Σελίδες

29/12/18

Ο αριστερός τοίχος του χολ





Κάθε πρωί που ξυπνά και βλέπει ότι είναι ακόμα ζωντανός, τον κυριεύει μια απερίγραπτη δυστυχία.

Στον ύπνο είναι καλά. Σκοτάδι, ακινησία, κάποια όνειρα παράξενα, αλλά όλα τα όνειρα είναι παράξενα. Κυρίως λησμονιά. Στον ύπνο δεν θυμάται ποιος είναι, δεν θυμάται πώς ζει. Είναι καλά εκεί, περνά καλά.

Ύστερα ξυπνά, ανοίγει τα μάτια, όλα έρχονται πάλι στο νου του, έρχονται σαν καταιγίδα, σαν καταστροφή και σαρώνουν τα πάντα. Σηκώνεται από το κρεβάτι με βαριά διάθεση, είναι και τα φάρμακα που του φέρνουν βαρύ ύπνο και  δυσκολεύεται να ξυπνήσει.


 Οι Άλλοι τον κοιτάζουν εχθρικά, έτσι τον κοιτάζουν πάντα.

Σέρνει τα βήματά του, πάει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Ύστερα πάει στο κελί του, ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει από το παραθυράκι αφηρημένα έξω, Βλέπει ένα κομμάτι ουρανό και το ρετιρέ της απέναντι πολυκατοικίας.

Στο κελί του, δωμάτιο υπηρεσίας το λένε,  ίσα-ίσα που χωράει όρθιος κανείς. Εδώ έχει ένα τραπέζι με τα βιβλία του και εδώ περνά όλη τη μέρα. Το χειμώνα κάνει κρύο, γιατί το κελί  δεν έχει καλοριφέρ κι αυτός καπνίζει και κρατά ανοιχτό το παραθυράκι.  Τυλίγει τα πόδια του σε μια παλιά κουβέρτα, αλλά τα πόδια του μένουν παγωμένα. Το έχει συνηθίσει όμως.

Τα βράδια έρχονται επισκέπτες και παίζουν χαρτιά στο πρόχειρο καθιστικό, δηλαδή στο δωμάτιό του που δεν του ανήκει όμως. Μετά που φεύγουν, αυτός αερίζει το δωμάτιο, ύστερα ανοίγει τον καναπέ, στρώνει και πέφτει να κοιμηθεί. Παίρνει και τα χάπια του και σε λίγο χάνεται στη λησμονιά. Είναι τόσο ωραία τότε, τόσο ωραία...

Μια φορά πήρε οχτώ χάπια μαζεμένα. Όλα ήθελε να τα πάρει, αλλά δείλιασε την τελευταία στιγμή. Ύστερα ξάπλωσε και δεν είχε ιδέα τι θα γινόταν την άλλη μέρα, αν θα ξυπνούσε δηλαδή ή αν θα περιπλανιόταν για πάντα  σε κείνους τους  κόσμους του ονείρου. Τελικά ξύπνησε το απόγευμα της επομένης.  Οι Άλλοι έβγαζαν αφρούς.

Η καλύτερη λύση είναι να απομονώνεται στο κελί και να λέει πως διαβάζει. Όταν το κάνει αυτό, τον αφήνουν ήσυχο. Ανοίγει τα βιβλία του, διαβάζει μερικές σελίδες, ύστερα κουράζεται, δεν μπορεί να συνεχίσει. Ανάβει τσιγάρο, κοιτάζει τον ουρανό από το παραθυράκι και σκέφτεται διάφορα.

Τελευταία τον απασχολεί πολύ η έννοια της ευτυχίας. Τι είναι η ευτυχία; Γιατί οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια γι’ αυτήν, αλλά κανείς δεν δηλώνει ευτυχισμένος; Επειδή η ευτυχία δεν υπάρχει, εκεί έχει καταλήξει μετά από σκέψη. Υπάρχουν στιγμές ευτυχίας, όμως ζωή ευτυχισμένη όχι, δεν υπάρχει. Παίρνει το στιλό και γράφει τις σκέψεις του σ’ ένα τετράδιο. Σ’ αυτό το τετράδιο γράφει ό,τι καινούργιο τού έρχεται στο μυαλό.

Στο κελί κάθεται όλη τη μέρα και υποκρίνεται πως διαβάζει. Πιο πολύ όμως σκέφτεται και γράφει τις σκέψεις του στο τετράδιο.

Σπάνια βγαίνει έξω από το σπίτι, πού να πάει εξάλλου; Οι φίλοι  χάθηκαν, από τότε που αρρώστησε, μόνο ο Σπύρος τού απέμεινε, αλλά δεν έχει χρόνο να τον δει, είναι στο Πανεπιστήμιο όλη μέρα. Αυτός σταμάτησε να πηγαίνει στη Σχολή, μελετά  στο κελί και πάει μετά και δίνει εξετάσεις. Περνά τα μαθήματα με κάτι πεντάρια, με κάτι εξάρια, πάλι καλά όμως, ευχαριστημένος είναι.

Και πώς το έχει πάρει αυτό το συνήθειο, όταν είναι να βγει έξω, πολύ σπάνια εννοείται, λέει στους Άλλους «φεύγω, αντίο» και όταν επιστρέφει, τους λέει «καλησπέρα». Οι Άλλοι ούτε που γυρίζουν να τον κοιτάξουν. Αυτός όμως επιμένει. Πώς το έχει πάρει αυτό το χαζό συνήθειο, ούτε κι ο ίδιος το καταλαβαίνει. Όταν οι Άλλοι φεύγουν, κλείνουν την πόρτα με πάταγο και χάνονται.

Αυτός επιμένει στις χαιρετούρες. Ακολουθεί μετά η σιωπή. Μια σιωπή θανάτου. Αδίκως αυτός τους απευθύνει το λόγο. Είναι σαν να μην υπάρχει. Δεν υπάρχει. Έχει γίνει ανύπαρκτος. Μοναδικό καταφύγιο είναι τότε το κελί. Κάθεται εκεί μέσα, καπνίζει, βλέπει ένα κομμάτι ουρανού και σκέφτεται. Σκέφτεται πως πολύ άσχημα έφτιαξε ο Θεός αυτόν τον κόσμο.

«Αγαπητέ Θεέ, μετά από ενδελεχή σκέψη κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχεις», έγραψε μια μέρα στο τετράδιό του και τον απέρριψε εντελώς.

Στον καθρέφτη, όταν κοιτάζεται, νιώθει απελπισία. Αλλιώς τα είχε λογαριάσει, όταν ήταν παιδί. Τώρα που έγινε δεκαεννιά χρονών, η φύση τού χαμογελά χαιρέκακα μέσα από το είδωλό του.

Ο έρωτας είναι μια ψευδαίσθηση ευτυχίας, σκέφτεται και το καταγράφει στο τετράδιό του. Είναι μια ύπουλη παγίδα της Φύσης για να κάνει τη δουλειά της, όμως δίνει τουλάχιστον μια ψευδαίσθηση ευτυχίας.

Έρωτας δεν υπάρχει. Μόνο στα όνειρά του.


Και τώρα είναι Δεκέμβρης, για την ακρίβεια 31 του μηνός, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Οι Άλλοι ετοιμάζονται για ρεβεγιόν - τι λέξη κι αυτή, πόσο πολύ τον αηδιάζει.

Θα έρθεις μαζί μας εσύ ή τι θα κάνεις; τον ρωτούν, αλλά αυτός δεν θα πάει μαζί τους φυσικά, δεν έχει καμιά δουλειά ανάμεσά τους και ανάμεσα σε άλλους μεσόκοπους και ηλικιωμένους, των οποίων τα παιδιά θα απουσιάζουν, θα είναι με τις παρέες τους κι αυτός θα είναι εκεί, ένας παράταιρος, ένας που θα δηλώνει με την παρουσία του την ολοκληρωτική του αποτυχία.

Έχω κανονίσει, απαντά και σηκώνεται κι αυτός και ετοιμάζεται.

Πού θα πας; τον ρωτούν καχύποπτα κι αυτός νιώθει ότι έχουν μπει στο μυαλό του και τα έχουν καταλάβει όλα. Λέει ένα ψέμα, ότι ένας συμφοιτητής τάχα τον κάλεσε στο σπίτι του . Φεύγει πρώτος. Κλείνει την πόρτα μαλακά πίσω του, κατεβαίνει με το ασανσέρ, βγαίνει στο δρόμο.

Είναι νωρίς ακόμα και δεν έχει ξεκάθαρο σχέδιο στο μυαλό του. Κοιτάζει το ρολόι. Εφτά και μισή. Πρέπει να μείνει έξω τουλάχιστον ως τις έντεκα και μισή για να είναι σίγουρος πως οι Άλλοι θα έχουν φύγει από το σπίτι.  Κατηφορίζει την Ιπποκράτους και η γιορτινή ατμόσφαιρα τού ρίχνει τα πρώτα δυνατά χαστούκια.

Μετά αρχίζουν οι μαχαιριές. Ένα αόρατο μαχαίρι χαράζει τα σωθικά του, όσο προχωρεί προς το κέντρο και βλέπει τα γιορτινά μαγαζιά, τα ζαχαροπλαστεία με τα βουνά τα γλυκά, τις κορδέλες και τα αστεράκια και τα στολισμένα δέντρα με τα φωτάκια. Μαχαιριές συνέχεια, καθώς τον προσπερνούν οι άλλοι και φλυαρούν χαρούμενα και κρατάνε στα χέρια τους τα δώρα ωραία περιτυλιγμένα με πολύχρωμο χαρτί. Μαχαιριές στην καρδιά του, όταν φτάνει στο κέντρο και περιπλανιέται άσκοπα εδώ κι εκεί μέσα στις φωνές και τα τραγούδια και τις παρέες.

Κάθεται σε ένα παγκάκι και κοιτάζει με μάτια γυάλινα τον κόσμο. Ο κόσμος προσπερνά ανύποπτος φλυαρώντας δυνατά. Ανάβει ένα τσιγάρο και σκέφτεται πως η μοναξιά και η δυστυχία του φαίνονται από μακριά, όσοι τον προσπερνούν το καταλαβαίνουν, κάτι σαν παρίας είναι μέσα σ’ αυτή τη χαρούμενη κοινωνία που ετοιμάζεται να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά. Σβήνει το τσιγάρο και σηκώνεται. Καλύτερα να περπατά, να δείχνει ότι κάπου πηγαίνει βιαστικά, ότι έχει τέλος πάντων ένα προορισμό, κάποιο σπίτι που τον περιμένει για την αποψινή γιορτή. Έτσι, κανείς δεν θα μπορεί να υποψιαστεί την αλήθεια.

Ανεβαίνει τη Σταδίου, κατεβαίνει την Πανεπιστημίου, ολόφωτες βιτρίνες, χρυσόσκονη, λαμπιόνια που αναβοσβήνουν και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι που πάνε πάνω κάτω και έχουν κάτι ξένοιαστα πρόσωπα – άραγε πώς να είναι το δικό του, να φαίνεται άραγε η δυστυχία του, μάλλον όχι, κανείς δεν τον κοιτάζει με περιέργεια, όλοι τον προσπερνούν.

Φτάνει ως την Ομόνοια και μετά δεν ξέρει ποιο δρόμο να πάρει. Κοιτάζει το ρολόι του. Εννέα παρά πέντε, είναι πολύ νωρίς ακόμη. Μηχανικά γυρίζει προς τα πίσω, μπαίνει στη Χαριλάου Τρικούπη και αρχίζει να την ανεβαίνει. Όσο προχωρεί, τα μαγαζιά λιγοστεύουν και πληθαίνουν οι πολυκατοικίες. Κάτι κυρίες με γούνες στέκονται σε μια είσοδο κρατώντας τα γνωστά πολύχρωμα κουτιά. Τις συνοδεύει ένας κύριος κουστουμαρισμένος. Κάπου πάνε, κάπου τους περιμένουν, υπάρχουν κάποιοι που τους περιμένουν για να περάσουν μαζί τη βραδιά ετούτη, την τελευταία του χρόνου.

Σαχλαμάρες, όλες ο μέρες ίδιες είναι, αυτά όλα είναι απλώς συμβάσεις, τα έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του και τα έχει καταγράψει στο τετράδιό του. Τους προσπερνά βιαστικά, εκείνοι δεν τον προσέχουν.

Συνεχίζει να ανεβαίνει προς τα πάνω και κοιτάζει τα φωτισμένα παράθυρα. Τα κοιτάζει με ζήλια και με κάποιο άλλο απροσδιόριστο συναίσθημα που θυμίζει θαλπωρή. Υπάρχουν εκεί μέσα άνθρωποι δεμένοι μεταξύ τους με ανθρώπινους δεσμούς, υπάρχει ένα σπιτικό, πώς το λένε αυτό οι Άγγλοι, home το λένε, home, sweet home, έτσι το λένε οι Άγγλοι. Κοιτάζει τα φωτισμένα παράθυρα και φαντάζεται εκεί μέσα τους ενοίκους να κάθονται στο τραπέζι, να μιλάνε μεταξύ τους, πού και πού να λένε κάτι αστείο και να χαμογελάνε, τους φαντάζεται  χαλαρούς, άλλοι να διαβάζουν, άλλοι να μιλούν στο τηλέφωνο, άλλοι να ετοιμάζουν το φαγητό στην κουζίνα, να ανταλλάσσουν με φυσικότητα  χιλιοειπωμένα πράγματα, home, sweet home, πέφτουν απανωτές οι μαχαιριές.

Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας έχει κίνηση, έχει φώτα και θόρυβο. Και είναι μόνο εννέα και μισή, δεν περνά η ώρα με τίποτε απόψε. Δεν ξέρει πού να πάει τώρα, το σπίτι του είναι πέντε λεπτά αποδώ, αλλά δεν θα πάει εκεί, μπορεί οι Άλλοι να μην έχουν φύγει ακόμα.

Ανεβαίνει μηχανικά τη λεωφόρο, φτάνει στους Αμπελόκηπους και συνεχίζει να ανεβαίνει, παίρνει την Κηφισίας και προχωρεί με σκυμμένο το κεφάλι, προχωρεί βιαστικά, δεν κοιτάζει τώρα γύρω του, βαδίζει σαν να έχει καθυστερήσει σε κάποιο ραντεβού, κάπου τον περιμένουν και έχει αργήσει, προχωρεί με μεγάλα βήματα και δεν κοιτάζει γύρω του.

Δεν κατάλαβε πότε μπήκε σε μια περιοχή που δεν υπάρχουν πια πεζοί, μόνο αυτοκίνητα που ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά τη λεωφόρο, δεν πήρε είδηση ότι τα φώτα λιγόστεψαν, τα μαγαζιά τέλειωσαν, ότι βαδίζει σε ένα έρημο πεζοδρόμιο ολομόναχος, ότι ήδη είναι στόχος, ότι είναι μια αφύσικη παρουσία σ΄ αυτή την ερημιά. Αυτός προχωρεί. Ανεβαίνει όλο και πιο πάνω. Φτάνει σε μέρη που ποτέ δεν έχει περπατήσει, που δεν τα ξέρει καν. Και δεν δίνει σημασία, κοιτάζει κάτω το πλακόστρωτο και δεν σκέφτεται τίποτα. Προχωρεί. Μόνο αυτό κάνει.

Έπειτα ξαφνικά βλέπει το περιπολικό. Τον ακολουθεί σιωπηλά, τον παρακολουθεί. Πηγαίνει αργά, έχει συντονιστεί με το βηματισμό του. Σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει γύρω του. Απόλυτη ερημιά. Είναι ένας νεαρός μόνος που περπατά βιαστικά στις παρυφές κάποιου αριστοκρατικού προαστίου, ένας νεαρός στόχος. Το περιπολικό ποιος ξέρει πόση ώρα είναι που τον έχει εντοπίσει και τον παρακολουθεί. Ποιος περπατά μια τέτοια νύχτα σ’ αυτήν εδώ την ερημιά; Και τι άραγε να σκέφτονται αυτοί εκεί μέσα που αόρατοι τον παρατηρούν; Βρήκαν τελικά ένα τρομοκράτη; Έναν ύποπτο για ανατροπές, για βόμβες και τέτοια;

Σταματά απότομα, κοιτάζει το ρολόι του. Έντεκα παρά είκοσι. Κάνει στροφή κι αρχίζει να κατεβαίνει. Το περιπολικό στρίβει σε ένα παράδρομο και χάνεται.

Δώδεκα παρά τέταρτο μπαίνει στο διαμέρισμα. Είναι σκοτεινό, οι Άλλοι έχουν φύγει. Ανάβει το φως στο χολ και τρεκλίζει κατάκοπος. Πετά το σακίδιό του στην πολυθρόνα κι ακουμπά στον αριστερό τοίχο, κλείνει τα μάτια και μένει ακίνητος για λίγα λεπτά. Δεν σκέφτεται τίποτα απολύτως, είναι μόνο πολύ κουρασμένος μετά από τόσες ώρες περπάτημα.

Έπειτα ξαφνικά νιώθει τον τοίχο υγρό και ανοίγει τα μάτια απορημένος. Ο τοίχος είναι γεμάτος δάκρυα. Τα κοιτάζει και δεν μπορεί να καταλάβει.

«Κλαις;» ρωτά τον τοίχο. «Γιατί κλαις;»

Ο τοίχος μένει σιωπηλός, μόνο που αναβλύζουν συνέχεια δάκρυα πάνω στη λευκή του επιφάνεια.

«Γιατί κλαις;» τον ξαναρωτά αυτός.

«Ανησυχούσα», λέει αυτός σιγανά. «Δεν ήξερα πού ήσουν τόσες ώρες και ανησυχούσα».

«Έκανα μια βόλτα στην πόλη. Και είμαι καλά, μην κλαις».

Ο τοίχος όμως συνεχίζει να κλαίει.

«Ένα παιδί μόνο του μες τη νύχτα...Ανησυχούσα πολύ».

«Είμαι καλά, μην κλαις. Κοίτα, είμαι καλά».

Αλλά ο τοίχος συνεχίζει να κλαίει.

«Είχα την έννοια σου, καταλαβαίνεις...Σε περίμενα. Κι εσύ αργούσες...»

«Εδώ είμαι τώρα. Μην κλαις».

Σκουπίζει τα δάκρυα με την παλάμη του.

«Δεν θέλω να κλαις», του λέει και τον κοιτάζει τρυφερά.

Ο τοίχος μένει σιωπηλός για λίγο.

«Ανησυχούσα πολύ», του λέει μετά.

Αυτός ακουμπά πάνω του το κεφάλι του.

Απέξω ακούγονται ξαφνικά τα πρώτα πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό. Περνούν λίγα λεπτά.  Κι άλλα πυροτεχνήματα αστράφτουν πολύχρωμα που τα βλέπει από την πόρτα του σαλονιού.

Για λίγο κανείς τους δεν μιλά.

Έπειτα αυτός ακουμπά το χέρι του πάνω στον τοίχο, τον χαϊδεύει τρυφερά.

«Ό,τι κι αν γίνει», του λέει σιγανά, «όπως κι αν πάνε τα πράγματα, θέλω να ξέρεις ότι εσένα, αριστερέ τοίχε του χολ, θα σ’ αγαπώ πάντα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου