Την εποχή της μαύρης δουλείας στην Αμερική γεννήθηκαν πολλά
παιδιά μιγάδες. καθώς οι λευκοί κύριοι είχαν συχνά σεξουαλικές σχέσεις με τις
μαύρες σκλάβες τους, Η τύχη αυτών των παιδιών ήταν φυσικά προκαθορισμένη: ήταν
κι αυτά σκλάβοι.
Από γενιά σε γενιά, λόγω των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ
λευκών και μαύρων, αύξαινε ο αριθμός των σκλάβων που ήταν μιγάδες. Στην
απογραφή του 1850 οι μιγάδες ήταν 245.000. Το 1860 ήταν 411.000 σε συνολικό
πληθυσμό σκλάβων 3.900.000.
Γενικά όσοι μαύροι είχαν πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα ήταν
κοινωνικά σε καλύτερη θέση από τους ομοφύλους τους και το ποσοστό τους μεταξύ
των ελεύθερων μαύρων ήταν πολύ μεγαλύτερο. Σύμφωνα με τον «Code Noir» της Νέας Ορλεάνης ακόμα και οι
μαύροι άνδρες προτιμούσαν τις μαύρες γυναίκες που είχαν λιγότερο σκούρο δέρμα.
Συνέβαινε αρκετές φορές τα παιδιά που γεννιούνταν από ένα
λευκό και ένα μαύρο ή μιγάδα γονιό να είναι πιο πολύ λευκά και καμιά φορά να
είναι εντελώς λευκά. Ωστόσο παρέμεναν σκλάβοι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των έξι παιδιών που ο
πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον απέχτησε από τη μιγάδα σκλάβα του Σάλι Χέμινγκς, η
οποία ήταν λευκή κατά τα τρία τέταρτα.
Η Σάλι Χέμινγκς ήταν κόρη της επίσης μιγάδας Μπέτι Χέμινγκς.
Η Μπέτι Χέμινγκς είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον λευκό ιδιοκτήτη της Τζον
Γουέιλς και απέχτησε μαζί του αρκετά παιδιά, μεταξύ των οποίων και τη Σάλι. Όταν
η κόρη του Γουέιλς Μάρθα παντρεύτηκε τον Τόμας Τζέφερσον, έφερε μαζί της στο
νέο της σπίτι τη Σάλι και τα άλλα ετεροθαλή της αδέλφια μαζί με τη μητέρα τους.
Φυσικά ως σκλάβους.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του Μάρθας, ο Τόμας Τζέφερσον
φαίνεται ότι έκανε ερωμένη του τη Σάλι, την ετεροθαλή μιγάδα αδελφή της γυναίκας
του και απέχτησε μαζί της έξι παιδιά. Η Σάλι ωστόσο παρέμεινε σκλάβα ως το
τέλος της ζωής της.
Γενικά οι λευκοί κτηματίες προτιμούσαν να έχουν στα σπίτια
τους ως υπηρετικό προσωπικό τούς ανοιχτόχρωμους σκλάβους και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι όλοι αυτοί
οι μιγάδες είχαν κάποια συγγένεια με τους ιδιοκτήτες τους.
Μερικές φορές οι λευκοί κτηματίες φρόντιζαν για τη μόρφωση
των παιδιών που είχαν αποκτήσει με σκλάβες, άλλοτε σε σχολεία (κυρίως στις
βόρειες Πολιτείες) και άλλοτε στέλνοντάς τα να μάθουν μια τέχνη. Άλλες φορές
τους έδιναν κάποια περιουσία ή τα ελευθέρωναν μαζί με τις μητέρες τους. Στον
Νότο οι ελεύθεροι μαύροι ήταν συχνά μιγάδες, παιδιά πλούσιων κτηματιών, και
καμιά φορά οι λευκοί πατεράδες τους τούς μεταβίβαζαν κάποια ιδιοκτησία ή
κοινωνικό κεφάλαιο.
Το πανεπιστήμιο Wilberforce που ιδρύθηκε
από την Επισκοπή Μεθοδιστών και Αφρικανών Μεθοδιστών το 1856 στο Οχάιο για τη
μόρφωση των νέων Αφροαμερικανών υποστηρίχθηκε αρχικά από πλούσιους νότιους
κτηματίες που πλήρωναν για τη μόρφωση των μικτογενών παιδιών τους. Όταν ξέσπασε
ο αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, η πλειοψηφία των 200 σπουδαστών ήταν μιγάδες,
παιδιά πλούσιων νότιων οικογενειών.
Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης. Δεν ήταν
όλοι οι λευκοί αφέντες τόσο ευαίσθητοι απέναντι στα μικτογενή παιδιά τους. Πολλοί
τα μεταχειρίζονταν με τον ίδιο τρόπο όπως και τα άλλα παιδιά των μαύρων, χωρίς
να κάνουν καμιά διάκριση. Μπορούσαν ακόμα και να τα πουλήσουν, ενώ τα ετεροθαλή
λευκά αδέλφια τους κληρονομούσαν την πατρική περιουσία και απολάμβαναν όλα τα
προνόμια των ελεύθερων.
Οι γυναίκες μιγάδες είχαν μεγάλη ζήτηση από τους λευκούς,
επειδή ήταν πιο ελκυστικές. Τις έψαχναν και τις αγόραζαν για να τις κάνουν
ερωμένες τους.
Η τύχη του παιδιού,
αν θα ήταν σκλάβος ή ελεύθερος, εξαρτιόταν από τη μητέρα του. Τα παιδιά της
σκλάβας ήταν σκλάβοι, της ελεύθερης ελεύθερα. Ακόμα κι αν ο πατέρας του παιδιού
ήταν ελεύθερος (μαύρος ή λευκός), εφόσον η μητέρα ήταν σκλάβα, το παιδί γινόταν
σκλάβος, σύμφωνα με ένα νόμο του 1662. Αν η μαύρη μητέρα δεν ήταν σκλάβα αλλά
ελεύθερη, τότε το παιδί της εθεωρείτο ελεύθερο κι ας ήταν μιγάς.
Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, αρκετές λευκές γυναίκες
είχαν σεξουαλικές σχέσεις με μαύρους. Τα μικτογενή παιδιά που έρχονταν στον
κόσμο ήταν ελεύθερα. Ένα παιδί από μαύρο πατέρα και λευκή μητέρα δεν είχε όμως καλύτερη
τύχη. Συνήθως η μητέρα του το εγκατέλειπε ή το πουλούσε κρυφά.
Η ζωή των ελεύθερων μιγάδων δεν ήταν καθόλου εύκολη. Πολύ
δύσκολα γίνονταν δεκτοί στις κοινότητες των λευκών και το ίδιο ίσχυε και για
τις κοινότητες των μαύρων. Οι λευκοί πατεράδες συχνά δεν αναγνώριζαν ως δικά
τους τα παιδιά της μαύρης σκλάβας ερωμένης τους, ακόμα κι όταν η εξωτερική
ομοιότητα ήταν φανερή.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο οι περισσότεροι μιγάδες, ειδικά αν
έμοιαζαν στον λευκό γονιό τους στο χρώμα του δέρματος και στα υπόλοιπα
χαρακτηριστικά, έφευγαν από τον τόπο που είχαν γεννηθεί. Πολλοί μπορούσαν να
προσποιηθούν τους λευκούς και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή με νέα ταυτότητα
διαγράφοντας το παρελθόν τους.
1982
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτά
ωραίο άρθρο