Σελίδες

8/1/24

8. Γυναίκες χωρίς άντρες ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

1.    

 


 

Η υπηρέτρια που έχουν σπίτι τους οι Παπαδάκηδες είναι η Βαγγελιώ που έχει ένα νόθο παιδί, το Ελενάκι. Η Βαγγελιώ είχε αγαπήσει έναν πλούσιο του χωριού της κι αυτός την άφησε έγκυο και μετά δεν την παντρεύτηκε. Έφυγε τότε αυτή από το χωριό κι έγινε υπηρέτρια στην πόλη. Το Ελενάκι είναι δυο χρονών και πολύ όμορφο και το αγαπάμε όλοι μας. Κι αυτό, επειδή δεν καταλαβαίνει, λέει τον κύριο Στάθη μπαμπά. Και ο κύριος Στάθης είναι όλο καμάρι, όποτε ακούει να τον λέει μπαμπά το Ελενάκι. Η Βαγγελιώ μπορεί να είναι υπηρέτρια, αλλά οι Παπαδάκηδες την αγαπούν και κάθεται μαζί τους στο τραπέζι σαν να είναι της οικογένειας.

 

Ξέρω κι άλλη μία που έχει ένα νόθο παιδί. Αυτήν τη λένε Καλλιόπη και δεν είναι από τα Χανιά, είναι από το Ηράκλειο. Στην Κατοχή αγάπησε ένα Γερμανό κι έμεινε έγκυος. Αυτός ο Γερμανός, λέει η μαμά, την αγαπούσε την κυρία Καλλιόπη, αλλά μετά τον πόλεμο χάθηκε και τότε εκείνη έφυγε από το χωριό της, γιατί θα τη σκότωναν, ήρθε εδώ και γέννησε τον γιο της, τον Νίκο. Υπηρέτρια είναι κι αυτή σε ένα σπίτι. Η κυρία Καλλιόπη είναι μελαχρινή και ο Νίκος είναι κατάξανθος με πράσινα μάτια.

 

Και είναι και η κυρία Βασιλική που έχει έναν γιο, αλλά δεν έχει άντρα και δεν ξέρω γιατί δεν έχει. Αυτή είναι νοσοκόμα στο στρατιωτικό νοσοκομείο που είναι λίγο πιο πάνω από τα Ταμπακαριά και μάλιστα μένει μαζί με τον γιο της μέσα στο νοσοκομείο. Έρχεται σπίτι μας πότε πότε επίσκεψη και μια μέρα που η μαμά μου ήταν άρρωστη στο κρεβάτι, ήρθε να τη δει. «Άμα έρθει η κυρία Βασιλική», μου είχε πει η μαμά, «να την κεράσεις ένα κομμάτι από τον μπακλαβά που έχω φτιάξει. Και βάλε τον τώρα στο πιατάκι να είναι έτοιμος». Και όταν ήρθε η κυρία Βασιλική, πήρα αμέσως τον μπακλαβά και της τον πήγα και η μαμά μου έβαλε τα γέλια: «Δεν κερνάμε τον επισκέπτη μας, μόλις μπει στο σπίτι, παιδί μου! Περιμένουμε λίγο πρώτα!». Και γελούσαν και οι δύο, η μαμά μου και η κυρία Βασιλική. Κι εγώ ντράπηκα για την γκάφα μου.

 

Η μαμά μου κάνει παρέα με την κυρία Ελπίδα Παπαδάκη και με κάτι άλλες κυρίες που μένουν στον κεντρικό δρόμο, την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, δίπλα στα Ταμπακαριά. Δυο από αυτές είναι η κυρία Ευτέρπη και η κυρία Τούλα. Και οι δυο έχουν ελαττωματικούς άντρες και γι’ αυτό βγαίνουν μόνο με τις φίλες τους, φορούν μαύρα ταγιεράκια και καπελάκι με βέλο και πηγαίνουν επισκέψεις στα διάφορα σπίτια.

 

Της κυρίας Ευτέρπης ο άντρας είναι ένας γέρος που μας κοιτάζει όλους πολύ εχθρικά και δεν μιλά ποτέ. Η κόρη τους η Μάρθα, μοναχοπαίδι σαν κι εμένα, είναι κι αυτή αγέλαστη και όλο τα αγόρια σκέφτεται. Μια μέρα με πήρε παράμερα και μου είπε, «Ξέρεις τι πάει να πει γ@μώ την Παναγία;» «Δεν ξέρω», είπα, «αλλά είναι κάτι πολύ κακό». «Πάει να πει ότι βάζω το πράμα μου μέσα στο πράμα της Παναγίας». Κι εγώ τρόμαξα πολύ και όποτε ακούω αυτή τη βρισιά από τους ταμπάκηδες κάτω στο χωματόδρομο, βουλώνω τα αυτιά μου να μην την ακούω. Γιατί οι ταμπάκηδες λένε πολλά άσχημα λόγια και τα λένε σαν να μην τρέχει τίποτα. Και πιο πολύ απ’ όλα λένε τη λέξη «πούστης». Συνέχεια την ακούω. Δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά πρέπει να είναι πολύ άσχημη βρισιά.

 

Της άλλης κυρίας, της κυρίας Τούλας ο άντρας, δεν μιλά κι αυτός σχεδόν ποτέ και τρέμει το κεφάλι του, έχει μια αρρώστια που τη λένε Πάρκινσον. Αυτός είναι πολύ πλούσιος, έχει στα Ταμπακαριά ένα μεγάλο εργαστήριο με πολλούς εργάτες, αλλά το σπίτι τους είναι έξω από τα Ταμπακαριά,  και είναι ένα ωραίο μεγάλο σπίτι με δυο πατώματα και κήπο γύρω-γύρω κι έχει κι ένα σιντριβάνι. Έχουν κι εκείνοι υπηρέτρια, αλλά αυτή είναι κανονική υπηρέτρια, όχι σαν τη Βαγγελιώ. Έχω πάει μερικές φορές εκεί, όταν κάνει γιορτή ο γιος τους ο Λεωνίδας και μαζευόμαστε πολλά παιδιά και παίζουμε τόμπολα. Ο Λεωνίδας είναι υιοθετημένος, όλοι το ξέρουν αυτό.

 

Κάποιες φορές έρχονται αυτές οι κυρίες στο σπίτι μας και η μαμά φτιάχνει καφέ που τον πίνουν στην ταράτσα και μαζί με τον καφέ έχει και κουλουράκια και άλλα γλυκά. Μετά βγάζουν αυτές το πακέτο τα τσιγάρα από την τσάντα τους και καπνίζουν και οι γόπες βάφονται κόκκινες από το κραγιόν τους. Μια μέρα η μαμά τις φώναξε μέσα στο σπίτι για να τους δείξει πόσο ωραία είχε βάψει τον τοίχο του σαλονιού μας. Είχε βρει ένα μικρό σφουγγάρι και το πότιζε μέσα σε κίτρινη μπογιά και μετά έκανε στάμπες πάνω στον άσπρο τοίχο και όλο το σαλόνι έδειχνε πολύ χαρούμενο και πρωτότυπο με αυτή την ευρεσιτεχνία της μαμάς.

 

Πήγαν λοιπόν αυτές μέσα κι άφησαν στο τασάκι αναμμένα τα τσιγάρα τους κι εγώ πήρα ένα και προσπάθησα να το καπνίσω. Αλλά πάλι δεν μπόρεσα, το έβαζα στα χείλια μου και το φυσούσα, τίποτα δεν έγινε, δεν ξέρω πως το κάνουν οι μεγάλοι και δεν τολμώ να τους ρωτήσω, γιατί θα καταλάβουν πως θέλω να καπνίσω.

 

 

Στη φωτογραφία: MAURICE TABARD, 'MODE DE PARIS, 1950' FASHION POSTER


(Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου