Σελίδες

5/5/22

Περδικόβρυση, το χωριό του πατέρα

 

 





 




 

Δυο μέρες ταξίδι. Τόσο χρειαζόμασταν ξεκινώντας από τα Χανιά για να φτάσουμε στο χωριό του πατέρα μου, την Περδικόβρυση, ένα χωριό μέσα στα βουνά της Αρκαδίας.

 

Μιλάμε για τη δεκαετία του ’50, για μια Ελλάδα που κανείς πλην αυτών της τρίτης ηλικίας δεν θυμάται, δεν γνώρισε, δεν έζησε και δεν καταλαβαίνει.

 

Ο πατέρας, δασονόμος, διορίστηκε αμέσως στην Κρήτη. Αυτό εκείνα τα χρόνια σήμαινε αποδημία, μετανάστευση, τι Κρήτη, τι Αμερική, το ίδιο ήταν. Εκεί έμεινε και εργάστηκε μέχρι τη σύνταξή του. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Εκεί έγινε πατέρας μιας κόρης που μεγάλωσε σε κρητικό περιβάλλον και που ένιωθε πως μια από τις ρίζες της υπήρχε ζωντανή κάπου μακριά, σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας.

 

Επικοινωνία μόνο με επιστολές. Καμιά φορά και κάποιο τηλεφώνημα από το γραφείο του πατέρα στο ραφτάδικο του αδελφού του που είχε και το τηλέφωνο του χωριού.

 

Τα καλοκαίρια γινόταν κάτι σαν μετοικεσία, δεν ήταν καθόλου απλό να φύγεις από την Κρήτη και να πας στο απομονωμένο χωριό του πατέρα που δεν είχε ούτε δρόμο εκείνα τα χρόνια.

 

Έπρεπε να πάμε στη Σούδα με το λεωφορείο και να μπούμε στο καράβι για τον Πειραιά. Να ταξιδέψουμε όλη τη νύχτα και το άλλο πρωί που θα φτάναμε στο λιμάνι να πάρουμε το λεωφορείο, εδώ η μνήμη μου με δυσκολεύει, και να πάμε στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων ή στον σιδηροδρομικό σταθμό. Να ταξιδέψουμε πέντε, έξι (;) ώρες και να φτάσουμε στην Τρίπολη. Να περιμένουμε να περάσει η ώρα για να μπούμε στο λεωφορείο που θα μας πήγαινε στο Καστρί, την κωμόπολη που βρισκόταν κοντά στο χωριό. Φτάναμε τελικά αργά το απόγευμα.

 

Εκεί μας περίμενε ο ξάδερφος του πατέρα, ο θείος Βασίλης, με τρία μουλάρια σκεπασμένα με πολύχρωμα υφαντά - επίτιμοι επισκέπτες ήμασταν, το αγαπημένο αίμα που είχε εξοριστεί σε μακρινό νησί. Ανεβαίναμε στα μουλάρια, ο θείος Βασίλης πεζός, και ξεκινούσαμε για το χωριό. Λεωφορείο είπαμε δεν έφτανε ως εκεί, δεν υπήρχε δρόμος, ένας χωματόδρομος στενός ήταν μόνο όλο στροφές. Κουδούνιζαν τα κουδουνάκια στο λαιμό των μουλαριών κι εγώ μαγεμένη από την περιπέτεια κοίταζα γύρω την πατρίδα του πατέρα.

 

Νύχτα φτάναμε στο χωριό. Τα αδέρφια του πατέρα μου, τα ξαδέρφια του, τα παιδιά τους μας περίμεναν και με το που μας έβλεπαν άρχιζαν να κλαίνε. Κατεβαίναμε από τα μουλάρια κι αυτοί μας αγκάλιαζαν κι έκλαιγαν, μας φιλούσαν κι έκλαιγαν, γελούσαν κι έκλαιγαν μαζί. Ο αγαπημένος, ο ξενιτεμένος αδελφός ήταν πάλι κοντά τους.

 

Άναβε ο θείος Πάνος το λουξ και φωτιζόταν το σπίτι. Ήταν γιορτή, ήταν χαρά μεγάλη.

 

Μέναμε εκεί αρκετές μέρες, πηγαινοέρχονταν οι συγγενείς, όλοι με τον καλό τους λόγο, άνθρωποι απλοί και από τη φύση τους ευγενικοί, η αδελφή του πατέρα που έμενε δίπλα μάς έκανε το τραπέζι, ο θείος Βασίλης, ξάδερφος του πατέρα που έμενε από την άλλη μεριά, μάς έκανε κι αυτός το τραπέζι και τι νόστιμα ήταν εκείνα τα φαγητά, όλα τα υλικά παρμένα από τη φύση, ήταν και οι παππούδες ακόμα στη ζωή, το χωριό ζωντανό, η πλατεία του μια ομορφιά κάτω από ψηλά πλατάνια και με βρύσες που το νερό έτρεχε ορμητικό και ασταμάτητο μέρα νύχτα.

 

Δρόμος δεν υπήρχε. Ούτε ηλεκτρικό υπήρχε. Ούτε ύδρευση υπήρχε. Ζαλώνονταν οι γυναίκες το βαγένι και πήγαιναν στη βρύση να το γεμίσουν. Σκληρή ζωή που εγώ τότε δεν καταλάβαινα. Εγώ έπαιζα με τα ξαδέρφια μου.

 

Απέναντι από το χωριό στο βουνό ήταν χτισμένο σαν αετοφωλιά το μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου. Η «Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου», ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κυνουρίας. Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου, λίγες μέρες πριν φύγουμε, γινόταν εκεί το πανηγύρι.

 

Ανέβαιναν οι χωρικοί το δύσβατο μονοπάτι, άλλοι πεζοί, άλλοι με τα υποζύγια, ερχόταν κόσμος κι από τα διπλανά χωριά, φτάναμε κάποια στιγμή στο μοναστήρι κι εγώ μπαινόβγαινα στις αυλές του με τη χαρά ενός παιδιού που ζει πράματα και θάματα. Και το πιο ωραίο μέρος αυτής της ιστορίας ήταν που το βράδυ απλώναμε κουβέρτες έξω από το μοναστήρι και κοιμόμασταν κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η απόλυτη μαγεία. Την άλλη μέρα, μετά τη λειτουργία, γυρίζαμε στη φωλιά μας, καθόμασταν στις κουβέρτες παρέες παρέες και ξεκοκαλίζαμε το σουβλιστό αρνί που είχαμε αγοράσει. Αργά το απόγευμα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.

 

Οι μέρες περνούσαν έτσι χαλαρές και χαρούμενες και έφτανε η μέρα που έπρεπε να φύγουμε.

 

Νύχτα ακόμα σηκωνόμασταν από τα κρεβάτια μας, έξω στην αυλή αντηχούσαν τα κουδουνάκια των μουλαριών, ετοιμαζόμασταν και τότε άρχιζε πάλι το κλάμα. Αδέρφια και ξαδέρφια μάς αγκάλιαζαν κι έκλαιγαν, φεύγει ο αδελφός μας, πάει ξανά στην ξενιτιά, φεύγει ο καλός μας, πάει σε μέρη μακρινά, πότε θα τον ξαναδούμε πάλι…

 

Ανεβαίναμε στα μουλάρια, πίσω στο Καστρί, από κει με το λεωφορείο στην Τρίπολη κι από κει στην Αθήνα.

 

Στην Αθήνα μέναμε μερικές μέρες, η μαμά ψώνιζε, κάναμε βόλτες, βλέπαμε φίλους και συγγενείς κι εγώ κοίταζα θαμπωμένη τη μεγάλη πολιτεία. Αλλά γι’ αυτήν έχω ήδη γράψει αλλού τις εντυπώσεις μου.

(http://ketivasilakou.blogspot.com/2016/12/50.html)

 

Μετά ξανά στον Πειραιά, στο πλοίο, το άλλο πρωί στη Σούδα κι έπειτα στα Χανιά, στο σπίτι μας, στην καθημερινότητά μας. Η περιπέτεια είχε τελειώσει.

 

Η Περδικόβρυση σήμερα έχει δρόμο, ηλεκτρικό, ύδρευση, αποχέτευση. Έχει πανέμορφα σπίτια, είναι μια κούκλα. Αλλά δεν έχει ανθρώπους. Έφυγε ο κόσμος, πήγε να βρει την τύχη του στις μεγάλες πολιτείες. Μόνο στις γιορτές επιστρέφει στο χωριό, στα όμορφα σπίτια που ανακαίνισε. Σπίτια που στέκουν άδεια όλο τον υπόλοιπο χρόνο.

 

Και όλοι εκείνοι οι θείοι, οι θείες, οι παππούδες αναπαύονται τώρα στο νεκροταφείο του χωριού.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου