Σελίδες

16/6/18

Τα αστικά επαγγέλματα στο Βυζάντιο







Στο μνημειώδες έργο του Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» υπάρχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στα επαγγέλματα των ανθρώπων της εποχής.

Εννοείται ότι η αριστοκρατία δεν ασκούσε κανένα επάγγελμα, όσοι όμως ανήκαν στη μεσαία και την κατώτερη τάξη έπρεπε να δουλέψουν για να ζήσουν. Μαζί με τους λαϊκούς και οι κληρικοί και οι μοναχοί καταπιάνονταν με δουλειές, μολονότι η Εκκλησία δυσανασχετούσε και συχνά τους το απαγόρευε.

Στα ευγενή λεγόμενα επαγγέλματα ανήκαν αυτό του ιερέα, του γιατρού, του γραμματέα, του δάσκαλου, του νοτάριου (συμβολαιογράφου). Επίσης του ανδριαντοπλάστη, του τραπεζίτη ή αλλιώς σαράφη (αργυραμοιβού), του ζωγράφου ή αλλιώς ιστοριογράφου, του λιθουργού ή αλλιώς καβιδάριου που κατεργαζόταν πολύτιμους λίθους, του χρυσικού ή αλλιώς χρυσοχού και του αργυροπράτη που πουλούσε αργυρά και χρυσά σκεύη και πολύτιμους λίθους.

Τα ταπεινά λεγόμενα επαγγέλματα είναι πολύ περισσότερα και πολλά από αυτά διατηρούνται ως τις μέρες μας, αν και τότε είχαν λίγο διαφορετικό όνομα, πχ:

Αρτοποιός ή αρτοκόπος ή μάγκιψ. Έφτιαχνε ψωμί στο μαγκιπείον του.
Κρεοπώλης ή μακελλάριος. Το κρεοπωλείο λεγόταν μακελλείον.
Μαχαιράς (μαχαιροποιός).
Μάγειρος.
Τορνευτής, τορνάρης (τορναδόρος).
Κηρουλλάριος (κηροποιός). Τα κεριά λέγονταν κηρουλλάρια.
Κοσκινάς.
Κλινοποιός ή κραββατοποιός.
Ξυλοπράτης ή ξυλέας (έμπορος ξυλείας).
Σαπωνοπράτης. Το μαγαζί του λεγόταν σαπωναρείον.
Σπετλοποιός. Κατασκεύαζε σπέτλα ή σφέτλα (κάτοπτρα, καθρέφτες).
Υελεψός ή υελοψός (υαλουργός).
Υαλέας (αυτός πουλούσε τα γυαλικά).
Παλαιορράφος ή νευρορράφος ή πετσωτής (τσαγγάρης).
Κλειδοποιός.
Ασβεστοποιός ή χαλικοκαύστης.
Βυρσοδέψης ή σκυτοδέψης.

Υπήρχε όμως και ο απορρουχοσυνάκτης που αγόραζε παλιά ρούχα και τα μεταπωλούσε.
Ο γρυτάριος ή γρυποπώλης που αγόραζε παλιά παπούτσια.
Ο βουτσάς που έφτιαχνε πιθάρια και ξύλινα βαρέλια.
Ο ζυγοστάτης (κανταρτζής) που ζύγιζε με το καντάρι του διάφορα βάρη.
Ο καλαθοπλόκος (κανοποιός) που έπλεκε καλάθια.


Άλλα επαγγέλματα:
Σκουφάς. Κατασκεύαζε καλύμματα κεφαλιού, σκούφους.
Πινακάς. Κατασκεύαζε ξύλινα πιάτα.
Σπαθοποιός.
Σαλπιγγοποιός.
Τοξοποιός.
Τυμπανάρις.
Αμαξοποιός.
Καρροπηγός, έφτιαχνε κάρρα.
Βασταγάριος, νωτοφόρος, φορτιάριος, σηκωτής (αχθοφόρος).
Καναλοπλύτης, καθάριζε υπονόμους.
Ανθρακεύς ή καρβωνάριος (καρβουνιάρης).
Κναφεύς ή πλύντης. Έπλενε και καθάριζε τα ρούχα των πελατών του. Είχε και μαθητές στη δουλειά του που μερικές φορές έκλεβαν τα ρούχα και εξαφανίζονταν.
Σχοινοστρόφος ή σχοινοπλόκος ή σχοινουργός. Κατασκεύαζε σκοινιά.
Πεταλουργός ή καλιγάριος.
Υποδηματορράφος ή σκυτοτόμος ή καλικαγάριος ή καλιγάς ή τσαγγάριος.



Με τα ρούχα και τα υφάσματα ασχολούνταν πολλές κατηγορίες επαγγελματιών.

Υπήρχαν οι κογχυλευτές ή πορφυρείς, οι αλιείς πορφύρας, με την οποία έβαφαν τα πολυτιμότερα, αυτοκρατορικά κυρίως, υφάσματα.
Οι κογχυλιάριοι αγόραζαν τα κοχύλια και παρασκεύαζαν την πορφύρα.
Οι πορφυροβαφείς έβαφαν πορφυρά τα υφάσματα.
Οι βαφείς έβαφαν τα λινά, τα μάλλινα και τα μεταξωτά υφάσματα. Μεταχειρίζονταν ως βαφή διάφορες φυτικές ουσίες. Προκειμένου για το μετάξι χρησιμοποιούσαν ενίοτε και αίμα, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά με ποινή χειροκοπίας.

Οι υφασματοπώλες ήταν χωρισμένοι σε κατηγορίες:
Οι καταρτάριοι έφτιαχναν από τα κουκούλια το μεταξωτό νήμα.
Οι σηρικάριοι αγόραζαν νήματα μεταξιού και ύφαιναν μεταξωτά φορέματα.
Οι βεστιοπράται αγόραζαν και μεταπωλούσαν σηρικά φορέματα.
Οι μεταξοπράται ή μεταξάδες εμπορεύονταν ακατέργαστο ή κατεργασμένο μετάξι ανώτερης ποιότητας.
Οι μεταξάριοι έκαναν το ίδιο με κατώτερης ποιότητας μετάξι.
Οι οθονοπράται ή μπανείς εμπορεύονταν λινά υφάσματα από την περιοχή του Στρυμόνα, από τις επαρχίες του Πόντου και από τη Βουλγαρία. Τα μεταπωλούσαν στους βεστιοπράτες που τα χρησιμοποιούσαν ως επένδυση στα φορέματα που πουλούσαν.
Οι πρανδιοπράται εισήγαγαν και πουλούσαν υφάσματα και ρούχα από τη Συρία.

Τα επαγγέλματα αυτά παρέμεναν χωριστά και απαγορευόταν να ασκεί κάποιος συγχρόνως δύο μαζί, πχ να είναι και βεστιοπράτης και σηρικάριος.

Οι γουνάριοι (γουναράδες) έφτιαχναν γούνες. στα γουναρεία τους.
Οι υφαντές ή ανυφαντήδες ή ανυφαντάρηδες ύφαιναν υφάσματα, διότι το επάγγελμα αυτό το ασκούσαν κανονικά και οι άνδρες μαζί με τις γυναίκες. Ύφαιναν και πολυτελή υφάσματα (λινά, μεταξωτά, χρυσοΰφαντα) και ευτελή, όπως τα λεγόμενα τρίχινα από τρίχες αιγών ή τράγων.


Στους δρόμους έστηναν τα πρόχειρα μαγαζάκια τους οι χορδεύοντες ή αλλαντεύοντες και πουλούσαν μαγειρεμένα έντερα και κοιλιές αιγοπροβάτων που έβραζαν μέσα στις χύτρες τους.

Υπήρχαν φυσικά και οι γυρεύοντες, αυτοί που τριγυρνούσαν στους δρόμους και πουλούσαν σησαμάτα (παστέλια, γι’ αυτό και τους έλεγαν παστελοπούλους) ή καρυδάτα (γλυκίσματα με βάση τα καρύδια).
Επίσης οι πουσκάριοι που πουλούσαν βραστά λουπινάρια (ή αλλιώς θέρμια), βραστά ρεβίθια, βραστή φακή και κόκκινη κάνναβη.
Οξυγαλατάδες. Πουλούσαν ξινόγαλα.
Οπωροπώλες.
Μιλιαράδες. Πουλούσαν ή επισκεύαζαν χάλκινες χύτρες.
Πωλητές πιπεροτριπτών.
Ράπτες.
Πωλητές υφασμάτων.
Πωλητές γλυκισμάτων.

Οι ιχθυοπράται πουλούσαν ψάρια στα ψαροπουλειά τους.
Οι σαλδαμάριοι πουλούσαν αγγούρια, γογγύλια, λάχανα συντηρημένα σε άλμη αλλά και κρέατα, ψάρια, λουκάνικα, μέλι, λάδι, όσπρια, βούτυρα κι ακόμα πίσσα, βαρέλια, κάνναβη, γύψο, σκάφες, καρφιά. Κάτι σαν σουπερμάρκετ δηλαδή.
Οι τυρέαι, τυροπώλαι, τυροπούλοι πουλούσαν τυριά που αγόραζαν από τους τυροποιούς.
Οι γαρεψοί ήταν ειδικευμένοι στην παρασκευή γάρου, μιας πολύ δημοφιλούς τότε σάλτσας από ψάρια και λαχανικά, εντόσθια, βράγχια και αίμα άλλων ψαριών μαζί με ξύδι, κρασί και λάδι.

Στα καπηλεία ή ταβερνεία  μπορούσε κανείς να πιει κρασί (κυρίως), αλλά και να φάει. Το επάγγελμα του κάπηλου (και της καπήλισσας) ήταν λίαν περιφρονημένο, γιατί μέσα στα καπηλειά γίνονταν διάφορα, οι καπήλισσες και οι άλλες γυναίκες που κυκλοφορούσαν εκεί δεν ήταν υπόδειγμα αρετής, υπήρχαν μεθυσμένοι, θόρυβος, φασαρία, καβγάδες, κλοπές. Ωστόσο συνέβαινε να είναι ιδιοκτήτες καπηλείων και κληρικοί. Τα καπηλεία ήταν πολυάριθμα και έγιναν ακόμα περισσότερα, όταν ήρθαν οι Φράγκοι. Οι μεθυσμένοι στρατιώτες συχνά δεν πλήρωναν το λογαριασμό και επί πλέον κερνούσαν και τους άλλους. Τα καπηλειά τα έλεγαν και φουσκαρεία, επειδή σέρβιραν πούσκα ( λατινικά pusca), ένα μίγμα από ξύδι και νερό, το αρχαίο οξύκρατον. 

Βαλανεία (λουτρά) υπήρχαν και δημόσια και ιδιωτικά (βαλανεία πριβάτα). Στα πριβάτα συχνά οι ιδιοκτήτες ήταν κληρικοί. Ο εγκαύστης ή καμινάριος άναβε το καμίνι του λουτρού, ο λουτράρις ή λούστης ή περιχύτης ξέπλενε τον πελάτη με χλιαρό νερό, ο δρωπακιστής τον άλειφε με ειδικές αλοιφές για να πέσουν οι τρίχες του, ο εμβατάριος ήταν υπεύθυνος για τη λεκάνη του λουσίματος και ο κα(μ)ψάριος ήταν ο ιματιοφύλακας.

Στα κουρεία ή κουρισκαρεία εργάζονταν οι κουρίσκοι (ή κουρείς) και οι ξυραφισταί.

Η Εκκλησία δεν φαίνεται να συμπαθούσε αυτούς που αποχωρίζονταν τις τρίχες τους. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας καταγγέλλει ότι έχουν γεμίσει οι πόλεις με εργαστήρια που πλουτίζουν από τους γυναικωτούς που θέλουν να απαλλαγούν από τις τρίχες του σώματός τους: «Πλήρεις αι πόλεις πιττούντων, ξυρούντων, παρατιλλομένων τους θηλυδρίας τούτους, εργαστήρια δε κατεσκεύασται και ανέωκται πάντη και τεχνίται της εταιρικής ταύτης πορνείας συχνόν εμπολώσιν αργύριον».

Στα μυρεψεία οι μυρεψοί πουλούσαν διάφορα αρωματικά προϊόντα, όπως πιπέρι (κυρίως μαύρο Κεϋλάνης ή Ινδιών), κινάμωμον (κανέλλα), αρωματικά ξύλα, μόσχο, λίβανο, καμφορά, σμύρνα, ξυλαλόη, άμβαρ, αρωματικές ρίζες, μοσχοκάρυδο, μοσχολίβανο, μοσχοκάρφια, κύμινο, βαρζίν (βάλσαμο), λαχά (στίμμι, με αυτό έβαφαν τα μαλλιά τους οι γυναίκες). Πουλούσαν επίσης βαφικά προϊόντα, όπως λουλάκι, λαζούρι, χρυσόξυλο, ζυγαία. Όλα αυτά τα εισήγαγαν από τη Συρία, την Τραπεζούντα και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου.

Στα μυρεψεία και τα κουρισκαρεία ο κόσμος μαζευόταν για κουβέντα και κουτσομπολιό.



Άλλες ειδικότητες:
Αλιείς μαργαριταριών.
Μυλωνάριοι (μυλωνάδες).
Χαλινοποιοί ή χαμέαι ή ηνιορράφοι.
Σαγματοποιοί ή σαμαράδες.
Σελλάδες. Κατασκεύαζαν μόνο τις σέλλες.
Λωροτόμοι. Κατασκεύαζαν τα δερμάτινα λουριά των αλόγων.
Χαλκοτύποι ή χαλκείς ή χαλκέαι ή χαλκιάδες.
Ελαιοτρίβαι.
Αμμυδάριοι. Επεξεργάζονταν τη μούργα.
Εριοπλύται. Καθάριζαν τα έρια με ειδικά βότανα, με λάδι και χοιρινό λίπος και τα θύμιαζαν με θειάφι.

Κάποια εργαστήρια ο νόμος απαγόρευε να βρίσκονται κοντά σε σπίτια ή σε κατοικημένη περιοχή για το φόβο πυρκαγιάς ή λόγω δυσοσμίας ή επειδή χρησιμοποιούσαν επικίνδυνες για την υγεία ουσίες.

Έτσι τα μαγκιπεία όπου φούρνιζαν τα ψωμιά έπρεπε να απέχουν από τα σπίτια για το φόβο πυρκαγιάς.
Τα βαλανεία (λουτρά) λόγω του καπνού και των αναθυμιάσεων.
Τα βαφεία, γιατί χρησιμοποιούσαν τη φωτιά και αναδινόταν δύσοσμος καπνός.
Το ίδιο και τα σιδηρουργεία και τα ασβεστοποιεία.
Τα βυρσοδεψεία λόγω της δυσοσμίας τους.
Τα γαρεψεία, επειδή κατά την παρασκευή της σάλτσας ξεχυνόταν γύρω βαριά δυσοσμία.
Τα αμμυδαρεία, επειδή αναδινόταν γύρω ανθυγιεινός ατμός από τη μούργα.


Οι γυναίκες δεν ήταν πρέπον να εργάζονται, όμως η φτώχεια ανάγκαζε πολλές να βγουν από το σπίτι τους και να δουλέψουν. Ο νόμος τούς επέτρεπε να ασκούν μικροεπαγγέλματα, όχι όμως σοβαρότερα επαγγέλματα όπως πχ του αργυροπράτη.

Γυναικεία επαγγέλματα:
Υφάντρια ή γερδία ή ανυφάντρια ή ανυφαντού.
Σχοινοστρόφος.
Καταρταρία. Πουλούσε στο δρόμο ακατέργαστο μετάξι.
Μεταξαρία. Πουλούσε στο δρόμο κατεργασμένο μετάξι.
Αρτοπώλις.
Καπήλισσα.
Οπωροπώλις.
Σταφιδοπώλις.
Χορταρίνα.
Καρβωνάρισσα.
Βαλανεύτρια.
Κούρισσα (κομμώτρια).
Χορεύτρια.
Ηθοποιός.
Μιμάς (μίμος).

Πολλά σημερινά επώνυμα έλκουν την καταγωγή τους από αυτά τα επαγγέλματα των Βυζαντινών, όπως:

Βουτσάς.
Κανταρτζής.
Σκουφάς.
Καλλιγάς.
Χαλκιάς.
Μεταξάς.
Βαφέας.
Κεραμέως.
Υφαντής.
Ανυφαντής.
Χρυσικός.
Νοταράς.
Καρβουνιάρης.
Τσαγγάρης.
Κοσκινάς.
Σαμαράς.
Σελλάς.
Μαχαίρας.
Σαράφης.
Ράπτης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου