Σελίδες

1/2/23

Παραφροσύνη αντί πένθους

 

 


Ήταν ένα παιδί, καλό παιδί, το έβλεπα τα βράδια στο φωτισμένο παράθυρο της απέναντι πολυκατοικίας να μελετά τα βιβλία του.

 

Οι γονείς μας έγιναν φίλοι, έτσι γίναμε κι εμείς φίλοι. Πέρασε στη σχολή Ικάρων, έγινε πιλότος. Εγώ φοιτήτρια τότε. Καμιά φορά βγαίναμε μαζί, πηγαίναμε σε καμιά μπουάτ που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, συζητούσαμε για διάφορα.

 

Η μητέρα του, μια κομψή κυρία, τον είχε αποχτήσει από τον πρώτο της γάμο. Ο δεύτερος σύζυγός της τον είχε υιοθετήσει. Ποτέ αυτό το παιδί δεν μιλούσε για τα προσωπικά του θέματα και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, σκέφτομαι κάποιες λεπτομέρειες και καταλήγω ότι η ζωή του στο σπίτι δεν πρέπει να ήταν εύκολη. Ο θετός πατέρας ζήλευε, γιατί η μητέρα έδειχνε υπερβολική αγάπη στον γιο της.

 

Η μητέρα φυσικά λάτρευε τον γιο της. Τόσο πολύ τον λάτρευε που ανησυχούσε, μήπως εμείς οι δυο κάνουμε δεσμό. Ονειρευόταν γι’ αυτόν μια πιο λαμπερή σύζυγο. Όμως άδικα ανησυχούσε. Μεταξύ μας δεν υπήρχε τίποτα το ερωτικό. Ήμασταν απλώς φίλοι.

 

Μετά χαθήκαμε, αν και οι γονείς μας εξακολουθούσαν να έχουν φιλικές σχέσεις. Αυτός πιλότος αλλού, μακριά από την Αθήνα, εγώ διορισμένη σε Λύκειο είχα πάρει άλλους δρόμους στη ζωή μου.

 

Έμαθα από τους γονείς μου ότι η μητέρα του είχε ήδη βρει τη μελλοντική σύζυγο για τον γιο της. Αρραβωνιάστηκαν και η μέρα του γάμου τους πλησίαζε. Κι επειδή η τελετή θα γινόταν μακριά από την πρωτεύουσα, εμείς αγοράσαμε το δώρο του γάμου και το πήγαμε στο σπίτι των γονιών του.

 

Λίγες μέρες αργότερα το αεροπλάνο που πιλόταρε έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε. Ούτε το πτώμα του δεν βρήκαν.

 

Ακούστηκαν διάφορα. Ότι εκείνος άλλην αγαπούσε, όμως υποχώρησε στις πιέσεις της μητέρας του και αρραβωνιάστηκε εκείνην που είχε διαλέξει αυτή. Ότι ήταν ένας θλιμμένος άνθρωπος. Ότι αυτή ήταν η αιτία της απροσεξίας του που τον έριξε στα βαθιά νερά του Ιονίου. Φήμες βέβαια. Κανείς δεν ξέρει πώς έγινε το δυστύχημα.

 

Οι γονείς μου δεν άντεξαν να πάνε στο σπίτι των δικών του για τα συλλυπητήρια. Έστειλαν εμένα.

 

Η μητέρα του και ο θετός του πατέρας ετοιμάζονταν να μετακομίσουν στην πόλη από όπου κατάγονταν. Κανείς τους δεν έκλαιγε. Φώναζαν οργισμένοι ο ένας στον άλλον, πηγαινοέρχονταν σε μια κατάσταση παραφροσύνης, έβλεπες πως εδώ κυριαρχούσε η τρέλα.

 

Κάποια στιγμή η μητέρα του μου έφερε πίσω το δώρο μας του γάμου. Πώς να το πάρω; Ήταν σαν να επιβεβαίωνα το οριστικό τέλος των ονείρων της, σαν να έβαζα εγώ την ταφόπλακα στο μέλλον του παιδιού της. Όχι, της είπα, κρατήστε το. Έφυγε αμίλητη και το πήγε σε κάποιο άλλο δωμάτιο.

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν μαθαίναμε τα νέα της. Δεν φόρεσε ποτέ της μαύρα, γιατί ο γιος της την ήθελε πάντα καλοντυμένη και κομψή. Έτσι έλεγε. Ο θετός πατέρας πέθανε. Εκείνη έμαθε να οδηγεί και αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Έκανε πολλές τρέλες.

 

Το δικό της πένθος ήταν η παραφροσύνη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου