είναι πολεμιστές που ξεκίνησαν πόλεμο για να υπερασπίσουν την
πατρίδα ή κάποιον άλλο ευγενή σκοπό,
είναι, όπως είπαμε παραπάνω, κάθε καρυδιάς καρύδι. Η σχέση μεταξύ τους και με
τους αρχηγούς τους είναι χαλαρή. Όχι μόνο δεν υπακούν εύκολα στους ανωτέρους
τους, αλλά τους απειλούν κιόλας μερικές φορές και κάποτε τους λιθοβολούν. Οι
διχόνοιες μεταξύ τους είναι καθημερινή υπόθεση. Το ατομικό συμφέρον τους το
βάζουν πάντα πάνω από το γενικό. Η
αρπαγή και η λεηλασία από όπου περνούν είναι κάτι αυτονόητο. Οι στρατηγοί τους
για να τους κάνουν καλά τους δελεάζουν με υλικά οφέλη σε κάθε δύσκολη
περίσταση, αλλά κι εκείνοι δεν είναι καλύτεροι. Όποτε βρίσκουν την ευκαιρία
υπεξαιρούν μέρος της κοινής λείας.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι που
τους ενώνει και τους υποχρεώνει να συμμορφώνονται στους αρχηγούς τους και στον
καημένο τον Ξενοφώντα που βρέθηκε να είναι στρατηγός αυτών των αγρίων. Και αυτό
είναι ο φόβος.
Περικυκλωμένοι από παντού από
εχθρούς, σε μέρη άγνωστα όπου ζουν λαοί αλλόγλωσσοι και αφιλόξενοι
καταλαβαίνουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να είναι ενωμένοι, αν θέλουν να σωθούν.
Αλλά ακόμα και τότε που ο κοινός κίνδυνος είναι προφανής, όσοι νομίζουν ότι
μπορούν να σωθούν με τη λιποταξία, δεν διστάζουν να το κάνουν. Ωστόσο δεν είναι
όλοι του ιδίου φυράματος. Υπάρχουν πολλοί ανάμεσά τους που έχουν το αίσθημα της
τιμής και σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρονται να θυσιαστούν υπέρ του συνόλου.
Τι μόρφωση έχουν άραγε αυτά τα
άτομα; Εντελώς αγράμματοι δεν φαίνεται να είναι, γιατί αναφέρονται στον Όμηρο
πότε-πότε ή σε άλλους ποιητές συγχρόνους
τους. Τα ήθη τους είναι αυτά που έχουν και οι άλλοι Έλληνες σε καιρό πολέμου.
Πολλοί από αυτούς κουβαλούν μαζί τους γυναίκες που έχουν από κάπου αρπάξει ή
πόρνες. Άλλοι προτιμούν τους νεαρούς.
Μετά από όλα αυτά έχουμε πλέον
σχηματίσει μια εικόνα περί που ποιού των Μυρίων. Δεν είναι οι Έλληνες που
ξέρουμε από την Ιστορία, οι γενναίοι υπερασπιστές της ελευθερίας στον Μαραθώνα
και στη Σαλαμίνα, οι υψηλόφρονες τραγικοί ποιητές που έκαναν το κοινό να
δακρύζει, οι αρχιτέκτονες που έφτιαξαν τον Παρθενώνα, οι γλύπτες που
απαθανάτισαν την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, οι ρήτορες που μιλούσαν στην
Εκκλησία του Δήμου, οι φιλόσοφοι που ερευνούσαν με σοβαρότητα τα ανθρώπινα και
τα θεία.
Πρόκειται μάλλον για κατακάθια
της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά τι κατακάθια! Γενναίοι, όταν χρειάζεται να
υπερασπίσουν αυτό που κατέχουν, τη ζωή τους δηλαδή, ανθεκτικοί στις πάσης
φύσεως κακουχίες, καρτερικοί, κατάφεραν
να επιζήσουν από μια περιπέτεια που άλλους θα τους είχε στείλει στον άλλο κόσμο
από την αρχή κιόλας της προσπάθειάς τους.
Προδόθηκαν από τον Κύρο που
τους παρέσυρε σε ένα πόλεμο που αγνοούσαν, έχασαν τους αρχηγούς τους που τους
παγίδεψαν και τους δολοφόνησαν οι Πέρσες, καταδιώχθηκαν από τον ασυγκρίτως υπέρτερο
περσικό στρατό και παρ’ όλα αυτά
κατάφεραν να ξεφύγουν από την καρδιά του περσικού κράτους, να περάσουν
μέσα από ξένες χώρες και άγνωστους εχθρικούς λαούς και να επιστρέψουν στην
πατρίδα. Ποτέ στρατός αποτελούμενος από στρατιώτες τόσο άναρχους δεν
βρέθηκε τόσο χρόνο και σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις σε συνεχή αγώνα προς τους
εχθρούς του και δεν διαλύθηκε.
Ο Ξενοφών κατάφερε να φέρει
βόλτα το δυσήνιο αυτό πλήθος με τη
λογική του, την ψυχραιμία του και την ηρεμία του. Λίγο πολύ τους θάμπωνε και με
την παιδεία του και οι άξεστοι εκείνοι πολεμιστές τον σέβονταν, όταν τον
άκουγαν να τους μιλά. Ήταν μετριοπαθής και συνετός, έδινε φρόνιμες συμβουλές
και αποδείχθηκε ότι είχε και στρατηγικές ικανότητες.
Δεν είναι επομένως παράξενο
που ο Μέγας Αλέξανδρος μελέτησε την Κύρου Ανάβαση με προσοχή και διδάχτηκε από
τη συνετή στάση του Ξενοφώντα απέναντι στους απείθαρχους στρατιώτες.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό
απόσπασμα από την Κύρου Ανάβαση που αναφέρεται στις κακουχίες που δοκίμασαν οι
θρυλικοί εκείνοι Μύριοι:
«Ακολουθούσαν μερικοί από τους
εχθρούς και άρπαζαν όσα υποζύγια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν και τσακώνονταν
μεταξύ τους γι’ αυτά. Και όσοι στρατιώτες είχαν χάσει την όρασή τους (Σημ: λόγω
του χιονιού) και όσων τα δάχτυλα των ποδιών είχαν σαπίσει από το ψύχος έμεναν
πίσω. Για την όραση ένα βοήθημα κατά του χιονιού ήταν να προχωρεί κανείς
κρατώντας μπροστά από τα μάτια του κάτι μαύρο. Για τα πόδια βοηθούσε να
κινείται συνέχεια και να μη σταματά ποτέ και τη νύχτα να βγάζει τα παπούτσια
του. Όσοι κοιμούνταν φορώντας τα παπούτσια τους, χώνονταν οι ιμάντες μέσα στα πόδια
τους και τα παπούτσια κοκάλωναν γύρω- γύρω. Γιατί φορούσαν τσαρούχια φτιαγμένα
από δέρμα νεόγδαρτων βοδιών, καθώς τα
παλιά τους παπούτσια είχαν λιώσει».
(Ξενοφ. Κύρου Ανάβασις, βιβλ.
Δ΄ , κεφ. ε, 12-14).
Συνιστώ ανεπιφύλαχτα να
διαβάσετε την υπέροχη αυτή ιστορία που μας διέσωσε ο Ξενοφών. Είναι ασύγκριτα
ανώτερη από κάθε πλασματική περιπέτεια, είναι αληθινή και συναρπαστική. Αν την
ήξεραν εκεί στο Χόλιγουντ, θα την είχαν κάνει σίγουρα ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου