Σελίδες

16/4/22

Hans Daiber: "Επιχειρήματα για τον Λάζαρο"

 

 

 


 

 

Ο Λάζαρος όντως βρώμαγε, όπως το είχε πει η αδελφή του. Εδώ που τα λέμε ήταν ήδη η τέταρτη μέρα του θανάτου του.

 

Ο Λάζαρος σε κάθε κίνηση είχε την αίσθηση ότι θα έσκαγε. Βγήκε ωστόσο έξω, όταν τον κάλεσαν. Προφανώς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τον συγκρατούσαν οι επίδεσμοι. Η Μάρθα κοίταξε με φρίκη την άκρη της μύτης του που έμοιαζε με πηχτή. Αυτός έκανε μόνο μικρά βηματάκια, γιατί ήταν πολύ σφιχτά δεμένος. Ακόμα και τα χέρια του ήταν κολλημένα μέσα στον νεκρικό επίδεσμο.

 

Ο Λάζαρος είδε με τα σβησμένα του μάτια τον Προσκαλούντα. Το μούτρο του σαν από ζύμη ήταν χωρίς ενέργεια, κάτω από το ροζιασμένο του δέρμα δονήθηκε ένας αναβρασμός. Τα μάγουλα κρέμονταν σαν μικρές σακούλες. Ανάμεσά τους ανοίχτηκε μια τρύπα.

 

 «Όχι», ρεύτηκε η τρύπα. Αυτό το όχι φαινόταν να βγαίνει από την κοιλιά. Ήταν δύσκολο να τον καταλάβει κανείς. Αλλά πάντως ήταν κατανοητός. Κι άλλοι ακόμη ήχοι έσκασαν προς τα έξω, σχηματίστηκαν σε λέξεις, σε προτάσεις. Το δερμάτινο σακί πήρε έκφραση. «Όχι, έρχεσαι πολύ αργά. Πέθαινα σιγά-σιγά, κομμάτι – κομμάτι επί μέρες. Είδα στα μάτια της γυναίκας μου την αηδία της για μένα, τα σουφρωμένα χείλια της κόρης μου. Και παρ’ όλ’ αυτά εγώ ευχαρίστως θα συνέχιζα να ζω. Αλλά Εσύ μ’ άφησες να ψοφήσω τελειωτικά. Έπρεπε να νιώσω τη δύναμή Σου ως το τέλος. Το υπέμεινα. Ήταν δύσκολο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το άντεξα. Τώρα όμως βλέπω γιατί Εσύ μ’ άφησες να ψοφήσω μ’ ένα τόσο φοβερό τρόπο. Για να γίνει η έγερση ακόμα πιο εφετζίδικη. Ήταν μια παράσταση για Σένα, της οποίας έρχεται τώρα η δεύτερη πράξη. Ποιος ξέρει τι τέλος θα φέρει η τρίτη πράξη. Αλλά εγώ δεν θα παίξω άλλο. Σ’ όλη μου τη ζωή Σε τιμούσα. Όμως αυτό ήταν μια πλάνη. Δεν τα υπολόγισες καλά με μένα. Δεν θέλω πια να είμαι ένα αντικείμενο για τις επιδείξεις σου».

 

Όλα αυτά βγήκαν σαν γουργούρισμα από ένα άκαμπτο σώμα που στεκόταν στον αιχμηρό ήλιο όπως μια λευκή κολώνα περιτριγυρισμένη από αλογόμυγες. Η Μάρθα το είχε βάλει στα πόδια προ πολλού. Ο Αφυπνιστής στεκόταν μπροστά του σε στάση ατάραχη, τα χέρια σταυρωμένα. Έδειχνε σαν να μην καταλάβαινε καλά ή σαν να απορούσε τι στ’ αλήθεια ήθελε να πει αυτός ο υποψήφιος της ζωής. Ο Λάζαρος λόγω αυτής της στάσης που ήταν αναμενόμενη, έδειξε να νιώθει αναθαρρημένος ή εντελώς ερεθισμένος – αν τέλος πάντων μπορούσε να νιώσει κάτι. Εν πάση περιπτώσει προσπάθησε να αποσαφηνίσει την άποψή του.

 

«Έζησα σαν μουλάρι, χειρότερα από μουλάρι, γιατί είχα συνείδηση του εαυτού μου. Ήξερα ότι η κάψα και η σκόνη δεν πάνε σε όλους, ότι δεν ήταν όλοι αναγκασμένοι να δουλεύουν και δεν είχαν όλοι καταφαγωθεί από την αρρώστια. Το υπέμεινα. Μια χούφτα χουρμάδες, δυο ελιές, μια γουλιά νερό – και ήμουν ευχαριστημένος. Το ξέρεις, γιατί κάθε μέρα έστελνες το φως Σου για έλεγχο. Μας παρατηρούσες. Είχες υποψίες, φοβόσουν ότι μια μέρα θα καταλάβουμε εμείς τον Ουρανό Σου; Θα το κάνουμε, να είσαι σίγουρος. Τον αδελφό μου τον Ίκαρο τον εξόντωσες, το γιο μου στον πύραυλο τον σκότωσες, αλλά το εγγόνι μου θα πετά στον Ουρανό Σου, γιατί εσύ θα έχεις γεράσει και θα είσαι χωρίς δύναμη. Θα κάνει τις ουράνιες σφαίρες να αντιβοήσουν προς όλες τις κατευθύνσεις και οι άγγελοι θα πέσουν από πάνω Σου σαν φύλλα φθινοπώρου».

 

Ο Βουβός στεκόταν ήσυχος και παρατηρούσε τον επαναστάτη. Τα μεγάλα λόγια βρίσκονταν σε παράδοξη δυσαναλογία με την άθλια εμφάνιση, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί που να έχει το απαραίτητο χιούμορ για να το δει. Ο Λάζαρος κατεύθυνε το τυφλό του βλέμμα με όλη του τη δύναμη προς τον Παρτενέρ και πράγματι άρχισαν να οξύνονται οι θολοί φακοί των ματιών του. Μπόρεσε να αναγνωρίσει μια σιλουέτα ανάμεσα στις καυτές πέτρες, μια σιλουέτα που χασμουριόταν με τρόπο. Αυτή η κίνηση τον αγρίεψε ακόμα περισσότερο από την πράξη του χασμουρητού, γιατί ήξερε φυσικά ότι στον άλλο όλα ήταν ήδη γνωστά, όσα αυτός ήθελε να πει. Γι' αυτό γρύλισε όσο μπορούσε πιο δυνατά και πιο καθαρά:

 

«Κι αυτό επίσης είναι ένα πανούργημα. Με προκαλείς, θα πρέπει να αγαναχτήσω, ώστε να μπορέσεις να με τιμωρήσεις. Είσαι εκδικητικός. Θέλεις να σε ονομάζουν Θεό της αγάπης! Πανηγυρίζεις για την αγάπη ακριβώς, την οποία διάλεξες για να μας εξολοθρεύσεις οριστικά. Αυτή πληθαίνει τον αριθμό των ανθρώπων και μαζί και το άθροισμα των δοξολογιών. Αλλά, αν κουραστούμε από το φόνο και ίσως σταματήσουμε εντελώς πιστεύοντας ότι δεν σου αρέσει, τότε θα αποχτήσουμε τεράστιες διαστάσεις και θα πρέπει να φάμε ο ένας τον άλλον. Αυτό θα είναι το θεϊκό σου φινάλε, από το οποίο μόνο η βόμβα θα μας σώσει που μας χάρισες Εσύ, ώστε να αλυσοδεθούμε από τον φόβο μας πάνω Σου όσο γίνεται πιο σφιχτά. Ω, είσαι πονηρός! Γιατί Εσύ υπολογίζεις με μεγάλα διαστήματα χρόνου που εμείς δεν μπορούμε ούτε να τα φανταστούμε, παραμένεις ο Κατήγορος, ο αυστηρός αλλά δίκαιος, κυρίως γιατί κατά καιρούς μάς ρίχνεις με μικρές ταχυδακτυλουργίες σε θαυμαστό τρόμο. Κι από πάνω οφείλω τώρα εγώ να σε υπηρετήσω! Αλλά το παρατράβηξες το σκοινί. Καλώ σε βοήθεια όλους τους επαναστάτες, τους περασμένους που Εσύ ήδη εξόντωσες, αλλά δεν νίκησες, τους παρόντες και τους μελλοντικούς που ασφαλώς θα εξοντώσεις, αλλά δεν θα νικήσεις, Σου φωνάζω κατάμουτρα, ένα κομμάτι σάπιο κρέας φωνάζει: Όχι, όχι, όχι!»

 

Ο σιωπηλός Ακροατής έδειξε κάτι σαν ελαφρά ανυπομονησία. Ο Λάζαρος έλπισε σε μια απάντηση, αλλά ανακάλυψε μόνο μια αδιόρατη απόχρωση ενός κουρασμένου χαμόγελου στο πρόσωπο του αντικρινού του. Μια σαύρα γλίστρησε στην άμμο. Έτρεξε ζικ ζακ και στάθηκε σφυρίζοντας και παρατηρώντας προς κάθε αλλαγή κατεύθυνσης. Πλησίασε τον τρεμουλιαστό κατήγορο  και τα μάτια του περιπλανήθηκαν πάνω της. Όταν αυτός σήκωσε πάλι το βλέμμα, ο Αφυπνιστής είχε εξαφανιστεί.

 

Εκείνη τη στιγμή κατέφθασαν οι φίλοι και οι συγγενείς, τους είχε φέρει η Μάρθα. Πλησίασαν δειλά και σιωπηλά. Όταν είδαν το Λάζαρο να στέκεται μόνος και πρόσεξαν ότι τα μάτια του ήταν ανοιχτά, τον ρώτησαν, αν τους αναγνώριζε. Αυτός ένευσε με το κεφάλι. Τότε δόξασαν τον Αφυπνιστή και μετέφεραν τον αφυπνισθέντα στο σπίτι του προσευχόμενοι δυνατά. Αυτός συνήλθε φανερά στα χέρια τους. Ήταν σαν να του μετέδιδαν δύναμη από την υπερχείλιση  της δικής τους ζωής. Έλυσαν τους νεκρικούς επιδέσμους, τον έπλυναν και τον άλειψαν. Όλοι μοχθούσαν τριγύρω του, αυτοί που σε άλλη περίπτωση δεν είχαν νοιαστεί γι' αυτόν. Έφεραν ρούχα, τροφή, χρήματα. Ήθελαν με κάθε δυνατό τρόπο να επενδύσουν εκ των υστέρων πολλή αγάπη στο προτιμηθέν αντικείμενο. Έντυσαν τον ήρωα της ημέρας με πορφυρές εσθήτες, πιο ακριβές απ’ ό,τι μπορούσε να έχει αυτός ποτέ, και οργάνωσαν εορταστικό δείπνο. Ο Λάζαρος καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού. Η γλυκερή μυρωδιά της πτωμαΐνης εξατμίστηκε γρήγορα. Το άχρωμο πρόσωπο είχε λίγο σκουρύνει προς το καστανωπό, τα συγκεχυμένα χαρακτηριστικά του τεντώθηκαν. Μόνο τα νύχια έμειναν  μπλάβα. Τα μάτια τα είχε κατεβασμένα, δεν πήρε μέρος στις συζητήσεις. Καλά-καλά δεν ήξεραν, αν άκουγε. Ήπιε λίγο και δεν έφαγε τίποτα. Ένας αδιάκριτος εξάδελφος θέλησε να μάθει πώς τέλος πάντων είχε γίνει. Η ομήγυρη σιώπησε περιμένοντας. Ο Λάζαρος δεν απάντησε τίποτα. Ένιωσαν άβολα. Όταν διαλύθηκε η πρώτη χαρούμενη έκσταση και διασκεδάστηκε η εντύπωση, η παρουσία του αφυπνισθέντος ξεθώριασε. Τους άξιζε αυτή η αδιαφορία εκ μέρους του; Ο ένας επισκέπτης μετά τον άλλο υπέβαλε τα σέβη του με κάποια δικαιολογία. Και η οικογένειά του επίσης στενοχωρήθηκε. Τον οδήγησαν στο κατάλυμά του και τον άφησαν μόνο.

 

Το χάραμα τον βρήκε η Μάρθα πίσω από το σπίτι. Είχε κρεμαστεί από την εκατόχρονη ελιά.

 

( Deutsche Ρrosa Erzählungen seit 1945, sonderreihe dtv )


Μετάφραση από τα γερμανικά: Καίτη Βασιλάκου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου