Σελίδες

23/6/22

"Σκοτεινοί Έρωτες": κριτική Γιώργου Πρέκα.

 





            «Διότι εκεί όπου βρίσκεσαι, εκεί είναι ο κόσμος, κι απ’ όπου λείπεις, ερημιά».


 Σαίξπηρ, Ερρίκος ο ΣΤ.


 

Στο καινούργιο της βιβλίο Σκοτεινοί Έρωτες με τον υπότιτλο Γιόα – Κέβιν, δύο νουβέλες των εκδόσεων Τύρφη, η Καίτη Βασιλάκου ξεγυμνώνει την τυραννική, μα σαγηνευτική δύναμη του ερωτικού πάθους. Αυτό δεν είναι το πρώτο βιβλίο της Βασιλάκου που άπτεται τέτοιας θεματολογίας (βλ. «Προγονική Εντολή», εκδ. Γαβριηλίδης), αλλά είναι το πρώτο που βουτάει μέσα της και φέρνει στην επιφάνεια τις πιο σκοτεινές εκδοχές της. Η συγγραφέας μέσα από τον νευρώδη λόγο της αμφισβητεί με μαεστρία στερεότυπα και σκέψεις που συχνά συνοδεύουν την έννοια του έρωτα, όπως πού ξεκινά και τελειώνει το «ηθικό», τι θεωρείται «φυσιολογικό» και τι όχι. Παρόλο που και οι δύο νουβέλες φέρουν ανδρικά ονόματα (Γιόα, Κέβιν), αμφότερες εξιστορούνται από γυναίκες· μία μέσης ηλικίας (Κάτια) και μία που είναι μόλις δέκα εφτά χρονών (Κέητ).

 

Η αρχιτεκτονική των δύο ιστοριών είναι συμμετρική και αλληλοσυμπληρoύμενη. Στην πρώτη νουβέλα, η Κάτια συνάπτει έναν παράξενο δεσμό με έναν νεότερό της, ενώ στη δεύτερη το σκηνικό έχει αντιστραφεί: η Κέητ εμπλέκεται συναισθηματικά με έναν ώριμο ηλικιακά άνδρα. Η Κάτια περιμένει εναγωνίως την εμφάνιση του Γιόα στο σπίτι της, ενώ για την Κέητ τα «προβλήματα» ξεκινούν, όταν ο Κέβιν τολμά να διαταράξει την καθεστηκυία τάξη του σπιτιού όπου ζει ήδη μαζί της.

 

     Στην πρώτη ιστορία, οι εραστές δεν ανταλλάσσουν «σ’ αγαπώ» (σελ. 14, “Δεν μου είπε ποτέ «σ’ αγαπώ»”), ενώ στη δεύτερη οι εκδηλώσεις αγάπης φτάνουν στην υπερβολή (σελ. 90, “Σ΄ αγαπώ πολύ, αγάπη μου”). Οι πλοκές, όμως, δε σχετίζονται μόνο αντιθετικά: ο Γιόα της πρώτης ιστορίας έχει εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του, η Κέητ της δεύτερης ιστορίας το ίδιο. Ο Γιόα κυκλοφορεί με περίστροφο, ενώ η Κέητ δε διστάζει να χρησιμοποιήσει μαχαίρι.


Έχοντας παρόμοια θεματική και συναφή δομή, οι δύο ιστορίες κυλούν η μία μέσα στην άλλη. Οι ζωές και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, τα ονόματα των οποίων είναι όλα δισύλλαβα, μπλέκονται μεταξύ τους. Τα ζεύγη θα μπορούσαν να είναι άνετα Γιόα-Κέητ και Κέβιν-Κάτια, εάν δεν υπήρχε η επίφαση του ελληνικού στοιχείου στην πρώτη (το «Γιόα» βγαίνει απ’ το «Ιωακείμ») και ξενικού στη δεύτερη. Και οι δύο νουβέλες, όμως, δεν αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, έστω φανταστικά, αλλά μάλλον κατηγορίες ή τύπους ανθρώπων.

 

Τα σπίτια στα οποία ζουν οι πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι απλά, συνηθισμένα σπίτια, και οι πόλεις απλώς πόλεις, χωρίς ονόματα και χαρακτηριστικά τοπωνύμια. Όπως σκέφτεται η ηρωίδα της πρώτης ιστορίας, (σελ. 14, έμφαση δική μου) «Πώς μπορεί κανείς να μεταχειριστεί έναν Γιόα», και (σελ. 57) «Κάπου θα υπάρχει σίγουρα κάποιος που θα μοιάζει στον Γιόα κι ας έχει άλλο όνομα».

 

Ο έρωτας και στις δύο ιστορίες επισκιάζει τα πρόσωπα τα οποία τον βιώνουν, καθιστώντας τα υποχείριά του, στερημένα από την ατομικότητά τους. Οι ήρωες και οι ηρωίδες παρουσιάζονται ως αποπροσανατολισμένες, ημιτελείς υπάρξεις, με μόνη ελπίδα πληρότητας την ένωση δύο ψυχών που μαγνητίζουν η μία την άλλη μέσα από την ένωση δύο σωμάτων που επιθυμούν το ένα το άλλο εμμονικά (σελ. 19, «Μόνο, όταν κάναμε έρωτα, τα χαρακτηριστικά του άλλαζαν, γινόταν απόκοσμος, αποχτούσε μια έκφραση σχεδόν θεϊκή, φαινόταν να βρίσκεται αλλού και συγχρόνως να μ’ έχει κι εμένα σ’ αυτό το αλλού», σελ. 105 «Όλα, τα πάντα ήμασταν εμείς»).

 

Σπασμωδικές κινήσεις, εκδικητικές συμπεριφορές, συναισθηματικές εκρήξεις. Παλιά τραύματα ή ακατανίκητα ένστικτα κινητοποιούν τους πρωταγωνιστές οι οποίοι δε φαίνεται να αναγνωρίζουν ή, αν το κάνουν, δε μοιάζουν πρόθυμοι να τα γιατρέψουν ή τιθασεύσουν (σελ. 40, «Ευτυχισμένη, όχι, δεν ήμουν. Ούτε δυστυχισμένη. Παραδομένη, αυτή θα ήταν μια πιο κατάλληλη λέξη»). Παρηγοριά βρίσκουν μόνο όταν ακουμπούν οι πληγές τους στις πληγές των άλλων, όταν η σκοτεινιά του ενός αναμειγνύεται με του άλλου. Οι ηρωίδες και οι ήρωες ενδίδουν ηθελημένα και ηδονικά μπροστά στον δυνάστη έρωτα, δημιουργώντας έναν δικό τους άχρονο μικρόκοσμο, (σελ.33, «Αυτός ο κόσμος έχει μόνο παρόν») που διέπεται από τους δικούς του μεταφυσικούς νόμους (σελ.100, «Μόνο να μ’ αγαπάς μπορείς, τίποτε άλλο δεν μπορείς να κάνεις»).

 

Το τρίγωνο το οποίο οι πρωταγωνίστριες σχηματίζουν με τη δημιουργό τους βάσει των ονομάτων τους  (Κάτια, Κέητ, Καίτη) είναι καθηλωτικό. Στην πρώτη ιστορία, μάλιστα, μεταδραματικές αναφορές υπογραμμίζουν αυτή τη σχέση (σελ. 56): «Θα μπορούσα να πω ότι όλη αυτή η ιστορία με τον Γιόα ήταν μια φαντασία μου. Ότι ένα βράδυ καθόμουν βαριεστημένη κι έφτιαξα ένα παραμύθι, για να περάσει η ώρα μου. Ότι είχα δει κάπου σε ένα μπαρ έναν όμορφο άντρα και μετά κάθισα και έπλασα μια ερωτική ιστορία». Η δημιουργός μοιάζει να μας προσκαλεί να κοιτάξουμε για λίγο μέσα στο μυαλό της, επιτρέποντάς μας να διαβάσουμε τις ιστορίες δύο γυναικών που φέρουν παραλλαγές του ονόματός της. Δεν έχει σημασία αν οι ιστορίες τους είναι πραγματικές ή πλαστές, αν τα ίδια τα πρόσωπα είναι αληθινά ή φανταστικά. Τα διλήμματα που παρουσιάζουν, οι κανόνες που αψηφούν τα όρια μεταξύ ταμπού, νόρμας, διαστροφής ή ανάγκης, τα οποία πραγματεύονται είναι πέρα για πέρα αληθινά. Όπως κατορθώνει, εξάλλου, να κάνει η καλή λογοτεχνία.

 

Το νέο βιβλίο της Βασιλάκου παρουσιάζει τον έρωτα όπως του αρμόζει, χωρίς εξωραϊσμούς. Ρωτάει ο Κέβιν την Κέητ (σελ. 102, έμφαση δική μου) «Έχεις σκεφτεί ότι δεν είναι ηθικό;», μόνο και μόνο για να πάρει την απάντηση «Έχω σκεφτεί ότι είναι ηθικό». 


Γιώργος Πρέκας

Συγγραφέας, υποψήφιος διδάκτορας λατινικής φιλολογίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου