Σελίδες

17/1/24

9. Ο παιδόφιλος ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")





Εκτός από τον Λεωνίδα, τον γιο της κυρίας Τούλας, έχουμε κι άλλον ένα Λεωνίδα στη γειτονιά, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας. Αυτόν δεν τον βλέπω συχνά, αλλά τον ακούω, όταν καμιά φορά μιλά δυνατά για να τον ακούσει η μαμά του και αυτός είναι έξω στον κήπο. Έχει μια φωνή πολύ τσιριχτή και ένα απόγευμα που πάλι έπιναν καφέ η μαμά μου με την κυρία Σοφία από δίπλα και ο Λεωνίδας τσίριζε, γυρίζει αυτή και λέει της μαμάς μου: «Άκου τον Λεωνίδα...Θα γίνει αυτός ένας μουνιές...». Και η μαμά μου σοβάρεψε απότομα και της είπε «σου είπα, όχι τέτοια μπροστά της» και σώπασαν ξαφνικά και οι δύο, ενώ ο Λεωνίδας συνέχιζε να τσιρίζει λίγο πιο πέρα. Εμένα μου έκανε πολύ άσχημη εντύπωση αυτή η λέξη, δεν την είχα ξανακούσει και δεν ήξερα τι σήμαινε, αλλά μου έκανε εντύπωση και η μαμά μου. Αν κατάλαβα καλά, όταν είπε «όχι τέτοια μπροστά της», εννοούσε εμένα, δηλαδή δεν ήθελε να ακούω άσχημες λέξεις. Δηλαδή με προστατεύει κατά κάποιο τρόπο. Αυτό είναι καλό.

 

Το ίδιο έκανε και μια άλλη φορά που έγραφε η εφημερίδα για κάποιους που πάθαιναν κάτι παράξενα πράγματα, κουνιούνταν από μόνα τους τα αντικείμενα μέσα στο σπίτι και πήγαιναν αποδώ κι αποκεί, χωρίς να τα αγγίζει κανείς και η κυρία Σοφία το κουβέντιαζε αυτό με τη μαμά μου. Εμένα με παραξένεψε πολύ και άρχισα να τις ρωτώ, αλλά η μαμά μου ξαφνικά έκανε νόημα στην κυρία Σοφία και μ’ έδειξε με τα μάτια και σταμάτησαν να μιλάνε. Εγώ κατάλαβα, γιατί το έκανε αυτό, δεν ήθελε να τρομάξω. Και πάντα μου λέει ότι αυτά που λένε για πνεύματα και φαντάσματα και νεκρούς είναι σαχλαμάρες και τα λένε οι γυναικούλες και να μην τα πιστεύω ούτε να φοβάμαι το σκοτάδι. Με προστατεύει δηλαδή κι αυτό μου αρέσει.

 

Το ίδιο βουβή έμεινε τότε που μου έκανε αυτό που μου έκανε ο κύριος Θανάσης, ο αδελφός του Φαρούκ.

 

Ο κύριος Θανάσης δουλεύει εργάτης στο ταμπάκικο του Φαρούκ και πότε-πότε κάνουμε παρέα όλοι μαζί. Έχει και μια κόρη, την Κωνσταντίνα, λίγο μικρότερή μου, και κατεβαίνουμε στον κήπο και παίζουμε. Αλλά τη βαριέμαι λιγάκι, επειδή δεν παίζει καλά.

 

Ένα απόγευμα που κατεβήκαμε να παίξουμε, της λέω, «κοίτα, Κωνσταντίνα, τώρα θα παίξουμε τους πειρατές, θα σκάψουμε στο χώμα και θα βρούμε έναν θησαυρό». Και αρχίσαμε να σκάβουμε το χώμα. Η Κωνσταντίνα βαριόταν, αλλά εμένα μου άρεσε πολύ που σκάβαμε για να βρούμε τον θησαυρό και κάποια στιγμή έβαλα τις φωνές, «να τος, να τος ο θησαυρός!» κι έβγαλα από το χώμα μια πέτρα και φώναζα όλο χαρά. Αλλά αυτή καθόταν και με κοίταζε αδιάφορη κι εγώ παραξενεύτηκα. «Δεν χαίρεσαι που βρήκαμε τον θησαυρό;» της λέω. «Όχι», μου λέει, «γιατί να χαίρομαι που βρήκαμε ένα περιοδικό;». Τόσο χαζή είναι η Κωνσταντίνα που νόμιζε πως σκάβαμε για να βρούμε τον Θησαυρό, το περιοδικό. Απογοητεύτηκα πολύ μαζί της.

 

Τέλος πάντων, η μαμά μου με είχε στείλει μια μέρα να πάω να της πάρω κλωστές από το ψιλικατζίδικο που είναι λίγο πιο πέρα, εκεί που τελειώνει ο χωματόδρομος και μπαίνουμε στην Ελευθερίου Βενιζέλου, που είναι και τα όρια της γειτονιάς μας, εκεί τελειώνουν τα Ταμπακαριά.

 

Ήταν απόγευμα και ο χωματόδρομος ήταν έρημος, είχαν σχολάσει και οι ταμπάκηδες, και τότε βλέπω τον κύριο Θανάση έτοιμο να ανέβει στο ποδήλατό του και να φύγει κι αυτός. Εγώ τον χαιρέτησα κι αυτός μου έκανε παρέα, μέχρι να βγούμε στον κεντρικό δρόμο. Κι έσερνε το ποδήλατό του με το χέρι. Μετά του είπα αντίο και μπήκα στο ψιλικατζίδικο. Μετά που βγήκα όμως, ο κύριος Θανάσης με περίμενε. «Δεν φύγατε;» του είπα, «Όχι, σε περίμενα», μου είπε αυτός και πήραμε πάλι τον δρόμο πίσω. Έπιασε το χέρι μου και το κράτησε στο δικό του κι εκεί που πηγαίναμε, εγώ κατάλαβα ότι δεν κρατούσα το χέρι του αλλά κάτι άλλο που ήταν πιο μαλακό. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη κι αυτός χαμογελούσε και μου είπε «κράτησέ τον λίγο», αλλά τότε φάνηκε κάποιος να έρχεται από απέναντι και ο κύριος Θανάσης ανέβηκε στο ποδήλατο, έκανε στροφή και εξαφανίστηκε.

 

Πήγα στο σπίτι και τα είπα όλα της μαμάς μου. Αυτή με άκουσε αμίλητη, τίποτα δεν είπε ούτε τότε ούτε καμιά άλλη φορά. Ούτε με μάλωσε ούτε τίποτα. Μόνο ήταν πολύ σοβαρή και βουβή. Εγώ έπλενα τα χέρια μου στον νεροχύτη μέχρι το βράδυ και ήμουν πολύ αηδιασμένη.

 

Αλλά από τότε δεν ξανακάναμε παρέα τον κύριο Θανάση ούτε και τον ξαναείδα ποτέ, εξαφανίστηκε. Μόνο η Κωνσταντίνα και η μαμά της έρχονται δίπλα στο σπίτι του Φαρούκ κι εγώ παίζω καμιά φορά μαζί της. Και μια μέρα δεν άντεξα και της είπα τι μου έκανε ο μπαμπάς της. Η Κωνσταντίνα με άκουγε σιωπηλή, ήταν πολύ σοβαρή, όσο της το έλεγα, και μετά μου είπε «και μένα μου κάνει το ίδιο ο μπαμπάς, όταν είμαστε μόνοι στο σπίτι».  


Καλά, φαίνεται πως δεν είναι και τίποτα σπουδαίο αυτό, πολλή σημασία του έδωσα.


 *****

Φωτογραφία: Οδός Βιβιλάκη. Δέρματα απλωμένα στον ήλιο. Πίσω η θάλασσα.

(Στην οδό Βιβιλάκη 4 μέναμε).



(Συνεχίζεται)

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου