Leland Holiday "Woman in Park Bench"
«Ένας εκβιασμός πάνω, ένας εκβιασμός κάτω δεν είναι τίποτα μπροστά στα τόσα τρομερά που γίνονται στον κόσμο τούτο. Ένας βιασμός επίσης, αν και όχι του κλασικού τύπου, πάλι δεν είναι αρκετός για να οδηγήσει σε απονενοημένα διαβήματα. Ιδίως αν είναι ο πρώτος σου εκβιασμός και ο πρώτος σου βιασμός και τίποτα δεν δείχνει πως θα υπάρξει και συνέχεια. Επομένως κανείς λόγος δεν υπάρχει για επί πλέον καταθλίψεις και τα σχετικά. Οι βιασμοί και οι εκβιασμοί είναι μέρος της φετινής άνοιξης, άρα μελαγχολικοί, και γι αυτό το μόνο που επιτρέπεται είναι μια ελαφρά μελαγχολία, τίποτ’ άλλο. Μελαγχόλησε τώρα, αυτό επιτρέπεται».
Με τέτοιες σκέψεις παρηγορεί τον εαυτό της η Πηνελόπη, καθώς κατηφορίζει το χωματόδρομο κρατώντας στην αγκαλιά της το πράσινο βιβλίο, αυτό για το οποίο υπέστη σήμερα έναν εκβιασμό και ένα βιασμό. Ωστόσο είναι ακόμη πολύ καλά στην υγεία της, αν και κάπως μπερδεμένη, και γι αυτό προχωρώντας με βήμα σταθερό και έκφραση απολύτως φυσιολογική, προσπαθεί ταυτόχρονα να ταχτοποιήσει τα γεγονότα στο μυαλό της, ώστε να αρχειοθετηθούν σωστά κατόπιν αυτά στο αρχείο της μνήμης της.
Από το χωματόδρομο βγαίνει στον κεντρικό δρόμο.
Εδώ έχει κίνηση και φασαρία, μηχανάκια, αυτοκίνητα, λεωφορεία και τρόλεϊ. Σταματά στο φανάρι και περιμένει ήσυχα.
Είναι βέβαια άνοιξη.
Το δηλώνει αυτό η άνοδος της θερμοκρασίας και ο επίμονα αιθέριος ουρανός. Το δηλώνει επίσης και το ημερολόγιο.
Στη Σχολή εντός ολίγου αρχίζουν οι εξετάσεις.
Κάθε άνοιξη εδώ και μερικά χρόνια η Πηνελόπη πέφτει σε μελαγχολία. Δεν ξέρει πώς ακριβώς να το εξηγήσει αυτό. Σαν ξαφνικά να χάνει το προστατευτικό της κέλυφος και να απομένει γυμνή μέσα σ’ ένα μολυσμένο κόσμο. Ο ουρανός τής φαίνεται πολύ άδειος χωρίς σύννεφα. Το φως επίσης που αναδύεται από τα πράγματα είναι σκληρό και πληγώνει τα μάτια της.
Και είναι και η σκόνη.
Στο μυαλό της Πηνελόπης η άνοιξη λόγω κάποιου μπερδεμένου μηχανισμού συνδυάζεται με τη λεπτή σκόνη που βρίσκεται περιχυμένη παντού, σε όλες τις οριζόντιες επιφάνειες, καμιά φορά και στις κάθετες. Τη βλέπει πάνω στις καρέκλες και στα τραπεζάκια των υπαίθριων καφέ, στα πεζοδρόμια, στις πλάτες των περαστικών. Τη νιώθει στα μαλλιά της. Στα δάχτυλά της. Πότε-πότε έχει την εντύπωση πως έχει εισχωρήσει ως τον εσώτερο οργανισμό της, πως έχει επικαθίσει στις αυλακιές του εγκεφάλου της.
Την ενοχλεί αυτή η αυθάδης σκόνη, τη μελαγχολεί. Για να την αποφύγει, κοιτάζει προς τα πάνω, βλέπει τις πολυκατοικίες. Αλλά την άνοιξη είναι κι αυτές μελαγχολικές. Ιδίως αν στα μπαλκόνια είναι απλωμένες διάφορες μπουγάδες. Οι απλωμένες μπουγάδες τής προκαλούν επίσης την αίσθηση της γυμνότητας. Νιώθει σα να της λείπει κάτι άδικα. Σαν να δικαιούται κάτι κι αυτό της έχει αφαιρεθεί. Σαν να την έχουν διώξει από κάπου. Αυτό κυρίως τη μελαγχολεί.
Κι έπειτα, όπου και να κοιτάξει, βρίσκει κάτι μελαγχολικό και δυσάρεστο. Παραδείγματος χάριν τα τρόλεϊ, όταν κινούνται. Γιατί ένα κινούμενο τρόλεϊ τής φέρνει μελαγχολία την άνοιξη; Γιατί όταν είναι ακίνητο και άδειο, της φαίνεται πιο συμπαθητικό;
Δεν υπάρχει καμιά λογική εξήγηση γι αυτά τα πράγματα.
Τα αυτοκίνητα σταματούν στο φανάρι, η Πηνελόπη κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο και διασχίζει φρόνιμα το δρόμο. Φρόνιμα, πολύ φρόνιμα. Δεν χρειάζεται να καταλάβει κανείς πόσο ευάλωτη είναι αυτή την εποχή.
Ίσως βέβαια να φταίνε μόνο οι εξετάσεις.
Πρέπει τώρα να αποστηθίσει χιλιάδες πληκτικά, άχρηστα πράγματα που δεν θα της χρειαστούν ποτέ. Να μάθει απέξω χρονολογίες και ονόματα που σε λίγο καιρό θα τα έχει πάλι ξεχάσει. Κυρίως πρέπει να πάρει το πτυχίο της και να βρει δουλειά. Τα πράγματα στο σπίτι δεν πάνε καλά, τσακωμοί συνέχεια. Πρέπει οπωσδήποτε να βρει δουλειά, να έχει τουλάχιστον το δικό της πορτοφόλι.
Οι εξετάσεις είναι πάντα ένα μαρτύριο.
Τα χέρια της ιδρώνουν ασταμάτητα και το στυλό κάθε τόσο γλιστρά από τα δάχτυλά της. Βγάζει το χαρτομάντιλο, τα σκουπίζει. Σε λίγο είναι πάλι ιδρωμένα και πάλι γλιστρά το στυλό. Και εν τω μεταξύ ο χρόνος τρέχει, πρέπει να προλάβει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, τρέχει ο χρόνος κι εκείνη παλεύει με τα ιδρωμένα χέρια της. Πέρυσι τον Ιούνιο πέρασε μεγάλη λαχτάρα, καθώς κανένα από τα τρία της στυλό δεν ήθελε να γράψει. Τα γράμματα πάνω στην κόλλα έβγαιναν τα μισά, οι λέξεις έμοιαζαν με κέντημα. Φριχτό θέαμα. Μάλλον θα έφταιγε η κόλλα. Εκείνη τη φορά είχε ιδρώσει ολόκληρη, είχαν ιδρώσει και τα στυλό.
Πολλή αγωνία στις εξετάσεις.
Αυτό θα φταίει μάλλον για τις ανοιξιάτικες μελαγχολίες της. Μάλλον αυτό. Σήμερα λοιπόν που είναι μια τυπική μέρα της άνοιξης η Πηνελόπη έχει κάθε λόγο να είναι μελαγχολική.
Μπαίνει στο πάρκο και συνεχίζει να περπατά με σταθερό ρυθμό. Δεν κάνει βόλτα ακριβώς, περπατά, αυτό ξέρει να κάνει, περπατά.
Ονειρεύεται συχνά να πάρει ένα οποιοδήποτε λεωφορείο προς τα έξω και να πάει να βολτάρει σε τίποτα εξοχές. Όμως όλο το αναβάλλει. Είναι που θα ήθελε και κάποια παρέα, αλλά η Ευτυχία είναι δυσκίνητη και λέει συνέχεια ναι, ναι, ναι και δεν το αποφασίζει ποτέ. Η άνοιξη στις εξοχές δεν είναι όπως στην πόλη, εκεί πρέπει να είναι όμορφα. Μπορεί να φταίει αυτό για τις μελαγχολίες της, που κάθεται στη σκονισμένη πόλη όπου η άνοιξη υποφέρει.
Διασχίζοντας τώρα το πάρκο η Πηνελόπη βλέπει ευτυχισμένες μορφές μωρών, μαμάδων και γερόντων και συνειδητοποιεί για άλλη μια φορά ότι εκείνη βρίσκεται τόσο μακριά από αυτούς, όσο δυο αντίθετες εποχές του χρόνου που ποτέ δεν συναντώνται. Τοποθετεί τον εαυτό της στο φθινόπωρο και είναι πολύ ευχαριστημένη.
Ωστόσο στο πάρκο τής αρέσει.
Αγοράζει μια σοκολάτα και χώνεται στα δρομάκια ψάχνοντας για ένα απόμερο παγκάκι. Βρίσκει ένα και κάθεται. Αλλά ο εαυτός της είναι αφηρημένος και προχωρεί ακόμα. Συγκεντρώνεται και τον αναγκάζει να επιστρέψει στο παγκάκι. Όταν νιώθει πάλι ολόκληρη, αρχίζει να μασουλά αργά τη σοκολάτα.
Η φύση είναι χαριτωμένη εδώ αν και τεχνητή.
Το βιβλίο βρίσκεται δίπλα της. Πράσινο σαν ένα κομμάτι του πάρκου, σαν ένα φυσικό αντικείμενο δηλαδή. Η Πηνελόπη το κοιτάζει και ξέρει πως δεν είναι καθόλου έτσι. Δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη φύση, έστω και την τεχνητή, αυτό το αντικείμενο της περιττής σοφίας που αποχτήθηκε σήμερα με ένα βιασμό και ένα εκβιασμό.
Θα ήθελε τώρα να ελεεινολογήσει τον εαυτό της και να συνδυάσει την ανοιξιάτικη μελαγχολία της με κάτι πιο βαρύ, όπως με αηδία, ας πούμε, με περιφρόνηση ή ακόμα και με απελπισία, γιατί όχι; Ένα τέτοιο δυνατό κοκτέιλ θα είχε ίσως ενδιαφέρον – εκτός από την ενδόμυχη ευχαρίστηση που είναι δεδομένη. Εν τούτοις ο εαυτός της είναι σήμερα πολύ νωθρός. Δεν επιθυμεί να νιώσει καμιά περιφρόνηση και καμιά απελπισία. Ούτε και αηδία. Τολμά να πει μάλιστα ότι ούτε και η μελαγχολία της βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Έχει προφανώς επηρεαστεί από αυτήν εδώ την τεχνητή φύση. Διότι, όπως και να το κάνουμε, πρόκειται για φυσικό περιβάλλον. Επιδρά ευεργετικά. Έρχονται και κύματα-κύματα κάτι ανθισμένες μυρωδιές. Τα πουλάκια κελαηδούν. Ωραία είναι. Δηλαδή μπορεί να είναι και ωραία. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχουν εδώ οι πολυκατοικίες με τις απλωμένες μπουγάδες... Επίσης κάτω βλέπει κανείς μόνο χώμα. Η αντιπαθητική σκόνη απουσιάζει.
Ανοίγει το βιβλίο και το ξεφυλλίζει.
Τι σχέση μπορεί να έχει το περιεχόμενο του πράσινου βιβλίου με το περιεχόμενο του πράσινου πάρκου; Ουδεμία. Το ξανακλείνει.
Το βιβλίο δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Την ενδιαφέρει μόνο το πτυχίο. Έτσι το ζήτημα τέθηκε ως εξής: Πρέπει να πάρει οπωσδήποτε τον Ιούνιο το πτυχίο της. Αλλά δεν έχει το πράσινο βιβλίο. Χωρίς πράσινο βιβλίο πτυχίο δεν θα πάρει φέτος.
Ποιος έχει ένα πράσινο βιβλίο; Ο Αντώνης.
Η Πηνελόπη πήγε και τον βρήκε.
Ο Αντώνης εκείνη την ώρα μόλις είχε ξυπνήσει από το νυχτερινό του ύπνο, όπου πάλι έβλεπε πολλά και ενδιαφέροντα όνειρα. Άνοιξε τα μάτια του, είδε πως όσα χάρηκε τη νύχτα ήτανε σκιές σκιών και έγινε έξω φρενών. Έμεινε λίγο ακόμα στο κρεβάτι αναλογιζόμενος διάφορα σκοτεινά πράγματα και τέλος σηκώθηκε μουρμουρίζοντας ακατάληπτες φράσεις.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Πηνελόπη χτύπησε την πόρτα του.
Αυτό ήταν ένα είδος ατυχίας, γιατί αν του χτυπούσε την πόρτα μια μέρα πριν ή μια μέρα μετά ή έστω την ίδια μέρα αλλά μερικές ώρες αργότερα, ο Αντώνης μπορεί να ήταν πιο νηφάλιος και να μην έκανε τους συνειρμούς που έκανε τις αμέσως επόμενες στιγμές.
-Καλημέρα, είπε η Πηνελόπη και μπήκε μέσα σαν κοκκινοσκουφίτσα.
Ο Αντώνης χαμογέλασε με τα κίτρινα δόντια του κι έβαλε τα γυαλιά του για να διακρίνει καλύτερα τις λεπτομέρειες.
-Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει; Ρώτησε, ενώ η πρωινή του στύση δεν έλεγε να υποχωρήσει.
-Θα σου πω, είπε αυτή. Φτιάξε πρώτα κανένα καφεδάκι.
Όση ώρα έπιναν τον καφέ, συζήτησαν για πολλά και άσχετα θέματα. Καθένας από τη μεριά του ετοίμαζε το σχέδιό του σιωπηρά.
Το σχέδιο της Πηνελόπης ήταν αθώο, ήθελε απλώς το πράσινο βιβλίο.
Ωστόσο στο βάθος των αναμνήσεών της υπήρχε μια νύχτα με τον Αντώνη και τα κίτρινα δόντια του. Ήταν μια νύχτα από αυτές που πίνει κανείς, πίνει, πίνει , πίνει και μετά είναι έτοιμος να διαπράξει τα πάντα και είναι τυχερός, αν δεν τα διαπράξει όλα. Η Πηνελόπη είχε διαπράξει με τον Αντώνη περίπου τα μισά. Την άλλη μέρα φρόντισε να τα ξεχάσει. Ο Αντώνης φρόντισε να μην ξεχάσει τίποτα.
-Πρόκειται για το πράσινο βιβλίο, είπε τέλος η Πηνελόπη, όταν εξαντλήθηκαν τα άσχετα θέματα.
Ο Αντώνης είχε το πράσινο βιβλίο και γενικώς όλα τα βιβλία όλων των χρωμάτων. Πότε-πότε τής δάνειζε κανένα. Η Πηνελόπη με την υποτυπώδη γυναικεία της διαίσθηση ήξερε ότι αυτός καραδοκούσε. Καλά θα έκανε λοιπόν να μην του δείξει πόσο ανάγκη είχε το πράσινο βιβλίο.
-Αν φυσικά δεν το χρειάζεσαι, πρόσθεσε αδιάφορα.
Ο Αντώνης έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε.
Με τα μυωπικά του μάτια κοίταξε το κενό. Εκεί μέσα είδε μισόγυμνες γυναίκες να χορεύουν το χορό των εφτά πέπλων και να καταπίνουν κόκκινες φωτιές. Μια από αυτές πέρασε πολύ κοντά του και του πέταξε το πέπλο της. Όλα έγιναν ξαφνικά κόκκινα.
-Ναι, είπε και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του.
Η Πηνελόπη δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτές τις χορεύτριες. Ωστόσο καλή ήταν κι αυτή. Δηλαδή πολύ καλή.
-Και τι άλλα νέα; ρώτησε αλλάζοντας σκόπιμα θέμα.
-Τι άλλα νέα, τίποτα, απάντησε η Πηνελόπη ανησυχώντας ελαφρά.
-Καμιά αγάπη στον ορίζοντα;
-Τι πάει να πει αυτό;
Πολλά πάει να πει και ο Αντώνης θυμώνει με την Πηνελόπη που κάνει την κουτή. Υπάρχει εδώ μια μισοτελειωμένη νύχτα που εκείνη συνέχεια αναβάλλει να ολοκληρώσει. Και κάνει επιπλέον και την ανήξερη. Αλλά δεν έχει αναβολή αυτή τη φορά. Θα τη στριμώξει. Έχει το πράσινο βιβλίο και θα τη στριμώξει. Τη βλέπει κιόλας να του χορεύει το χορό των εφτά πέπλων.
-Αυτό πάει να πει τι κάνεις, πώς τα πας αυτό τον καιρό από έρωτες, λέει ο Αντώνης και την κοιτάζει επίμονα στα μάτια.
Η Πηνελόπη βλέπει να σκουραίνει η κατάσταση.
-Εγώ αυτό τον καιρό διαβάζω, δεν έχω χρόνο για άλλα πράγματα.
-Χμ, διαβάζεις, μουρμουρίζει αυτός και χτυπά νευρικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι.
Και είναι και αυτά τα όνειρα που βλέπει τελευταία και σηκώνεται κατάκοπος το άλλο πρωί.
Η Πηνελόπη από τη μεριά της δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τα κίτρινα δόντια του. Κι αν εκείνη η νύχτα είχε μείνει στη μέση, αυτά τα δόντια έφταιγαν. Η πλούσια φαντασία της καθόλου δεν την είχε βοηθήσει και τα δόντια είχαν παραμείνει κίτρινα κάτω από όλους τους φωτισμούς.
-Εγώ, όπως ξέρεις, φεύγω σ’ ένα μήνα, λέει ο Αντώνης.
Η Πηνελόπη το ξέρει, όπως επίσης ξέρει για ποιο λόγο τής το υπενθυμίζει. Αλλά θέλει να συντηρήσει την κουβέντα σε πιο φωτεινές περιοχές.
-Πού θα πας;
-Στο χωριό μου. Μετά θα πάω φαντάρος.
Και επίσης δεν νιώθει καμιά θλίψη που θα τον αποχωριστεί. Ανησυχεί μόνο μη δεν της δώσει το πράσινο βιβλίο.
-Τι κρίμα, ποιος ξέρει πότε θα ιδωθούμε πάλι, λέει από ευγένεια.
Αυτή όμως ήταν μια άστοχη φράση που επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Απ’ το μυαλό του Αντώνη πέρασαν ανάκατα διάφορες εικόνες, ένας συγκερασμός ημιτελών αναμνήσεων και σκοτεινών προοπτικών, κομμάτια από όνειρα και από φαντασίες, συμπιεσμένοι πόθοι και συλλογισμοί.
Σύμφωνα με το δικό του κώδικα έχει ακόμα κάποια δικαιώματα πάνω στην Πηνελόπη και πρέπει κάποτε να τα διεκδικήσει δυναμικά. Απαιτεί να τελειώσει τη μισοτελειωμένη νύχτα του. Σ’ ένα μήνα φεύγει οριστικά από την πρωτεύουσα, δεν τον παίρνει άλλο ο καιρός.
Η Πηνελόπη καθισμένη απέναντί του, αχτένιστη και άτσαλη όπως πάντα, αντιπροσωπεύει πολλά απρόσιτα πράγματα γι αυτόν. Σ’ ένα μήνα φεύγει. Ορκίζεται, παίρνει το πτυχίο του και κατεβαίνει στο χωριό.
«Και τι έκαμες λοιπόν στην πρωτεύουσα τέσσερα χρόνια εκτός που ήσουν φοιτητής;» θα ρωτούν οι διάφοροι εκεί κάτω που βλέπουν τηλεόραση και οργιάζει η φαντασία τους.
«Τίποτα δεν έκαμα», θα τους απαντήσει, «διάβαζα από το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί».
«Και δεν πήγες πουθενά δηλαδή, εδώ σ’ αυτά τα κέντρα που βλέπουμε στην τηλεόραση, γυναίκες και τα λοιπά, τίποτα δεν έκαμες εσύ;»
«Τίποτα δεν έκαμα, καθόμουν κλεισμένος μέσα και διάβαζα και μια δυο φορές που πήγε κάτι να γίνει, δεν έγινε τίποτα».
«Ούτε και με την Πηνελόπη δηλαδή που έλεγες πως είναι εύκολη και τα λοιπά;»
«Ούτε και με την Πηνελόπη».
«Είσαι λοιπόν τελείως ανάξιος».
«Είμαι».
«Και ήρθες τώρα στο χωριό με τα πτυχία και με την κακομοιριά σου και μετά θα πας φαντάρος και κατόπιν θα πιάσεις δουλειά εδώ γύρω και η πρωτεύουσα τελείωσε για σένα, τελείωσε η φοιτητική ζωή σου και πάνε χαμένες όλες οι ευκαιρίες».
«Πάνε».
«Και δεν έκαμες λοιπόν τίποτα τόσα χρόνια εκεί πάνω».
«Όχι».
«Μόνο έβλεπες όνειρα κοιμισμένος ξυπνητός στην κάμαρή σου».
«Ναι».
«Και η Πηνελόπη σού χρωστά μια νύχτα και τώρα θέλει το πράσινο βιβλίο σου. Και δεν βρήκε άλλον κανένα να πάει να το δανειστεί και ήρθε να προσπέσει σε σένα. Και την έχεις επομένως στο χέρι. Κι αν δεν της το δώσεις, πάει το πτυχίο της, αναβάλλεται για του χρόνου. Και είναι δηλαδή πολύ ζορισμένη».
«Μάλιστα, πολύ ζορισμένη».
«Πες της τότε: Πηνελόπη, θα σου δώσω το πράσινο βιβλίο υπό έναν όρο».
-Υπό ποίον όρο; Ρώτησε η Πηνελόπη γνωρίζοντας το μάταιο της ερώτησης.
Τα μάτια του Αντώνη πίσω από τα γυαλιά είχαν γίνει δυο μαύρες οπές του διαστήματος, όπου όλες οι μισόγυμνες χορεύτριες σβουρίχτηκαν και ρουφήχτηκαν αφήνοντας συριστικούς ήχους.
Από το σημείο αυτό και μετά η κουβέντα έβγαλε τα παπούτσια της και περπάτησε ξυπόλυτη σε κακοτράχαλα μονοπάτια, κατρακύλησε σε κατηφόρες, ανεβοκατέβηκε μερικά υψώματα, γλίστρησε πάνω σε κάτι άγρια βράχια και καταγδάρθηκε, έφτασε σ’ ένα ίσωμα και το διάβηκε με κάποια άνεση, έπειτα ξαναβρέθηκε πάνω από γκρεμούς και αιωρήθηκε σαν ακροβάτης, πέρασε τους γκρεμούς και κουτρουβάλησε στα χαλίκια ενός αποξηραμένου χειμάρρου, αρπάχτηκε από ένα θάμνο γεμάτο αγκάθια και καταξέσκισε τα χέρια της, έπεσε στα γόνατα και σύρθηκε ξέπνοη, κάθισε σε μια πέτρα να συνέλθει, ενώ από πάνω την έκαιγε αλύπητα ο ήλιος, σηκώθηκε και προχώρησε ακόμα για λίγο παραπατώντας και τρεκλίζοντας και τέλος έφτασε στον προορισμό της και σωριάστηκε στο έδαφος ημιθανής.
-Εντάξει, είπε ξερά η Πηνελόπη.
-Μια στιγμή να κλείσω το παράθυρο, είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε.
Στο πάρκο λοιπόν επικρατεί μια υγιής άνοιξη.
Γι αυτό μάλλον η Πηνελόπη δεν νιώθει σήμερα τη συνηθισμένη της μελαγχολία. Ούτε τίποτ’ άλλο νιώθει. Τα πουλάκια κελαηδούν. Έρχονται και οι ανθισμένες μυρωδιές κατά κύματα. Κάπου στο βάθος πίσω από τις φυλλωσιές ακούγονται οι τσιριξιές των μωρών και των μαμάδων τους. Οι γέροντες θα λιάζονται στον ήλιο σαν τις γάτες.
Η σοκολάτα τέλειωσε. Η ώρα είναι δύο. Αυτό εκεί που βουίζει είναι ένα ζουζούνι. Μια μεσόκοπη γυναίκα με ψαρά μαλλιά πέρασε. Από πίσω της σερνόταν ένα πράγμα παράξενο που το λένε παρελθόν.
Η Πηνελόπη παίρνει το πράσινο βιβλίο και σηκώνεται.
Ο Αντώνης είναι παρελθόν.
Ποιος νοιάζεται γι αυτόν;
Το διήγημα δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ
...δροσεροτατο!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, Άννα.
ΑπάντησηΔιαγραφή