Σελίδες

16/12/20

"Οι Αποκλίνοντες". Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημά μου.

 

 


Την επόμενη άνοιξη ο Ιουλιανός έφυγε από την πόλη μας για να πάει να χτυπήσει τους Πέρσες και συνέχισε κι εκεί τα παράξενα καμώματά του.

 

Είχα κατέβει ένα απόγευμα  στο καπηλειό και συζητούσα με έναν έμπορο κρασιού που  δεν ήθελε να κάνει τη συναλλαγή  με τον Μπααράμ και επέμενε να την κάνει απ’ ευθείας μαζί μου. Ο Ιουλιανός έδειχνε να τα πηγαίνει καλά στον πόλεμο με τους Πέρσες και ο κόσμος στο μαγαζί συζητούσε για την άλωση της Βισουχίδας.


-Και πώς σου φαίνεται αυτό, Σωσίθεε, με ρώτησε ο οινέμπορος, αφού είχαμε τελειώσει τα παζάρια. Πήρε στην προστασία του, λένε, ο αυτοκράτορας ένα κωφάλαλο παιδί που βρήκε εγκαταλειμμένο στην πόλη.

 

Εγώ ήμουν επιφυλακτικός. Ποτέ δεν ξέρεις, όταν μιλάς, ποιον έχεις απέναντί σου. Αυτός εδώ  ο έμπορος δήλωνε τώρα Εθνικός, αλλά μέχρι πριν ένα χρόνο ήταν Χριστιανός. Και μπορεί ο Ιουλιανός να ήταν ανεκτικός, αλλά οι χαφιέδες τρύπωναν παντού και δεν ήξερες τι μπορούσε να σου ξημερώσει.

 

-Έκανε μια καλή πράξη ο αύγουστος, είπα προσεχτικά.

 

 Οι άλλοι  στο μαγαζί είχαν περισσότερο θράσος.

 

-Αυτά δεν είναι συνηθισμένα φερσίματα για έναν αυτοκράτορα, είπε ο διπλανός μου, ένας άγνωστος που μπορεί  να ήταν και της μυστικής.

 -Τι το θέλει το κωφάλαλο ο Ιουλιανός; Τι να το κάνει;

-Το λυπήθηκε, είπε ο οινέμπορος.

 

Ο διπλανός μου έβαλε τα γέλια:

 

-Τέτοιο μαλακοπίτουρα αυτοκράτορα δεν έχω ξαναδεί! Τι στρατηλάτης και αηδίες μου λέτε τώρα εσείς. Ένας άντρας που λυπάται τα ανάπηρα   αντί να τα σφάζει!

-Είναι μεγάλος στρατηγός ο Ιουλιανός! Όλη η αυτοκρατορία έχει να το λέει, είπε ο έμπορος ερεθισμένος.

 

Στην κουβέντα μπήκε και ο Ζηνόδωρος που από τότε που είχε γιατρέψει τον Μπααράμ, περνούσε πολλές ώρες στο καπηλειό τρώγοντας και πίνοντας δωρεάν:

 

-Μεγάλος στρατηγός μπορεί να είναι, αλλά μ’ αυτά που κάνει, ο κόσμος θα τον περάσει για βλαμμένο.

-Τον βλαμμένο θα πάρουμε για βλαμμένο; Φώναξε ένας από απέναντι και ξέσπασαν όλοι στα γέλια.

 

Μόνο οι οινέμπορος έμεινε σκυθρωπός.

 

-Εσύ γιατί δεν γελάς; Μήπως είσαι της μυστικής; Τον ρώτησε ο διπλανός μου και πάλι όλοι ξέσπασαν σε γέλια.

 

Τόσο πολύ είχε αποθρασυνθεί ο κόσμος με την ανεκτικότητα του Ιουλιανού. Ακόμα κι εγώ πήρα αέρα και είπα κάποια στιγμή στον έμπορο:

 

-Είδες πού πήγε η τιμή του κρασιού. Όλα τα τρόφιμα ακρίβυναν διπλά και τρίδιπλα εξαιτίας του αυτοκράτορα. Ο κόσμος έχει αγαναχτήσει.

-Δεν φταίει αυτός, οι μεγαλέμποροι φταίνε που αρπάζουν τα τρόφιμα και τα κρύβουν στις αποθήκες τους. Κι εγώ από αυτούς αγοράζω.

 

Οι άλλοι στο μαγαζί τού επιτέθηκαν  κι άρχισε τότε ένας καυγάς που δεν ξέρω κι εγώ πού θα κατέληγε, αν δεν έμπαινε στη μέση ο Μπααράμ. Πήρε τον οινέμπορο κατά μέρος:

 

-Λοιπόν, τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε. Πήγαινε τώρα στην ευχή του Θεού και μη δίνεις σημασία. Αυτοί εδώ είναι όλοι τους πιωμένοι.

 

Ο έμπορος έφυγε, ενώ οι άλλοι γιουχάιζαν προκλητικά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου