Σελίδες

7/4/13

Το μέλλον και το τέλος του Κόσμου


Πού βρίσκεται το παρόν, πριν ακόμα γίνει παρόν; Η απάντηση είναι αυτονόητη: βρίσκεται στο μέλλον.

Και πού βρίσκεται αυτό το μέλλον; Κι εδώ η απάντηση είναι αυτονόητη: δεν βρίσκεται πουθενά, είναι μια δυνητική κατάσταση που έχει όμως αυτή την απόλυτα σταθερή ιδιότητα: ότι θα γίνει οπωσδήποτε πραγματικότητα κάποια στιγμή.

Το μέλλον είναι μια διάσταση του χρόνου που βρίσκεται καθ’ οδόν προς την πραγματοποίησή της και που εκτείνεται από την αμέσως επόμενη στιγμή ως ένα ασύλληπτο για τις δυνατότητες του μυαλού μας χρονικό σημείο, έναν αριθμό με πάρα πολλά μηδενικά. (-10 στη δεκάτη και αυτό όλο στην εκατοστή).

Ήδη διαβάζοντας αυτές τις λίγες γραμμές παραπάνω βιώσατε τη μετατροπή του μέλλοντος σε παρόν, μολονότι έχετε την αίσθηση της συνέχειας, ότι δηλαδή βρίσκεστε σταθερά στο ίδιο χρονικό σημείο. Αλλά στην πραγματικότητα οι στιγμές εισρέουν συνέχεια στο παρόν η μία πίσω από την άλλη προερχόμενες από τη διάσταση του μέλλοντος και μας μετακινούν αδιάκοπα από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο.


Αν για το παρόν έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα, μια αρκετά σταθερή και σίγουρη εικόνα, για το μέλλον η εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας είναι θολή και συγκεχυμένη. Υποθέτουμε ότι το άμεσο μέλλον θα έχει περίπου αυτή ή την άλλη μορφή –αν και συχνά, όταν το μέλλον γίνει παρόν, είναι τελείως διαφορετικό από τις προβλέψεις μας Για το απώτερο μέλλον όμως μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε και συνήθως πέφτουμε εντελώς έξω.

Κατά παράδοξο τρόπο ωστόσο για το λίαν απώτατο μέλλον είμαστε απολύτως σίγουροι: ο Ήλιος θα κάψει κάποια στιγμή τα καύσιμά του και θα σβήσει. Και πολύ πιο μετά το  Σύμπαν ολόκληρο θα πάθει το ίδιο και θα σβήσει κι αυτό. Δεν ανησυχούμε όμως καθόλου, επειδή αυτά τα τραγικά γεγονότα βρίσκονται τόσο πολύ μακριά μας που νιώθουμε ότι δεν μας αφορούν.

Αυτό που ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα πάντως είναι ότι το προσεχές μέλλον θα γίνει οπωσδήποτε παρόν. Η αυριανή μέρα θα ξημερώσει υποχρεωτικώς, η επόμενη χρονιά θα φτάσει στην ώρα της, ο επόμενος αιώνας θα έρθει κι αυτός, το ίδιο και η επόμενη χιλιετία, αλλά ήδη έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε το μέλλον, γιατί  είναι τόσο μακρινό που καταντά αδιάφορο.

Το μέλλον είναι  απροσδιόριστο ή καλύτερα αδιαμόρφωτο. Δεν βρίσκεται κάπου έτοιμο περιμένοντας τη στιγμή που θα εισέλθει στο παρόν. Οι δυνατότητές του είναι χαώδεις. Μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι θα έρθει, όμως δεν ξέρουμε καθόλου πώς θα είναι, όχι γιατί δεν έχουμε την ικανότητα να διαβάζουμε το μέλλον, αλλά γιατί το μέλλον αλλάζει μορφή κάθε στιγμή ανάλογα με τα γεγονότα που συμβαίνουν στο παρόν.


Για το πολύ κοντινό μέλλον μπορούμε να κάνουμε σχετικά επιτυχείς προβλέψεις. Αν έχουμε ίωση παραδείγματος χάριν, μπορούμε να προβλέψουμε ότι σε μια εβδομάδα θα έχουμε γίνει καλά. Φυσικά πάντα υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας. Έτσι μια ίωση μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία και αντί να είμαστε καλά σε μια εβδομάδα, βρισκόμαστε στο κρεβάτι του νοσοκομείου και παλεύουμε για τη ζωή μας.

Όσο το μέλλον απομακρύνεται χρονικά από μας, τόσο οι προβλέψεις μας γίνονται πιο επισφαλείς. Καλώς εχόντων των πραγμάτων σε ένα χρόνο υπολογίζουμε να έχουμε παντρευτεί την καλή μας, σε δυο χρόνια υπολογίζουμε να έχουμε αποχτήσει το πρώτο μας παιδί, σε δέκα χρόνια υπολογίζουμε να έχουμε προαχθεί στη θέση του διευθυντή, σε είκοσι χρόνια υπολογίζουμε να πάρουμε σύνταξη, σε τριάντα χρόνια υπολογίζουμε ότι θα είμαστε αρκετά γέροι αλλά όχι ραμολιμέντα και σε σαράντα χρόνια υπολογίζουμε ή καλύτερα ελπίζουμε να είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Μέσα σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια –αν έχουμε παραμείνει ζωντανοί εννοείται – είναι πιθανό (αλλά καθόλου βέβαιο) να έχουν επαληθευθεί οι τρεις, τέσσερις, πέντε προσδοκίες μας. Συγχρόνως θα μας συμβούν πολλά ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα που είναι αδύνατο να προβλέψουμε.

Οι υπολογισμοί μας πάντως σταματούν στα επόμενα σαράντα, πενήντα χρόνια, επειδή το μόνο που μπορούμε να προβλέψουμε αποκεί και πέρα με ακρίβεια είναι ο θάνατός μας.

Γενικά έχουμε λοιπόν συνείδηση του μέλλοντος, αλλά  δεν μπορούμε να  φανταστούμε πώς θα είναι. Η στάση μας απέναντί του είναι δύο ειδών: προσπαθούμε να το προσδιορίσουμε σε σχέση με τον εαυτό μας, οπότε μιλάμε για ένα σχετικά βραχύβιο μέλλον. Ή προσπαθούμε να το φανταστούμε σε σχέση με την ανθρωπότητα, οπότε μιλάμε για μια πολύ πιο θολή και αξεκαθάριστη μορφή του χρόνου. Για το έσχατο μέλλον και το τέλος του Κόσμου όμως έχουμε μια πολύ σταθερή εικόνα, όπως ήδη αναφέραμε.

Έτσι, αν και δεν έχουμε ιδέα τι μας ξημερώνει αύριο, γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα ότι πρώτον, θα πεθάνουμε κάποια μέρα, δεύτερον, ο Ήλιος που κρατά ζωντανό τον άνθρωπο και τα άλλα πλάσματα του πλανήτη θα πεθάνει κι αυτός κάποια μακρινή μέρα και τρίτον, το Σύμπαν, δηλαδή «Ό,τι Υπάρχει», θα τερματίσει κι αυτό την ύπαρξή του μια επίσης πολύ μακρινή μέρα.


Αλλά  ό,τι είναι πολύ μακρινό για τα ανθρώπινα μέτρα, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου. Ας σβήσει ο Ήλιος κι ας σβήσει και ολόκληρο το Σύμπαν, τι μας νοιάζει; Όλα αυτά βρίσκονται σε τόσο ασύλληπτα μεγάλη χρονική απόσταση από μας, ώστε θυμίζουν επιστημονική φαντασία.

Αυτό που μας νοιάζει και μάλιστα πολύ είναι η δική μας διάρκεια ζωής, δηλαδή το πολύ κοντινό μέλλον. Καμιά φορά καταφέρνουμε να υπερβούμε τον εαυτό μας και τότε ενδιαφερόμαστε και για τη γενιά που έρχεται, για το μέλλον των νεότερων δηλαδή, και για το μέλλον του τόπου, όπου ζούμε. Το βλέμμα μας εκτείνεται στα επόμενα εκατό το πολύ χρόνια. Μετά πάλι παύουμε να ενδιαφερόμαστε.

Έτσι, αν μπορούμε λίγο πολύ να μαντέψουμε την πορεία των παιδιών μας, δεν είναι καθόλου εύκολο να μαντέψουμε την πορεία των εγγονών μας. Αν ένα εγγόνι μας είναι τώρα πέντε χρονών, πώς θα είναι άραγε στα εβδομήντα πέντε του; Εδώ υπάρχει κενό, δεν μπορούμε να ξέρουμε.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον τόπο μας. Νοιαζόμαστε για το μέλλον του, αλλά αυτό το μέλλον μέχρι ποίου σημείου εκτείνεται;

Όταν για παράδειγμα οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν για τις επόμενες γενιές και ενδιαφέρονταν να μείνουν στη μνήμη τους ως άξιοι πρόγονοι, δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο εμάς που ήρθαμε 23 αιώνες αργότερα. Οι επόμενες γενιές ήταν γι’ αυτούς τα επόμενα εκατό, διακόσια, έστω τρακόσια χρόνια.

Μπορούμε άραγε να νοιαστούμε για την Ελλάδα του 3000  μΧ; Δεν έχουμε ιδέα πώς θα είναι ο κόσμος τότε, μολονότι είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι ο κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει. Αλλά οι Έλληνες του 3000 μΧ πώς θα είναι; Δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ.

Ως όντα βραχύβια σε σχέση με τον αχανή χρόνο που παράγει το Σύμπαν είμαστε λοιπόν ανίκανοι να σκεφτούμε το μέλλον πέρα από δυο τρεις γενιές. Γι αυτό και ο θάνατος του Ήλιου μας και αργότερα ο θάνατος του ίδιου το Σύμπαντος δεν μας προκαλούν κανένα συναίσθημα, μολονότι πρόκειται για τρομαχτικά γεγονότα που θα συμβούν οπωσδήποτε.. Είναι Μέλλον με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Είναι μελλούμενα γεγονότα, θα γίνουν. 


Ε, και; σκεφτόμαστε. Τι μας νοιάζει εμάς τι θα γίνει μετά από κάποια τρισεκατομμύρια χρόνια; Μήπως θα είμαστε εδώ για να τα δούμε;

Ναι, αλλά τότε γιατί μας νοιάζει τι θα γίνει μετά από εκατό χρόνια, αφού πάλι δεν θα είμαστε εδώ για να τα δούμε;

Η αιτία αυτής της αδιαφορίας μας είναι ότι είμαστε ανίκανοι να δούμε τόσο μακριά. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να σκεφτόμαστε το μέλλον. Η φύση θέλει τα πλάσματά της να ζουν στο παρόν, το μέλλον είναι κάτι πολύ αμυδρό στη συνείδησή τους, αν υπάρχει δηλαδή και καθόλου.

Οι άνθρωποι καταφέραμε κάποια στιγμή να ξεκολλήσουμε από τη ζωική κατάσταση και μεταξύ πολλών άλλων μπορέσαμε να συλλάβουμε και την έννοια του χρόνου και να τον διαιρέσουμε σε παρόν-παρελθόν-μέλλον. Ωστόσο ο εγκέφαλός μας έχει και τα όριά του. Μπορεί να λέμε και να γράφουμε: ένα δισεκατομμύριο χρόνια, εκατό δισεκατομμύρια χρόνια, ένα τρισεκατομμύριο χρόνια, αλλά αυτά είναι απλώς αριθμοί, είναι αδύνατο να συλλάβουμε τη χρονική τους έκταση. Αντίθετα μπορούμε να συλλάβουμε τη χρονική διαφορά ανάμεσα σε ένα έτος, δέκα έτη, εκατό έτη.


Όταν λοιπόν μας λένε οι ειδικοί ότι το τέλος του Σύμπαντος θα έρθει σε -10 στη δεκάτη και όλο αυτό στην εκατοστή χρόνια, είναι σαν να μας λένε «άμπρα κατάμπρα». Ο θάνατος του Σύμπαντος δεν μας απειλεί ούτε εμάς ούτε τους απογόνους μας. Όσο για την ανθρωπότητα, ούτε κι αυτή μας απασχολεί, αν υπάρχει ως τότε. Μπορεί τώρα να μας απασχολεί και μάλιστα πολύ και να λέμε κάθε τόσο: «μα πού πάει αυτός κόσμος;», αλλά, αν κάποιος μας απαντήσει «πάει στο μηδέν, διότι εκεί πάει το Σύμπαν» αυτή η απάντηση δεν θα μας ικανοποιήσει καθόλου.

Πώς θα αντιδρούσαμε όμως, αν ξέραμε ότι το Σύμπαν θα κατέρρεε σε διακόσια χρόνια από τώρα; Πώς θα βλέπαμε τα πράγματα, αν η ανθρωπότητα και ο πολιτισμός μας είχαν ακόμα ζωή για μόνο δύο αιώνες;

Ασφαλώς θα νιώθαμε πανικό και απελπισία, μολονότι και πάλι εμείς, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι του παρόντος, δεν θα ήμασταν στη ζωή. Και ασφαλώς πολλά από αυτά που κάνουμε τώρα, όμορφα και άσχημα, καλά και κακά, δεν θα τα κάναμε.

Υποθέτω ότι θα ήμασταν πιο σοβαροί αλλά και πιο απλοί και μετρημένοι. Θα δουλεύαμε για να έχουμε τροφή, στέγη και καλή υγεία, αλλά πέραν τούτου τίποτα δεν θα απασχολούσε το μυαλό μας. Υποθέτω επίσης ότι θα ήμασταν πιο ταπεινοί, γιατί θα καταλαβαίναμε τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, κάτι που σήμερα δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, καθώς το μέλλον εκτείνεται αχανές μπροστά μας και μας δημιουργεί μια ψευδαίσθηση αθανασίας.

Αλλά ποια είναι τελικά η διαφορά, αν το τέλος έρθει σε δύο αιώνες ή σε κάποια τρισεκατομμύρια χρόνια, αφού έτσι κι αλλιώς α) εμείς δεν θα είμαστε εδώ, άρα γιατί να ανησυχούμε και β) είτε ο Κόσμος καταρρεύσει σε διακόσια χρόνια είτε σε ένα τρισεκατομμύριο χρόνια, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και το αυτό;


Τι είναι αυτό που μας κάνει αδιάφορους για το τέλος του Κόσμου, αν αυτό συμβεί σε -10 στη δέκατη στην εκατοστή χρόνια, ενώ θα μας γέμιζε με αγωνία, αν συνέβαινε σε διακόσια - τριακόσια χρόνια;

Πιστεύω ότι είναι η φυσική αδυναμία μας να εκτείνουμε τόσο μακριά τη σκέψη μας στο μέλλον. Ένα τόσο απόμακρο μέλλον είναι αδύνατο να το συλλάβει το μυαλό μας. Είναι σαν να μην υπάρχει. Έτσι μένουμε με την ψευδαίσθηση της αθανασίας της Ζωής, του Κόσμου και του Ανθρώπου.

Ίσως όμως θα έπρεπε να μας απασχολεί λίγο περισσότερο αυτή η σίγουρη εξέλιξη προς το μηδέν του Σύμπαντός μας. Ίσως τότε με ένα γιγαντιαίο άλμα της σκέψης μας να μπορούσαμε να δούμε πιο ψύχραιμα τα πράγματα, με λιγότερη αλαζονεία και εγωπάθεια. Όταν το μέλλον είναι «στάχτη και μπούλμπερη» σε τελική ανάλυση, γιατί εμείς κάνουμε σαν καραγκιόζηδες εδώ κάτω, γιατί δεν βλέπουμε τα πράγματα με απλότητα και ηρεμία; 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου