Σελίδες

8/3/19

Εξαναγκαστικοί γάμοι, μια σύγχρονη μορφή δουλείας






Οι εξαναγκαστικοί γάμοι είναι μια σύγχρονη μορφή δουλείας που περιλαμβάνει μικρά κορίτσια κυρίως, κάτω των 18 ετών, αλλά και γυναίκες, αγόρια και άνδρες κάθε ηλικίας. Είναι ένα κρυμμένο έγκλημα στις ανεπτυγμένες χώρες και ένα φανερό έγκλημα στις αναπτυσσόμενες.

Κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο 39.000 κορίτσια παντρεύονται, πριν φτάσουν στην ενηλικίωση. Το 1/3 από αυτά είναι κάτω των 15 ετών. Οι δέκα χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό εξαναγκαστικών γάμων κοριτσιών κάτω των 15 ετών είναι:

Chad 29%
Central African Republic 29%
Niger 28%
Guinea 21%
Bangla Desh 18%
India 18%
Nigeria 17%
Ethiopia 16%
Mali 15%
Mauritania 14%

Ξύλο, βιασμοί και σκληρή δουλειά είναι η μοίρα των κοριτσιών αυτών που υποχρεώνονται να παντρευτούν πριν την ώρα τους. Η ίδια μοίρα περιμένει και τα κορίτσια εκείνα που ζουν σε ευρωπαϊκές χώρες κλεισμένα σε γκέτο μεταναστών που αρνούνται να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.

Πάνω από 3.500 αναφορές έχουν γίνει στη Βρετανία τα τελευταία τρία χρόνια για εξαναγκαστικούς γάμους και αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς τα θύματα αποφεύγουν να το καταγγείλουν στην αστυνομία, γιατί φοβούνται την οικογένειά τους.

Ωστόσο αρκετά από αυτά έχουν τη δύναμη να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, επειδή φοιτούν σε δημόσια σχολεία και οικειοποιούνται τις αξίες της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Ένα από αυτά τα κορίτσια είναι  και η Σαμίμ Άλι.

Η Σαμίμ εγκαταλείφθηκε από τους γονείς της και το κράτος παρέδωσε το μωρό σε ανάδοχη οικογένεια. Μέχρι τα εφτά της χρόνια η Σαμίμ, όπως ομολογεί η ίδια, ήταν ένα ευτυχισμένο παιδί. Η ανάδοχη μητέρα της την αγαπούσε και τη φρόντιζε και η μικρή μεγάλωσε, όπως μεγαλώνει ένα παιδί σε ένα ευρωπαϊκό σπίτι με τις αξίες και τις απαξίες του.

Στα εφτά της χρόνια εμφανίστηκε η μητέρα της και τη διεκδίκησε. Το κράτος την επέστρεψε σ’ αυτήν και η μικρή Σαμίμ ήταν πολύ χαρούμενη που τώρα θα ζούσε με την πραγματική της μαμά.

Είχε κάνει όμως λάθος. Γιατί τώρα θα ζούσε σε ένα σπίτι με άλλες αξίες και απαξίες. Τώρα έπρεπε να κάνει δουλειές και να τρώει ξύλο, αν δεν τις έκανε σωστά. Έπρεπε να τρώει φαγητά που δεν της άρεσαν. Έπρεπε να συνηθίσει να ζει μέσα στην ακαταστασία και τη βρώμα. Έπρεπε να πάψει να νιώθει Βρετανή.

Η Σαμίμ εξομολογήθηκε μια μέρα στον δάσκαλο ότι την κακοποιούσαν στο σπίτι της. Ήρθε ένας κοινωνικός λειτουργός, έκανε κάποιες ερωτήσεις, πήρε κάποιες απαντήσεις και αποχώρησε ικανοποιημένος. Η Σαμίμ συνέχισε να υφίσταται κακοποίηση από τη μητέρα και τον αδελφό της. Άρχισε να αυτοτραυματίζεται και να τραυλίζει.

Η μητέρα της την έβαλε κάτω μια μέρα, πήρε ένα ξυράφι και έκοψε το κομμάτι εκείνο της σάρκας που ενώνει από κάτω τη γλώσσα της με το στόμα της. «Έτσι θα πάψεις να τραυλίζεις», της είπε. Φυσικά το τραύλισμα συνεχίστηκε. Και το ξύλο.

Στα δέκα τρία της η μητέρα της την πήρε και πήγαν στο Πακιστάν, σε ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Εκεί την πάντρεψε με έναν άγνωστο στη Σαμίμ τριαντάρη άνδρα. Μόλις έμεινε έγκυος, η μητέρα της την πήρε και επέστρεψαν στη Βρετανία για να γεννήσει εκεί το μωρό της.
Το σχέδιο ήταν να καλέσει στη συνέχεια η Σαμίμ τον Πακιστανό σύζυγο στη Βρετανία, πράγμα πλέον εύκολο, εφόσον το παιδί του θα είχε τη βρετανική ιθαγένεια. Έτσι η οικογένεια της Σαμίμ θα ξεπλήρωνε το χρέος που όφειλε στην οικογένεια του συζύγου της.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν, όπως επιθυμούσε η μητέρα της Σαμίμ, γιατί η Σαμίμ θυμόταν τις ευτυχισμένες μέρες που είχε ζήσει κοντά στην ανάδοχη οικογένεια. Και όταν γέννησε το αγοράκι της και είδε ότι υποχρεωτικά έπρεπε κι αυτό να μεγαλώσει με την αγωγή που ήξερε η μητέρα της, με ξύλο και με απειλές δηλαδή, η Σαμίμ έφτασε στα όριά της.

Κάποια μέρα έφυγε από το σπίτι μαζί με το γιο της ακολουθώντας έναν άλλο συμπατριώτη της που είχε απαλλαγεί από το ασιατικό πολιτισμικό φορτίο του. Η αστυνομία συνέλαβε δύο άντρες που ομολόγησαν ότι είχαν πληρωθεί από τον αδελφό της για να τη σκοτώσουν.

Η Σαμίμ παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της και ζει μαζί του μια κανονική ζωή. Συνεργάζεται με την αστυνομία που ελέγχει παρόμοιες περιπτώσεις και τους ενθαρρύνει να είναι πιο πιεστικοί, όταν υποψιάζονται κάτι. «Θα μας κατηγορήσουν όμως ως ρατσιστές», της λένε οι αστυνομικοί. «Αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος να επιμείνετε», τους λέει αυτή. «Αν σας πουν ρατσιστές, σημαίνει ότι κάτι κρύβουν».

Αν η Σαμίμ μεγάλωνε με τη βιολογική της οικογένεια, αν δεν ζούσε μέχρι τα εφτά της χρόνια σε ανάδοχη βρετανική οικογένεια, δεν θα είχε μάλλον το κουράγιο να αντισταθεί στη μοίρα της. Ο Πακιστανός σύζυγος θα ερχόταν στη Βρετανία, η Σαμίμ θα συνέχιζε να υφίσταται κακοποίηση από τον νέο της αφέντη, πράγμα που θα θεωρούσε φυσιολογικό, θα γερνούσε κάποτε και θα πέθαινε κακοποιημένη και ανύποπτη για την κακή της τύχη.



Δεν είχε δυστυχώς την ίδια τύχη η δεκαεφτάχρονη Σαλίφα, κόρη Πακιστανών που είχε γεννηθεί στη Βρετανία. Η Σαλίφα μεγάλωσε σε ευρωπαϊκή χώρα και φοίτησε σε βρετανικά σχολεία. Στο σπίτι της όμως επικρατούσε η αυστηρή πακιστανική κουλτούρα που περιλάμβανε μεταξύ άλλων πολύ ξύλο, πολλή συναισθηματική και λεκτική κακοποίηση και άρνηση κάθε ατομικού δικαιώματος. Η Σαλίφα αντιδρούσε σ’ αυτά όλα και ήθελε να ζει όπως τα άλλα κορίτσια της Βρετανίας.

Οι γονείς της την πήγαν κι αυτήν στο Πακιστάν για να την παντρέψουν με έναν εξάδελφό της, όπως είχαν συμφωνήσει οι δύο οικογένειες. Το κορίτσι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας πίνοντας χλωρίνη. Σώθηκε την τελευταία στιγμή, αλλά το συνοικέσιο χάλασε.

Αργότερα στη Βρετανία οι γονείς της τής έβαλαν μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι και την έπνιξαν μπροστά στα άλλα παιδιά της οικογένειας. Διαμέλισαν το πτώμα της και το πέταξαν μακριά από το σπίτι. Τα άλλα παιδιά της οικογένειας υποχρεώθηκαν να ορκιστούν στο Κοράνι ότι δεν θα έλεγαν τίποτα.

Η αστυνομία υποπτεύθηκε αμέσως τους γονείς, αλλά δεν είχε αποδείξεις. Οι δε γονείς κατηγόρησαν τους αστυνομικούς ως ρατσιστές. Λίγα χρόνια αργότερα μια αδελφή της Σαλίφας αποκάλυψε στην αστυνομία την αλήθεια. Οι γονείς συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια.






1 σχόλιο: