Σελίδες

10/11/19

Η παρουσίαση της νουβέλας μου «Η προγονική εντολή» στο βιβλιοκαφέ Έναστρον από την υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου κ. Πηνελόπη Πετράκου.



  


Την Καίτη Βασιλάκου είχαμε την τύχη να τη γνωρίσουμε μερικά χρόνια πριν, στην παρουσίαση, εδώ στο Έναστρον, της ποιητικής της συλλογής «Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου...» από τις εκδ. Μανδραγόρας. Κι είχαμε εντυπωσιαστεί γιατί η γραφή της φανέρωνε ένα συναίσθημα που έχει δοκιμαστεί αλλά κυρίως ένα μυαλό που έχει δοκιμαστεί και δεν έχει φοβηθεί να σκεφτεί. Έτσι αναζητήσαμε και τα προηγούμενα βιβλία της και συνεχίσαμε και με τα επόμενα, και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διαβάσαμε το προτελευταίο της βιβλίο, το «Επίμονο Φαινόμενο» από τις εκδ. Απόπειρα, όπου επιχειρεί μια προσέγγιση στα σοβαρά ζητήματα της παγκόσμιας πολιτικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής, αναδεικνύοντας το φαινόμενο Ζωή ως ένα επίμονο φαινόμενο που δεν χαμπαριάζει ούτε πτοείται απ’ την ανθρώπινη συμπεριφορά και συνεχίζει ακάθεκτο.

Στην «προγονική εντολή», η Καίτη Βασιλάκου ασχολείται και πάλι με το φαινόμενο Ζωή σχολιάζοντας υπό μορφή μυθοπλασίας την αναλογία ανάμεσα στα δύο μεγέθη: το ένα, του Ανθρώπου, του μικρού όντος που ενώ είναι μες στα προβλήματα κάνει πως τα ξέρει όλα και καλείται δημιούργημα και το δύο, του αχανούς, χωρίς αρχή και τέλος,  Σύμπαντος Κόσμου, που καλείται Δημιουργός. Σατιρίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις αδυναμίες μας, μιλά έξω απ' τα δόντια και γενικώς τα χώνει χωρίς να προσβάλλει και συνάμα χωρίς να εγκλωβίζεται στο άγχος της τήρησης της πολιτικής ορθότητας, κάτι που όσοι διαβάζουμε και τα άρθρα της στο διαδίκτυο το γνωρίζουμε καλά.

Κεντρικός χαρακτήρας της νουβέλας είναι η Αναστασία που αποφάσισε να μετακομίσει από τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε στην πρωτεύουσα και να ζήσει τη ζωή που της ταιριάζει. Στο μεταξύ έχει βάλει για πούλημα τον πορτοκαλεώνα της, που αποτελεί ένα μικρό μέρος μόνο από την περιουσία της, τον οποίο πορτοκαλεώνα, οι συγγενείς της θα προτιμούσαν να πάρουν ως δώρο και όχι να αγοράσουν. Τα σχόλια για την επιπολαιότητα της Αναστασίας ξαναφουντώνουν. Η Αναστασία είναι σχεδόν πενήντα ετών, καλλιτεχνική φύση και αντισυμβατική. Επίσης σιχαίνεται το κουτσομπολιό και τα κατά συνθήκη ψεύδη που λέγονται για λόγους πρεστίζ. Οι συγγενείς της όμως όταν την κοιτάζουν, βλέπουν μια σπάταλη γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί ακόμα, δεν έχει κάνει παιδιά κι ούτε το σκέφτεται, είναι πάνω από 45 και παρόλα αυτά έχει χόμπι και σαν να μην έφτανε αυτό, κάνει στενή παρέα με νεαρούς. Όλα αυτά, είναι για εκείνους σοβαρές ενδείξεις ανισορροπίας. Άλλωστε θα τους βόλευε να έβγαινε τρελή η Αναστασία και η περιουσία της να μοιραστεί στους ίδιους, ως νόμιμους κληρονόμους της. Όμως η Αναστασία αγαπά την περιουσία της πολύ και δεν χαρίζει κάστανα. Η αλήθεια είναι πως οι γονείς της, όταν ήταν νεαρή, την τραβολόγησαν στον ψυχίατρο, γιατί την έβρισκαν ιδιόρρυθμη αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα για την τωρινή της ψυχική ισορροπία.


Μακριά λοιπόν απ' όλα αυτά ήθελε να φύγει η Αναστασία. Απ' αυτήν την προκατάληψη και απ' αυτούς τους συγγενείς που έτρωγαν ο ένας τις σάρκες του άλλου μόνο με το βλέμμα. Και κατέληξε το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, πληρώνοντας βέβαια και το κόστος αυτής της ιδιότητας. Το αίμα νερό δεν γίνεται λέει ο λαός αλλά όλοι γνωρίζουμε πώς είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σε βαρετούς ή αλλοπρόσαλλους συγγενείς και ακόμα χειρότερα ανάμεσα σε κακούς συγγενείς. Τι κόπος απαιτείται να κρατήσεις την ψυχραιμία σου όση ώρα δέχεσαι την κριτική τους, όση ώρα σε τσακίζουν με τα μάτια τους, για να γυρίσουν έπειτα εκείνοι στη μιζέρια τους κι εσύ στο καβούκι σου. Οπότε, για να γλιτώσεις, φεύγεις.


Σταδιακά, η συγγραφέας μάς συστήνει τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, παλιότερα και νεότερα, ζώντες και τεθνεώτες, που δικαιολογούν απόλυτα τον μύθο της πτώσης του πρώτου ανθρώπου απ’ τον Παράδεισο: λογής λογής κουσούρια και πάθη βάρυναν την οικογένεια: ο ένας μικρόψυχος και πονηρός, ο άλλος λαίμαργος, ο άλλος επιρρεπής στις ουσίες και τις καταχρήσεις, ο άλλος κουτσομπόλης, ο άλλος οκνηρός, ο άλλος άρπαγας, ο άλλος μοχθηρός, με λίγα λόγια όχι 7, αλλά 107 θανάσιμα αμαρτήματα θα βρει κανείς στο σόι αυτό. Και πράγματι θανάσιμα καθώς σταδιακά ένας ένας την πατάει από τον ίδιο του τον εαυτό, παγιδεύεται στο χούι του και εξουσιάζεται απ’ αυτό μέχρι που χάνεται. Κι ενώ ο ίδιος χάνεται, το κουσούρι μεταμορφώνεται και περνά στον επόμενο. Η βαριά κατάρα που φέρεται να έχει πέσει στο σόι από πολύ παλιά το έχει ήδη καταδικάσει: οι κλώνοι του δέντρου όλο και λιγοστεύουν, όλο και λιγότερα παιδιά γεννιούνται κι όσα γεννιούνται βγαίνουν ιδιόρρυθμα. Το σόι τείνει να χαλάσει τελείως.

Ο Στέφανος, μέλος της ίδιας οικογένειας και με καλά κρυμμένη τη δική του ιδιαιτερότητα, είναι ο δεύτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου και χρειάζεται οπωσδήποτε τη βοήθεια της Αναστασίας, που είναι θεία του, γιατί του φαίνεται ως η πλέον συνεννοήσιμη εκεί μέσα. Ο Στέφανος βρίσκεται στα πρόθυρα του γάμου και της απόκτησης απογόνων, και σ' αυτό το κρίσιμο σημείο το ένστικτό του τον ξυπνά. Άραγε για να τον προστατέψει από τυχόν προβληματικούς απογόνους ή για να τον φέρει πιο κοντά στον εαυτό του; Η μήπως και τα δύο; Αυτό θα το ανακαλύψουμε προς το τέλος του βιβλίου. Ο Στέφανος λοιπόν αποφασίζει να ερευνήσει το γενεαλογικό του δέντρο ώστε να αποκαλυφθεί, αν υπάρχει, ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των ελαττωμάτων. Η συζήτηση που κάνουν οι δυο τους και η εγκεφαλική σχέση που συνάπτουν αποτελούν μια εξαιρετική στιγμή στο βιβλίο. Η Αναστασία έχει επίγνωση της πραγματικότητας και δέχεται τα στραβά και τ’ ανάποδα του σογιού σαν κάτι αναπόφευκτο, και μιλά με μια ωμότητα που στα μάτια του νεαρού Στέφανου φαίνεται αξιοθαύμαστη όσο και τρομακτική. Κι εκείνος όμως, είναι από την ίδια πάστα, το ίδιο μοναχικός, το ίδιο ανήσυχο πνεύμα. Το γενεαλογικό τους δέντρο είναι κουτσουρεμένο και τίγκα στα ελαττώματα: τι νόημα έχει να συνεχιστεί; Τι νόημα έχει να τα βάλεις με κάτι τόσο ισχυρό όσο το DNA;

Όλα τα παραπάνω η Καίτη Βασιλάκου τα αφηγείται με τον δικό της μοναδικό, κωμικοτραγικό τρόπο, με το μαύρο χιούμορ της, που κάνει τους χαρακτήρες της να μοιάζουν ανυποψίαστοι εξυπνάκηδες που περπατούν κορδωμένοι κι αμέριμνοι μα από στιγμή σε στιγμή μια καταπακτή θα ανοίξει και θα τους καταπιεί. Το βιβλίο έχει μια ατμόσφαιρα όπως οι ταινίες του Λουί Μπουνιουέλ, έχει μια μυστηριώδη ομίχλη, δεν ξέρεις πού θα καταλήξει αλλά αισθάνεσαι πως κάτι σκοτεινό κινεί τα νήματα. Και πάνω που πας να αναστατωθείς για τα καλά, χαμογελάς και νιώθεις την ανάγκη να αυτοσαρκαστείς. Το ότι ο χαρακτήρας μας είναι αυτός που μας σκοτώνει κι όχι ο ίδιος ο θάνατος είναι κάτι που σε πολύ μεγάλο βαθμό ισχύει, το λέει κι η επιστήμη.

Προχωρώντας στην ανάγνωση, το μυαλό μας φεύγει από την ειδική ιστορία της οικογένειας της Αναστασίας και του Στέφανου, και πηγαίνει στην ιστορία τη δική μας και των άλλων. Κάθε οικογένεια και κάθε σόι έχουν τις πληγές τους. Και μετά, σκεφτόμαστε ότι τέτοια ομοιότητα κάτι θα σημαίνει για το ανθρώπινο είδος. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται θα πει πως είναι κάτι φυσικό αλλά αν είναι φυσικό γιατί να είναι δυσάρεστο; Γιατί να προκαλεί ένα ντόμινο δεινών; Ποια κατάρα έχει πέσει πάνω μας; Με ποιο τρόπο μπορεί το κακό γονίδιο να μεταλλαχτεί σε καλό; Πώς θα μπορέσουμε να το εντοπίσουμε και να παρέμβουμε στην εξέλιξή του; Κι αν δεν σταθούμε τυχεροί ή αρκετά σοφοί ώστε να το εντοπίσουμε, τι μέλλει γενέσθαι; Μήπως να αφήσουμε το γονίδιο να κάνει τη δουλειά του κι εμείς ως απλοί φορείς του να κάτσουμε στ’ αυγά μας; Μήπως να δεχτούμε τη μοίρα μας; Μήπως να απομυθοποιήσουμε το πρόβλημα και κατ’ επέκταση τη λύση του;

Ίσως το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια προτροπή για αφανισμό του ανθρώπινου είδους, ότι δηλαδή όποιος αντιληφθεί το ποιόν του ανθρώπου δεν πρόκειται ν’ αποφασίσει να αποκτήσει παιδιά, παρά να μείνει ένα ξερό κούτσουρο μέχρι να χαθούν εντελώς τα ίχνη του. Κι ότι η ιστορία της απόκτησης απογόνων είναι μια μπλόφα του σύμπαντος, μια φάρσα, αφού βασίζεται στην ψευδαίσθηση πως η επόμενη γενιά θα είναι καλύτερη και θα σώσει τον κόσμο. Γενιές και γενιές homo sapiens, εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν τον έχουν σώσει. Ωστόσο, αν ένας άνθρωπος αποφασίσει να μην κάνει παιδιά για να μην τα δει να σπείρουν το κακό και να ζουν δυστυχισμένα, πάει να πει πως έχει μέσα του και τσίπα και φιλότιμο και ορθή κρίση και ηθική. Μια λοιπόν και τα έχει όλα αυτά, ας τα χρησιμοποιήσει με σκοπό να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα κι όχι για να διαλύσει την παλιά αποτυχημένη. Κι αν είναι τόσο σίγουρος ότι η προσπάθειά του θα είναι προς μάτην, δεν πειράζει, ας δοκιμάσει. Γιατί και ο ρομαντισμός είναι στοιχείο του ανθρώπου, ακόμη κι αν του παραχωρήθηκε για να σπάει πλάκα ο δημιουργός. Εξάλλου, η διαιώνιση του είδους παραμένει στη βάση της ενστικτώδης, οι γενετήσιες ορμές είναι αδύνατο να σταματήσουν κι οι άνθρωποι, όσο υπάρχουν, θα συνουσιάζονται και θα τεκνοποιούν.

Η Βασιλάκου αντιλαμβάνεται τον φαύλο κύκλο της διαιώνισης του αυτοκαταστροφικού είδους μας και σχολιάζει αυτό το απίθανο παιχνίδι του σύμπαντος, αναρωτιέται για το νόημά του αλλά κυρίως αναρωτιέται τι δυνατότητες έχουμε ως μεμονωμένες οντότητες να βγούμε απ’ το παιχνίδι, να βάλουμε εμείς τρικλοποδιά στη ζωή, αυτήν την πολύ μικρούλα τρικλοποδιά που μας επιτρέπεται, να μην ακολουθήσουμε τις εντολές της φύσης. Ίσως όμως οι δυνατότητες αυτές να είναι επίσης κομμάτι της φάρσας. Ίσως υπάρχει κάτι άλλο που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει. Γιατί ούτε ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει δείξει το μάξιμουμ των ικανοτήτων του, ούτε η ανθρώπινη σκέψη έχει φτάσει στο όριο της. Επιπλέον, υπάρχει η διαίσθηση, υπάρχει το θαύμα, που όποιος το πιστέψει το ζει, υπάρχει η ενέργεια που δεν χάνεται ποτέ αλλά δεν ξέρουμε και πού ακριβώς πηγαίνει. Υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα κάτω, πέρα και πάνω από αυτό που εμείς ξέρουμε και που όσο και να μας φοβίζει άλλο τόσο μας υπόσχεται τη λύτρωση. Και που μπορεί να μην είναι μόνο ένα.

Για όλους αυτούς τους προβληματισμούς που δημιουργεί, η Προγονική Εντολή είναι ένα αξιόλογο βιβλίο που δεν ξεχνιέται εύκολα. Διότι παρά το παράπονο που εκφράζει σε κάποια σημεία, παρά τον μηδενισμό με τον οποίο φλερτάρει, στην ουσία πρόκειται για μια ιδεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής αφού βασίζεται στη γενναιότητα, στην αισθητική και στην εντιμότητα, στοιχεία που απηχούνται σε όλα τα κείμενα της Βασιλάκου, λογοτεχνικά, δοκιμιακά, εντός κι εκτός διαδικτύου. Προσωπικά, καταευχαριστήθηκα την ανάγνωσή του και είναι μεγάλη μου χαρά που το παρουσίασα.


Πηνελόπη Πετράκου
23/10/2019, Αθήνα, Έναστρον Βιβλιοκαφέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου