"Πονοκέφαλος έξω απ' το κεφάλι μου". Σύνθεση του Άγγελου Κουτσοδημητρόπουλου.
Στοιχηματίζω πως ανάμεσα σε τέσσερις εκδοχές για την ολοκλήρωση μιας ιστορίας τη μεγαλύτερη προτίμηση του αναγνώστη θα συγκέντρωνε η πλέον καταστροφική λύση : αυτή που θέλει χωρίς συμβιβασμούς να αφανίζονται τα πάντα. Υπάρχει μία σχεδόν διεστραμμένη επιθυμία μέσα μας για το απόλυτο τέλος .Είναι σαν ένα είδος κάθαρσης , σαν μια τελετουργία για την προετοιμασία της επόμενης αφετηρίας . Μπορεί επομένως να έχει κανείς αντοχή σ' έναν τέτοιο αγώνα δρόμου , όταν στις τσέπες του κουβαλάει τα βαρίδια μιας προσωρινής λύσης ; Την απάντηση νομίζω τη δίνει με αφοπλιστικό τρόπο η λυγερή του δημοτικού μας τραγουδιού : για να ξεγελάσεις τον θάνατο πρέπει να είσαι γυμνός . Γυμνός από οτιδήποτε σε βαραίνει και δίνει τροφή στην ακοή των άλλων . Έτσι κι εδώ , για να καθησυχάσεις την περιέργειά σου , πετάς στο χώμα το βάρος μιας μετριοπαθούς εξόδου κι επιλέγεις την τελεσίδικη .
Οι παραπάνω σκέψεις μου γεννήθηκαν , όταν κάθισα να συνομιλήσω με το διήγημα της Καίτης Βασιλάκου «Η μεγάλη ησυχία» . Το είχα διαβάσει τέσσερις φορές και ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσα να σταθώ απέναντί του αξιοπρεπώς και να του θέσω τα ερωτήματά μου . Του απηύθυνα δειλά την πρόσκληση, χωρίς να περιμένω ανταπόκριση . Όμως σχεδόν ανέλπιστα άρχισε να μονολογεί κι αμέσως μετά να σωπαίνει τέσσερις φορές . Ξετύλιξα προσεκτικά το υπονοούμενο και κατάλαβα . Έπαιζε μαζί μου ένα παράξενο παιχνίδι με τον αριθμό τέσσερα . Ανοιγόταν μπροστά μου σε τέσσερα επίπεδα . Προσανατόλιζε το βλέμμα μου ταυτόχρονα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σαν παρανοϊκή πυξίδα , αφήνοντάς με πάντοτε σαστισμένο . Μου πρότεινε τέσσερις πόρτες διαφυγής , χωρίς όμως να με προτρέπει να διαφύγω . Με τοποθετούσε σε τέσσερις διαφορετικούς κόσμους που , μετά την παρθενική μου περιήγηση στα τοπία τους , άρχισαν να συγκλίνουν επικίνδυνα .Μοναδική φαινομενική εξαίρεση παρέμεναν σ' όλο το διήγημα οι βόρειοι , αν και στη δική μου απόλυτη εκδοχή αποφασίζουν απλώς να επισπεύσουν αυτό που οι άλλοι θα δοκιμάσουν στο τέλος αναγκαστικά : τον θάνατο .
Ύστερα του ζήτησα να γίνει πιο αποκαλυπτική η εξομολόγηση .Να περάσουμε από τα τυπικά στις απαιτήσεις του από μένα [πάντοτε έχω την αίσθηση , μετά την ανάγνωση ενός διηγήματος , ότι πρέπει να ξεπουλήσω κάτι από μένα , προκειμένου να διευκολυνθώ στην αποπλάνησή του ]. Έτσι λοιπόν η συμφωνία δεν άργησε να κλείσει : έδωσα χρόνο κι ευαισθησία και ύφος - μου χάρισε καραμέλες κι αλκοόλ .Αλλά γρήγορα τα δώρα του σήκωσαν μέσα μου έναν εμφύλιο πόλεμο , χώρισαν την ψυχή μου σε τέσσερα στρατόπεδα , που το καθένα κρέμασε πρώτα στον πιο ψηλό του πύργο μία διαφορετική σημαία , έσκαψε γύρω του ταυτόχρονα μια προστατευτική τάφρο , όρισε ύστερα τις μονάδες επαγρύπνησης , συνέθεσε στο τέλος τη δική του ερμηνεία για την επικείμενη μάχη με τα νοήματα . Και μόλις ξέσπασε η μάχη , οι τέσσερις ερμηνείες τέθηκαν επικεφαλής στην πρώτη γραμμή του μετώπου :
Ερμηνεία Νο1 [πολιτική]
Στις αντιδικίες μεταξύ των ισχυρών τα θύματα είναι διαρκώς οι αδύναμοι , οι οποίοι όλως τυχαίως βρίσκονται πάντοτε στο Νότο !
Ερμηνεία Νο2 [κοινωνική]
Ανάμεσα στα ετερόκλητα κοινωνικά στρώματα δημιουργούνται ορισμένες φορές ποικίλες εξαρτήσεις ,με στόχο τη διαιώνιση των αποστάσεων μέσα από μία προσποιητή σύγκλιση !
Ερμηνεία Νο3 [εθνολογική και γεωγραφική ]
Υπάρχει μία αιτιοκρατική σύνδεση μεταξύ του γεωγραφικού παράγοντα και της πολιτισμικής ανάπτυξης των εθνών . Ωστόσο , η πολιτισμική ανάπτυξη δεν οδηγεί πάντοτε στην ευτυχία!
Ερμηνεία Νο4 [ατομική ,και επομένως πιο αυθαίρετη από τις προηγούμενες ]
Με λίγες καραμέλες και λίγο αλκοόλ μπορείς να σπείρεις έναν εμφύλιο!
Υ.Γ. Η επιλογή ας μεταφέρει σε σας το διχασμό .
Τσιαχρής Κώστας Καίτη Βασιλάκου "Η μεγάλη ησυχία"
[Το διήγημα ανήκει στη συλλογή της Καίτης Βασιλάκου "Οι πόρτες"]
Η πόλη ήταν χωρισμένη σε τέσσερις συνοικίες κατά τα σημεία του ορίζοντα.
Νότια ήταν οι παράγκες με τη φτωχολογιά.
Οι εικόνες είναι γνωστές: Λάσπη, κότες, σκυλιά και παιδιά όλα μαζί στα σοκάκια, γέροι σαπισμένοι στις πόρτες, μεθυσμένοι και χοντρές γυναίκες. Ήταν η πιο μεγάλη συνοικία της πόλης, μια και οι φτωχοί γεννοβολούσαν συνέχεια. Τα πρωινά, όσοι ήθελαν να δουλέψουν, έψαχναν για το μεροκάματο στις άλλες συνοικίες. Τα βράδια μεθοκοπούσαν και ρήμαζαν στο ξύλο τις γυναίκες τους.Γραφική και γνήσια λαϊκή συνοικία, καθώς έλεγαν οι γείτονες τους, αν και κανείς απ' αυτούς δεν πήγε να εγκατασταθεί εκεί.
Στη βόρεια συνοικία κατοικούσαν οι αριστοκράτες.
Ήταν ταχτοποιημένοι, οργανωμένοι και ήσυχοι. Μιλούσαν σιγανά, δε χειρονομούσαν και αγαπούσαν τα θαμπά χρώματα. Ήταν, όμως, οι λιγότεροι και λιγόστευαν διαρκώς. Διότι όχι μόνο απέφευγαν να κάνουν παιδιά, είχαν αρχίσει επιπλέον και να αυτοχειριάζονται. Κάθε δύο τρεις μέρες έβρισκαν κι από ένα νεκρό. Προτιμούσαν τα υπνωτικά χάπια, αλλά και τα δηλητήρια, έκοβαν τις φλέβες τους, μερικοί έκαναν βουτιές από τις στέγες.
Άγνωστο γιατί το έκαναν, μια και είχαν λύσει τα προβλήματα τους.
Οι ανατολικοί ήταν οι μικρονοικοκυραίοι.
Δούλευαν σκληρά και είχαν όλες τις αδυναμίες της τάξης τους. Αγαπούσαν, δηλαδή, με πάθος την καθαριότητα και το καλό όνομα και ήταν βέβαιοι πως όλοι οι άλλοι ήθελαν το κακό τους. Περιφρονούσαν τις υπόλοιπες συνοικίες και ζούσαν απομονωμένοι στη δική τους. Από την αγωνία τους να δείχνουν καθώς πρέπει, κατάντησαν υποχονδριακοί με την καθαριότητα και είναι αλήθεια ότι διατηρούσαν πεντακάθαρη τη συνοικία τους. Επιπλέον ήταν και θρησκόληπτοι.
Δε γνωρίζουμε τι γινόταν μες στα σπίτια τους.
Τέλος στη δυτική συνοικία ζούσε ο υπόκοσμος.
Είχαν μαζευτεί εκεί όλα τα κακοποιά στοιχεία, άνθρωποι που είχαν πλουτίσει ύποπτα, πόρνες, ανώμαλοι, ναρκομανείς και φονιάδες. Εκεί μπορούσες να τα δοκιμάσεις όλα και να βρεθείς ένα πρωί ανεξήγητα μαχαιρωμένος. Καθώς, εκτός από κακοποιοί, ήταν και πλούσιοι, δε λογάριαζαν κανέναν.
Η δυτική συνοικία ήταν, εννοείται, κάρφος στους οφθαλμούς των ανατολικών, που έφτυναν με ιερή σιχασιά, όποτε τους ανέφεραν.
Οι άλλες συνοικίες ήταν πιο ψύχραιμες.
Καθώς οι τέσσερις συνοικίες ήταν τόσο ανόμοιες μεταξύ τους, δεν είχαν πολλά πάρε δώσε. Περισσότερο οι νότιοι τριγύριζαν στην πόλη προσφέροντας τα εργατικά τους χέρια για ένα κομμάτι ψωμί. Οι άλλοι ήταν λίγο πολύ αυτάρκεις.
Παρά τις αντιθέσεις πάντως η πόλη εξακολουθούσε να ζει σχετικά ήσυχα, ώσπου κάποτε -κανείς δεν ξέρει ακριβώς πότε- οι δυτικοί αρπάχτηκαν άσχημα με τους ανατολικούς.
Στα πρώτα κρούσματα κανείς δεν έδωσε προσοχή - φαίνονταν ανώδυνα.
Κάποιοι μεθυσμένοι δυτικοί, που τους άρεσε να ερεθίζουν τους ανατολικούς, πήγαν ένα βράδυ στη συνοικία τους και πέταξαν σκουπίδια. Οι ανατολικοί την άλλη μέρα μάζεψαν τα σκουπίδια με εκδηλώσεις ελαφράς υστερίας κι από τότε, όποτε έβλεπαν δυτικό, έφτυναν επιδεικτικά κάτω.
Αυτό δεν άρεσε καθόλου στους δυτικούς. Οργανώθηκαν καλύτερα κι έστηναν καρτέρι στους ανατολικούς. Όποτε πετύχαιναν κανέναν, τον έπαιρναν στο κυνήγι και του πετούσαν άδεια μπουκάλια και κονσερβοκούτια.
Οι ανατολικοί άρχισαν να έχουν εφιάλτες.
Τους καρφώθηκε η έμμονη ιδέα ότι οι έκφυλοι δυτικοί ήθελαν να τους καταστρέψουν και μια Κυριακή στην εκκλησία ο ιεροκήρυκας έβγαλε έναν πολύ επιθετικό λόγο εναντίον τους. Είπε φράσεις ακραίες, που από στόμα σε στόμα έφτασαν παραμορφωμένες στ' αυτιά των δυτικών. Δεν είναι σίγουρο δηλαδή, αν είπε επί λέξει: «να ισοπεδώσουμε τη δυτική συνοικία και να καρατομήσουμε τους φονιάδες της».
Όπως και να 'χει, οι δυτικοί έβγαλαν αφρούς από τη λύσσα. Μαζεύτηκαν ένα βράδυ στο μπαρ της κεντρικής πλατείας τους, ήταν κιόλας μισομεθυσμένοι, και κάποιος πρότεινε να πάνε και να κάψουν το σπίτι του ιεροκήρυκα.
Αυτό το σχέδιο δεν είχε τελικά επιτυχία -ήπιαν εντωμεταξύ τόσο πολύ, που έμειναν στο δρόμο- αλλά το κακό είχε γίνει. Οι δύο συνοικίες διέκοψαν οριστικά τις σχέσεις τους και μεταξύ τους ανοίχτηκε ένας ύπουλος πόλεμος.
Οι βόρειοι συνέχιζαν να αυτοκτονούν.
Οι έκφυλοι δυτικοί έγιναν απ' το κακό τους ακόμα πιο έκφυλοι.
Άνοιξαν άλλα τόσα μπαρ και μπορντέλα στη συνοικία τους, μεθοκοπούσαν και προκαλούσαν συνεχώς επεισόδια. Έβαζαν τις ωραιότερες πόρνες τους να σουλατσάρουν προκλητικά γύρω γύρω από την ανατολική συνοικία, κυκλοφορούσαν με αστραφτερά αυτοκίνητα κορνάροντας επίμονα και πετούσαν άδεια μπουκάλια, σάπια φρούτα και ψόφια σκυλιά στις αυλές των ανατολικών.
Οι ανατολικοί περνούσαν μαύρες μέρες.
Σηκώνονταν απ' τα χαράματα και περιέτρεχαν τη συνοικία τους κρατώντας απορρυπαντικά, βούρτσες, σκούπες και κουβάδες. Με το παραμικρό σκουπιδάκι ούρλιαζαν υστερικά και τις Κυριακές το περιέφεραν με θεατρική αγανάκτηση στο εκκλησίασμα. Μόνο τους ψόφιους σκύλους άφηναν απέξω για ευνόητους λόγους. Οι ιεροκήρυκες ανεβοκατέβαιναν στον άμβωνα εκφωνώντας πύρινους λόγους. Στο τέλος κατάντησαν όλοι φανατικοί θρησκόληπτοι.
Τις νύχτες σέρνονταν εξουθενωμένοι στα κρεβάτια τους κι έβλεπαν σταθερά στα όνειρα τους τους δυτικούς: πότε τους έγδερναν, πότε τους αποκεφάλιζαν. Μερικές φορές ονειρεύονταν ότι τους είχαν όλους εξοντώσει και ότι ζούσαν αυτοί στη δυτική συνοικία κάνοντας τα ίδια κακά πράγματα που έκαναν οι δυτικοί. Αυτά τα όνειρα, βέβαια, δεν τα ανακοίνωναν πουθενά.
Δεν τολμούσαν, όμως, ακόμα να κάνουν αντίποινα. Γιατί η δυτική συνοικία ήταν φωλεά κακοποιών.
Εντωμεταξύ οι βόρειοι συνέχιζαν να αυτοκτονούν.
Όσο για τους νότιους, ποιος τους λογάριαζε αυτούς.
Αυτά ως ένα σημείο. Διότι ξαφνικά ένα πρωινό τρεις ανατολικοί εμφανίστηκαν στη συνοικία των νότιων. Τους μάζεψαν όλους στην κεντρική τους πλατεία, τους μοίρασαν καραμέλες και τους ανακοίνωσαν περίεργα πράγματα.
Καθαρή είναι, είπε ένας γέρος πνιγμένος στην ψείρα.
Ο ανατολικός που μιλούσε ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί, κατάπιε την αηδία του.
Θα την κάνουμε καθαρότερη, χαμογέλασε. Κατόπιν έβγαλε ένα μακρύ, ανιαρό λόγο διώχνοντας πού και πού τις μύγες από πάνω του.
Αυτό που ζητάμε από σας, είπε τελειώνοντας, είναι η φιλία σας. Ζήτω οι ενωμένες αδελφές συνοικίες ανατολικών και νότιων.
- Ζήτω, φώναξαν από κάτω οι νότιοι πιπιλίζοντας τις καραμέλες.
Ο γέρος με τις ψείρες δεν είπε τίποτα.
Ύστερα η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι νότιοι πήγαν να ξυλοκοπήσουν τις γυναίκες τους.
Η επίσκεψη των ανατολικών είχε κακή συνέχεια.
Την άλλη μέρα κατέφθασαν τρεις δυτικοί μισο-μεθυσμένοι. Ανέβηκαν κι αυτοί στα σκαμνιά στην πλατεία και είπαν άλλα περίεργα πράγματα.
Μια και πολλοί από σας δουλεύετε στη συνοικία μας, είπε ένας δυτικός με θολό απ' το αλκοόλ μάτι, αποφασίσαμε ν' ανοίξουμε στη γειτονιά σας μερικά καλά μπαρ. Θ' ανοίξουμε, επίσης, ένα μπορντέλο με πρώτης ποιότητας πόρνες, να έχετε να διασκεδάζετε.
Έχουμε τις δικές μας, είπε πάλι ο πνιγμένος στην ψείρα γέρος.
Μιλάμε για πόρνες, όχι για γουρούνες, είπε ο δυτικός και χαχάνισε.
Οι νότιοι χαχάνισαν κι αυτοί.
0 γέρος δεν είπε τίποτα. Έβγαλε μια ψείρα από πάνω του και την έλιωσε με το νύχι.
Κατόπιν μοιράστηκαν μπουκάλια με ουίσκι και μέθυσαν όλοι, δυτικοί και νότιοι.
Κάπως έτσι μπλέχτηκαν οι νότιοι στον καβγά δυτικών και ανατολικών. Εννοείται ότι ανάλογες αντιπροσωπείες πήγαν και στους βόρειους. Είχαν, όμως, παταγώδη αποτυχία. Οι βόρειοι το μόνο που ήθελαν να μάθουν ήταν, αν υπήρχε καμιά νέα μέθοδος αυτοκτονίας. Οι ανατολικοί δεν καταδέχτηκαν ούτε ν' απαντήσουν. Οι δυτικοί ανέφεραν μια ένεση που παραλύει το θύμα για μία δύο ώρες και μετά το θανατώνει.
Ελάχιστοι βόρειοι ικανοποιήθηκαν με τη νέα μέθοδο.
Ελάχιστοι βόρειοι ικανοποιήθηκαν με τη νέα μέθοδο.
Αλλά οι νότιοι μπερδεύτηκαν για τα καλά. Οι καραμέλες και το αλκοόλ πλημμύρισαν τη συνοικία τους. Όσοι πιπίλιζαν τις καραμέλες, αφιονίστηκαν λίγο λίγο και δεν έκαναν χωρίς αυτές. Αυτοί φώναζαν πως η κατάσταση είχε φτάσει πλέον στο απροχώρητο και πως είναι μεγάλο όνειδος να ζουν ακόμα μες στην κοπριά. Επισκεύασαν όπως όπως και μια ερειπωμένη εκκλησία κι εκεί ιερουργούσαν παρέα με φανατικούς ανατολικούς.
Όσοι πάλι προτιμούσαν το ουίσκι από τις καραμέλες, δεν έψαχναν για προφάσεις. Για το αλκολίκι τους, δήλωναν ορθά κοφτά, ήταν έτοιμοι και για φόνο.
Οι νότιοι χωρίστηκαν στα δύο, οι μισοί κυνηγούσαν τους άλλους μισούς και η συνοικία τους βουτήχτηκε στο αίμα. Πρώτος πρώτος ξεπαστρεύτηκε ο ψειριάρης γέρος, επειδή δεν ήταν με το μέρος κανενός. Ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί. Κάθε μέρα μάζευαν τα πτώματα από τα σοκάκια και τα καπηλειά. Η μεγάλη νότια συνοικία άρχισε βαθμιαία να συρρικνώνεται, αν και οι γυναίκες της γεννοβολούσαν συνεχώς.
Οι βόρειοι αυτοκτονούσαν αδιάφοροι.
Δυτικοί και ανατολικοί είχαν φρενιάσει.
Είχαν ξεχάσει πια για ποιο πράγμα ακριβώς είχαν αρπαχτεί. Τώρα ήταν θέμα γοήτρου.Η εποχή που οι ανατολικοί εξυμνούσαν την εγκράτεια και την καθαριότητα, ήταν ήδη πολύ μακρινή. Οι ψαλμοί τους άλλαξαν προοδευτικά περιεχόμενο. Πρώτα υπαινικτικά και μετά όλο και πιο τολμηρά έψαλλαν για σφαγές και τιμημένο θάνατο. Οι ιεροσυνθέτες έφτιαχναν νέους ύμνους σε ρυθμό μαρς, όπου η αρετή συγχεόταν περίεργα με την εκδίκηση. Το εκκλησίασμα παραληρούσε και η καθαριότητα της συνοικίας θεωρήθηκε δευτερεύον ζήτημα και παραμελήθηκε.
Στους δυτικούς τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από την αρχή. Μιλούσαν απροκάλυπτα για φόνο και τα τραγούδια τους ήταν αιμοσταγή από την πρώτη ως την τελευταία νότα. Εντούτοις υπήρχαν ακόμα μερικοί έκφυλοι ανάμεσα τους που συγκρατούσαν τους πιο τρελούς.
Η ένοπλη σύρραξη αναβαλλόταν συνεχώς και οι φανατικοί εκτονώνονταν με μυστικές αποστολές στους νότιους.
Δυτικοί και ανατολικοί εθεώντο κατά καιρούς στη νότια συνοικία, όπου μαίνονταν οι συμπλοκές. Αρκετοί από αυτούς άφησαν τα κουφάρια τους εκεί, πτώματα καθαρά και καλοταϊσμένα δίπλα στα ρακένδυτα και τα ψειριάρικα. Κατόπιν ακολουθούσαν λαμπρές κηδείες στη συνοικία, από την οποία προέρχονταν, καθώς και επιτάφιοι όλο θηριωδία.
Τα πτώματα των νότιων, επειδή ήταν πάρα πολλά, τα παράχωναν βιαστικά έξω από την πόλη. Μερικά τα πετούσαν αντιστοίχως στη δυτική και ανατολική συνοικία, με την ελπίδα, να μεταδώσουν χολέρα.
Οι βόρειοι αυτοκτονούσαν ανενόχλητοι.
Φτάσαμε, λοιπόν, στην πιο κρίσιμη φάση. 0 ανοιχτός πόλεμος δυτικών και ανατολικών ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Σας αφήνουμε τώρα, αγαπητοί αναγνώστες, να τελειώσετε μόνοι σας την ιστορία επιλέγοντας μια από τις τέσσερις εκδοχές που ακολουθούν.
Πρόλαβαν οι δυτικοί και κατακρεούργησαν τους ανατολικούς με μια αποστολή-αστραπή από έμπειρους φονιάδες. Όσοι ανατολικοί επέζησαν, κλείστηκαν στο φρενοκομείο, επειδή σάλεψαν τα λογικά τους.
Οι βόρειοι είχαν εξολοθρευθεί από μόνοι τους. Οι νότιοι -όσοι απέμειναν- στρώθηκαν σε σκληρή δουλειά.
Η πόλη ισοπεδώθηκε και ανοικοδομήθηκε εξαρχής. Έγινε μια τεράστια δυτική συνοικία και έζησε μια περίοδο σχετικής ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Δούλων.
Εκδοχή δεύτερη.
Πρόλαβαν οι ανατολικοί και καπάκωσαν τους δυτικούς πριν το καλοκαταλάβουν λόγω μέθης.
Οι βόρειοι είχαν εκλείψει από μόνοι τους.
Οι νότιοι -όσοι απέμειναν- εντάχθηκαν στο αυστηρό πρόγραμμα καθαριότητας.
Η ίδια τύχη περίμενε και τους δυτικούς, όσοι δεν είχαν χάσει το κεφάλι τους.
Η πόλη γκρεμίστηκε και ανοικοδομήθηκε εξαρχής. Όλοι οι επιζώντες στρώθηκαν σε σκληρή δουλειά και νηστεία, η πόλη νοικοκυρεύτηκε, έγινε ασκητική και μονόχνοτη και έζησε μια περίοδο υποχρεωτικής ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Διαμαρτυρομένων.
Εκδοχή τρίτη.
Οι νότιοι έπεσαν μέχρις ενός.
Οι βόρειοι είχαν εξαλειφθεί από μόνοι τους.
Δυτικοί και ανατολικοί μοίρασαν μεταξύ τους τις άδειες συνοικίες κι έκλεισαν ειρήνη. Ευπόρησαν αμφότεροι και ηρέμησαν. Πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα, η πόλη ξαναγέμισε κατοίκους κι έζησε μια περίοδο ευχάριστης ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Ακτημόνων.
Εκδοχή τέταρτη.
Δυτικοί και ανατολικοί ήρθαν συγχρόνως σε ένοπλη σύρραξη.
Έκαψαν τις συνοικίες τους. Έσφαξαν τους αντιπάλους τους. Εξόντωσαν επιτέλους τους νότιους.
Οι βόρειοι είχαν εξοντωθεί από μόνοι τους. Η πόλη καταστράφηκε. Δε σώθηκε απολύτως κανείς.
Ακολούθησε η περίοδος της Μεγάλης Ησυχίας.
Θαυμάσιο το διήγημά σας .Με άγγιξε και θα ήθελα να διαβάσω περισσότερα πράγματα από σας . Οξυδερκής και η κριτική πάνω στο διήγημα . ΝΙΚΟΣ ΡΕΜΟΥΝΔΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήκ. Ρεμούνδο, σας ευχαριστώ. Κυκλοφορούν τρεις συλλογές διηγημάτων μου με λίγο πολύ παρόμοιες ιστορίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα σας , λέγομαι Ρένα και διαβάζω αρκετά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας . Αγόρασα δύο από τα βιβλία σας και τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα . Έχετε μια πολύ διεισδυτική ματιά πάνω στη γύρω πραγματικότητα και με εντυπωσίασε το ότι βλέπετε κάποια πράγματα ως μη δεδομένα . Το συγκεκριμένο διήγημα να πω την αλήθεια δεν το είχα προσέξει , αλλά μου κίνησε το ενδιαφέρον να το ξαναδιαβάσω μία κριτική που διάβασα σε ένα blog και που τη δημοσιεύετε κι εσείς . Πάντως έχω να σας πω ότι είστε από τις αγαπημένες μου πλέον συγγραφείς
ΑπάντησηΔιαγραφήΡένα, σ' ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή