Σελίδες

29/4/19

Ξένος στην πόλη του






Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή.
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ.
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας  με γνώριζε.


Θα έλεγα, ξεκινώντας να μιλήσω γι’ αυτό το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, ότι εδώ έχουμε την ευτυχή συγκυρία να
αποχτήσει ακόμα περισσότερη ομορφιά το ποίημα μέσα από τη μουσική, με την οποία το έντυσε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Σπάνια συμβαίνουν τέτοιες στιγμές που ο συνθέτης συλλαμβάνει την ψυχή του ποιήματος με τόση ακρίβεια και μας παραδίδει κατόπιν ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό έργο, όπου νιώθουμε να  ακούγονται σε πλήρη αρμονία δύο φωνές, αυτή του ποιητή και αυτή του μουσικού. Η συγκρατημένη μελαγχολία, η διακριτική νοσταλγία του ποιητή που είναι διάχυτα σε όλο το ποίημα έρχονται και δένουν με τη μουσική που ακολουθεί τον ίδιο ακριβώς δρόμο όχι με λέξεις αλλά με νότες. Ποίηση και μουσική εδώ είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα.

Έτσι, μου είναι αδύνατο τώρα πια να διαβάσω αυτούς τους στίχους, χωρίς να με ακολουθεί νοερά η μουσική τους επένδυση.

Σ’ αυτήν λοιπόν εδώ την ευτυχισμένη ένωση ο αναγνώστης (και ο ακροατής) αφήνεται να περιπλανηθεί στους άδειους δρόμους μιας πόλης που κάποτε είχε πολύ αγαπηθεί ( και ιδιότυπα μισηθεί επίσης), αλλά που τώρα στέκεται βουβή και μακρινή, σαν να έχει απαρνηθεί το παρελθόν της.

Δρόμοι παλιοί που είναι χαραγμένοι ανεξίτηλα στη μνήμη, εκεί που οι όμορφες στιγμές διασταυρώνονται με τις οδυνηρές σε ένα παρελθόν που πια έχει αποκοπεί τελείως από το σήμερα,  δρόμοι που η νοσταλγία προσπαθεί να τους διατηρήσει όπως ήταν κάποτε, αλλά που πια είναι ξένοι.

Ο ποιητής περπατά μόνος κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών που τόσο καλά γνωρίζει, μέσα σε μια πόλη που έχει αδειάσει από το νόημα που κάποτε της είχε δώσει και νιώθει αλλότριος. Η δική του πόλη είναι νεκρή και η νύχτα συνοδεύει τα δικά του φαντάσματα, τώρα που αποφάσισε να επιστρέψει. Όλα όσα είχε ζήσει εδώ κάποτε έχουν τώρα χαθεί σε άλλες διαστάσεις. Μόνο η μνήμη του υπάρχει για να τα συντηρεί και η παράλογη λαχτάρα του πως κάπου, στρίβοντας σε μια γωνιά θα δει κάτι από εκείνα που τον είχαν σημαδέψει τότε.

Όμως για την πόλη αυτή ο ποιητής δεν είναι πια τίποτα, ένας ασήμαντος διαβάτης είναι που περιπλανιέται στα ερείπια των αναμνήσεών του και φέρνει στο μυαλό του εικόνες από το παρελθόν: βρισκόταν εκεί, σε κείνη τη γωνιά κάποτε και σε κείνη και σε κείνη, κάποτε ήταν εδώ, ζούσε, σκεφτόταν, έκανε πράγματα. Τώρα κανείς δεν τον θυμάται.

Λησμονημένος αλλά πάντα ατίθασος, όπως τότε, πάντα με ελπίδες και με όνειρα, πάντα με οράματα, όπως τότε, είναι πάλι εδώ και περπατά σ’ αυτούς τους δρόμους και πάντα ονειρεύεται όπως ακριβώς τότε. Η πόλη άλλαξε, όχι όμως αυτός.

Νύχτα στην πόλη ενός παρελθόντος που έχει κλείσει οριστικά. Κανείς δεν αναγνωρίζει αυτόν τον άνθρωπο που βολτάρει αργά στους δρόμους κλεισμένος στις μελαγχολικές, νοσταλγικές του σκέψεις ούτε κι εκείνος αναγνωρίζει κανέναν από όσους τον προσπερνούν αδιάφορα. Εδώ τώρα ζουν άλλοι, νεότεροι άνθρωποι ενός ξένου παρόντος.

Η πόλη του έχει αλλάξει ψυχή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου