Σελίδες

28/12/20

Τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα

 

 


Ας πούμε ότι πέθανα και ελεύθερη πια από τα βάσανα της ζωής πήρα τον δρόμο για τον Παράδεισο. Καμιά θλίψη δεν είχα, αντίθετα ανέβαινα χαρωπή το μονοπάτι που οδηγούσε στον λόφο μπροστά μου, εκεί που βρισκόταν η θύρα του Παραδείσου. Η θέση μου ήταν εκεί στα χλοερά λιβάδια, στα γάργαρα νερά και στα βαθύσκιωτα δέντρα, κάτω από τα οποία θα ξάπλωνα όλη  μέρα, διότι ο ήλιος με πειράζει και τον αποφεύγω.


Αλλά στη μέση της διαδρομής μού έκοψε τον δρόμο ένας τύπος, κάπως σαν χωροφύλακας έμοιαζε, βλοσυρός και τριχωτός.

 

-Για πού το’ βαλες, μαντάμ; Με ρώτησε ανοίγοντας ένα πακέτο τσιγάρα και βγάζοντας ένα από μέσα.

 

-Για τον Παράδεισο, πού αλλού; Κι εσείς, παρακαλώ, ποιος είστε;

 

Ο τύπος άναψε το τσιγάρο του και με κοίταξε από πάνω ως κάτω:

 

-Κι έτσι θα μπεις στον Παράδεισο, χωρίς ανάκριση;

-Τι ανάκριση, κύριε, εγώ υπήρξα ένας καλός άνθρωπος.

-Ναι, ξέρω, δεν έκλεψες, δεν σκότωσες και τα λοιπά.

 

Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και με κοίταξε πάλι από πάνω ως κάτω:

 

-Καλός άνθρωπος λοιπόν!

-Βεβαίως, καλός άνθρωπος.

-Χμ… Και με τα θανάσιμα αμαρτήματα πώς τα πήγες;

-Για να είμαι ειλικρινής δεν τα θυμάμαι καθόλου αυτά.

 

Ο χωροφύλακας κάγχασε:

 

-Το περίμενα! Θυμάσαι τουλάχιστον πόσα είναι;

-Δέκα;

-Δέκα είναι οι Εντολές!

-Δώδεκα;

-Δώδεκα ήταν οι Απόστολοι!

-Τρία, σίγουρα είναι τρία!

-Αυτή είναι η Αγία Τριάδα, ανόητη!

 

Δεν προχωρούσε καλά το πράγμα και άρχισα να ανησυχώ.

 

-Πόσα είναι τελικά; Ρώτησα δειλά.

-Εφτά είναι, που μου παριστάνεις την αθώα περιστερά!

-Μη βρίζετε το Άγιο Πνεύμα, είπα αυστηρά για να δείξω ότι δεν είμαι και τόσο άσχετη με τα Θρησκευτικά. Και τέλος πάντων, εσείς ποιος είστε;

 

-Είμαι ο φύλακας του λόφου. Κανείς δεν ανεβαίνει στην κορυφή, αν δεν τον ανακρίνω πρώτα.

-Ορίστε τότε, ανακρίνετέ με. Θα δείτε ότι είμαι ένας καλός άνθρωπος, άσχετα, αν δεν ξέρω Θρησκευτικά.

 

Καθίσαμε σε κάτι πέτρες εκεί γύρω, ενώ από πάνω ο λαμπερός ήλιος με τύφλωνε και μου έφερνε ζάλη.

 

-Μήπως να βρίσκαμε καμιά σκιά; Ρώτησα δισταχτικά.

 

Δεν μου έδωσε σημασία.

 

-Αρχίζουμε λοιπόν. Αλαζονεία.

-Μάλιστα. Τι;

-Είχες αλαζονεία, όσο ζούσες στη Γη;

 

Σκέφτηκα λίγο και μετά είπα:

 

-Ναι, το ομολογώ.

-Νόμιζες πως ήσουν κάτι ξεχωριστό, κάτι ανώτερο από τους άλλους ε; Ότι οι άλλοι ήταν ασήμαντοι μπροστά σου, έτσι δεν είναι;

-Ναι, αλλά…

-…δεν έκλεψες, δεν σκότωσες, εντάξει, τα είπαμε αυτά. Ζηλοφθονία;

-Α, παρακαλώ, τέτοια ελαττώματα δεν έχω εγώ, είπα θιγμένη.

-Σκέτη ζήλεια όμως είχες.

-Ε, όπως κάθε άνθρωπος κι εγώ…

-Οργή;

 

Χμ, εδώ τα χρειάστηκα.

 

-Να σας εξηγήσω…

-Άσε τις εξηγήσεις. Οργή είχες, ναι η όχι;

-Μα να σας εξηγήσω όμως πρώτα!

-Είχες, ναι ή όχι;

-Είχα που να πάρει ο διάολος!

 

Ο χωροφύλακας γέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μετά μου πρόσφερε τσιγάρο.

 

-Δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα αυτό; ρώτησα.

-Ο καπνός δεν είχε ανακαλυφθεί, όταν συνέτασσαν τα θανάσιμα αμαρτήματα.

-Ευχαριστώ, τότε θα πάρω ένα.

 

Μου πρόσφερε φωτιά, το άναψα και τράβηξα μερικές βαθιές ρουφηξιές.

 

-Απόλαυση είναι το καταραμένο, συμφωνείς; Με ρώτησε.

-Δε λέτε τίποτα!

-Μήπως πίνεις κιόλας;

-Α, όχι, κανένα ποτηράκι μόνο, όταν είμαι με παρέα. Είναι θανάσιμο αμάρτημα και το αλκοόλ;

-Είναι βέβαια! Αλλά το ξέχασαν αυτό οι ευλογημένοι.

-Μάλλον θα το έτσουζαν κρυφά κι αυτοί.

-Σιωπή! Πολύ θάρρος πήρες! Πάμε τώρα παρακάτω: οκνηρία.

 

Ωχ, πέσαμε τώρα στα βαριά αμαρτήματα. Πώς να του το πω με τρόπο ότι γεννήθηκα κλασική τεμπέλα κι έτσι έμεινα σε όλη τη ζωή μου;

 

-Όταν λέτε οκνηρία, εννοείτε γενική; Σωματική και πνευματική;

 

Ο τύπος μπερδεύτηκε.

 

-Οκνηρία, παιδί μου, οκνηρία! Μία είναι η οκνηρία!

-Όχι, δύο είναι. Η σωματική που από αυτήν έχω μπόλικη και η πνευματική που δεν έχω καθόλου.

-Πας να με μπερδέψεις τώρα εσύ, αλλά δεν με πιάνουν εμένα τα κόλπα σου. Τεμπέλα είσαι και πάμε παρακάτω. Απληστία.

-Δεν έχω, είπα θαρρετά.


Με κοίταξε καχύποπτα:

-Σίγουρα;

-Σίγουρα.

-Δεν άπλωσες το χεράκι σου ποτέ στα πλούτη του άλλου;

-Όχι. Σας είπα, είμαι καλός άνθρωπος.

-Τα δικά σου χρήματα πώς τα διαχειρίστηκες; Βοήθησες φτωχούς ανθρώπους, τάισες αδέσποτα ζώα ή μάζευες τα πλούτη στο σεντούκι σου;

-Ξέρετε εγώ…

-Ξέρω, ξέρω. Τσιγκούνα ήσουν. Δηλαδή άπληστη.

-Έκανα κάποιες οικονομίες κι εγώ όπως όλοι οι άνθρωποι.

-Φιλοχρήματη, μην το παιδεύουμε άλλο. Και προχωρούμε: λαιμαργία.

-Τώρα με σκοτώνετε.

-Πεθαμένη είσαι.

-Εννοώ με πληγώνετε.

-Δεν είσαι δηλαδή λαίμαργη;

-Πώς να σας το πω και πώς να σας το ομολογήσω.

-Είσαι ή δεν είσαι, μη με καθυστερείς!

 

Έβαλα τα κλάματα. Έκλαιγα με λυγμούς, σπάραξα στο κλάμα.

 

-Ομολογώ! Τραύλιζα ανάμεσα στους λυγμούς μου, ομολογώ! Ομολογώ!

 

-Αμαρτωλή! Έκανε αυτός με σιχασιά και άναψε δεύτερο τσιγάρο. Αν ήσουν αλκοολική, θα είχες γλιτώσει από ένα θανάσιμο αμάρτημα. Αλλά λαίμαργη! Ποτέ!

 

-Μου δίνετε κι εμένα ένα τσιγάρο; Είπα ανάμεσα στα αναφιλητά μου.

-Πάρε, αμαρτωλή, πάρε όλο το πακέτο, θα σου χρειαστεί εκεί που θα πας!

-Τελειώσαμε δηλαδή;

-Όχι, μένει ακόμα ένα θανάσιμο αμάρτημα και είμαι σίγουρος ότι το έχεις διαπράξει. Όλοι το διαπράττετε. Τι στην οργή τού βρίσκετε, δεν καταλαβαίνω.

-Ποιο είναι πάλι αυτό;

 

Έσκυψε προς το μέρος μου, σχεδόν κόλλησε τη μούρη του στη δική μου:

 

-Λαγνεία! Σφύριξε.

 

Πάγωσα.

 

-Τι είναι αυτό; ψέλλισα.

-Ξέρεις πολύ καλά τι είναι.

-Εγώ ξέρετε είχα παντρευτεί κάποτε και…

-Άσ’ τα αυτά! Εντός, εκτός γάμου δεν έχει καμιά σημασία. Λαγνεία! Λέγε!

 

Ε, δεν άντεξα πια. Τόση ώρα ανάκριση από αυτόν τον βλάκα, αν έτρωγα, αν τεμπέλιαζα, αν ζήλευα, αν θύμωνα, αν το ένα, αν το άλλο…

 

Σηκώθηκα πάνω και ούρλιαξα:

-Άντε γαμήσου κι εσύ και τα θανάσιμά σου αμαρτήματα. Άνθρωπο δεν πείραξα, κακό δεν έκανα σε κανέναν!

-Έκανες όμως στον εαυτό σου, είπε αυτός και βάζοντας τα δάχτυλά του στο στόμα σφύριξε δυνατά.

 

Την ίδια στιγμή  εμφανίστηκαν οι εφτά δαίμονες:

Ο Αζαζέλ για την αλαζονεία.

Ο Λεβιάθαν για τη ζηλοφθονία.

Ο Σατανάς για την οργή.

Ο Βεελφεγώρ για την οκνηρία.

Ο Μαμωνάς για την απληστία.

Ο Βεελζεβούλ για τη λαιμαργία.

Ο Ασμοδαίος για τη λαγνεία.

 

Τεράστιοι και σκοτεινοί, αλλά, πρέπει να το ομολογήσω, πολύ γοητευτικοί.

 

-Πάμε Κόλαση; Μου είπαν χαμογελαστοί.

 

Κοίταξα τον χωροφύλακα. Αυτός κάπνιζε το τσιγαράκι του αδιάφορος. Ο ασχημομούρης.

 

-Και δεν πάμε; Είπα.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου