Σελίδες

9/6/23

"Αφήστε την να ξεκουραστεί"

 



 

 

«Αφήστε την να ξεκουραστεί».


Αυτό μου είπε φίλος που γνώριζε το ιστορικό της μητέρας μου και που την φιλοξενούσε στον οίκο ευγηρίας που είχε.


Για δυο χρόνια, κάθε τρεις και λίγο, την πηγαινοέφερνα στα νοσοκομεία, της έβαζαν αίμα, της έδιναν φάρμακα και μου την παρέδιδαν. Δεν μπορούσαν να της κάνουν τίποτε άλλο. Σε λίγο πάλι η κατάστασή της ήταν άθλια. Θεραπεία για την αρρώστια της δεν υπήρχε. Το μυαλό της το είχε χάσει. Κειτόταν στο κρεβάτι και ήταν απλώς ένα σώμα που η αρρώστια χόρευε πάνω του. 


Και ξανά στο νοσοκομείο. Και ξανά. Και ξανά. Και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόνο μια απλή παράταση στο μαρτύριο ενός καταδικασμένου σώματος.


Ένα απόγευμα μου τηλεφωνεί ο φίλος από το ίδρυμα:


-Η μητέρα σας δεν είναι πάλι καλά. 


Ένιωσα απελπισία.


-Τι να κάνω; τον ρώτησα.


-Αν θέλετε τη γνώμη μου, αφήστε την να ξεκουραστεί. Δεν έχει κανένα νόημα να την ταλαιπωρείτε με νέες εισαγωγές στο νοσοκομείο και θεραπείες που απλώς παρατείνουν την τυραννία της.


Έκλεισα το τηλέφωνο και οι δύο ώρες που ακολούθησαν ήταν οι χειρότερες της ζωής μου. Πηγαινοερχόμουν πάνω κάτω αναποφάσιστη, θολωμένη, τρελαμένη.


Ύστερα ξαναχτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ξανά ο φίλος αυτός:


-Η μητέρα σας ξεκουράστηκε, μου είπε.


 Δεν θα αναφέρω τα άλλα συναισθήματα που με κατέκλυσαν και με έλιωσαν. Θα αναφέρω μόνο ένα από αυτά: ανακούφιση. Το μαρτύριο της μητέρας μου είχε πια τελειώσει. Είχε επιτέλους αναπαυτεί.


Όταν πήγα στο ίδρυμα, την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ήσυχη, σαν να κοιμόταν.


Σήμερα, είκοσι οχτώ χρόνια μετά, δεν έχω μετανοήσει ούτε μια στιγμή. Είχα κάνει αυτό που έπρεπε.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου